Τεύχος Έκτο - Which side are you on?

Come all you good workers/Good news to you I’ll tell
Of how the good old union/Has come in here to dwell

Μέ­σα α­πό τις σε­λίδες αυ­τού του πε­ριο­δι­κού έ­χου­με ι­σχυ­ρι­στεί ε­πα­νει­λημ­μέ­να ό­τι προ­σπα­θούμε η α­νά­λυ­ση μας να εί­ναι «α­ντα­γω­νι­στι­κή», ε­δώ ό­μως και δύ­ο πε­ρί­που χρό­νια μό­νο νύ­ξεις έ­χου­με κά­νει
γύ­ρω α­πό αυ­τό το θέ­μα. Και αυ­τό για ε­μάς εί­ναι λο­γι­κό, η προ­σπά­θεια κα­τα­νό­η­σης του κό­σμου δεν εί­ναι μί­α δια­δι­κα­σί­α συλ­λογής δε­δο­μέ­νων, δεν έ­χου­με στην ά­κρη του μυα­λού μας με άλ­λα λό­για, μί­α έ­τοιμη με­θο­δο­λο­γί­α η ο­ποί­α πε­ρι­μέ­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για να την ε­φαρ­μό­σουμε, α­ντι­θέ­τως η δια­δι­κα­σί­α κα­τα­νό­η­σης αυ­τού του κό­σμου βα­δί­ζει δί­πλα-δίπλα με τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο κα­τα­νο­ού­με. Με αυ­τή την έν­νοια, η με­θο­δο­λο­γί­α κρί­νει την α­νά­λυ­ση και η ί­δια η α­νά­λυ­ση κρί­νει την με­θο­δο­λο­γί­α, ε­νώ και τα δύ­ο μα­ζί κρί­νο­νται α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ό,τι θα α­κο­λου­θή­σει στις ε­πό­με­νες σε­λί­δες δεν έ­χει για ε­μάς κά­ποια ι­σχύ α­κα­δη­μα­ϊ­κού τύ­που και ού­τε σκο­πεύ­ου­με να μπού­με σε μί­α δια­δι­κα­σί­α δια­τύ­πω­σης αρ­χών πά­νω στο θέ­μα. Το τι εί­ναι στην τε­λι­κή α­νταγω­νι­στι­κό, ε­πα­να­στα­τι­κό και άλ­λα πα­ρό­μοια ο τε­λευ­ταί­ος που θα το κρί­νει θα εί­ναι το υ­πο­κεί­με­νο που το ι­σχυ­ρί­ζε­ται. Ε­μείς α­πό την πλευ­ρά μας θέ­λουμε ε­δώ να δια­τυ­πώ­σου­με τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο σκε­φτό­μα­στε. Τί­πο­τα πε­ρισ­σότε­ρο τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο.
«Η ι­στο­ρί­α ό­λων των ως τα τώ­ρα κοι­νω­νιών εί­ναι ι­στο­ρί­α τα­ξι­κών α­γώ­νων», έγρα­φαν προ α­μνη­μο­νεύ­των ε­τών οι σύ­ντρο­φοι Μαρ­ξ και Έν­γκελ­ς. Πί­σω α­πό αυτή την γε­νι­κό­τη­τα στέ­κε­ται για ε­μάς αυ­τό που ο­νο­μά­ζου­με α­ντα­γω­νι­στι­κή ανά­λυ­ση. Κά­νο­ντας μί­α κα­ταρ­χήν σύ­νο­ψη θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ό­τι αυ­τή συ­νίστα­ται σε τέσ­σε­ρα βα­σι­κά ση­μεί­α. Πρώ­το ση­μεί­ο: η ι­στο­ρι­κή κίνη­ση, μι­λώ­ντας ει­δι­κά για την κα­πι­τα­λι­στι­κή πε­ρί­ο­δο, εί­ναι προ­ϊ­όν των α­ντα­γω­νι­σμών με­τα­ξύ των πά­νω και των κά­τω, των εκ­με­ταλ­λευ­τών και των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων, των κυ­ρί­αρ­χων και των κυ­ριαρ­χού­με­νων. Δεύ­τε­ρο ση­μεί­ο: οι α­ντα­γω­νι­σμοί, που δια­μόρ­φω­σαν και δια­μορ­φώ­νουν αυ­τόν τον κό­σμο, δεν εί­ναι πά­ντα σα­φείς και ξε­κά­θα­ροι και ού­τε έ­χουν πά­ντα έ­να σα­φές πο­λι­τι­κό-ε­πα­να­στα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Τρί­το ση­μεί­ο: η α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση χρη­σι­μεύ­ει για ε­μάς αυ­τή την στιγ­μή στο να κα­τα­νο­ή­σου­με το κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα. Τέ­ταρ­το, η α­ντα­γω­νιστι­κή α­νά­λυ­ση εί­ναι ταυ­τό­χρο­να προ­ϋ­πό­θε­ση και συ­νέ­πεια μί­ας πο­λι­τι­κής θέ­σης. Αλ­λά ας πιά­σου­με τα πράγ­μα­τα α­πό την αρ­χή.
Σε αυ­τό το ση­μεί­ο θα πρέ­πει να απο­σα­φη­νί­σου­με ό­τι σε αυ­τό το κεί­με­νο, μι­λά­με και α­να­φε­ρό­μα­στε σε πο­λι­τι­κά υ­πο­κεί­με­να (και στην με­θο­δο­λο­γί­α τους), σε υ­πο­κεί­με­να δηλ. τα ο­ποί­α με τον έ­ναν ή τον άλ­λο τρό­πο ε­πι­διώ­κουν ή­δη αυ­τό που σε γε­νι­κές γραμ­μές λέ­γε­ται ε­πα­νά­στα­ση. Κα­τά μί­α έν­νοια κά­νου­με έ­ναν τε­χνη­τό δια­χω­ρι­σμό του κοι­νω­νικού α­πό το πο­λι­τι­κό, για να μι­λή­σου­με πιο ξε­κά­θα­ρα για το πώς σκε­φτό­μα­στε ε­μείς σαν πο­λι­τι­κά υ­πο­κεί­με­να.

My daddy was a miner/He’s now in the air and sun
He’ll be with you fellow workers/Until the battle’s won

Ζού­με σε μί­α κοι­νω­νί­α ό­που έ­να μικρό­τε­ρο τμή­μα της εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται έ­να με­γα­λύ­τε­ρο, και ό­που ε­πί­σης έ­να μικρό­τε­ρο τμή­μα της κυ­ριαρ­χεί σ’ έ­να με­γα­λύ­τε­ρο. Αυ­τές εί­ναι οι δύ­ο κα­ταρ­χήν α­ντι­φά­σεις και α­ντι­θέ­σεις της κοι­νω­νί­ας. Για­τί α­ντι­φά­σεις και α­ντι­θέσεις; Ποια α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα ο­ρί­ζει αυ­τό το πράγ­μα; (Αυ­τό το λέ­με διό­τι από την στιγ­μή κα­τά την ο­ποί­α γί­νε­ται λό­γος για α­ντι­φά­σεις και α­ντι­θέ­σεις αυ­τό α­πό­κτά αυ­το­μά­τως μί­α α­ντι­κει­με­νι­κή υ­πό­στα­ση). Σε πα­λιό­τε­ρες ε­πο­χές ο λό­γος των ε­πα­να­στα­τι­κών υ­πο­κει­μέ­νων α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν αυ­τά τα δύ­ο πράγ­μα­τα σαν φυ­σι­κά φαι­νό­με­να: ο άν­θρω­πος εί­ναι α­πό την φύ­ση προ­ο­ρι­σμέ­νος να λει­τουρ­γεί με έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο, ά­ρα ό,τι τον κά­νει να λει­τουρ­γεί με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο τον κα­τα­πιέ­ζει και ά­ρα ο άν­θρω­πος θέ­λει να ε­ξε­γερ­θεί ενά­ντια σε αυ­τή την συν­θή­κη κα­τα­πί­ε­σης, μί­α ά­πο­ψη φυ­σι­κά δέ­σμια της ε­πο­χής της ο­ποί­ας γεν­νή­θη­κε, αυ­τής της φυ­σιο­κρα­τί­ας και του θε­τι­κι­σμού. Το πόσο ξε­πε­ρα­σμέ­νη πια εί­ναι αυ­τή σαν α­ντί­λη­ψη φαί­νε­ται α­πό το ό­τι θα μπο­ρούσα­με κάλ­λι­στα να πού­με, ό­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο εί­ναι πια «φύ­ση» της αν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας η εκ­με­τάλ­λευ­ση και η κα­τα­πί­ε­ση πα­ρά τα α­ντί­θε­τα: τα τε­λευ­ταί­α 2000 χρό­νια στην Ευ­ρώ­πη αυ­τή ή­ταν η «φύ­ση» των αν­θρώ­πι­νων κοι­νω­νιών.
Ω­στό­σο, το ε­ρώ­τη­μα ξα­νάρ­χε­ται και πα­ρα­μέ­νει: τι εί­ναι αυ­τό που έ­κα­νε, κά­νει και θα κά­νει τους αν­θρώ­πους να ε­ξε­γεί­ρο­νται και να α­ντι­δρούν στις συν­θή­κες ζω­ής τους; Μί­α στοι­χειω­δώς σο­βα­ρή μα­τιά στην ι­στο­ρί­α κα­ταρ­ρί­πτει ο­ποιον­δή­πο­τε α­ντι­κει­με­νι­σμό: ποτέ η πρό­σθε­ση ί­διων α­κρι­βώς α­ντι­κει­με­νι­κών συν­θη­κών δεν έ­δω­σε το ί­διο ά­θροι­σμα κά­τω α­πό την παύ­λα της κοι­νω­νι­κής κί­νη­σης. Ά­ρα, δεν υ­πάρχει τί­πο­τα κοι­νό σε ό­λους ό­σους μέ­σα στην ι­στο­ρί­α ε­ξε­γέρ­θη­καν; Οι «α­ντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες» για ε­μάς δεν εί­ναι αρ­κε­τές. Η συνθή­κη της φτώ­χειας δεν γεν­νού­σε πά­ντα ε­πα­να­στά­σεις και η συν­θή­κη των σχετι­κά κα­λύ­τε­ρων συν­θη­κών δια­βί­ω­σης πά­λι δεν γεν­νού­σε πά­ντα ε­πα­να­στά­σεις. Δεν υ­πάρ­χει προ­φα­νώς ού­τε μί­α α­ντι­κει­με­νι­κή συν­θή­κη που να συν­δέ­ει όλες τις ε­ξε­γέρ­σεις και ε­πα­να­στά­σεις με­τα­ξύ τους, προ­κει­μέ­νου να μας δώ­σει έ­ναν βα­σι­κό α­ντι­κει­με­νι­κό κα­νό­να της αι­τί­ας για την ο­ποί­α οι άν­θρω­ποι εξε­γεί­ρο­νται και α­ντι­δρούν. Ού­τε μί­α; Τό­τε; Ποιο εί­ναι ε­κεί­νο το νή­μα το ο­ποί­ο συν­δέ­ει ό­λους ε­κεί­νους που ε­πα­να­στά­τη­σαν στο πα­ρελ­θόν με ό­σους θα ε­πα­να­στα­τή­σουν στο μέλ­λον;
Οι ε­ρω­τή­σεις εί­ναι πο­λι­τι­κές θέ­σεις, η α­να­ζή­τη­ση ε­πο­μέ­νως μί­ας σύν­δε­σης ό­λων των ε­πα­να­στά­σε­ων και των α­ντι­στά­σε­ων, με άλ­λα λό­για η α­να­ζή­τη­ση μί­ας τό­σο κεντρι­κής α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τας ση­μαί­νει ό­τι ε­πι­θυ­μεί κά­ποιος να βρει έ­ναν ι­στο­ρι­κό νό­μο, μί­α μη­χα­νι­στι­κή λει­τουρ­γί­α1. Θα μπο­ρού­σα­με σε αυ­τό το ση­μεί­ο να προ­χω­ρή­σου­με τον συλ­λο­γισμό και να πού­με τα ε­ξής: α­πό την στιγ­μή κα­τά την ο­ποί­α δεν υ­πάρ­χει έ­να σύ­νολο α­ντι­κει­με­νι­κών συν­θη­κών, πα­ρά μό­νο το γε­γο­νός ό­τι οι άν­θρω­ποι μέ­σα στην ι­στο­ρί­α α­ντι­δρού­σαν, α­γω­νί­ζο­νταν, ε­ξε­γεί­ρο­νταν και ε­πα­να­στα­τού­σαν ενά­ντια στις συν­θή­κες της ζω­ής τους, αυ­τό και μό­νο το γε­γο­νός κα­θί­στα­ται αυ­τό­μα­τα α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα. Και ε­δώ φτά­νου­με στο λα­μπρό ση­μεί­ο να με­τα­τρέ­που­με την αν­θρώ­πι­νη υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα σε α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα. Αν η λο­γική εί­χε δύ­ο πό­δια θα τα εί­χε στρα­μπου­λί­ξει και τα δύ­ο. Για­τί τα λέ­με ό­λα αυτά; Για να ξα­να­ρω­τή­σου­με ε­δώ πέ­ρα το ε­ξής: ποια εί­ναι η χρη­σι­μό­τη­τα της μί­ας ή των πολ­λών α­ντι­κει­με­νι­κό­τή­των στην ε­πα­να­στα­τι­κή θε­ω­ρί­α; Προ­φα­νώς και δεν εί­ναι του πα­ρό­ντος μί­α τέ­τοια α­νά­λυ­ση, ω­στό­σο σε γε­νι­κές γραμ­μές ο αντι­κει­με­νι­σμός έρ­χε­ται να προσ­δώ­σει κα­θο­λι­κή ι­σχύ και δύ­να­μη συ­νο­χής σε μί­α ά­πο­ψη. Το με­γά­λο ζη­τού­με­νο ε­δώ πέ­ρα εί­ναι κα­τά πό­σο έ­χει ήδη ι­σχύ και συ­νο­χή η κά­θε ά­πο­ψη στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο. Ο α­ντι­κειμε­νι­σμός για πα­ρά­δειγ­μα του Μαρ­ξ εί­χε μί­α συ­γκε­κρι­μέ­νη πο­λι­τι­κή χρη­σι­μότη­τα (να προσ­δώ­σει κύ­ρος και ε­πι­στη­μο­νι­κή ι­σχύ στους ερ­γα­τι­κούς α­γώ­νες, και κυ­ρί­ως στο πρό­ταγ­μα της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας), η ο­ποί­α ό­ταν έ­χασε την ι­σχύ του στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο με­τα­βλή­θη­κε σε ι­δε­ο­λο­γί­α. Αυ­τή την ι­δεο­λο­γί­α προ­σπα­θούν να συ­ντη­ρή­σουν έ­ναν αιώ­να τώ­ρα οι μαρ­ξι­στές ι­δε­ο­λό­γοι. Η πο­λι­τι­κή θε­ω­ρί­α του Μαρ­ξ, μπο­ρεί α­πό την μί­α να ε­πε­δί­ω­κε να εί­ναι ε­πιστη­μο­νι­κή, αλ­λά α­πό την άλ­λη δεν ή­ταν ε­πι­στη­μο­νι­κή φα­ντα­σί­α, δεν ή­ταν δηλ. μί­α κά­ποια θε­ω­ρί­α γραμ­μέ­νη σε έ­ναν γυά­λι­νο πύρ­γο, άλ­λω­στε και ο ί­διος ο Μαρξ έ­χει δη­λώ­σει ρη­τά ό­τι στό­χος του ή­ταν να βο­η­θή­σει τους ερ­γα­τι­κούς και τα­ξι­κούς α­γώ­νες με ε­πι­χει­ρή­μα­τα. Άλ­λω­στε οι ερ­γα­τι­κοί και τα­ξι­κοί α­γώ­νες, κα­τά τη διάρ­κεια της ι­στο­ρί­ας του κα­πι­τα­λι­σμού υ­πήρ­χαν πριν και με­τά α­πό τον Μαρ­ξ.
Ποιο εί­ναι τε­λι­κά ό­μως το ζη­τούμε­νο α­πέ­να­ντι σε α­ντι­κει­με­νί­στι­κες, κα­θο­λι­κές και τε­λι­κά ο­λο­κλη­ρω­τι­κές πο­λι­τι­κές θε­ω­ρί­ες (λε­νι­νι­σμοί, μα­ο­ϊ­σμοί, στα­λι­νι­σμοί και άλ­λα α­στεί­α ο­νόμα­τα); Στο ξε­πέ­ρα­σμα των α­ντι­κει­με­νι­κο­τή­των και των υ­πο­κει­με­νι­κο­τή­των. Ξε­πέ­ρα­σμα που μό­νο το υ­λι­κό ε­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα ξε­περ­νά, α­κρι­βώς ε­πει­δή δεν τις χρειά­ζε­ται, α­κρι­βώς ε­πει­δή εί­ναι α­πό μό­νο του μί­α α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα. Δυ­στυ­χώς ζού­με σε μί­α ε­πο­χή που μό­νο η η­χώ αυτού του πράγ­μα­τος πα­ρα­μέ­νει, αλ­λά έ­χου­με την πο­λύ σο­βα­ρή υ­πο­ψί­α ό­τι η ύ­παρξη και μό­νο αυ­τού του πράγ­μα­τος, αυ­τής της συν­θή­κης θα θέ­σει τα πράγ­μα­τα και τα ζη­τή­μα­τα σε μί­α άλ­λη βά­ση.
Με ό­λα τα πα­ρα­πά­νω φυ­σι­κά και δεν πε­τά­με στα σκου­πί­δια τις α­ντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες, τις τρεις τέσ­σε­ρις εκεί­νες γραμ­μές δηλ. που δια­τρέ­χουν ε­γκάρ­σια τις κοι­νω­νι­κές ο­μά­δες, και οι ο­ποί­ες με τον έ­ναν ή τον άλ­λο τρό­πο συμ­βάλ­λουν ή α­πο­τε­λούν έ­να πα­ρά­γο­ντα για την α­νά­πτυ­ξη μί­ας κοι­νό­τη­τας ε­πι­θυ­μιών, συμ­φε­ρό­ντων και α­γώ­να. Η σημα­ντι­κό­τη­τα τους πι­στεύ­ου­με στο ό­τι έ­γκει­ται στο να μας προσ­δώ­σουν μί­α καταρ­χήν πο­σο­τι­κή και γε­ω­γρα­φι­κή ει­κό­να του τι συμ­βαί­νει σε αυ­τό τον κό­σμο. Οι α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τες εί­ναι μάλ­λον φω­το­γρα­φί­ες μί­ας κα­τά­στα­σης, μί­ας συν­θή­κης, ε­νός α­γώ­να. Βα­σι­κό στοι­χεί­ο, αλ­λά ό­χι το μο­να­δι­κό.
Με α­πλά λό­για ο­φεί­λου­με να ε­πα­ναπροσ­διο­ρί­σου­με την ιε­ράρ­χη­ση α­ντι­κει­με­νι­κού-υ­πο­κει­με­νι­κού. Αν η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­πο­τε­λεί­ται α­πό μί­α δια­λε­κτι­κή σχέ­ση αυτών των δύ­ο, ο­φεί­λου­με να τις α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε σε αυ­τό το ε­πί­πε­δο, σαν ι­σότι­μα συ­στα­τι­κά της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.2
Μέ­χρι ε­δώ ό­μως έ­χου­με έ­να κε­νό: το κε­νό των α­ντι­φά­σε­ων και των α­ντι­θέ­σε­ων. Ας το ε­ξη­γή­σου­με λι­γά­κι. Η εκ­μετάλ­λευ­ση δεν έ­χει α­πό μό­νη της κα­μί­α α­ντί­φα­ση ό­σο η σχέ­ση αυ­τή έ­χει α­πό την μί­α έ­να υ­πο­κεί­με­νο (αυ­τόν που εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται) και έ­να α­ντι­κεί­με­νο (αυ­τόν που υ­φί­στα­ται την εκ­με­τάλ­λευ­ση), την α­ντί­φα­ση την α­πο­κτά στο βαθ­μό που σε αυ­τή την σχέ­ση υ­πο­κει­μέ­νου α­ντι­κει­μέ­νου το α­ντι­κεί­με­νο συ­νει­δη­το­ποιεί ό­τι εί­ναι α­ντι­κεί­με­νο και ε­πι­θυ­μεί να γί­νει υ­πο­κεί­με­νο. Η α­ντί­φα­ση του κα­πι­τα­λι­σμού δεν εί­ναι προ­ϊ­όν του κα­πι­τα­λι­σμού, εί­ναι προ­ϊ­όν της ε­πι­θυ­μίας των α­ντι­κεί­μέ­νων του να γί­νουν υ­πο­κεί­με­να, τις α­ντι­θέ­σεις και τις α­ντι­φά­σεις του κα­πι­τα­λι­σμού δεν τις γεν­νά ο κα­πι­τα­λι­σμός, τις γεν­νούν ε­κείνοι οι ο­ποί­οι ε­πι­θυ­μούν την α­να­τρο­πή του. Με αυ­τή την έν­νοια, ε­μείς βλέ­πουμε σα­φέ­στα­τα την ση­με­ρι­νή κα­πι­τα­λι­στι­κή μορ­φή σαν α­πο­τέ­λε­σμα μί­ας πά­λης με­τα­ξύ των υ­πο­κει­μέ­νων και με­τα­ξύ των α­ντι­κει­μέ­νων που ε­πι­θυ­μούν γί­νουν υ­πο­κεί­με­να. Για ε­μάς έ­να τε­ρά­στιο πλή­θος πραγ­μά­των, το με­γα­λύ­τε­ρο και αυ­τό που δί­νει τε­λι­κά σε αυ­τό τον κό­σμο την συ­νο­λι­κή του ση­με­ρι­νή ει­κό­να, εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της α­πό τα κά­τω κί­νη­σης.
Πο­λύ κρί­σι­μη κα­μπή στην α­νά­πτυ­ξη της σκέ­ψης μας σε αυ­τό το ε­πί­πε­δο α­ποτέ­λε­σε η δου­λειά που κά­να­με για το κρά­τος πρό­νοιας και τον ε­θε­λο­ντι­σμό στα τεύ­χη 2 και 3. Ή­ταν για ε­μάς η πρώ­τη φο­ρά που κα­τα­φέ­ρα­με να υ­λο­ποι­ή­σου­με κάποια στοι­χεί­α που εί­χα­με στο μυα­λό μας σε έ­να αρ­κε­τά ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό ε­πί­πεδο. Το πέ­ρα­σμα α­πό μί­α πο­λι­τι­κή θέ­ση που λέ­ει σχη­μα­τι­κά και α­φη­ρη­μέ­να «όλα εί­ναι ά­με­σο προ­ϊ­όν του κοι­νω­νι­κού και τα­ξι­κού α­ντα­γω­νι­σμού» σε μί­α πολι­τι­κή α­νά­λυ­ση, η ο­ποί­α προ­σπα­θεί με στοι­χεί­α να το α­πο­δεί­ξει δεν εί­ναι εύκο­λη δου­λειά και σί­γου­ρα ό­χι πά­ντα πε­τυ­χη­μέ­νη. Ε­δώ δεν λέ­με ό­τι α­να­κα­λύψα­με την Α­με­ρι­κή. Λέ­με ό­τι το να λες ό­τι κά­νεις κά­τι, δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το ότι ση­μαί­νει ό­τι κά­νεις και αυ­τό που λες.
Έ­να ζή­τη­μα το ο­ποί­ο μας μπή­κε πο­λύ ρη­τά α­να­φο­ρι­κά με το συ­γκε­κρι­μέ­νο κεί­με­νο, ή­ταν το πώς τε­λι­κά ε­μείς σαν α­ντα­γω­νι­στι­κά υ­πο­κεί­με­να βλέ­που­με και α­να­λύ­ου­με την ι­στο­ρί­α. Προ­φα­νώς έ­χου­με πε­τά­ξει ή­δη α­πό πά­νω μας ε­δώ και αρ­κε­τά χρό­νια τα ζε­στά σκε­πά­σμα­τα πε­ρί α­ντι­κει­με­νι­σμού της ι­στο­ρί­ας ή την φι­λο­λο­γί­α για την ε­νό­τη­τά της. Συ­χνά και σε πολ­λά ση­μεί­α βρε­θή­κα­με α­ντι­μέ­τω­ποι με το α­πλό φαι­νο­με­νι­κά με­θο­δο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα: πως θα δού­με το τά­δε ζή­τη­μα, ή­ταν το κρά­τος πρό­νοιας πα­ρα­χώ­ρη­ση των α­φε­ντι­κών ή ή­ταν κα­τάκτη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων; Η α­πά­ντη­ση που δώ­σα­με σε αυ­τό ή­ταν κα­ταρ­χήν πο­λιτι­κή, για­τί ας μην γε­λιό­μα­στε και οι α­πα­ντή­σεις που δί­νουν τα α­φε­ντι­κά στην ι­στο­ρί­α και αυ­τές πο­λι­τι­κές εί­ναι. Προς τι λοι­πόν ε­μείς να τη­ρή­σου­με έναν ο­ποιον­δή­πο­τε α­κα­δη­μα­ϊ­σμό; Α­πο­φα­σί­σα­με λοι­πόν, στον βαθ­μό κα­τά τον ο­ποί­ο υ­πάρ­χουν α­γώ­νες, και κα­τά τον βαθ­μό κα­τά τον ο­ποί­ο αυ­τοί οι α­γώ­νες κέρ­δι­ζαν αυ­τό που κέρ­δι­ζαν να το βλέ­που­με ρη­τά και ξε­κά­θα­ρα σαν κα­τά­κτη­ση των α­γώ­νων αυ­τών. Αυ­τό ση­μαί­νει για πα­ρά­δειγ­μα, ό­τι το κρά­τος πρό­νοιας ή­ταν κα­τά­κτη­ση των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων και ό­χι προ­σπά­θεια των α­φε­ντι­κών να α­σκή­σουν έ­λεγ­χο πά­νω στην ερ­γα­τι­κή τά­ξη, ό­πως για πα­ρά­δειγ­μα φα­ντα­σιώ­νε­ται μί­α ο­ρι­σμέ­νη α­ρι­στε­ρή-α­ντιε­ξου­σια­στι­κή σκέ­ψη.
Βλέ­που­με λοι­πόν αυ­τόν τον κό­σμο α­πό κά­τω, δη­λώ­νο­ντας ρη­τά ότι αν αυ­τό τον κό­σμο τον φτιά­χνουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι, η ι­στο­ρί­α του δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι η ι­στο­ρί­α των εκ­με­ταλ­λευό­με­νων. Και αυτό εί­ναι μί­α πο­λι­τι­κή θέ­ση, ό­πως πο­λι­τι­κή θέ­ση εί­ναι η α­ντί­λη­ψη των α­φε­ντικών και των δια­νο­ου­μέ­νων για την ι­στο­ρί­α.

They say in Harlan County/There are no neutrals there
You’ll either be a union man/Or a thug for J. H. Claire

Ω­στό­σο, αν υ­πάρ­χει έ­να ζή­τη­μα το ο­ποί­ο στέ­κε­ται για ε­μάς στο μέ­σο και στο κε­ντρι­κό­τε­ρο ση­μεί­ο της α­νά­λυ­σης μας αυ­τό δεν εί­ναι άλ­λο α­πό το ζή­τη­μα του πο­λέ­μου, ό­χι φυ­σι­κά σαν έ­να ζήτη­μα έ­τσι γε­νι­κά και α­ό­ρι­στα αλ­λά σαν έ­να ζή­τη­μα διαρ­κούς ε­πι­και­ρό­τη­τας, διό­τι αν υ­πάρ­χει έ­νας πό­λε­μος αυ­τός δεν εί­ναι άλ­λος α­πό αυ­τόν «των χορ­τάτων ε­να­ντί­ον των πει­να­σμέ­νων» ό­πως λέ­γα­νε και κά­ποιοι πα­λιοί σύ­ντρο­φοι.
Πριν ό­μως α­πα­ντή­σου­με σε αυ­τό το ε­ρώ­τη­μα θα πρέ­πει να κά­νου­με μί­α πα­ρέν­θε­ση. Δεν πι­στεύ­ου­με (για­τί πί­στη εί­ναι και μά­λι­στα λί­γο πο­λύ θε­ο­λο­γι­κή) σε κα­θο­λι­κές πα­ναν­θρώ­πι­νες α­ξί­ες ό­πως η δι­καιο­σύ­νη, τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­ματα ή α­κό­μα χει­ρό­τε­ρα ό­τι υ­πάρ­χει μί­α και μο­να­δι­κή α­λή­θεια που πρέ­πει να απο­κα­λυ­φθεί. Στην τε­λι­κή αυ­τό εί­ναι και το βα­σι­κό μας πρό­βλη­μα με τον α­ντικει­με­νι­σμό που δια­τρέ­χει έ­να πλή­θος α­πό­ψε­ων: α­πό την α­στι­κή α­ντί­λη­ψη της δι­καιο­σύ­νης μέ­χρι τον μαρ­ξι­στι­κό σκο­πό της ι­στο­ρί­ας. Εί­ναι κα­τά βά­ση υπο­κει­με­νι­κές θέ­σεις (θέ­σεις κοι­νω­νι­κών υ­πο­κει­μέ­νων) οι ο­ποί­ες ό­μως δεν εμφα­νί­ζο­νται σαν τέ­τοιες αλ­λά εμ­φα­νί­ζο­νται σαν κά­τι που υ­πήρ­χε και ί­σχυε σχε­δόν α­πό τα πά­ντα. Δη­λα­δή, ε­πι­διώ­κουν την α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα που δεν μπορούν εκ των πραγ­μά­των να έ­χουν, να την α­πο­κτή­σουν με την εν­σω­μά­τω­ση τους σαν ι­δέ­ες α­ντι­κει­με­νι­κής, πα­γκό­σμιας, «πα­ναν­θρώ­πι­νης» ι­σχύ­ος. Έ­να γε­γο­νός, μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν έ­χει πο­τέ μί­α πλευ­ρά ή έ­ναν τρό­πο α­νά­γνω­σης, α­ντι­θέ­τως έ­χει πά­ντα πολ­λές πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό μί­α. Με τι τρό­πο, θα α­πο­φα­σί­σει να μι­λή­σει και να α­ντι­λη­φθεί ο κα­θέ­νας το θέ­μα του πο­λέ­μου π.χ. φα­νε­ρώ­νει και το πώς α­ντι­λαμ­βά­νε­ται την θέ­ση του σε σχέ­ση με το ί­διο το γε­γο­νός, ή α­κόμα και το ποια θα ή­θε­λε να εί­ναι η θέ­ση του. Ό­ταν για πα­ρά­δειγ­μα το ΚΚΕ κα­λού­σε τους ερ­γα­ζό­με­νους στα ‘40 να πο­λε­μή­σουν για την δι­κτα­το­ρί­α του Με­ταξά, και ό­χι να ε­πα­να­στα­τή­σουν ε­νά­ντια σε έ­ναν πό­λε­μο ο ο­ποί­ος γι­νό­ταν εις βά­ρος των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων και των δύ­ο χω­ρών, φα­νε­ρώ­νει ποια ε­πι­θυ­μεί να εί­ναι η θέ­ση του. Το ΚΚΕ και ό­λα τα λε­νι­νι­στι­κά στα­λι­νι­κά κόμ­μα­τα και κομ­μα­τί­δια ε­πι­θυ­μού­σαν με τον έ­ναν ή τον άλ­λο τρό­πο να ε­πι­βάλ­λουν νέ­ες α­ντικει­με­νι­κό­τη­τες (την ε­ξου­σί­α τους, το έ­θνος τους, την πα­τρί­δα τους κλπ.) -και εδώ εί­ναι το τρα­γι­κό- στο ό­νο­μα α­κρι­βώς ε­κεί­νων των υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­των που θέ­λη­σαν να κα­τα­στρέ­ψουν τις α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τες.
Στο ζή­τη­μα του πο­λέ­μου το κά­θε υπο­κεί­με­νο ε­πι­λέ­γει πώς θα μι­λή­σει για αυ­τό, και αυ­τή η ε­πι­λο­γή του εί­ναι πολι­τι­κή. Πο­λι­τι­κό­τα­τη. Ο πό­λε­μος στο Ι­ράκ δεν έ­γι­νε για έ­ναν και μο­να­δι­κό λό­γο, για πα­ρά­δειγ­μα, αλ­λά α­κό­μα και για έ­ναν και μο­να­δι­κό λό­γο να έ­χει γί­νει (τα πε­τρέ­λαια, η στρα­τη­γι­κή ση­μα­σί­α ε­λέγ­χου της πε­ριο­χής, η α­ντι­πά­θεια του Μπους για το Σα­ντάμ που πή­γε να σκο­τώ­σει τον μπα­μπά του), ε­μάς σαν εκ­μεταλ­λευό­με­νους και κα­τα­πιε­σμέ­νους τι μας α­φο­ρά; Τι μας α­φο­ρά στον βαθ­μό που ό­πως αυ­τόν, αλ­λά ό­πως και κά­θε πό­λε­μο τον πλη­ρώ­νουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι και οι κα­τα­πιε­ζό­με­νοι; Τι πρέ­πει να α­να­δεί­ξου­με σε αυ­τόν ό­πως και σε κάθε πό­λε­μο, που θα πρέ­πει να ρί­ξου­με τις δυ­νά­μεις μας, ποια ά­πο­ψη, ποια α­ντίλη­ψη θα πρέ­πει να ε­νι­σχύ­σου­με; Την α­ντί­λη­ψη των α­φε­ντι­κών, να δού­με δη­λα­δή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα α­πό τα μά­τια των α­φε­ντι­κών (για­τί έ­κα­ναν τον πόλε­μο, τι χρη­σι­μεύ­ει για αυ­τά κλπ) ή να δού­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­πό την πραγμα­τι­κή κοι­νω­νι­κή μας θέ­ση: αυ­τή των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων; Εν­νο­εί­ται προ­φα­νώς σε αυ­τό που λέ­γε­ται κα­τα­νό­η­ση αυ­τού του κόσμου, κομ­μά­τι εί­ναι και το τι κά­νουν ή θέ­λουν να κά­νουν τα α­φε­ντι­κά ε­πο­μένως δεν πε­τά­με στα σκου­πί­δια το τι γε­νι­κώς ή ει­δι­κώς κά­νου­νε. Αλ­λά το πρό­βλη­μα που μπαί­νει, δεν μπαί­νει σε αυ­τή κα­θαυ­τή την α­νά­λυ­ση, το πρό­βλη­μα μπαίνει ό­ταν κα­λεί­ται κα­νείς να εκ­φέ­ρει πο­λι­τι­κή ά­πο­ψη και πο­λι­τι­κή θέ­ση, όταν κά­ποιος κα­λεί­ται να το­πο­θε­τη­θεί σαν πο­λι­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο πά­νω στο ζήτη­μα. Ε­δώ η α­νά­λυ­ση έ­χει την ση­μα­σί­α της βά­σης μί­ας πο­λι­τι­κής ά­πο­ψης. Η ση­μασί­α δηλ. μιας α­νά­λυ­σης ό­ταν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό μί­α πο­λι­τι­κή ά­πο­ψη (αλ­λιώς είναι κοι­νω­νιο­λο­γί­α ή χό­μπυ) συ­ναρ­τά­ται με την πο­λι­τι­κή ά­πο­ψη, ό­πως και πολι­τι­κή ά­πο­ψη συ­ναρ­τά­ται με την α­νά­λυ­ση, φυ­σι­κά. Ό­ταν λοι­πόν για ε­μάς κά­ποιος βά­ζει το ζή­τη­μα του πο­λέ­μου στην βά­ση του τι κά­νουν τα α­φε­ντι­κά σε αυ­τό τον κό­σμο, πέ­ραν του ό­τι κα­τά την γνώ­μη μας δεν λέ­ει το πο­λύ ση­μα­ντι­κό­τε­ρο για ε­μάς τι στο διά­ο­λο ε­πι­τέ­λους κά­νουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι, αρ­γά η γρήγο­ρα θα βρε­θεί να κα­τα­λή­ξει με ποιο α­φε­ντι­κό θα πρέ­πει να πά­ει (ποιο εί­ναι το λι­γό­τε­ρο κα­κό α­πό τα δύ­ο που πο­λε­μά­νε). Άλ­λω­στε δεν θα έ­χει πά­ρει καν χαμπά­ρι αν προ­σπα­θούν και τι προ­σπα­θούν να κά­νουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι. Αυ­τό το πράγ­μα κά­νει μί­α συ­γκε­κρι­μέ­νη αλ­λά και συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α της αρι­στε­ράς α­πό τον Πρώ­το Πα­γκό­σμιο και ύ­στε­ρα: με την Γαλ­λί­α ε­νά­ντια στην Καϊ­ζε­ρι­κή Γερ­μα­νί­α, με την Κα­ϊ­ζε­ρι­κή Γερ­μα­νί­α ε­νά­ντια στον α­ντι­δρα­στι­κό Τσά­ρο, με την ΕΣ­ΣΔ και τις Ε­ΠΑ ε­νά­ντια στην Χι­τλε­ρι­κή Γερ­μα­νί­α, με την ΕΣ­ΣΔ ε­νά­ντια στους ι­μπε­ρια­λι­στές, ή με την ΛΔΚ ε­νά­ντια στους σο­σια­λι­μπε­ρια­λιστές, με τον Σα­ντάμ ε­νά­ντια στον Μπους, με τον Μι­λό­σε­βιτ­ς ε­νά­ντια σε ό­λους, με τον Ο­σά­μα ε­νά­ντια στον Τζωρ­τζ, με την ι­ρα­κι­νή α­ντί­στα­ση ε­νά­ντια στον ιμπε­ρια­λι­σμό και έ­χου­με α­κό­μα ζω­ή μπρο­στά μας. Να εί­ναι κα­λά οι προ­λε­τά­ριοι που δεν λέ­νε να ε­κλεί­ψουν α­πό τον πλα­νή­τη. Λί­γοι εί­ναι ε­κεί­νοι μέ­σα στην ι­στο­ρί­α που προ­σπά­θη­σαν να δουν τα πράγ­μα­τα αλ­λιώς: ό­λοι οι πο­λέ­μοι είναι πο­λέ­μοι κα­ταρ­χήν ε­να­ντί­ον των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων, το μό­νο που μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει τον πό­λε­μο εί­ναι ο α­πό κοι­νού α­γώ­νας των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων και των δύ­ο πλευ­ρών. Σε αυ­τό το ση­μεί­ο μπο­ρεί κα­νείς να πει τι βά­ση μπο­ρεί να έ­χει μί­α τέ­τοια α­ντί­λη­ψη στην κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Κα­τά πό­σο δηλ. μί­α τέ­τοια α­ντί­λη­ψη μπο­ρεί να πά­ει μπρο­στά τα πράγ­μα­τα, αλ­λά και κα­τά πό­σο α­ντα­πο­κρί­νε­ται αυ­τή στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το κα­τά πό­σο μπο­ρεί να πά­ει μπρο­στά τα πράγ­μα­τα ο κα­θέ­νας έ­χει την ευ­κο­λί­α να το κρί­νει μό­νος του, α­πό την ά­πο­ψη του θα φα­νεί άλ­λω­στε και το τι εί­ναι: ε­θνι­κι­στής ή διε­θνι­στής. Το κατά πό­σο τώ­ρα α­ντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι κά­πως πιο με­γά­λη κου­βέ­ντα που κά­ποια στιγ­μή θα την κά­νου­με. Ω­στό­σο, έ­χου­με μί­α πο­λύ σο­βα­ρή υ­πο­ψί­α, οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι δεν έ­χουν πά­ντα και την πιο τρε­λή ό­ρε­ξη να σκο­τώ­νο­νται για τα α­φε­ντι­κά τους, τα ε­κα­τομ­μύ­ρια λι­πο­τα­κτών σε ό­λους τους πο­λέ­μους, οι ε­ξε­γέρ­σεις των στρα­τιω­τών και οι α­νταρ­σί­ες τους ή α­κό­μα και η συμ­φι­λί­ω­ση τους στα πε­δί­α των μα­χών εί­ναι πράγ­μα­τα που δια­τρέ­χουν ό­λους τους πο­λέ­μους. Θα στα­μα­τή­σου­με ε­δώ για­τί σκο­πεύ­ου­με να γί­νου­με πιο α­ναλυ­τι­κοί στο μέλ­λον.
Κά­νο­ντας ε­δώ μί­α σύ­νο­ψη θα λέ­γα­με α­πό την μί­α ό­τι προ­σπα­θού­με να κά­νουμε α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση α­πό την μί­α για­τί α­πο­δε­χό­μα­στε σαν θέ­ση ό­τι «ό­λη η ι­στο­ρί­α εί­ναι προ­ϊ­όν συ­γκρού­σε­ων» και α­πό την άλ­λη ε­πει­δή η κοι­νω­νι­κή μας θέ­ση εί­ναι αυ­τή που εί­ναι.

Oh workers can you stand it?/Oh tell me how you can
Will you be a lousy scab/Or will you be a man?

Ε­δώ θα πρέ­πει να στα­θού­με λί­γο και να ε­ξε­τά­σου­με το ζή­τη­μα που λέ­γε­ται αγώ­νες. Ζή­τη­μα κα­θό­λου εύ­κο­λο και κα­θό­λου α­πλό για να κα­θο­ρί­σου­με μί­α σειρά α­ξιω­μά­των μέ­σα α­πό τους φα­κούς των ο­ποί­ων θα δού­με αυ­τό το ζή­τη­μα. Ω­στόσο θα α­πο­πει­ρα­θού­με να βά­λου­με κά­ποια ε­λά­χι­στα ζη­τή­μα­τα.
Έ­να πρώ­το ζή­τη­μα εί­ναι ό­τι μι­λά­με για τους α­γώ­νες που γί­νο­νται, κα­ταρ­χήν με τον πιο α­πλό τρό­πο, δη­λα­δή πλη­ρο­φο­ρια­κά. Συ­ντε­λού­με δηλ. και ε­μείς με τις μι­κρές μας δυ­νά­μεις σε αυ­τό που ο­νο­μά­ζε­ται κυ­κλο­φο­ρί­α των α­γώ­νων. Όμως δεν νο­μί­ζου­με ό­τι κά­τι τέ­τοιο εί­ναι και αρ­κε­τό, ο­φεί­λου­με να κρί­νου­με ταυ­τό­χρο­να αυ­τούς τους α­γώ­νες, να δού­με και να α­νοί­ξου­με και ε­μείς ζη­τήμα­τα σε σχέ­ση με αυ­τούς. Τέ­λος, και στον βαθ­μό που αυ­τό μπο­ρεί να γί­νει (διότι εκ των πραγ­μά­των δεν μπο­ρεί να γί­νει πά­ντα), προ­σπα­θού­με να συν­δέ­σου­με τους α­γώ­νες αυ­τούς στο ε­πί­πε­δο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με­τα­ξύ τους3.
Θα α­κο­λου­θή­σου­με και ε­δώ για να δού­με κα­λύ­τε­ρα τι εν­νο­ού­με με έ­να πα­ρά­δειγ­μα. Αυ­τό της Κί­νας. Το πρω­ταρ­χικό μας εν­δια­φέ­ρον για το τι γί­νε­ται στην Κί­να (και αυ­τό φαί­νε­ται στο σχε­τικό κεί­με­νο που γρά­φτη­κε στο πρώ­το τεύ­χος), δεν εί­χε να κά­νει με το τι γί­νεται στα χα­μη­λά κοι­νω­νι­κά ε­πί­πε­δα, κυ­ρί­ως ε­ξαι­τί­ας μί­ας πρα­κτι­κής α­δυ­να­μίας να βρού­με στοι­χεί­α για αυ­τά. Α­πό την άλ­λη, το βα­σι­κό πρό­βλη­μα που ε­νέ­σκηψε στην προ­σπά­θεια μας να α­πο­κτή­σου­με μί­α ει­κό­να για ε­κεί­νο το μέ­ρος του κό­σμου, εί­χε να κά­νει με το ζή­τη­μα που λε­γό­ταν κι­νέ­ζι­κη γρα­φειο­κρα­τί­α σήμε­ρα. Τι εί­ναι η κι­νέ­ζι­κη γρα­φειο­κρα­τί­α σή­με­ρα, τι μορ­φή έ­χει το κι­νέ­ζι­κο κρά­τος, που βα­σί­ζε­ται κοι­νω­νι­κά κλπ. Ζη­τή­μα­τα εν­δια­φέ­ρο­ντα προ­φα­νώς… αλλά… Έ­να ε­ρώ­τη­μα λοι­πόν, που δια­μορ­φώ­θη­κε πά­νω α­πό αυ­τά ή­ταν το ε­ξής: τι εν­δια­φέ­ρει ε­μάς σαν εκ­με­ταλ­λευό­με­νους, σή­με­ρα στα 2006, ε­δώ στην Ελ­λά­δα αυ­τό το ζή­τη­μα; Το τι θα βά­λει κα­νείς πρώ­το εί­ναι αυ­τό που έ­χει ση­μα­σί­α, μι­λάς σαν εκ­με­ταλ­λευό­με­νος, μι­λάς σαν ι­στο­ρι­κός, ή μι­λάς σαν πα­τριώ­της που δια­πι­στώ­νει ό­τι τα κι­νέ­ζι­κα μα­γα­ζά­κια πνί­γουν το εγ­χώ­ριο μι­κρε­μπό­ριο; Τι ο­ρί­ζει, τι ε­πι­λέ­γει ο κα­θέ­νας να τον ο­ρί­σει; Η κοι­νω­νι­κή του θέ­ση; Η ψευ­δο­ε­πι­στημο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα του που τον το­πο­θε­τεί ε­κτός ι­στο­ρί­ας; Ο πα­τριω­τι­σμός του; Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι ε­μείς ε­πι­λέ­ξα­με να μι­λή­σου­με πρώ­τα και κύ­ρια σαν εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι, και να προ­σπα­θή­σου­με να μά­θου­με κα­ταρ­χήν τι κά­νουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι στην Κί­να.
Πρώ­τα να ε­νη­με­ρώ­σου­με στο ε­πί­πε­δο της κυ­κλο­φο­ρί­ας των α­γώ­νων για το τι συμ­βαί­νει ε­κεί πέ­ρα, στην συ­νέ­χεια να κρί­νου­με και να ε­ξε­τά­σου­με την ση­μασί­α, το πε­ριε­χό­με­νο και την μορ­φή αυ­τών των α­γώ­νων και τέ­λος να δού­με σε ποιο ε­πί­πε­δο και αν μπο­ρεί να υ­πάρ­χει ε­νό­τη­τα των α­γώ­νων αυ­τών στην Κί­να4. Αυ­τό εί­ναι που προ­σπα­θή­σα­με να κά­νου­με στο δεύ­τερο σχε­τι­κό κεί­με­νο έ­να χρό­νο με­τά. Αυ­τή την κα­τεύ­θυν­ση πή­ρε η έ­ρευ­να μας, και ε­δώ δεν έ­μπαι­ναν κα­θό­λου ζη­τή­μα­τα του εί­δους υ­πάρ­χουν ή δεν υ­πάρ­χουν στοι­χεί­α (εί­χα­με πια με λί­γο πα­ρα­πά­νω ψά­ξι­μο την δυ­να­τό­τη­τα να ε­πι­λέ­ξουμε ποιο ζή­τη­μα και με ποιο τρό­πο θα το πιά­σου­με), και για κά­τι τέ­τοιο δεν ευθύ­νε­ται α­πο­κλει­στι­κά το δια­δί­κτυο ό­πως πι­θα­νά κά­ποιος να πει5.
Έ­να δεύ­τε­ρο έ­χει να κά­νει με αυ­τό που ο­νο­μά­ζε­ται έ­ρευ­να, και η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι μέ­χρι τώ­ρα δεν έ­χου­με κα­ταπια­στεί με αυ­τό το ζή­τη­μα ι­διαί­τε­ρα. Το βα­σι­κό, ό­μως για ε­μάς σε σχέ­ση με αυ­τό το ζή­τη­μα εί­ναι να δί­νε­ται ο λό­γος στα (κα­τά βά­σην α­το­μι­κά) υ­πο­κεί­με­να. Και προ­φα­νώς αυ­τό δεν θα γί­νει, και δεν μπο­ρεί να γί­νει με την λο­γι­κή του δη­μο­σιο­γρά­φου ή του κοι­νω­νιο­λό­γου που α­φή­νει κά­ποιους να μι­λή­σουν… Η έ­ρευ­να για ε­μάς θα πρέ­πει να εί­ναι μί­α δια­δι­κα­σί­α ά­με­σης ε­μπλο­κής μας σε αυτό που γί­νε­ται, και ταυ­τό­χρο­να ε­μπλο­κής και των ί­διων των συμ­με­τε­χό­ντων.
Σε τι μπο­ρεί να χρη­σι­μεύ­ει κά­τι τέ­τοιο; Μί­α τέ­τοια δια­δι­κα­σί­α; Εί­πα­με παρα­πά­νω ό­τι η α­ντί­φα­ση του κα­πι­τα­λι­σμού δεν εί­ναι α­ντί­φα­ση αυ­τού κα­θαυ­τού του κα­πι­τα­λι­σμού, αλ­λά α­ντί­φα­ση των α­ντι­κει­μέ­νων που προ­σπα­θούν να γίνουν υ­πο­κεί­με­να. Και εί­ναι α­ντί­φα­ση για­τί ο­ντο­λο­γι­κά οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι βρί­σκο­νται υ­πό την ε­πί­δρα­ση δύ­ο δυ­νά­με­ων, της δύ­να­μης ε­κεί­νης η ο­ποί­α θέ­λει να τους δια­τη­ρή­σει και να τους α­ντι­κει­με­νο­ποιεί συ­νε­χώς, και της επι­θυ­μί­ας και ά­ρα δύ­να­μης των ί­διων να γί­νουν υ­πο­κεί­με­να, να δρά­σουν τα ί­δια για τους ε­αυ­τούς τους. Η α­ντί­φα­ση έ­γκει­ται στο ό­τι ο εκ­με­ταλ­λευό­με­νος βρί­σκε­ται συ­νε­χώς στο μέ­σο της σύ­γκρου­σης των α­ντι­κει­με­νι­κών συν­θη­κών με τις υ­πο­κει­με­νι­κές ε­πι­θυ­μί­ες. Ό­πως εί­ναι προ­φα­νές, αυ­τό δεν εί­ναι μί­α ευχά­ρι­στη κα­τά­στα­ση για κα­νέ­ναν ού­τε για τους «α­στούς» ού­τε για τους «προλε­τά­ριους», ε­ξού και οι προ­σπά­θειες και των δύ­ο «πλευ­ρών» που ε­πι­θυ­μούν να λύ­σουν αυ­τή την σύ­γκρου­ση, οι μεν πρώ­τοι ε­πι­διώ­κουν να ταυ­τί­σουν τις υπο­κει­με­νι­κές ε­πι­θυ­μί­ες των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων με την α­ντι­κει­με­νι­κή συν­θήκη της ί­διας της εκ­με­τάλ­λευ­σης (πράγ­μα ό­χι τό­σο α­ντι­φα­τι­κό ό­σο φαί­νε­ται), οι μεν δεύ­τε­ροι προ­σπα­θούν να συλ­λο­γι­κο­ποι­ή­σουν τις υ­πο­κει­με­νι­κές ε­πιθυ­μί­ες προς μί­α νέ­α συν­θή­κη α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τας6. Με αυ­τή την έν­νοια οι εκμε­ταλ­λευό­με­νοι, εί­ναι οι ί­διοι το πε­δί­ο της μά­χης πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ό­σο το πε­δί­ο της μά­χης εί­ναι το ύ­ψος των μι­σθών. Η ταύ­τι­ση της υ­πο­κει­με­νι­κής ε­πιθυ­μί­ας με την α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα της εκ­με­τάλ­λευ­σης, εί­ναι προ­φα­νώς μί­α τε­ρά­στια και πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα ι­στο­ρί­α, ω­στό­σο δεν εί­ναι ντε­τερ­μι­νι­στική με κα­μί­α έν­νοια, υ­πάρ­χουν στιγ­μές που αυ­τή η ταύ­τι­ση προ­χω­ρά τό­σο πο­λύ που πια η σύ­γκρου­ση ε­ντός της να εί­ναι τό­σο έ­ντο­νη που να λύ­νε­ται μό­νο βί­αια και υ­πάρ­χουν και στιγ­μές κα­τά τις ο­ποί­ες φαί­νε­ται σαν το πιο και το μό­νο λο­γι­κό πράγ­μα του κό­σμου. Αυ­τή την ταύ­τι­ση ό­μως δεν μπο­ρού­με να την α­φή­σου­με ού­τε να λυ­θεί α­πό μό­νη της ού­τε να ελ­πί­σου­με ό­τι κά­πο­τε θα λυ­θεί α­πό μόνη της και προ­φα­νώς ού­τε να ε­πι­κα­λού­μα­στε το μα­γι­κό ξόρ­κι του ντε­τερ­μι­νισμού μπας και ο κα­πι­τα­λι­σμός α­πο­φα­σί­σει να κα­ταρ­ρεύ­σει μό­νος του.
Μέ­σα α­πό την έ­ρευ­να, ο­φεί­λου­με να α­να­δεί­ξου­με μί­α σει­ρά πραγμά­των. Σαν πρώ­το και πιο ση­μα­ντι­κό κα­τά την γνώ­μη μας εί­ναι τις ί­διες τις στά­σεις και α­ντι­στά­σεις των α­το­μι­κών υ­πο­κει­μέ­νων στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τους, και κυ­ρί­ως ε­κεί­να τα στοι­χεί­α τα ο­ποί­α αυ­τές έ­χουν και τα ο­ποί­α μπο­ρούν, κα­τά μί­α έν­νοια, να ο­δη­γή­σουν στην συλ­λο­γι­κο­ποί­η­ση τους. Σαν έ­να δεύ­τερο ση­μεί­ο, που θα πρέ­πει να α­να­δει­χθεί, εί­ναι η κα­τα­νό­η­ση και η συ­νει­δη­τοποί­η­ση ε­ξί­σου α­πό τα υ­πο­κεί­με­να ό­σο και α­πό ε­μάς των α­ντι­κει­με­νι­κών συν­θηκών μέ­σα στις ο­ποί­ες αυ­τά κι­νού­νται. Τέ­λος, ας μην ξε­χνά­με ό­τι η έ­ρευ­να είναι έ­να ερ­γα­λεί­ο, έ­να πο­λι­τι­κό ερ­γα­λεί­ο, και με αυ­τή την έν­νοια δεν μπο­ρεί κα­τά ε­μάς να καλ­λιερ­γεί­ται δια­χω­ρι­σμός α­νά­με­σα στο α­ντι­κεί­με­νο της έ­ρευνας και σε αυ­τούς που την διε­ξά­γουν.

Don’t scab for the bosses/Don’t listen to their lies
Poor folks ain’t got a chance/Unless they organize
Which side are you on boys?/Which side are you on?

Και ε­δώ εί­ναι που ερ­χό­μα­στε στο σχε­δόν πιο ση­μα­ντι­κό ζή­τη­μα αυ­τού του κει­μέ­νου. Το ο­ποί­ο στην τε­λι­κή δεν εί­ναι και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κό α­πό αυ­τό που θα λέ­γα­με ποια εί­ναι η στρα­τη­γι­κή μί­ας πο­λι­τι­κής ά­πο­ψης και μί­ας πο­λι­τι­κής δρά­σης (υ­περ­βάλ­λου­με λί­γο, για ε­μάς «εί­ναι» ση­μαί­νει μάλ­λον α­να­γκαιό­τητα πα­ρά πραγ­μα­τι­κό­τη­τα). Με άλ­λα λό­για που θα πρέ­πει να στο­χεύ­ει μί­α πο­λιτι­κή α­νά­λυ­ση, θέ­ση και δρά­ση;
Αυ­τό που θέ­λου­με να το­νί­σου­με εδώ εί­ναι ό­τι οι α­γώ­νες ό­ταν δεν εί­ναι σα­φέ­στα­τα πο­λι­τι­κοί (δηλ. ε­πα­να­στα­τικοί) δεν εί­ναι ού­τε σα­φείς ού­τε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πα­να­στα­τι­κοί. Έ­νας ερ­γα­τι­κός α­γώ­νας δεν μπο­ρεί κα­τά κα­μί­α έν­νοια να εί­ναι ε­πα­να­στα­τι­κός α­πό μόνος του για πα­ρά­δειγ­μα, α­ντι­θέ­τως μπο­ρεί ε­μπε­ριέ­χει α­ντι­φα­τι­κά και αλ­ληλο­συ­γκρουό­με­να στοι­χεί­α, πράγ­μα­τα που ω­θούν προς τα μπρο­στά και πράγ­ματα που κρα­τά­νε πί­σω7. Δεν υ­πάρ­χουν που­θε­νά «κα­θα­ρά» υ­πο­κεί­με­να, α­ντι­κεί­με­να, κι­νή­μα­τα, ερ­γα­τικοί α­γώ­νες κλπ, τα ο­ποί­α θα πρέ­πει να ψά­ξου­με να τα βρού­με για να βρού­με επι­τέ­λους την τά­ξη, το ε­πα­να­στα­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο, τον α­δύ­να­μο κρί­κο στην α­λυσί­δα του ι­μπε­ρια­λι­σμού. Κά­πο­τε μπο­ρεί να υ­πήρ­χαν, ή μάλ­λον να νο­μί­ζα­με ότι ή­ταν πιο κα­θα­ρά, αλ­λά σή­με­ρα δεν υ­πάρ­χουν. Ό­σοι ψά­χνουν τέ­τοια πράγ­μα­τα, τέ­τοιες ι­δε­ο­λο­γι­κές α­γνό­τη­τες, κα­τα­λή­γουν αρ­γά ή γρή­γο­ρα στην μό­νη α­γνότη­τα που μπο­ρεί να υ­πάρ­χει σε αυ­τό τον κό­σμο: σε έ­ναν δια­νο­η­τι­κό αυ­να­νι­σμό με α­ντι­κεί­με­νο λα­τρεί­ας τον (και ε­δώ εί­ναι το κω­μι­κο­τρα­γι­κό) ί­διο τους τον πο­λι­τι­κό ε­αυ­τό. Με α­πλά λό­για: ό­ποιος ψά­χνει την «κα­θα­ρό­τη­τα» θα κα­ταλή­ξει να την βρί­σκει μό­νο στον ε­αυ­τό του, τό­σα χρό­νια η ε­μπει­ρί­α των ΚΚ τι άλλο μπο­ρεί να δεί­χνει;
Η α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση και η πο­λι­τι­κή δρά­ση για ε­μάς θα πρέ­πει να έ­χουν έ­ναν ρη­τό και σα­φή στό­χο: την ε­νί­σχυ­ση (με ε­πι­χει­ρή­μα­τα, με γε­γο­νό­τα, με στοι­χεί­α, με πρά­ξεις, με δο­μές, με θε­σμούς, με σχέ­σεις) των ε­πα­να­στα­τι­κών στοι­χεί­ων που μπο­ρεί να ε­νυ­πάρ­χουν σε κά­θε α­ντα­γω­νι­σμό. Αυ­τή η πο­λύ μι­κρή πρό­τα­ση ση­μαί­νει πολ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα α­πό ό­σα πι­θα­νόν κα­νείς φα­ντά­ζε­ται, που δεν εί­ναι α­κρι­βώς του πα­ρό­ντος να τα πιά­σου­με. Ση­μαί­νει πρώ­τα και κύ­ρια άρ­νη­ση και ξε­πέ­ρα­σμα των δια­χω­ρι­σμών, που εί­τε ε­νυ­πάρ­χουν εί­τε α­να­δύ­ο­νται μέ­σα σε τέ­τοιες δια­δι­κα­σί­ες. Ση­μαί­νει ε­πί­σης μί­α σο­βα­ρή προσπά­θεια να ξε­πε­ρα­στούν στην πρά­ξη τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μο­ντέ­λα ορ­γά­νω­σης του πα­ρελ­θό­ντος. Ση­μαί­νει την ε­πα­νεμ­φά­νι­ση στο ι­στο­ρι­κό προ­σκή­νιο της ζω­ντανής ε­πα­να­στα­τι­κής θε­ω­ρί­ας, δου­λειά που μό­νο οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι μπο­ρούν να κά­νουν με ε­πι­τυ­χί­α για το τέ­λος της εκ­με­τάλ­λευ­σης τους. Ση­μαί­νει την κα­ταρ­χήν α­πό­πει­ρα δη­μιουρ­γί­ας μιας σει­ράς και­νού­ριων α­ντι­κει­με­νι­κο­τήτων ό­χι στην βά­ση της κυ­ριαρ­χί­ας της μί­ας ή της άλ­λης αλ­λά στην βά­ση του ανε­βά­σμα­τος της δια­λε­κτι­κής τους σύ­γκρου­σης σε έ­να νέ­ο ε­πί­πε­δο.
Ε­δώ φυ­σι­κά α­νοί­γουν πολ­λά και τε­ρά­στια ζη­τή­μα­τα…

Το Which side are you on? εί­ναι έ­να αρ­κε­τά γνω­στό α­με­ρι­κά­νικο folk τρα­γού­δι. Το 1931 οι αν­θρα­κω­ρύ­χοι στην Ε­παρ­χί­α Χάρ­λαν στο Κε­ντά­κι, κα­τέ­βη­καν σε α­περ­γί­α. Ο­πλι­σμένες συμ­μο­ρί­ες μπρά­βων κυ­κλο­φο­ρού­σαν στην ε­ξο­χή τρο­μο­κρα­τώ­ντας τις κοινό­τη­τες των αν­θρα­κω­ρύ­χων, α­να­ζη­τώ­ντας τους η­γέ­τες του συν­δι­κά­του για να τους δεί­ρουν, να τους φυ­λα­κί­σουν ή και να τους σκο­τώ­σουν. Αλ­λά οι αν­θρα­κω­ρύχοι α­ντι­στά­θη­καν, ο­πλί­στη­καν και αυ­τοί και πυ­ρο­βο­λι­σμοί έ­πε­σαν και α­πό τις δύ­ο πλευ­ρές. Μέ­σα σε αυ­τό το κλί­μα, ό­που α­πό την μια οι πλη­ρω­μέ­νοι μπρά­βοι των ι­διο­κτη­τών των αν­θρα­κω­ρυ­χεί­ων και α­πό την άλ­λη οι α­νε­ξάρ­τη­τοι και α­τί­θα­σοι αν­θρα­κω­ρύ­χοι πο­λε­μού­σαν κυ­ριολε­κτι­κά, η Florence Reece έ­γρα­ψε αυ­τό το τρα­γού­δι.

1. Ε­δώ δεν λέ­με ό­τι οι ε­ξε­γέρ­σεις κλπ. μέ­σα στην ι­στο­ρί­α δεν συν­δέ­ο­νται με­τα­ξύ τους (σαν μνή­μη, σαν πα­ρά­δο­ση, σαν ι­στο­ρί­α α­γώ­νων, σαν κουλ­τού­ρα), μι­λά­με για την α­να­ζή­τη­ση της σύν­δε­σης αυ­τής προ­κει­μέ­νου να ε­ξα­χθούν «ι­στο­ρι­κοί νό­μοι».
2. Ε­δώ φυ­σι­κά υ­πάρ­χει και το ζή­τη­μα της δρά­σης και της πρά­ξης, δηλ. σε ποιο ε­πί­πε­δο α­να­πτύσ­σεται και δια­μορ­φώ­νε­ται η δρά­ση, για να μην μεί­νει κε­νό τώ­ρα, το ε­ξη­γού­με άλ­λωστε πα­ρα­κά­τω, η πρά­ξη εί­ναι υ­πο­κει­με­νι­κή πά­ντα και το ζη­τού­με­νο της δεν μπο­ρεί να εί­ναι να ε­πι­βάλ­λει α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τες αλ­λά να τις ξε­πε­ρά­σει δια­μορ­φώ­νο­ντας συ­νε­χώς αυ­τό τον κό­σμο σε μί­α ε­νό­τη­τα.
3. Ό­λα τα πα­ρα­πά­νω δεν εί­ναι και δεν μπο­ρεί να έρ­γο μιας μικρής ο­μά­δας (της ο­ποιασ­δή­πο­τε μι­κρής ο­μά­δας) που εκ­δί­δει αυ­τό ή κά­ποιο άλ­λο έ­ντυ­πο. Ω­στό­σο, η δου­λειά μιας μι­κρής ο­μά­δας εί­ναι μέ­ρος αυ­τού του έρ­γου…
4. Προ­φα­νώς για σύν­δε­ση με ε­δώ α­γώ­νες ού­τε καν σαν α­στεί­ο δεν μπο­ρεί να ει­πω­θεί.
5.Την ί­δια δου­λειά άλ­λω­στε, σε γε­νικές γραμ­μές με τον ί­διο τρό­πο και στην ί­δια κα­τεύ­θυν­ση έ­κα­νε και το «Σο­σια­λι­σμός ή Βαρ­βα­ρό­τη­τα», σε μί­α ε­πο­χή που το δια­δί­κτυο δεν ή­ταν πα­ρά ε­πι­στη­μο­νι­κή φα­ντασί­α.
6. Ε­δώ υ­πάρ­χει ένα ζή­τη­μα, φυ­σι­κά και οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι δεν κά­νουν μό­νο ή πά­ντα αυτό (να συλ­λο­γι­κο­ποιούν δηλ. τις ε­πι­θυ­μί­ες τους ε­νά­ντια στις ε­πι­θυ­μί­ες των α­φε­ντι­κών). Πολ­λές φο­ρές ταυ­τί­ζουν τις επι­θυ­μί­ες τους με αυ­τές των α­φε­ντι­κών, ελ­πί­ζο­ντας σε κά­ποιες α­το­μι­κές λύσεις. Και να προ­σθέ­σου­με ό­τι ε­δώ κα­νο­νι­κά πρέ­πει να α­νοί­ξει μί­α με­γά­λη κουβέ­ντα, αλ­λά γε­νι­κά μι­λά­με για τά­σεις και ρο­πές, πράγ­μα το ο­ποί­ο ση­μαί­νει ότι οι ε­πι­θυ­μί­ες των μεν και των δε πολ­λές φο­ρές α­πέ­χουν πο­λύ α­πό το τι γί­νε­ται στην πρά­ξη.
7. Ω­στό­σο, ας μην ξε­χνιό­μα­στε κάλ­λι­στα μπορούν να υ­πάρ­χουν α­γώ­νες οι ο­ποί­οι να μην έ­χουν καν α­ντι­φά­σεις ή τα θε­τι­κά τους ε­πα­να­στα­τι­κά τους στοι­χεί­α να εί­ναι σχε­δόν α­νύ­παρ­κτα. Ας πού­με τι θε­τι­κό μπο­ρεί να κρύ­βει έ­νας γρα­φειο­κρα­τι­κός α­γώ­νας της ΓΣΕ­Ε;

No comments: