Τεύχος Έκτο - Which side are you on?

Come all you good workers/Good news to you I’ll tell
Of how the good old union/Has come in here to dwell

Μέ­σα α­πό τις σε­λίδες αυ­τού του πε­ριο­δι­κού έ­χου­με ι­σχυ­ρι­στεί ε­πα­νει­λημ­μέ­να ό­τι προ­σπα­θούμε η α­νά­λυ­ση μας να εί­ναι «α­ντα­γω­νι­στι­κή», ε­δώ ό­μως και δύ­ο πε­ρί­που χρό­νια μό­νο νύ­ξεις έ­χου­με κά­νει
γύ­ρω α­πό αυ­τό το θέ­μα. Και αυ­τό για ε­μάς εί­ναι λο­γι­κό, η προ­σπά­θεια κα­τα­νό­η­σης του κό­σμου δεν εί­ναι μί­α δια­δι­κα­σί­α συλ­λογής δε­δο­μέ­νων, δεν έ­χου­με στην ά­κρη του μυα­λού μας με άλ­λα λό­για, μί­α έ­τοιμη με­θο­δο­λο­γί­α η ο­ποί­α πε­ρι­μέ­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για να την ε­φαρ­μό­σουμε, α­ντι­θέ­τως η δια­δι­κα­σί­α κα­τα­νό­η­σης αυ­τού του κό­σμου βα­δί­ζει δί­πλα-δίπλα με τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο κα­τα­νο­ού­με. Με αυ­τή την έν­νοια, η με­θο­δο­λο­γί­α κρί­νει την α­νά­λυ­ση και η ί­δια η α­νά­λυ­ση κρί­νει την με­θο­δο­λο­γί­α, ε­νώ και τα δύ­ο μα­ζί κρί­νο­νται α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ό,τι θα α­κο­λου­θή­σει στις ε­πό­με­νες σε­λί­δες δεν έ­χει για ε­μάς κά­ποια ι­σχύ α­κα­δη­μα­ϊ­κού τύ­που και ού­τε σκο­πεύ­ου­με να μπού­με σε μί­α δια­δι­κα­σί­α δια­τύ­πω­σης αρ­χών πά­νω στο θέ­μα. Το τι εί­ναι στην τε­λι­κή α­νταγω­νι­στι­κό, ε­πα­να­στα­τι­κό και άλ­λα πα­ρό­μοια ο τε­λευ­ταί­ος που θα το κρί­νει θα εί­ναι το υ­πο­κεί­με­νο που το ι­σχυ­ρί­ζε­ται. Ε­μείς α­πό την πλευ­ρά μας θέ­λουμε ε­δώ να δια­τυ­πώ­σου­με τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο σκε­φτό­μα­στε. Τί­πο­τα πε­ρισ­σότε­ρο τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο.
«Η ι­στο­ρί­α ό­λων των ως τα τώ­ρα κοι­νω­νιών εί­ναι ι­στο­ρί­α τα­ξι­κών α­γώ­νων», έγρα­φαν προ α­μνη­μο­νεύ­των ε­τών οι σύ­ντρο­φοι Μαρ­ξ και Έν­γκελ­ς. Πί­σω α­πό αυτή την γε­νι­κό­τη­τα στέ­κε­ται για ε­μάς αυ­τό που ο­νο­μά­ζου­με α­ντα­γω­νι­στι­κή ανά­λυ­ση. Κά­νο­ντας μί­α κα­ταρ­χήν σύ­νο­ψη θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ό­τι αυ­τή συ­νίστα­ται σε τέσ­σε­ρα βα­σι­κά ση­μεί­α. Πρώ­το ση­μεί­ο: η ι­στο­ρι­κή κίνη­ση, μι­λώ­ντας ει­δι­κά για την κα­πι­τα­λι­στι­κή πε­ρί­ο­δο, εί­ναι προ­ϊ­όν των α­ντα­γω­νι­σμών με­τα­ξύ των πά­νω και των κά­τω, των εκ­με­ταλ­λευ­τών και των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων, των κυ­ρί­αρ­χων και των κυ­ριαρ­χού­με­νων. Δεύ­τε­ρο ση­μεί­ο: οι α­ντα­γω­νι­σμοί, που δια­μόρ­φω­σαν και δια­μορ­φώ­νουν αυ­τόν τον κό­σμο, δεν εί­ναι πά­ντα σα­φείς και ξε­κά­θα­ροι και ού­τε έ­χουν πά­ντα έ­να σα­φές πο­λι­τι­κό-ε­πα­να­στα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Τρί­το ση­μεί­ο: η α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση χρη­σι­μεύ­ει για ε­μάς αυ­τή την στιγ­μή στο να κα­τα­νο­ή­σου­με το κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα. Τέ­ταρ­το, η α­ντα­γω­νιστι­κή α­νά­λυ­ση εί­ναι ταυ­τό­χρο­να προ­ϋ­πό­θε­ση και συ­νέ­πεια μί­ας πο­λι­τι­κής θέ­σης. Αλ­λά ας πιά­σου­με τα πράγ­μα­τα α­πό την αρ­χή.
Σε αυ­τό το ση­μεί­ο θα πρέ­πει να απο­σα­φη­νί­σου­με ό­τι σε αυ­τό το κεί­με­νο, μι­λά­με και α­να­φε­ρό­μα­στε σε πο­λι­τι­κά υ­πο­κεί­με­να (και στην με­θο­δο­λο­γί­α τους), σε υ­πο­κεί­με­να δηλ. τα ο­ποί­α με τον έ­ναν ή τον άλ­λο τρό­πο ε­πι­διώ­κουν ή­δη αυ­τό που σε γε­νι­κές γραμ­μές λέ­γε­ται ε­πα­νά­στα­ση. Κα­τά μί­α έν­νοια κά­νου­με έ­ναν τε­χνη­τό δια­χω­ρι­σμό του κοι­νω­νικού α­πό το πο­λι­τι­κό, για να μι­λή­σου­με πιο ξε­κά­θα­ρα για το πώς σκε­φτό­μα­στε ε­μείς σαν πο­λι­τι­κά υ­πο­κεί­με­να.

My daddy was a miner/He’s now in the air and sun
He’ll be with you fellow workers/Until the battle’s won

Ζού­με σε μί­α κοι­νω­νί­α ό­που έ­να μικρό­τε­ρο τμή­μα της εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται έ­να με­γα­λύ­τε­ρο, και ό­που ε­πί­σης έ­να μικρό­τε­ρο τμή­μα της κυ­ριαρ­χεί σ’ έ­να με­γα­λύ­τε­ρο. Αυ­τές εί­ναι οι δύ­ο κα­ταρ­χήν α­ντι­φά­σεις και α­ντι­θέ­σεις της κοι­νω­νί­ας. Για­τί α­ντι­φά­σεις και α­ντι­θέσεις; Ποια α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα ο­ρί­ζει αυ­τό το πράγ­μα; (Αυ­τό το λέ­με διό­τι από την στιγ­μή κα­τά την ο­ποί­α γί­νε­ται λό­γος για α­ντι­φά­σεις και α­ντι­θέ­σεις αυ­τό α­πό­κτά αυ­το­μά­τως μί­α α­ντι­κει­με­νι­κή υ­πό­στα­ση). Σε πα­λιό­τε­ρες ε­πο­χές ο λό­γος των ε­πα­να­στα­τι­κών υ­πο­κει­μέ­νων α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν αυ­τά τα δύ­ο πράγ­μα­τα σαν φυ­σι­κά φαι­νό­με­να: ο άν­θρω­πος εί­ναι α­πό την φύ­ση προ­ο­ρι­σμέ­νος να λει­τουρ­γεί με έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο, ά­ρα ό,τι τον κά­νει να λει­τουρ­γεί με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο τον κα­τα­πιέ­ζει και ά­ρα ο άν­θρω­πος θέ­λει να ε­ξε­γερ­θεί ενά­ντια σε αυ­τή την συν­θή­κη κα­τα­πί­ε­σης, μί­α ά­πο­ψη φυ­σι­κά δέ­σμια της ε­πο­χής της ο­ποί­ας γεν­νή­θη­κε, αυ­τής της φυ­σιο­κρα­τί­ας και του θε­τι­κι­σμού. Το πόσο ξε­πε­ρα­σμέ­νη πια εί­ναι αυ­τή σαν α­ντί­λη­ψη φαί­νε­ται α­πό το ό­τι θα μπο­ρούσα­με κάλ­λι­στα να πού­με, ό­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο εί­ναι πια «φύ­ση» της αν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας η εκ­με­τάλ­λευ­ση και η κα­τα­πί­ε­ση πα­ρά τα α­ντί­θε­τα: τα τε­λευ­ταί­α 2000 χρό­νια στην Ευ­ρώ­πη αυ­τή ή­ταν η «φύ­ση» των αν­θρώ­πι­νων κοι­νω­νιών.
Ω­στό­σο, το ε­ρώ­τη­μα ξα­νάρ­χε­ται και πα­ρα­μέ­νει: τι εί­ναι αυ­τό που έ­κα­νε, κά­νει και θα κά­νει τους αν­θρώ­πους να ε­ξε­γεί­ρο­νται και να α­ντι­δρούν στις συν­θή­κες ζω­ής τους; Μί­α στοι­χειω­δώς σο­βα­ρή μα­τιά στην ι­στο­ρί­α κα­ταρ­ρί­πτει ο­ποιον­δή­πο­τε α­ντι­κει­με­νι­σμό: ποτέ η πρό­σθε­ση ί­διων α­κρι­βώς α­ντι­κει­με­νι­κών συν­θη­κών δεν έ­δω­σε το ί­διο ά­θροι­σμα κά­τω α­πό την παύ­λα της κοι­νω­νι­κής κί­νη­σης. Ά­ρα, δεν υ­πάρχει τί­πο­τα κοι­νό σε ό­λους ό­σους μέ­σα στην ι­στο­ρί­α ε­ξε­γέρ­θη­καν; Οι «α­ντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες» για ε­μάς δεν εί­ναι αρ­κε­τές. Η συνθή­κη της φτώ­χειας δεν γεν­νού­σε πά­ντα ε­πα­να­στά­σεις και η συν­θή­κη των σχετι­κά κα­λύ­τε­ρων συν­θη­κών δια­βί­ω­σης πά­λι δεν γεν­νού­σε πά­ντα ε­πα­να­στά­σεις. Δεν υ­πάρ­χει προ­φα­νώς ού­τε μί­α α­ντι­κει­με­νι­κή συν­θή­κη που να συν­δέ­ει όλες τις ε­ξε­γέρ­σεις και ε­πα­να­στά­σεις με­τα­ξύ τους, προ­κει­μέ­νου να μας δώ­σει έ­ναν βα­σι­κό α­ντι­κει­με­νι­κό κα­νό­να της αι­τί­ας για την ο­ποί­α οι άν­θρω­ποι εξε­γεί­ρο­νται και α­ντι­δρούν. Ού­τε μί­α; Τό­τε; Ποιο εί­ναι ε­κεί­νο το νή­μα το ο­ποί­ο συν­δέ­ει ό­λους ε­κεί­νους που ε­πα­να­στά­τη­σαν στο πα­ρελ­θόν με ό­σους θα ε­πα­να­στα­τή­σουν στο μέλ­λον;
Οι ε­ρω­τή­σεις εί­ναι πο­λι­τι­κές θέ­σεις, η α­να­ζή­τη­ση ε­πο­μέ­νως μί­ας σύν­δε­σης ό­λων των ε­πα­να­στά­σε­ων και των α­ντι­στά­σε­ων, με άλ­λα λό­για η α­να­ζή­τη­ση μί­ας τό­σο κεντρι­κής α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τας ση­μαί­νει ό­τι ε­πι­θυ­μεί κά­ποιος να βρει έ­ναν ι­στο­ρι­κό νό­μο, μί­α μη­χα­νι­στι­κή λει­τουρ­γί­α1. Θα μπο­ρού­σα­με σε αυ­τό το ση­μεί­ο να προ­χω­ρή­σου­με τον συλ­λο­γισμό και να πού­με τα ε­ξής: α­πό την στιγ­μή κα­τά την ο­ποί­α δεν υ­πάρ­χει έ­να σύ­νολο α­ντι­κει­με­νι­κών συν­θη­κών, πα­ρά μό­νο το γε­γο­νός ό­τι οι άν­θρω­ποι μέ­σα στην ι­στο­ρί­α α­ντι­δρού­σαν, α­γω­νί­ζο­νταν, ε­ξε­γεί­ρο­νταν και ε­πα­να­στα­τού­σαν ενά­ντια στις συν­θή­κες της ζω­ής τους, αυ­τό και μό­νο το γε­γο­νός κα­θί­στα­ται αυ­τό­μα­τα α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα. Και ε­δώ φτά­νου­με στο λα­μπρό ση­μεί­ο να με­τα­τρέ­που­με την αν­θρώ­πι­νη υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα σε α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα. Αν η λο­γική εί­χε δύ­ο πό­δια θα τα εί­χε στρα­μπου­λί­ξει και τα δύ­ο. Για­τί τα λέ­με ό­λα αυτά; Για να ξα­να­ρω­τή­σου­με ε­δώ πέ­ρα το ε­ξής: ποια εί­ναι η χρη­σι­μό­τη­τα της μί­ας ή των πολ­λών α­ντι­κει­με­νι­κό­τή­των στην ε­πα­να­στα­τι­κή θε­ω­ρί­α; Προ­φα­νώς και δεν εί­ναι του πα­ρό­ντος μί­α τέ­τοια α­νά­λυ­ση, ω­στό­σο σε γε­νι­κές γραμ­μές ο αντι­κει­με­νι­σμός έρ­χε­ται να προσ­δώ­σει κα­θο­λι­κή ι­σχύ και δύ­να­μη συ­νο­χής σε μί­α ά­πο­ψη. Το με­γά­λο ζη­τού­με­νο ε­δώ πέ­ρα εί­ναι κα­τά πό­σο έ­χει ήδη ι­σχύ και συ­νο­χή η κά­θε ά­πο­ψη στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο. Ο α­ντι­κειμε­νι­σμός για πα­ρά­δειγ­μα του Μαρ­ξ εί­χε μί­α συ­γκε­κρι­μέ­νη πο­λι­τι­κή χρη­σι­μότη­τα (να προσ­δώ­σει κύ­ρος και ε­πι­στη­μο­νι­κή ι­σχύ στους ερ­γα­τι­κούς α­γώ­νες, και κυ­ρί­ως στο πρό­ταγ­μα της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας), η ο­ποί­α ό­ταν έ­χασε την ι­σχύ του στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο με­τα­βλή­θη­κε σε ι­δε­ο­λο­γί­α. Αυ­τή την ι­δεο­λο­γί­α προ­σπα­θούν να συ­ντη­ρή­σουν έ­ναν αιώ­να τώ­ρα οι μαρ­ξι­στές ι­δε­ο­λό­γοι. Η πο­λι­τι­κή θε­ω­ρί­α του Μαρ­ξ, μπο­ρεί α­πό την μί­α να ε­πε­δί­ω­κε να εί­ναι ε­πιστη­μο­νι­κή, αλ­λά α­πό την άλ­λη δεν ή­ταν ε­πι­στη­μο­νι­κή φα­ντα­σί­α, δεν ή­ταν δηλ. μί­α κά­ποια θε­ω­ρί­α γραμ­μέ­νη σε έ­ναν γυά­λι­νο πύρ­γο, άλ­λω­στε και ο ί­διος ο Μαρξ έ­χει δη­λώ­σει ρη­τά ό­τι στό­χος του ή­ταν να βο­η­θή­σει τους ερ­γα­τι­κούς και τα­ξι­κούς α­γώ­νες με ε­πι­χει­ρή­μα­τα. Άλ­λω­στε οι ερ­γα­τι­κοί και τα­ξι­κοί α­γώ­νες, κα­τά τη διάρ­κεια της ι­στο­ρί­ας του κα­πι­τα­λι­σμού υ­πήρ­χαν πριν και με­τά α­πό τον Μαρ­ξ.
Ποιο εί­ναι τε­λι­κά ό­μως το ζη­τούμε­νο α­πέ­να­ντι σε α­ντι­κει­με­νί­στι­κες, κα­θο­λι­κές και τε­λι­κά ο­λο­κλη­ρω­τι­κές πο­λι­τι­κές θε­ω­ρί­ες (λε­νι­νι­σμοί, μα­ο­ϊ­σμοί, στα­λι­νι­σμοί και άλ­λα α­στεί­α ο­νόμα­τα); Στο ξε­πέ­ρα­σμα των α­ντι­κει­με­νι­κο­τή­των και των υ­πο­κει­με­νι­κο­τή­των. Ξε­πέ­ρα­σμα που μό­νο το υ­λι­κό ε­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα ξε­περ­νά, α­κρι­βώς ε­πει­δή δεν τις χρειά­ζε­ται, α­κρι­βώς ε­πει­δή εί­ναι α­πό μό­νο του μί­α α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα. Δυ­στυ­χώς ζού­με σε μί­α ε­πο­χή που μό­νο η η­χώ αυτού του πράγ­μα­τος πα­ρα­μέ­νει, αλ­λά έ­χου­με την πο­λύ σο­βα­ρή υ­πο­ψί­α ό­τι η ύ­παρξη και μό­νο αυ­τού του πράγ­μα­τος, αυ­τής της συν­θή­κης θα θέ­σει τα πράγ­μα­τα και τα ζη­τή­μα­τα σε μί­α άλ­λη βά­ση.
Με ό­λα τα πα­ρα­πά­νω φυ­σι­κά και δεν πε­τά­με στα σκου­πί­δια τις α­ντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες, τις τρεις τέσ­σε­ρις εκεί­νες γραμ­μές δηλ. που δια­τρέ­χουν ε­γκάρ­σια τις κοι­νω­νι­κές ο­μά­δες, και οι ο­ποί­ες με τον έ­ναν ή τον άλ­λο τρό­πο συμ­βάλ­λουν ή α­πο­τε­λούν έ­να πα­ρά­γο­ντα για την α­νά­πτυ­ξη μί­ας κοι­νό­τη­τας ε­πι­θυ­μιών, συμ­φε­ρό­ντων και α­γώ­να. Η σημα­ντι­κό­τη­τα τους πι­στεύ­ου­με στο ό­τι έ­γκει­ται στο να μας προσ­δώ­σουν μί­α καταρ­χήν πο­σο­τι­κή και γε­ω­γρα­φι­κή ει­κό­να του τι συμ­βαί­νει σε αυ­τό τον κό­σμο. Οι α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τες εί­ναι μάλ­λον φω­το­γρα­φί­ες μί­ας κα­τά­στα­σης, μί­ας συν­θή­κης, ε­νός α­γώ­να. Βα­σι­κό στοι­χεί­ο, αλ­λά ό­χι το μο­να­δι­κό.
Με α­πλά λό­για ο­φεί­λου­με να ε­πα­ναπροσ­διο­ρί­σου­με την ιε­ράρ­χη­ση α­ντι­κει­με­νι­κού-υ­πο­κει­με­νι­κού. Αν η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­πο­τε­λεί­ται α­πό μί­α δια­λε­κτι­κή σχέ­ση αυτών των δύ­ο, ο­φεί­λου­με να τις α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε σε αυ­τό το ε­πί­πε­δο, σαν ι­σότι­μα συ­στα­τι­κά της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.2
Μέ­χρι ε­δώ ό­μως έ­χου­με έ­να κε­νό: το κε­νό των α­ντι­φά­σε­ων και των α­ντι­θέ­σε­ων. Ας το ε­ξη­γή­σου­με λι­γά­κι. Η εκ­μετάλ­λευ­ση δεν έ­χει α­πό μό­νη της κα­μί­α α­ντί­φα­ση ό­σο η σχέ­ση αυ­τή έ­χει α­πό την μί­α έ­να υ­πο­κεί­με­νο (αυ­τόν που εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται) και έ­να α­ντι­κεί­με­νο (αυ­τόν που υ­φί­στα­ται την εκ­με­τάλ­λευ­ση), την α­ντί­φα­ση την α­πο­κτά στο βαθ­μό που σε αυ­τή την σχέ­ση υ­πο­κει­μέ­νου α­ντι­κει­μέ­νου το α­ντι­κεί­με­νο συ­νει­δη­το­ποιεί ό­τι εί­ναι α­ντι­κεί­με­νο και ε­πι­θυ­μεί να γί­νει υ­πο­κεί­με­νο. Η α­ντί­φα­ση του κα­πι­τα­λι­σμού δεν εί­ναι προ­ϊ­όν του κα­πι­τα­λι­σμού, εί­ναι προ­ϊ­όν της ε­πι­θυ­μίας των α­ντι­κεί­μέ­νων του να γί­νουν υ­πο­κεί­με­να, τις α­ντι­θέ­σεις και τις α­ντι­φά­σεις του κα­πι­τα­λι­σμού δεν τις γεν­νά ο κα­πι­τα­λι­σμός, τις γεν­νούν ε­κείνοι οι ο­ποί­οι ε­πι­θυ­μούν την α­να­τρο­πή του. Με αυ­τή την έν­νοια, ε­μείς βλέ­πουμε σα­φέ­στα­τα την ση­με­ρι­νή κα­πι­τα­λι­στι­κή μορ­φή σαν α­πο­τέ­λε­σμα μί­ας πά­λης με­τα­ξύ των υ­πο­κει­μέ­νων και με­τα­ξύ των α­ντι­κει­μέ­νων που ε­πι­θυ­μούν γί­νουν υ­πο­κεί­με­να. Για ε­μάς έ­να τε­ρά­στιο πλή­θος πραγ­μά­των, το με­γα­λύ­τε­ρο και αυ­τό που δί­νει τε­λι­κά σε αυ­τό τον κό­σμο την συ­νο­λι­κή του ση­με­ρι­νή ει­κό­να, εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της α­πό τα κά­τω κί­νη­σης.
Πο­λύ κρί­σι­μη κα­μπή στην α­νά­πτυ­ξη της σκέ­ψης μας σε αυ­τό το ε­πί­πε­δο α­ποτέ­λε­σε η δου­λειά που κά­να­με για το κρά­τος πρό­νοιας και τον ε­θε­λο­ντι­σμό στα τεύ­χη 2 και 3. Ή­ταν για ε­μάς η πρώ­τη φο­ρά που κα­τα­φέ­ρα­με να υ­λο­ποι­ή­σου­με κάποια στοι­χεί­α που εί­χα­με στο μυα­λό μας σε έ­να αρ­κε­τά ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό ε­πί­πεδο. Το πέ­ρα­σμα α­πό μί­α πο­λι­τι­κή θέ­ση που λέ­ει σχη­μα­τι­κά και α­φη­ρη­μέ­να «όλα εί­ναι ά­με­σο προ­ϊ­όν του κοι­νω­νι­κού και τα­ξι­κού α­ντα­γω­νι­σμού» σε μί­α πολι­τι­κή α­νά­λυ­ση, η ο­ποί­α προ­σπα­θεί με στοι­χεί­α να το α­πο­δεί­ξει δεν εί­ναι εύκο­λη δου­λειά και σί­γου­ρα ό­χι πά­ντα πε­τυ­χη­μέ­νη. Ε­δώ δεν λέ­με ό­τι α­να­κα­λύψα­με την Α­με­ρι­κή. Λέ­με ό­τι το να λες ό­τι κά­νεις κά­τι, δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το ότι ση­μαί­νει ό­τι κά­νεις και αυ­τό που λες.
Έ­να ζή­τη­μα το ο­ποί­ο μας μπή­κε πο­λύ ρη­τά α­να­φο­ρι­κά με το συ­γκε­κρι­μέ­νο κεί­με­νο, ή­ταν το πώς τε­λι­κά ε­μείς σαν α­ντα­γω­νι­στι­κά υ­πο­κεί­με­να βλέ­που­με και α­να­λύ­ου­με την ι­στο­ρί­α. Προ­φα­νώς έ­χου­με πε­τά­ξει ή­δη α­πό πά­νω μας ε­δώ και αρ­κε­τά χρό­νια τα ζε­στά σκε­πά­σμα­τα πε­ρί α­ντι­κει­με­νι­σμού της ι­στο­ρί­ας ή την φι­λο­λο­γί­α για την ε­νό­τη­τά της. Συ­χνά και σε πολ­λά ση­μεί­α βρε­θή­κα­με α­ντι­μέ­τω­ποι με το α­πλό φαι­νο­με­νι­κά με­θο­δο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα: πως θα δού­με το τά­δε ζή­τη­μα, ή­ταν το κρά­τος πρό­νοιας πα­ρα­χώ­ρη­ση των α­φε­ντι­κών ή ή­ταν κα­τάκτη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων; Η α­πά­ντη­ση που δώ­σα­με σε αυ­τό ή­ταν κα­ταρ­χήν πο­λιτι­κή, για­τί ας μην γε­λιό­μα­στε και οι α­πα­ντή­σεις που δί­νουν τα α­φε­ντι­κά στην ι­στο­ρί­α και αυ­τές πο­λι­τι­κές εί­ναι. Προς τι λοι­πόν ε­μείς να τη­ρή­σου­με έναν ο­ποιον­δή­πο­τε α­κα­δη­μα­ϊ­σμό; Α­πο­φα­σί­σα­με λοι­πόν, στον βαθ­μό κα­τά τον ο­ποί­ο υ­πάρ­χουν α­γώ­νες, και κα­τά τον βαθ­μό κα­τά τον ο­ποί­ο αυ­τοί οι α­γώ­νες κέρ­δι­ζαν αυ­τό που κέρ­δι­ζαν να το βλέ­που­με ρη­τά και ξε­κά­θα­ρα σαν κα­τά­κτη­ση των α­γώ­νων αυ­τών. Αυ­τό ση­μαί­νει για πα­ρά­δειγ­μα, ό­τι το κρά­τος πρό­νοιας ή­ταν κα­τά­κτη­ση των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων και ό­χι προ­σπά­θεια των α­φε­ντι­κών να α­σκή­σουν έ­λεγ­χο πά­νω στην ερ­γα­τι­κή τά­ξη, ό­πως για πα­ρά­δειγ­μα φα­ντα­σιώ­νε­ται μί­α ο­ρι­σμέ­νη α­ρι­στε­ρή-α­ντιε­ξου­σια­στι­κή σκέ­ψη.
Βλέ­που­με λοι­πόν αυ­τόν τον κό­σμο α­πό κά­τω, δη­λώ­νο­ντας ρη­τά ότι αν αυ­τό τον κό­σμο τον φτιά­χνουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι, η ι­στο­ρί­α του δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι η ι­στο­ρί­α των εκ­με­ταλ­λευό­με­νων. Και αυτό εί­ναι μί­α πο­λι­τι­κή θέ­ση, ό­πως πο­λι­τι­κή θέ­ση εί­ναι η α­ντί­λη­ψη των α­φε­ντικών και των δια­νο­ου­μέ­νων για την ι­στο­ρί­α.

They say in Harlan County/There are no neutrals there
You’ll either be a union man/Or a thug for J. H. Claire

Ω­στό­σο, αν υ­πάρ­χει έ­να ζή­τη­μα το ο­ποί­ο στέ­κε­ται για ε­μάς στο μέ­σο και στο κε­ντρι­κό­τε­ρο ση­μεί­ο της α­νά­λυ­σης μας αυ­τό δεν εί­ναι άλ­λο α­πό το ζή­τη­μα του πο­λέ­μου, ό­χι φυ­σι­κά σαν έ­να ζήτη­μα έ­τσι γε­νι­κά και α­ό­ρι­στα αλ­λά σαν έ­να ζή­τη­μα διαρ­κούς ε­πι­και­ρό­τη­τας, διό­τι αν υ­πάρ­χει έ­νας πό­λε­μος αυ­τός δεν εί­ναι άλ­λος α­πό αυ­τόν «των χορ­τάτων ε­να­ντί­ον των πει­να­σμέ­νων» ό­πως λέ­γα­νε και κά­ποιοι πα­λιοί σύ­ντρο­φοι.
Πριν ό­μως α­πα­ντή­σου­με σε αυ­τό το ε­ρώ­τη­μα θα πρέ­πει να κά­νου­με μί­α πα­ρέν­θε­ση. Δεν πι­στεύ­ου­με (για­τί πί­στη εί­ναι και μά­λι­στα λί­γο πο­λύ θε­ο­λο­γι­κή) σε κα­θο­λι­κές πα­ναν­θρώ­πι­νες α­ξί­ες ό­πως η δι­καιο­σύ­νη, τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­ματα ή α­κό­μα χει­ρό­τε­ρα ό­τι υ­πάρ­χει μί­α και μο­να­δι­κή α­λή­θεια που πρέ­πει να απο­κα­λυ­φθεί. Στην τε­λι­κή αυ­τό εί­ναι και το βα­σι­κό μας πρό­βλη­μα με τον α­ντικει­με­νι­σμό που δια­τρέ­χει έ­να πλή­θος α­πό­ψε­ων: α­πό την α­στι­κή α­ντί­λη­ψη της δι­καιο­σύ­νης μέ­χρι τον μαρ­ξι­στι­κό σκο­πό της ι­στο­ρί­ας. Εί­ναι κα­τά βά­ση υπο­κει­με­νι­κές θέ­σεις (θέ­σεις κοι­νω­νι­κών υ­πο­κει­μέ­νων) οι ο­ποί­ες ό­μως δεν εμφα­νί­ζο­νται σαν τέ­τοιες αλ­λά εμ­φα­νί­ζο­νται σαν κά­τι που υ­πήρ­χε και ί­σχυε σχε­δόν α­πό τα πά­ντα. Δη­λα­δή, ε­πι­διώ­κουν την α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα που δεν μπορούν εκ των πραγ­μά­των να έ­χουν, να την α­πο­κτή­σουν με την εν­σω­μά­τω­ση τους σαν ι­δέ­ες α­ντι­κει­με­νι­κής, πα­γκό­σμιας, «πα­ναν­θρώ­πι­νης» ι­σχύ­ος. Έ­να γε­γο­νός, μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν έ­χει πο­τέ μί­α πλευ­ρά ή έ­ναν τρό­πο α­νά­γνω­σης, α­ντι­θέ­τως έ­χει πά­ντα πολ­λές πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό μί­α. Με τι τρό­πο, θα α­πο­φα­σί­σει να μι­λή­σει και να α­ντι­λη­φθεί ο κα­θέ­νας το θέ­μα του πο­λέ­μου π.χ. φα­νε­ρώ­νει και το πώς α­ντι­λαμ­βά­νε­ται την θέ­ση του σε σχέ­ση με το ί­διο το γε­γο­νός, ή α­κόμα και το ποια θα ή­θε­λε να εί­ναι η θέ­ση του. Ό­ταν για πα­ρά­δειγ­μα το ΚΚΕ κα­λού­σε τους ερ­γα­ζό­με­νους στα ‘40 να πο­λε­μή­σουν για την δι­κτα­το­ρί­α του Με­ταξά, και ό­χι να ε­πα­να­στα­τή­σουν ε­νά­ντια σε έ­ναν πό­λε­μο ο ο­ποί­ος γι­νό­ταν εις βά­ρος των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων και των δύ­ο χω­ρών, φα­νε­ρώ­νει ποια ε­πι­θυ­μεί να εί­ναι η θέ­ση του. Το ΚΚΕ και ό­λα τα λε­νι­νι­στι­κά στα­λι­νι­κά κόμ­μα­τα και κομ­μα­τί­δια ε­πι­θυ­μού­σαν με τον έ­ναν ή τον άλ­λο τρό­πο να ε­πι­βάλ­λουν νέ­ες α­ντικει­με­νι­κό­τη­τες (την ε­ξου­σί­α τους, το έ­θνος τους, την πα­τρί­δα τους κλπ.) -και εδώ εί­ναι το τρα­γι­κό- στο ό­νο­μα α­κρι­βώς ε­κεί­νων των υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­των που θέ­λη­σαν να κα­τα­στρέ­ψουν τις α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τες.
Στο ζή­τη­μα του πο­λέ­μου το κά­θε υπο­κεί­με­νο ε­πι­λέ­γει πώς θα μι­λή­σει για αυ­τό, και αυ­τή η ε­πι­λο­γή του εί­ναι πολι­τι­κή. Πο­λι­τι­κό­τα­τη. Ο πό­λε­μος στο Ι­ράκ δεν έ­γι­νε για έ­ναν και μο­να­δι­κό λό­γο, για πα­ρά­δειγ­μα, αλ­λά α­κό­μα και για έ­ναν και μο­να­δι­κό λό­γο να έ­χει γί­νει (τα πε­τρέ­λαια, η στρα­τη­γι­κή ση­μα­σί­α ε­λέγ­χου της πε­ριο­χής, η α­ντι­πά­θεια του Μπους για το Σα­ντάμ που πή­γε να σκο­τώ­σει τον μπα­μπά του), ε­μάς σαν εκ­μεταλ­λευό­με­νους και κα­τα­πιε­σμέ­νους τι μας α­φο­ρά; Τι μας α­φο­ρά στον βαθ­μό που ό­πως αυ­τόν, αλ­λά ό­πως και κά­θε πό­λε­μο τον πλη­ρώ­νουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι και οι κα­τα­πιε­ζό­με­νοι; Τι πρέ­πει να α­να­δεί­ξου­με σε αυ­τόν ό­πως και σε κάθε πό­λε­μο, που θα πρέ­πει να ρί­ξου­με τις δυ­νά­μεις μας, ποια ά­πο­ψη, ποια α­ντίλη­ψη θα πρέ­πει να ε­νι­σχύ­σου­με; Την α­ντί­λη­ψη των α­φε­ντι­κών, να δού­με δη­λα­δή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα α­πό τα μά­τια των α­φε­ντι­κών (για­τί έ­κα­ναν τον πόλε­μο, τι χρη­σι­μεύ­ει για αυ­τά κλπ) ή να δού­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­πό την πραγμα­τι­κή κοι­νω­νι­κή μας θέ­ση: αυ­τή των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων; Εν­νο­εί­ται προ­φα­νώς σε αυ­τό που λέ­γε­ται κα­τα­νό­η­ση αυ­τού του κόσμου, κομ­μά­τι εί­ναι και το τι κά­νουν ή θέ­λουν να κά­νουν τα α­φε­ντι­κά ε­πο­μένως δεν πε­τά­με στα σκου­πί­δια το τι γε­νι­κώς ή ει­δι­κώς κά­νου­νε. Αλ­λά το πρό­βλη­μα που μπαί­νει, δεν μπαί­νει σε αυ­τή κα­θαυ­τή την α­νά­λυ­ση, το πρό­βλη­μα μπαίνει ό­ταν κα­λεί­ται κα­νείς να εκ­φέ­ρει πο­λι­τι­κή ά­πο­ψη και πο­λι­τι­κή θέ­ση, όταν κά­ποιος κα­λεί­ται να το­πο­θε­τη­θεί σαν πο­λι­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο πά­νω στο ζήτη­μα. Ε­δώ η α­νά­λυ­ση έ­χει την ση­μα­σί­α της βά­σης μί­ας πο­λι­τι­κής ά­πο­ψης. Η ση­μασί­α δηλ. μιας α­νά­λυ­σης ό­ταν συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό μί­α πο­λι­τι­κή ά­πο­ψη (αλ­λιώς είναι κοι­νω­νιο­λο­γί­α ή χό­μπυ) συ­ναρ­τά­ται με την πο­λι­τι­κή ά­πο­ψη, ό­πως και πολι­τι­κή ά­πο­ψη συ­ναρ­τά­ται με την α­νά­λυ­ση, φυ­σι­κά. Ό­ταν λοι­πόν για ε­μάς κά­ποιος βά­ζει το ζή­τη­μα του πο­λέ­μου στην βά­ση του τι κά­νουν τα α­φε­ντι­κά σε αυ­τό τον κό­σμο, πέ­ραν του ό­τι κα­τά την γνώ­μη μας δεν λέ­ει το πο­λύ ση­μα­ντι­κό­τε­ρο για ε­μάς τι στο διά­ο­λο ε­πι­τέ­λους κά­νουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι, αρ­γά η γρήγο­ρα θα βρε­θεί να κα­τα­λή­ξει με ποιο α­φε­ντι­κό θα πρέ­πει να πά­ει (ποιο εί­ναι το λι­γό­τε­ρο κα­κό α­πό τα δύ­ο που πο­λε­μά­νε). Άλ­λω­στε δεν θα έ­χει πά­ρει καν χαμπά­ρι αν προ­σπα­θούν και τι προ­σπα­θούν να κά­νουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι. Αυ­τό το πράγ­μα κά­νει μί­α συ­γκε­κρι­μέ­νη αλ­λά και συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α της αρι­στε­ράς α­πό τον Πρώ­το Πα­γκό­σμιο και ύ­στε­ρα: με την Γαλ­λί­α ε­νά­ντια στην Καϊ­ζε­ρι­κή Γερ­μα­νί­α, με την Κα­ϊ­ζε­ρι­κή Γερ­μα­νί­α ε­νά­ντια στον α­ντι­δρα­στι­κό Τσά­ρο, με την ΕΣ­ΣΔ και τις Ε­ΠΑ ε­νά­ντια στην Χι­τλε­ρι­κή Γερ­μα­νί­α, με την ΕΣ­ΣΔ ε­νά­ντια στους ι­μπε­ρια­λι­στές, ή με την ΛΔΚ ε­νά­ντια στους σο­σια­λι­μπε­ρια­λιστές, με τον Σα­ντάμ ε­νά­ντια στον Μπους, με τον Μι­λό­σε­βιτ­ς ε­νά­ντια σε ό­λους, με τον Ο­σά­μα ε­νά­ντια στον Τζωρ­τζ, με την ι­ρα­κι­νή α­ντί­στα­ση ε­νά­ντια στον ιμπε­ρια­λι­σμό και έ­χου­με α­κό­μα ζω­ή μπρο­στά μας. Να εί­ναι κα­λά οι προ­λε­τά­ριοι που δεν λέ­νε να ε­κλεί­ψουν α­πό τον πλα­νή­τη. Λί­γοι εί­ναι ε­κεί­νοι μέ­σα στην ι­στο­ρί­α που προ­σπά­θη­σαν να δουν τα πράγ­μα­τα αλ­λιώς: ό­λοι οι πο­λέ­μοι είναι πο­λέ­μοι κα­ταρ­χήν ε­να­ντί­ον των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων, το μό­νο που μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει τον πό­λε­μο εί­ναι ο α­πό κοι­νού α­γώ­νας των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων και των δύ­ο πλευ­ρών. Σε αυ­τό το ση­μεί­ο μπο­ρεί κα­νείς να πει τι βά­ση μπο­ρεί να έ­χει μί­α τέ­τοια α­ντί­λη­ψη στην κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Κα­τά πό­σο δηλ. μί­α τέ­τοια α­ντί­λη­ψη μπο­ρεί να πά­ει μπρο­στά τα πράγ­μα­τα, αλ­λά και κα­τά πό­σο α­ντα­πο­κρί­νε­ται αυ­τή στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το κα­τά πό­σο μπο­ρεί να πά­ει μπρο­στά τα πράγ­μα­τα ο κα­θέ­νας έ­χει την ευ­κο­λί­α να το κρί­νει μό­νος του, α­πό την ά­πο­ψη του θα φα­νεί άλ­λω­στε και το τι εί­ναι: ε­θνι­κι­στής ή διε­θνι­στής. Το κατά πό­σο τώ­ρα α­ντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι κά­πως πιο με­γά­λη κου­βέ­ντα που κά­ποια στιγ­μή θα την κά­νου­με. Ω­στό­σο, έ­χου­με μί­α πο­λύ σο­βα­ρή υ­πο­ψί­α, οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι δεν έ­χουν πά­ντα και την πιο τρε­λή ό­ρε­ξη να σκο­τώ­νο­νται για τα α­φε­ντι­κά τους, τα ε­κα­τομ­μύ­ρια λι­πο­τα­κτών σε ό­λους τους πο­λέ­μους, οι ε­ξε­γέρ­σεις των στρα­τιω­τών και οι α­νταρ­σί­ες τους ή α­κό­μα και η συμ­φι­λί­ω­ση τους στα πε­δί­α των μα­χών εί­ναι πράγ­μα­τα που δια­τρέ­χουν ό­λους τους πο­λέ­μους. Θα στα­μα­τή­σου­με ε­δώ για­τί σκο­πεύ­ου­με να γί­νου­με πιο α­ναλυ­τι­κοί στο μέλ­λον.
Κά­νο­ντας ε­δώ μί­α σύ­νο­ψη θα λέ­γα­με α­πό την μί­α ό­τι προ­σπα­θού­με να κά­νουμε α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση α­πό την μί­α για­τί α­πο­δε­χό­μα­στε σαν θέ­ση ό­τι «ό­λη η ι­στο­ρί­α εί­ναι προ­ϊ­όν συ­γκρού­σε­ων» και α­πό την άλ­λη ε­πει­δή η κοι­νω­νι­κή μας θέ­ση εί­ναι αυ­τή που εί­ναι.

Oh workers can you stand it?/Oh tell me how you can
Will you be a lousy scab/Or will you be a man?

Ε­δώ θα πρέ­πει να στα­θού­με λί­γο και να ε­ξε­τά­σου­με το ζή­τη­μα που λέ­γε­ται αγώ­νες. Ζή­τη­μα κα­θό­λου εύ­κο­λο και κα­θό­λου α­πλό για να κα­θο­ρί­σου­με μί­α σειρά α­ξιω­μά­των μέ­σα α­πό τους φα­κούς των ο­ποί­ων θα δού­με αυ­τό το ζή­τη­μα. Ω­στόσο θα α­πο­πει­ρα­θού­με να βά­λου­με κά­ποια ε­λά­χι­στα ζη­τή­μα­τα.
Έ­να πρώ­το ζή­τη­μα εί­ναι ό­τι μι­λά­με για τους α­γώ­νες που γί­νο­νται, κα­ταρ­χήν με τον πιο α­πλό τρό­πο, δη­λα­δή πλη­ρο­φο­ρια­κά. Συ­ντε­λού­με δηλ. και ε­μείς με τις μι­κρές μας δυ­νά­μεις σε αυ­τό που ο­νο­μά­ζε­ται κυ­κλο­φο­ρί­α των α­γώ­νων. Όμως δεν νο­μί­ζου­με ό­τι κά­τι τέ­τοιο εί­ναι και αρ­κε­τό, ο­φεί­λου­με να κρί­νου­με ταυ­τό­χρο­να αυ­τούς τους α­γώ­νες, να δού­με και να α­νοί­ξου­με και ε­μείς ζη­τήμα­τα σε σχέ­ση με αυ­τούς. Τέ­λος, και στον βαθ­μό που αυ­τό μπο­ρεί να γί­νει (διότι εκ των πραγ­μά­των δεν μπο­ρεί να γί­νει πά­ντα), προ­σπα­θού­με να συν­δέ­σου­με τους α­γώ­νες αυ­τούς στο ε­πί­πε­δο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με­τα­ξύ τους3.
Θα α­κο­λου­θή­σου­με και ε­δώ για να δού­με κα­λύ­τε­ρα τι εν­νο­ού­με με έ­να πα­ρά­δειγ­μα. Αυ­τό της Κί­νας. Το πρω­ταρ­χικό μας εν­δια­φέ­ρον για το τι γί­νε­ται στην Κί­να (και αυ­τό φαί­νε­ται στο σχε­τικό κεί­με­νο που γρά­φτη­κε στο πρώ­το τεύ­χος), δεν εί­χε να κά­νει με το τι γί­νεται στα χα­μη­λά κοι­νω­νι­κά ε­πί­πε­δα, κυ­ρί­ως ε­ξαι­τί­ας μί­ας πρα­κτι­κής α­δυ­να­μίας να βρού­με στοι­χεί­α για αυ­τά. Α­πό την άλ­λη, το βα­σι­κό πρό­βλη­μα που ε­νέ­σκηψε στην προ­σπά­θεια μας να α­πο­κτή­σου­με μί­α ει­κό­να για ε­κεί­νο το μέ­ρος του κό­σμου, εί­χε να κά­νει με το ζή­τη­μα που λε­γό­ταν κι­νέ­ζι­κη γρα­φειο­κρα­τί­α σήμε­ρα. Τι εί­ναι η κι­νέ­ζι­κη γρα­φειο­κρα­τί­α σή­με­ρα, τι μορ­φή έ­χει το κι­νέ­ζι­κο κρά­τος, που βα­σί­ζε­ται κοι­νω­νι­κά κλπ. Ζη­τή­μα­τα εν­δια­φέ­ρο­ντα προ­φα­νώς… αλλά… Έ­να ε­ρώ­τη­μα λοι­πόν, που δια­μορ­φώ­θη­κε πά­νω α­πό αυ­τά ή­ταν το ε­ξής: τι εν­δια­φέ­ρει ε­μάς σαν εκ­με­ταλ­λευό­με­νους, σή­με­ρα στα 2006, ε­δώ στην Ελ­λά­δα αυ­τό το ζή­τη­μα; Το τι θα βά­λει κα­νείς πρώ­το εί­ναι αυ­τό που έ­χει ση­μα­σί­α, μι­λάς σαν εκ­με­ταλ­λευό­με­νος, μι­λάς σαν ι­στο­ρι­κός, ή μι­λάς σαν πα­τριώ­της που δια­πι­στώ­νει ό­τι τα κι­νέ­ζι­κα μα­γα­ζά­κια πνί­γουν το εγ­χώ­ριο μι­κρε­μπό­ριο; Τι ο­ρί­ζει, τι ε­πι­λέ­γει ο κα­θέ­νας να τον ο­ρί­σει; Η κοι­νω­νι­κή του θέ­ση; Η ψευ­δο­ε­πι­στημο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα του που τον το­πο­θε­τεί ε­κτός ι­στο­ρί­ας; Ο πα­τριω­τι­σμός του; Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι ε­μείς ε­πι­λέ­ξα­με να μι­λή­σου­με πρώ­τα και κύ­ρια σαν εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι, και να προ­σπα­θή­σου­με να μά­θου­με κα­ταρ­χήν τι κά­νουν οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι στην Κί­να.
Πρώ­τα να ε­νη­με­ρώ­σου­με στο ε­πί­πε­δο της κυ­κλο­φο­ρί­ας των α­γώ­νων για το τι συμ­βαί­νει ε­κεί πέ­ρα, στην συ­νέ­χεια να κρί­νου­με και να ε­ξε­τά­σου­με την ση­μασί­α, το πε­ριε­χό­με­νο και την μορ­φή αυ­τών των α­γώ­νων και τέ­λος να δού­με σε ποιο ε­πί­πε­δο και αν μπο­ρεί να υ­πάρ­χει ε­νό­τη­τα των α­γώ­νων αυ­τών στην Κί­να4. Αυ­τό εί­ναι που προ­σπα­θή­σα­με να κά­νου­με στο δεύ­τερο σχε­τι­κό κεί­με­νο έ­να χρό­νο με­τά. Αυ­τή την κα­τεύ­θυν­ση πή­ρε η έ­ρευ­να μας, και ε­δώ δεν έ­μπαι­ναν κα­θό­λου ζη­τή­μα­τα του εί­δους υ­πάρ­χουν ή δεν υ­πάρ­χουν στοι­χεί­α (εί­χα­με πια με λί­γο πα­ρα­πά­νω ψά­ξι­μο την δυ­να­τό­τη­τα να ε­πι­λέ­ξουμε ποιο ζή­τη­μα και με ποιο τρό­πο θα το πιά­σου­με), και για κά­τι τέ­τοιο δεν ευθύ­νε­ται α­πο­κλει­στι­κά το δια­δί­κτυο ό­πως πι­θα­νά κά­ποιος να πει5.
Έ­να δεύ­τε­ρο έ­χει να κά­νει με αυ­τό που ο­νο­μά­ζε­ται έ­ρευ­να, και η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι μέ­χρι τώ­ρα δεν έ­χου­με κα­ταπια­στεί με αυ­τό το ζή­τη­μα ι­διαί­τε­ρα. Το βα­σι­κό, ό­μως για ε­μάς σε σχέ­ση με αυ­τό το ζή­τη­μα εί­ναι να δί­νε­ται ο λό­γος στα (κα­τά βά­σην α­το­μι­κά) υ­πο­κεί­με­να. Και προ­φα­νώς αυ­τό δεν θα γί­νει, και δεν μπο­ρεί να γί­νει με την λο­γι­κή του δη­μο­σιο­γρά­φου ή του κοι­νω­νιο­λό­γου που α­φή­νει κά­ποιους να μι­λή­σουν… Η έ­ρευ­να για ε­μάς θα πρέ­πει να εί­ναι μί­α δια­δι­κα­σί­α ά­με­σης ε­μπλο­κής μας σε αυτό που γί­νε­ται, και ταυ­τό­χρο­να ε­μπλο­κής και των ί­διων των συμ­με­τε­χό­ντων.
Σε τι μπο­ρεί να χρη­σι­μεύ­ει κά­τι τέ­τοιο; Μί­α τέ­τοια δια­δι­κα­σί­α; Εί­πα­με παρα­πά­νω ό­τι η α­ντί­φα­ση του κα­πι­τα­λι­σμού δεν εί­ναι α­ντί­φα­ση αυ­τού κα­θαυ­τού του κα­πι­τα­λι­σμού, αλ­λά α­ντί­φα­ση των α­ντι­κει­μέ­νων που προ­σπα­θούν να γίνουν υ­πο­κεί­με­να. Και εί­ναι α­ντί­φα­ση για­τί ο­ντο­λο­γι­κά οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι βρί­σκο­νται υ­πό την ε­πί­δρα­ση δύ­ο δυ­νά­με­ων, της δύ­να­μης ε­κεί­νης η ο­ποί­α θέ­λει να τους δια­τη­ρή­σει και να τους α­ντι­κει­με­νο­ποιεί συ­νε­χώς, και της επι­θυ­μί­ας και ά­ρα δύ­να­μης των ί­διων να γί­νουν υ­πο­κεί­με­να, να δρά­σουν τα ί­δια για τους ε­αυ­τούς τους. Η α­ντί­φα­ση έ­γκει­ται στο ό­τι ο εκ­με­ταλ­λευό­με­νος βρί­σκε­ται συ­νε­χώς στο μέ­σο της σύ­γκρου­σης των α­ντι­κει­με­νι­κών συν­θη­κών με τις υ­πο­κει­με­νι­κές ε­πι­θυ­μί­ες. Ό­πως εί­ναι προ­φα­νές, αυ­τό δεν εί­ναι μί­α ευχά­ρι­στη κα­τά­στα­ση για κα­νέ­ναν ού­τε για τους «α­στούς» ού­τε για τους «προλε­τά­ριους», ε­ξού και οι προ­σπά­θειες και των δύ­ο «πλευ­ρών» που ε­πι­θυ­μούν να λύ­σουν αυ­τή την σύ­γκρου­ση, οι μεν πρώ­τοι ε­πι­διώ­κουν να ταυ­τί­σουν τις υπο­κει­με­νι­κές ε­πι­θυ­μί­ες των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων με την α­ντι­κει­με­νι­κή συν­θήκη της ί­διας της εκ­με­τάλ­λευ­σης (πράγ­μα ό­χι τό­σο α­ντι­φα­τι­κό ό­σο φαί­νε­ται), οι μεν δεύ­τε­ροι προ­σπα­θούν να συλ­λο­γι­κο­ποι­ή­σουν τις υ­πο­κει­με­νι­κές ε­πιθυ­μί­ες προς μί­α νέ­α συν­θή­κη α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τας6. Με αυ­τή την έν­νοια οι εκμε­ταλ­λευό­με­νοι, εί­ναι οι ί­διοι το πε­δί­ο της μά­χης πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ό­σο το πε­δί­ο της μά­χης εί­ναι το ύ­ψος των μι­σθών. Η ταύ­τι­ση της υ­πο­κει­με­νι­κής ε­πιθυ­μί­ας με την α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα της εκ­με­τάλ­λευ­σης, εί­ναι προ­φα­νώς μί­α τε­ρά­στια και πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα ι­στο­ρί­α, ω­στό­σο δεν εί­ναι ντε­τερ­μι­νι­στική με κα­μί­α έν­νοια, υ­πάρ­χουν στιγ­μές που αυ­τή η ταύ­τι­ση προ­χω­ρά τό­σο πο­λύ που πια η σύ­γκρου­ση ε­ντός της να εί­ναι τό­σο έ­ντο­νη που να λύ­νε­ται μό­νο βί­αια και υ­πάρ­χουν και στιγ­μές κα­τά τις ο­ποί­ες φαί­νε­ται σαν το πιο και το μό­νο λο­γι­κό πράγ­μα του κό­σμου. Αυ­τή την ταύ­τι­ση ό­μως δεν μπο­ρού­με να την α­φή­σου­με ού­τε να λυ­θεί α­πό μό­νη της ού­τε να ελ­πί­σου­με ό­τι κά­πο­τε θα λυ­θεί α­πό μόνη της και προ­φα­νώς ού­τε να ε­πι­κα­λού­μα­στε το μα­γι­κό ξόρ­κι του ντε­τερ­μι­νισμού μπας και ο κα­πι­τα­λι­σμός α­πο­φα­σί­σει να κα­ταρ­ρεύ­σει μό­νος του.
Μέ­σα α­πό την έ­ρευ­να, ο­φεί­λου­με να α­να­δεί­ξου­με μί­α σει­ρά πραγμά­των. Σαν πρώ­το και πιο ση­μα­ντι­κό κα­τά την γνώ­μη μας εί­ναι τις ί­διες τις στά­σεις και α­ντι­στά­σεις των α­το­μι­κών υ­πο­κει­μέ­νων στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τους, και κυ­ρί­ως ε­κεί­να τα στοι­χεί­α τα ο­ποί­α αυ­τές έ­χουν και τα ο­ποί­α μπο­ρούν, κα­τά μί­α έν­νοια, να ο­δη­γή­σουν στην συλ­λο­γι­κο­ποί­η­ση τους. Σαν έ­να δεύ­τερο ση­μεί­ο, που θα πρέ­πει να α­να­δει­χθεί, εί­ναι η κα­τα­νό­η­ση και η συ­νει­δη­τοποί­η­ση ε­ξί­σου α­πό τα υ­πο­κεί­με­να ό­σο και α­πό ε­μάς των α­ντι­κει­με­νι­κών συν­θηκών μέ­σα στις ο­ποί­ες αυ­τά κι­νού­νται. Τέ­λος, ας μην ξε­χνά­με ό­τι η έ­ρευ­να είναι έ­να ερ­γα­λεί­ο, έ­να πο­λι­τι­κό ερ­γα­λεί­ο, και με αυ­τή την έν­νοια δεν μπο­ρεί κα­τά ε­μάς να καλ­λιερ­γεί­ται δια­χω­ρι­σμός α­νά­με­σα στο α­ντι­κεί­με­νο της έ­ρευνας και σε αυ­τούς που την διε­ξά­γουν.

Don’t scab for the bosses/Don’t listen to their lies
Poor folks ain’t got a chance/Unless they organize
Which side are you on boys?/Which side are you on?

Και ε­δώ εί­ναι που ερ­χό­μα­στε στο σχε­δόν πιο ση­μα­ντι­κό ζή­τη­μα αυ­τού του κει­μέ­νου. Το ο­ποί­ο στην τε­λι­κή δεν εί­ναι και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κό α­πό αυ­τό που θα λέ­γα­με ποια εί­ναι η στρα­τη­γι­κή μί­ας πο­λι­τι­κής ά­πο­ψης και μί­ας πο­λι­τι­κής δρά­σης (υ­περ­βάλ­λου­με λί­γο, για ε­μάς «εί­ναι» ση­μαί­νει μάλ­λον α­να­γκαιό­τητα πα­ρά πραγ­μα­τι­κό­τη­τα). Με άλ­λα λό­για που θα πρέ­πει να στο­χεύ­ει μί­α πο­λιτι­κή α­νά­λυ­ση, θέ­ση και δρά­ση;
Αυ­τό που θέ­λου­με να το­νί­σου­με εδώ εί­ναι ό­τι οι α­γώ­νες ό­ταν δεν εί­ναι σα­φέ­στα­τα πο­λι­τι­κοί (δηλ. ε­πα­να­στα­τικοί) δεν εί­ναι ού­τε σα­φείς ού­τε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πα­να­στα­τι­κοί. Έ­νας ερ­γα­τι­κός α­γώ­νας δεν μπο­ρεί κα­τά κα­μί­α έν­νοια να εί­ναι ε­πα­να­στα­τι­κός α­πό μόνος του για πα­ρά­δειγ­μα, α­ντι­θέ­τως μπο­ρεί ε­μπε­ριέ­χει α­ντι­φα­τι­κά και αλ­ληλο­συ­γκρουό­με­να στοι­χεί­α, πράγ­μα­τα που ω­θούν προς τα μπρο­στά και πράγ­ματα που κρα­τά­νε πί­σω7. Δεν υ­πάρ­χουν που­θε­νά «κα­θα­ρά» υ­πο­κεί­με­να, α­ντι­κεί­με­να, κι­νή­μα­τα, ερ­γα­τικοί α­γώ­νες κλπ, τα ο­ποί­α θα πρέ­πει να ψά­ξου­με να τα βρού­με για να βρού­με επι­τέ­λους την τά­ξη, το ε­πα­να­στα­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο, τον α­δύ­να­μο κρί­κο στην α­λυσί­δα του ι­μπε­ρια­λι­σμού. Κά­πο­τε μπο­ρεί να υ­πήρ­χαν, ή μάλ­λον να νο­μί­ζα­με ότι ή­ταν πιο κα­θα­ρά, αλ­λά σή­με­ρα δεν υ­πάρ­χουν. Ό­σοι ψά­χνουν τέ­τοια πράγ­μα­τα, τέ­τοιες ι­δε­ο­λο­γι­κές α­γνό­τη­τες, κα­τα­λή­γουν αρ­γά ή γρή­γο­ρα στην μό­νη α­γνότη­τα που μπο­ρεί να υ­πάρ­χει σε αυ­τό τον κό­σμο: σε έ­ναν δια­νο­η­τι­κό αυ­να­νι­σμό με α­ντι­κεί­με­νο λα­τρεί­ας τον (και ε­δώ εί­ναι το κω­μι­κο­τρα­γι­κό) ί­διο τους τον πο­λι­τι­κό ε­αυ­τό. Με α­πλά λό­για: ό­ποιος ψά­χνει την «κα­θα­ρό­τη­τα» θα κα­ταλή­ξει να την βρί­σκει μό­νο στον ε­αυ­τό του, τό­σα χρό­νια η ε­μπει­ρί­α των ΚΚ τι άλλο μπο­ρεί να δεί­χνει;
Η α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση και η πο­λι­τι­κή δρά­ση για ε­μάς θα πρέ­πει να έ­χουν έ­ναν ρη­τό και σα­φή στό­χο: την ε­νί­σχυ­ση (με ε­πι­χει­ρή­μα­τα, με γε­γο­νό­τα, με στοι­χεί­α, με πρά­ξεις, με δο­μές, με θε­σμούς, με σχέ­σεις) των ε­πα­να­στα­τι­κών στοι­χεί­ων που μπο­ρεί να ε­νυ­πάρ­χουν σε κά­θε α­ντα­γω­νι­σμό. Αυ­τή η πο­λύ μι­κρή πρό­τα­ση ση­μαί­νει πολ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα α­πό ό­σα πι­θα­νόν κα­νείς φα­ντά­ζε­ται, που δεν εί­ναι α­κρι­βώς του πα­ρό­ντος να τα πιά­σου­με. Ση­μαί­νει πρώ­τα και κύ­ρια άρ­νη­ση και ξε­πέ­ρα­σμα των δια­χω­ρι­σμών, που εί­τε ε­νυ­πάρ­χουν εί­τε α­να­δύ­ο­νται μέ­σα σε τέ­τοιες δια­δι­κα­σί­ες. Ση­μαί­νει ε­πί­σης μί­α σο­βα­ρή προσπά­θεια να ξε­πε­ρα­στούν στην πρά­ξη τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μο­ντέ­λα ορ­γά­νω­σης του πα­ρελ­θό­ντος. Ση­μαί­νει την ε­πα­νεμ­φά­νι­ση στο ι­στο­ρι­κό προ­σκή­νιο της ζω­ντανής ε­πα­να­στα­τι­κής θε­ω­ρί­ας, δου­λειά που μό­νο οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι μπο­ρούν να κά­νουν με ε­πι­τυ­χί­α για το τέ­λος της εκ­με­τάλ­λευ­σης τους. Ση­μαί­νει την κα­ταρ­χήν α­πό­πει­ρα δη­μιουρ­γί­ας μιας σει­ράς και­νού­ριων α­ντι­κει­με­νι­κο­τήτων ό­χι στην βά­ση της κυ­ριαρ­χί­ας της μί­ας ή της άλ­λης αλ­λά στην βά­ση του ανε­βά­σμα­τος της δια­λε­κτι­κής τους σύ­γκρου­σης σε έ­να νέ­ο ε­πί­πε­δο.
Ε­δώ φυ­σι­κά α­νοί­γουν πολ­λά και τε­ρά­στια ζη­τή­μα­τα…

Το Which side are you on? εί­ναι έ­να αρ­κε­τά γνω­στό α­με­ρι­κά­νικο folk τρα­γού­δι. Το 1931 οι αν­θρα­κω­ρύ­χοι στην Ε­παρ­χί­α Χάρ­λαν στο Κε­ντά­κι, κα­τέ­βη­καν σε α­περ­γί­α. Ο­πλι­σμένες συμ­μο­ρί­ες μπρά­βων κυ­κλο­φο­ρού­σαν στην ε­ξο­χή τρο­μο­κρα­τώ­ντας τις κοινό­τη­τες των αν­θρα­κω­ρύ­χων, α­να­ζη­τώ­ντας τους η­γέ­τες του συν­δι­κά­του για να τους δεί­ρουν, να τους φυ­λα­κί­σουν ή και να τους σκο­τώ­σουν. Αλ­λά οι αν­θρα­κω­ρύχοι α­ντι­στά­θη­καν, ο­πλί­στη­καν και αυ­τοί και πυ­ρο­βο­λι­σμοί έ­πε­σαν και α­πό τις δύ­ο πλευ­ρές. Μέ­σα σε αυ­τό το κλί­μα, ό­που α­πό την μια οι πλη­ρω­μέ­νοι μπρά­βοι των ι­διο­κτη­τών των αν­θρα­κω­ρυ­χεί­ων και α­πό την άλ­λη οι α­νε­ξάρ­τη­τοι και α­τί­θα­σοι αν­θρα­κω­ρύ­χοι πο­λε­μού­σαν κυ­ριολε­κτι­κά, η Florence Reece έ­γρα­ψε αυ­τό το τρα­γού­δι.

1. Ε­δώ δεν λέ­με ό­τι οι ε­ξε­γέρ­σεις κλπ. μέ­σα στην ι­στο­ρί­α δεν συν­δέ­ο­νται με­τα­ξύ τους (σαν μνή­μη, σαν πα­ρά­δο­ση, σαν ι­στο­ρί­α α­γώ­νων, σαν κουλ­τού­ρα), μι­λά­με για την α­να­ζή­τη­ση της σύν­δε­σης αυ­τής προ­κει­μέ­νου να ε­ξα­χθούν «ι­στο­ρι­κοί νό­μοι».
2. Ε­δώ φυ­σι­κά υ­πάρ­χει και το ζή­τη­μα της δρά­σης και της πρά­ξης, δηλ. σε ποιο ε­πί­πε­δο α­να­πτύσ­σεται και δια­μορ­φώ­νε­ται η δρά­ση, για να μην μεί­νει κε­νό τώ­ρα, το ε­ξη­γού­με άλ­λωστε πα­ρα­κά­τω, η πρά­ξη εί­ναι υ­πο­κει­με­νι­κή πά­ντα και το ζη­τού­με­νο της δεν μπο­ρεί να εί­ναι να ε­πι­βάλ­λει α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τες αλ­λά να τις ξε­πε­ρά­σει δια­μορ­φώ­νο­ντας συ­νε­χώς αυ­τό τον κό­σμο σε μί­α ε­νό­τη­τα.
3. Ό­λα τα πα­ρα­πά­νω δεν εί­ναι και δεν μπο­ρεί να έρ­γο μιας μικρής ο­μά­δας (της ο­ποιασ­δή­πο­τε μι­κρής ο­μά­δας) που εκ­δί­δει αυ­τό ή κά­ποιο άλ­λο έ­ντυ­πο. Ω­στό­σο, η δου­λειά μιας μι­κρής ο­μά­δας εί­ναι μέ­ρος αυ­τού του έρ­γου…
4. Προ­φα­νώς για σύν­δε­ση με ε­δώ α­γώ­νες ού­τε καν σαν α­στεί­ο δεν μπο­ρεί να ει­πω­θεί.
5.Την ί­δια δου­λειά άλ­λω­στε, σε γε­νικές γραμ­μές με τον ί­διο τρό­πο και στην ί­δια κα­τεύ­θυν­ση έ­κα­νε και το «Σο­σια­λι­σμός ή Βαρ­βα­ρό­τη­τα», σε μί­α ε­πο­χή που το δια­δί­κτυο δεν ή­ταν πα­ρά ε­πι­στη­μο­νι­κή φα­ντασί­α.
6. Ε­δώ υ­πάρ­χει ένα ζή­τη­μα, φυ­σι­κά και οι εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι δεν κά­νουν μό­νο ή πά­ντα αυτό (να συλ­λο­γι­κο­ποιούν δηλ. τις ε­πι­θυ­μί­ες τους ε­νά­ντια στις ε­πι­θυ­μί­ες των α­φε­ντι­κών). Πολ­λές φο­ρές ταυ­τί­ζουν τις επι­θυ­μί­ες τους με αυ­τές των α­φε­ντι­κών, ελ­πί­ζο­ντας σε κά­ποιες α­το­μι­κές λύσεις. Και να προ­σθέ­σου­με ό­τι ε­δώ κα­νο­νι­κά πρέ­πει να α­νοί­ξει μί­α με­γά­λη κουβέ­ντα, αλ­λά γε­νι­κά μι­λά­με για τά­σεις και ρο­πές, πράγ­μα το ο­ποί­ο ση­μαί­νει ότι οι ε­πι­θυ­μί­ες των μεν και των δε πολ­λές φο­ρές α­πέ­χουν πο­λύ α­πό το τι γί­νε­ται στην πρά­ξη.
7. Ω­στό­σο, ας μην ξε­χνιό­μα­στε κάλ­λι­στα μπορούν να υ­πάρ­χουν α­γώ­νες οι ο­ποί­οι να μην έ­χουν καν α­ντι­φά­σεις ή τα θε­τι­κά τους ε­πα­να­στα­τι­κά τους στοι­χεί­α να εί­ναι σχε­δόν α­νύ­παρ­κτα. Ας πού­με τι θε­τι­κό μπο­ρεί να κρύ­βει έ­νας γρα­φειο­κρα­τι­κός α­γώ­νας της ΓΣΕ­Ε;

Τεύχος Έκτο - Για ένα Μάρτη και Μισό Απρίλη

Οι α­γώ­νες των τε­λευ­ταί­ων μη­νών στη Γαλ­λί­α ε­νά­ντια στο νο­μο­σχέ­διο για το CPE ξεχά­στηκαν, ή έ­γι­νε προ­σπά­θεια να ξεχαστούν, ταυ­τό­χρο­να με την α­πόσυρ­ση του ε­πί­μα­χου νομο­σχεδί­ου από την κυ­βέρ­νη­ση Βιλπέν. Θα ή­ταν εύ­κο­λο –και σε γενικές γραμ­μές σχε­δόν έ­χει ή­δη γί­νει– να συρ­θούν οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις αυ­τές μέ­σα σε έ­να πλαί­σιο έ­τοι­μων ερ­μη­νειών α­πό ό­που θα μπο­ρού­σαν να εξαχθούν α­κό­μα πιο έ­τοι­μα συ­μπε­ρά­σμα­τα. Εύ­κο­λο ε­πί­σης θα ή­ταν να α­πο­δο­θεί στους α­γώ­νες ενάντια στο CPE ο ευ­κο­λο­φό­ρε­τος χα­ρακτη­ρι­σμός της «ρε­φορ­μιστι­κής διεκ­δί­κη­σης», ώ­στε να μην αξίζουν την ο­ποια­δή­πο­τε περαι­τέ­ρω α­να­φορά ή προ­σο­χή. Τα πράγ­μα­τα ό­μως, του­λά­χι­στον για ε­μάς, δεν εί­ναι τόσο α­πλά ό­σο φαί­νο­νται και σί­γου­ρα δεί­χνουν πο­λύ λι­γό­τε­ρο δε­δομένα και αυτονό­η­τα α­πό ό­σο μοιάζουν ώ­στε να αρ­κούν κά­ποιες γε­νι­κό­λο­γες α­να­φο­ρές για να τα ε­ξηγήσουν –πό­σο μάλλον ό­ταν α­φο­ρούν γε­γο­νό­τα που συμβαί­νουν σε έ­να αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κό πλαί­σιο. Για­τί μπο­ρεί ο γαλ­λι­κός Μάρ­της, προς με­γά­λη α­πο­γο­ή­τευ­ση των φε­ρέ­φω­νων της κυ­ριαρ­χί­ας, να μην ή­ταν ο τό­σο πο­λυ­διαφη­μι­σμέ­νος «νέ­ος Μάης», ση­ματο­δο­τεί ό­μως, με την τρο­πή που πή­ρε, την ε­πι­στρο­φή των εκ­με­ταλλευό­με­νων στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο, αλ­λά­ζο­ντας, έ­στω και προ­σω­ρι­νά, το συ­σχε­τι­σμό των δυνά­με­ων σε μια χρονι­κή πε­ρί­ο­δο ό­που τα αφε­ντικά (θέ­λουν να) παί­ζουν εν ου παικτοίς στο πολι­τι­κό πε­δί­ο.
Προ­φα­νώς και ο κα­πι­τα­λι­σμός στη Γαλλί­α δεν πε­ρί­με­νε το νό­μο Βιλ­πέν για το CPE, κα­τευθεί­αν υ­πα­γο­ρευ­μέ­νο α­πό τα αφεντι­κά του στο Medef [το α­νά­λο­γο του ΣΕΒ], ώ­στε να ω­θή­σει την α­γο­ρά ερ­γα­σί­ας στην πε­ραιτέ­ρω «ευε­λι­κτο­ποί­η­σή» της και να βά­λει, τρό­πον τι­νά, στις «ράγες» της οι­κο­νο­μι­κής πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης τη γαλ­λι­κή οι­κο­νο­μί­α. Τα α­φε­ντι­κά δεν επέλε­ξαν τυ­χαί­α τη συ­γκεκρι­μέ­νη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο, α­μέ­σως με­τά τα γε­γο­νό­τα του Νο­εμ­βρί­ου, για να πε­ρά­σουν έ­να τέ­τοιο νομοσχέ­διο που ε­ντεί­νει α­πό την πλευ­ρά τους τον ταξι­κό και κοινω­νι­κό πό­λε­μο και βα­θαίνει ό­χι μό­νο τις κοι­νω­νι­κές α­νι­σότητες, αλ­λά και τους ή­δη υ­πάρ­χοντες δια­χω­ρι­σμούς με­ταξύ των ί­διων των ερ­γαζο­μέ­νων, μιας και ο νό­μος για το CPE ε­ντάσ­σεται στο ευ­ρύ­τε­ρο σχέ­διο νό­μου πε­ρί των «ί­σων ευκαιριών» που ε­πι­βλή­θη­κε στους ερ­γαζομένους, με την α­γα­στή συμ­φω­νί­α ό­λων των συνδι­κά­των, και το ο­ποί­ο στην ου­σί­α ε­πι­τρέ­πει, και νό­μι­μα πλέ­ον, στους ερ­γο­δό­τες να εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται (α­πα­σχολώντας εννο­εί­ται…) α­νή­λι­κους α­πό 14 χρο­νών μέ­σω μιας «δο­κι­μα­στι­κής περιόδου εκ­μά­θη­σης». Η νομιμοποί­η­ση της ερ­γασίας των α­νηλί­κων, την ο­ποί­α ει­ση­γεί­ται το πε­ρί­φη­μο άρ­θρο 8 του νό­μου, βά­ζει στο στό­χαστρο ό­λους τους νέ­ους ε­κεί­νους των χα­μηλότε­ρων κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των που πε­τά­ει στα α­ζή­τη­τα το γαλ­λι­κό εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα, ε­πι­δο­τώ­ντας την ε­γκατάστα­ση των ε­πι­χει­ρή­σε­ων στις βιομη­χα­νι­κές ζώ­νες των προ­α­στί­ων. Με τον τρό­πο αυ­τό, τα α­φε­ντι­κά με­τα­θέ­τουν στην α­γο­ρά εργασί­ας ό,τι δεν κα­τα­φέρ­νει να κά­νει το εκ­παι­δευ­τι­κό σύστη­μα: τον έ­λεγ­χο και την α­να­μόρφω­ση του πλη­θυ­σμού ε­κεί­νου που βρί­σκεται με­τα­ξύ της διαρ­κούς α­νερ­γί­ας και της α­να­σφάλειας («α­πο­κατάστα­ση της κοι­νω­νι­κής συ­νο­χής» ονομάστηκε αυτό). Στο πλαί­σιο αυ­τό, ο νόμος για το CPE αναγνώ­ρι­ζε ου­σια­στι­κά το δι­καίω­μα στους ερ­γο­δό­τες να α­πο­λύ­ουν, ό­πο­τε αυ­τοί ή­θε­λαν και χωρίς προ­σχημα­τι­κές δι­καιο­λο­γί­ες, τους νέ­ους ερ­γα­ζό­με­νους κά­τω των 26 ε­τών με­τά α­πό μια πε­ρί­ο­δο δο­κι­μα­στικής τους χρή­σης με μειωμένες α­πο­δο­χές.
Από την άλ­λη πλευ­ρά ωστό­σο, ού­τε οι α­γώ­νες ε­νάντια σε αυ­τό που έ­χει ο­νο­μα­στεί ως «precarite» ξε­κί­νη­σαν τον Μάρτη του 2006. Και με αυ­τό δεν εν­νο­ού­με α­πλώς τον Νο­έμ­βρη των προαστί­ων, αλ­λά τους αγώ­νες ε­νά­ντια στο νε­ο­φιλελεύθε­ρο σχέ­διο που έ­χουν μια ι­στο­ρί­α στη Γαλ­λί­α που πη­γαί­νει του­λά­χι­στον εί­κο­σι χρό­νια πίσω. Oι κι­νη­το­ποι­ή­σεις ενάντια στο CPE θα πρέ­πει λοι­πόν να γί­νουν κα­τα­νο­η­τές ως μια στιγ­μή του α­γώ­να, μια στιγ­μή υ­ψη­λής έ­ντα­σης, μέ­σα σε μια σει­ρά α­πό ε­πι­μέ­ρους α­γώνες σε δια­φο­ρε­τι­κά πε­δί­α, ό­πως εν­δει­κτι­κά ε­κείνων των α­νέρ­γων του 1998, των ερ­γαζο­μέ­νων στην τα­χεί­α ε­στί­α­ση το 2001, των sans-papiers του 2003, των προσωρι­νών ερ­γα­ζο­μένων στον το­μέ­α της δια­σκέ­δα­σης του 2004 για να μην πά­με πί­σω στις ά­γριες απερ­γί­ες του 1995 που προ­κά­λεσαν την πτώ­ση της κυ­βέρ­νη­σης Μπα­λα­ντύρ. Μπο­ρεί ο α­γώ­νας αυτός να τερ­ματίστη­κε με την προσω­ρι­νή υ­πο­χώ­ρη­ση της κυ­βέρ­νη­σης, αλ­λά εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά μέ­σα στην τε­λευ­ταί­α δε­καετί­α που εκ­δηλώνεται, τό­σο κα­τη­γο­ρημα­τι­κά ό­σο και μα­ζικά, μια τό­σο έντο­νη δυ­σα­ρέ­σκεια α­πέ­να­ντι σε μια α­πό τις πτυ­χές του νε­οφιλελεύθερου σχε­δί­ου που να κά­νει φα­νε­ρή τη διαρ­κή και ασυμ­βίβαστη σύ­γκρουση συμ­φε­ρό­ντων που υ­πάρ­χει με­τα­ξύ κυ­ρί­αρχων και κυ­ριαρ­χούμε­νων. Υ­πό την έν­νοια αυτή, η υ­πο­χώ­ρη­ση αυτή των α­φε­ντι­κών μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί α­φε­νός μεν –και σε έ­να συμβο­λι­κό επί­πε­δο– ως μια νί­κη της ερ­γα­σί­ας α­πέ­να­ντι στο κε­φά­λαιο που ως τέ­τοια, και δε­δο­μέ­νης της ι­στορικής συγκυρί­ας, α­πο­κτά έ­να ση­μα­ντι­κό νό­η­μα που ξε­περ­νά τα ό­ρια της γαλ­λικής ε­πι­κρά­τειας, α­φετέρου δε ως μια εκ­δή­λω­ση της κρί­σης του κα­θε­στώ­τος των νέ­ων μορ­φών απασχό­λη­σης και των επιβαλ­λόμε­νων ρυθ­μί­σε­ων που τους α­ντι­στοι­χούν (θα επανέλ­θου­με). Ιδιαί­τε­ρα μά­λι­στα σημαντικό α­πό τη στιγ­μή που η κύρια α­ντίδρα­ση α­πέ­να­ντι στο νό­μο αυ­τό προ­ήλ­θε από τα υποκείμε­να εκεί­να που α­φο­ρούσε πιο ά­με­σα: την ερ­γα­ζό­με­νη (και μελ­λο­ντι­κά ερ­γα­ζό­με­νη) νεολαί­α.
Οι πρώ­τοι λοι­πόν, που ξε­ση­κώ­θηκαν α­πέ­να­ντι στο νό­μο της κυ­βέρ­νη­σης ήταν οι νέ­οι, νέ­οι των με­σαί­ων και των χαμηλό­τε­ρων κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων α­πό το κέ­ντρο, τα προ­ά­στια και την ε­παρ­χί­α, μιας και εί­ναι από τις κα­τη­γο­ρί­ες ε­κεί­νες του πλη­θυ­σμού που πλήτ­τεται πε­ρισσό­τε­ρο α­πό την α­νεργί­α και την α­να­σφά­λεια της α­γο­ράς ερ­γα­σί­ας. Μό­νο στο 3ο τρί­μη­νο του 2005 πά­νω α­πό μισό εκατομμύ­ριο ερ­γα­ζό­με­νοι δού­λευαν ως προ­σω­ρι­νοί σε μι­κρο­δου­λειές, εκ των ο­ποί­ων πά­νω α­πό το 70% ή­ταν νέ­οι κά­τω των 25 ε­τών με συμ­βό­λαιο πε­ριο­ρι­σμέ­νου χρόνου και με μι­σθούς πο­λύ κα­τώ­τε­ρους του βα­σικού. Μό­νο το 2004 τουλάχι­στον οι μι­σοί α­πό ε­κεί­νους-ες που εγ­γρά­φονταν σε σχο­λές ανώτε­ρης ή α­νώ­τα­της εκ­παί­δευ­σης κά­θε χρό­νο, αναγκά­ζο­νταν να ερ­γα­στούν προ­κει­μέ­νου να μπο­ρέ­σουν να ολο­κλη­ρώ­σουν τις σπου­δές τους. Υ­πό έ­να κα­θε­στώς α­νερ­γί­ας των νέ­ων μι­κρότε­ρων των 25 ε­τών που, ε­πί­ση­μα τουλάχι­στον, αγ­γί­ζει το 23,3% και η ο­ποί­α μό­νο τον τελευ­ταί­ο χρό­νο αυ­ξή­θη­κε κα­τά 2,5%, η ερ­γο­δο­σί­α, με­τά α­πό μια δο­κι­μα­στι­κή περί­ο­δο, ε­ξω­θεί στην α­πό­λυ­ση γύ­ρω στους μι­σούς νε­ο­προ­σλη­φθέντες ερ­γαζο­μέ­νους νε­α­ρής η­λι­κί­ας.
Η α­που­σί­α ο­ποιασ­δήπο­τε α­λη­θι­νής προ­ο­πτι­κής και διε­ξό­δου που έ­χει ε­πι­βάλ­λει ο καπι­ταλισμός τα τε­λευ­ταί­α χρόνια σε έ­να ό­λο και με­γαλύ­τε­ρο μέ­ρος του πλη­θυ­σμού φαί­νε­ται πως γίνεται ό­λο και πιο πο­λύ συ­νει­δη­τή α­πό ό­λο και πε­ρισσότε­ρους και μά­λι­στα α­πό πο­λύ νω­ρίς. Όχι δηλα­δή μό­νο α­πό φοι­τη­τές, αλ­λά α­κό­μα και α­πό τους ί­διους τους μα­θη­τές, που κατέ­βη­καν στους δρόμους εί­τε ως νέ­οι, εί­τε ως μελ­λο­ντι­κοί ερ­γα­ζό­με­νοι. Η Μπλα­ντίν, μα­θή­τρια λυ­κεί­ου στο λύκειο Βολ­ταί­ρος της Ορλε­ά­νης α­να­φέρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Μπο­ρεί το Συμ­βόλαιο Πρώ­της Πρόσλη­ψης να μην εί­ναι για τώ­ρα, ό­μως ε­γώ α­νησυχώ. […] Το βρί­σκω απαράδεκτο να μπο­ρούν να μας α­πο­λύ­ουν έ­τσι, χω­ρίς αι­τί­α, α­πό τη μια μέ­ρα στην άλ­λη», ε­νώ ό­πως διαβά­ζουμε σε μια προ­κή­ρυ­ξη του «Με­τώ­που κα­τά του CPE»: «Έ­χου­με κα­τα­λά­βει κα­λά α­πό τις ί­διες τις υ­λι­κές συν­θή­κες της ύ­παρ­ξής μας, χω­ρίς να χρειάζεται να κά­νου­με θε­ωρί­α, πως δε θα υ­πάρ­ξει κα­μία κα­λυ­τέ­ρευ­ση». Η νέ­α γε­νιά που ξε­ση­κώ­θη­κε κα­τά του CPE κα­τέ­βη­κε στο δρό­μο ό­χι μό­νο με πο­λύ λι­γό­τε­ρες ψευδαι­σθή­σεις για το πα­ρόν σε σχέ­ση με πα­λαιό­τε­ρες, αλλά και με πο­λύ λι­γό­τε­ρες προσ­δο­κί­ες για το μέλ­λον. Ο Α­ντουάν φοι­τη­τής της σχολής Κα­λών Τε­χνών στο Πα­νε­πι­στή­μιο Marc Bloch του Στρα­σβούρ­γου λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Αυτή τη στιγ­μή α­κού­με να λέ­νε πως οι τέ­χνες δεν εί­ναι έ­νας κλά­δος «α­ποδοτικός»… Εί­ναι συ­νέ­χεια αυτά τα προ­βλή­μα­τα α­πο­δοτικό­τη­τας που μας δια­φθεί­ρουν τη ζω­ή. […] Μας συγκρί­νουν συ­χνά με τον Μά­η του ’68, αλ­λά το’68 υ­πήρ­χε ερ­γα­σί­α στην έ­ξοδο. Εί­μα­στε μια γε­νιά χω­ρίς ψευ­δαισθή­σεις. Ε­μέ­να όμως θα μου ά­ρε­σε να μπο­ρώ να ο­νει­ρευ­τώ λί­γο». Αυ­τή η γε­νι­κευ­μέ­νη δυσαρέ­σκεια και η βα­θιά α­πο­γοήτευ­ση, η ο­ποί­α προ­φα­νώς και δεν ε­ξη­γεί την α­ντίδρα­ση ούτε και την κα­τεύ­θυν­ση του αγώ­να, ή­ταν που λει­τούρ­γη­σε –σε αρ­χι­κό του­λά­χι­στον ε­πί­πε­δο– ε­νω­τι­κά με­τα­ξύ ε­κείνων που ξε­κί­νη­σαν τις κινητο­ποι­ή­σεις. Και στη βά­ση αυ­τή έ­γι­νε συ­νει­δη­τή –α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το βαθ­μό ε­πι­τυ­χί­ας της– η α­νά­γκη για το ξε­πέ­ρα­σμα των ε­πι­βαλ­λόμενων α­πό τον κα­πι­τα­λι­σμό δια­χω­ρι­σμών και διαι­ρέ­σε­ων, ώ­στε να μπο­ρέ­σουν να συγκροτηθούν οι πρώ­τες νη­σί­δες α­ντί­στα­σης: «[…], Το ό­τι α­γω­νι­ζόμα­στε πρώ­τα και κύ­ρια κα­τά του CPE», αναφέ­ρει η Καρολίν φοιτή­τρια στο υ­πό κα­τά­λη­ψη Πα­νε­πι­στή­μιο του Aix, «εί­ναι ε­πει­δή έ­χουμε και την α­νά­γκη να βρε­θού­με και την α­νά­γκη να συνασπι­στού­με γύ­ρω α­πό κά­τι που μας α­πα­σχο­λεί όλους, έ­στω κι αν ό­λοι ξέ­ρου­με πως η precarite υ­πάρ­χει ή­δη πα­ντού με ή χω­ρίς τα CPE-CNE» (οι υ­πο­γραμ­μί­σεις δι­κές μας). Οι δια­δι­κασί­ες αυ­τές μέ­σα α­πό τις ο­ποίες μπό­ρε­σαν να ξεπηδή­σουν οι πρώ­τες α­ντιστά­σεις κα­τά του νο­μο­σχε­δί­ου έ­λα­βαν χώ­ρα πρώ­τα και κύ­ρια στα πανεπι­στή­μια και τα σχολεί­α.
Οι μα­θη­τές και φοι­τητές ή­ταν αυ­τοί που κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας τις σχο­λές τους, του­λάχιστον έ­να μή­να προ­τού οι κινητοποι­ή­σεις κλι­μα­κω­θούν, ξε­κί­νη­σαν εκ­στρα­τεί­ες αντι-πλη­ρο­φό­ρη­σης για το CPE με σκο­πό αρ­χι­κά την κι­νη­το­ποί­η­ση των ί­διων των φοιτη­τών. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες των πε­ρι­πτώσε­ων, οι φοι­τη­τές α­νέ­λα­βαν δρά­ση ε­νά­ντια στο CPE ακο­λουθώντας εί­τε τη γραμμή των συνδι­κάτων τους, εί­τε ό­μως και α­να­λαμ­βά­νοντας οι ί­διοι πρω­το­βουλί­ες, ό­πως στην Ανζέρ ό­που α­πό το Φε­βρουά­ριο ή­δη οι φοι­τη­τές του πα­νε­πι­στη­μί­ου Μπέλ-Μπε­ήγ δημιουρ­γούν μια συλ­λο­γικό­τη­τα δρά­σης, η ο­ποί­α ε­νώ­νει συν­δικαλιστές α­πό την UNEF, τη SUD, τη JC, τη LCR, κτλ. Αν και είναι α­λήθεια πως οι κι­νή­σεις αυ­τές των φοιτητών αρ­χι­κά πε­ριορίστη­καν μέ­σα στα πλαί­σια των σχο­λών τους, πα­ρό­λα αυ­τά αρ­γό­τε­ρα έ­δω­σαν ώ­θη­ση και στη δη­μιουργί­α, σε το­πι­κό ε­πί­πε­δο, κάποιων α­νε­ξάρτη­των ε­πι­τροπών βά­σης «anti-CPE» α­πό τους ί­διους τους πο­λί­τες. Οι πε­ρισσό­τε­ρες α­πό τις ε­πι­τροπές αυ­τές δημιουρ­γήθηκαν σε ε­παρ­χιακές πό­λεις, α­φού στην ε­παρ­χί­α η α­νεργί­α και η ανασφά­λεια εί­ναι κα­τά πο­λύ υ­ψη­λό­τε­ρες α­πό το κα­πι­τα­λι­στι­κό κέ­ντρο, και λει­τούρ­γη­σαν σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τόνομα α­πό το συν­δι­κα­λι­στι­κό ε­να­γκα­λι­σμό, ως ση­μεί­α συ­ντο­νι­σμού των κι­νητοποι­ή­σε­ων α­πό τους ί­διους τους πο­λί­τες. Έ­να τέ­τοιο πα­ρά­δειγ­μα α­νε­ξάρτη­της πρω­το­βου­λί­ας των πολιτών υ­πήρ­ξε στη Λο­ριάν ό­που στην το­πι­κή ε­πι­τρο­πή βά­σης που συ­στή­θη­κε πάρ­θη­καν α­πο­φά­σεις ό­χι μό­νο για την κα­τεύθυνση των κι­νητοποι­ή­σεων, αλ­λά και για τη μορφή τους (ό­πως τη διορ­γά­νω­ση χά­πε­νιν­γκς και συ­ναυλιών). Η ε­μπει­ρί­α αυ­τή α­πό τέ­τοιου εί­δους ε­πι­τρο­πές με­τα­βι­βά­στη­κε αρ­κε­τά γρή­γο­ρα σε πολ­λές επαρ­χια­κές πό­λεις, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το ρόλο που αυ­τές τε­λι­κά κατάφεραν να δια­δρα­μα­τί­σουν στην εξέλιξη του α­γώ­να.
Στις Γε­νι­κές Συ­νε­λεύ­σεις που ορ­γα­νώθη­καν στα υ­πό κα­τά­λη­ψη πανε­πι­στή­μια η α­νταπόκρι­ση των φοι­τη­τών υ­πήρ­ξε ι­διαί­τε­ρα με­γά­λη ή­δη α­πό την αρ­χή. Στις συ­νε­λεύ­σεις αυ­τές τέ­θη­καν υ­πό συζή­τη­ση ό­λες οι δια­τάξεις του ε­πί­μα­χου νό­μου, ε­νώ πα­ράλληλα τέ­θη­κε και το ζή­τη­μα της α­πεύ­θυνσης προς τους ί­διους τους α­να­σφα­λείς ερ­γα­ζο­μέ­νους (precaires) με σκο­πό τη συ­σπείρω­ση ευ­ρύτερων κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων για την κλι­μά­κω­ση του α­γώ­να. Έ­τσι εν­δεικτι­κά, οι φοι­τητές στο πα­νεπιστή­μιο Jussieu του Πα­ρι­σιού και αρ­γό­τερα στη Σορ­βόν­νη ορ­γάνω­σαν εκ­δη­λώ­σεις-συ­ζη­τή­σεις α­πό κοι­νού με ερ­γα­ζό­με­νους του τρι­τογενούς το­μέ­α, ε­νώ στη Ρεν η δια­δή­λω­ση των 10.000 ανθρώ­πων της 14ης Μαρ­τί­ου έ­χει προ­ο­ρι­σμό το ερ­γο­στά­σιο Gomma με σκο­πό να δη­λώ­σει την υ­πο­στή­ρι­ξή της προς τους πρό­σφα­τα α­πο­λυμέ­νους ερ­γά­τες της ε­πι­χεί­ρη­σης. Το πλή­θος δια­δη­λω­τών που κατέβη­κε στο δρό­μο εί­χε ως στό­χο την πα­ράλυση της κυ­κλο­φορί­ας (α­πο­κλει­σμός κύ­ριων ο­δι­κών αρτη­ριών και μπλοκάρι­σμα σι­δη­ρο­δρομικών γραμ­μών) και τον α­πο­κλει­σμό των κα­τά τό­πους κρα­τικών πα­ραρ­τημά­των (Νομαρ­χί­ες, Δικαστι­κά Μέ­γα­ρα). Για πα­ρά­δειγμα, στη Βα­λάν­ς γύ­ρω στα 500 α­τό­μα α­πό την πο­ρεί­α των 18.000 αν­θρώ­πων που κα­τευ­θύνθη­κε προς το δη­μαρ­χεί­ο το κα­τα­λαμ­βά­νει χω­ρίς την αντί­δραση των το­πι­κών αρ­χών. Ε­πί­σης, κα­τά την πε­ρί­ο­δο των με­γα­λύτερων διαδηλώσε­ων κά­η­καν τα κα­τά τό­πους ANPE [α­νά­λο­γα του Ο­Α­ΕΔ] που βρί­σκο­νταν στο ε­πί­κε­ντρο της δυ­σα­ρέ­σκειας και μαζί με αυ­τά ξέ­σπα­σαν βί­αιες συ­γκρού­σεις με τις δυ­νά­μεις κα­τα­στο­λής.
Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, το σύ­νολο των συν­δι­κά­των κα­τέ­βη­κε στο δρό­μο –α­πό τις λί­γες φορές εί­ναι α­λήθεια με τό­ση ο­μοφωνί­α– ό­χι μό­νο για λό­γους μι­κρο­πο­λι­τι­κής, εν ό­ψη πά­ντα και των ε­κλογών του 2007, αλλά και για να παί­ξει το γνω­στό ρόλο δια­με­σο­λά­βη­σης συμ­φερόντων και κα­θο­δήγησης του α­γώ­να που τους έ­χει α­να­τε­θεί α­πό την κυ­ριαρ­χί­α. Πιο συ­γκε­κριμένα, τα συν­δικά­τα προ­σπάθη­σαν να πε­ριο­ρί­σουν την α­ντί­δρα­ση στο νο­μο­σχέ­διο της κυ­βέρ­νησης κα­τευ­θύ­νο­ντας τις διεκ­δικήσεις των ερ­γα­ζο­μέ­νων. Α­πό τη στιγ­μή βέ­βαια που οι ί­διοι οι ερ­γα­ζό­με­νοι α­να­ζή­τησαν ση­μεί­α στήριξης του α­γώ­να τους στα ί­δια τα συν­δι­κά­τα, ε­κεί­να έδω­σαν τη γραμμή: «Βιλ­πέν παραι­τήσου», «ό­χι στο CPE, αλ­λά ναι στη δια­τή­ρη­ση του CDI [Συμ­βόλαιο Αορί­στου Χρό­νου]». Η CGT για πα­ρά­δειγ­μα, που α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα πιο δυναμι­κά υπο­τί­θε­ται συν­δι­κά­τα που ε­λέγ­χεται α­πό το ΚΚΓ, ό­ταν έ­γι­νε λό­γος να μην περιο­ρι­στεί η δια­μαρ­τυ­ρία μό­νο στο CPE, αλ­λά να συ­μπε­ρι­λά­βει το σύ­νο­λο του νο­μο-πλαι­σί­ου για την «ισότη­τα των ευ­και­ριών», βρή­κε την ευ­και­ρί­α να κά­νει λό­γο για την ανα­γκαιό­τη­τα «ε­νό­τη­τας του αγώ­να» και τη συ­νέ­χι­ση της διεκ­δί­κη­σης της στα­θε­ρής σύμ­βα­σης ερ­γα­σί­ας. Η στά­ση των ίδιων των φοι­τη­τι­κών πα­ρατά­ξε­ων α­πό την άλ­λη δεν υ­πήρ­ξε και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή: διά­σπα­ση των αι­τη­μά­των με διε­ξα­γω­γή στις Γε­νι­κές Συ­νε­λεύ­σεις ξε­χωριστής ψηφοφο­ρί­ας για το CPE και ξεχω­ρι­στής για τη δια­τύ­πω­ση δια­φο­ρε­τι­κών διεκ­δι­κή­σε­ων ε­κτός CPE.
Πέ­ρα ό­μως α­πό αυ­τά, τα συν­δι­κά­τα, ε­κεί ό­που έ­νιω­θαν να χά­νουν τον έ­λεγ­χο της κατά­στασης, ε­πι­χει­ρού­σαν και τον χρο­νικό περιο­ρι­σμό της σύ­γκρου­σης ώ­στε ό­λα σύ­ντο­μα να ε­πι­στρέ­ψουν στην η­με­ρή­σια διά­τα­ξη. Ό­χι μό­νο ασκού­σαν πιέ­σεις προς τους φοι­τη­τές για τερ­μα­τι­σμό των καταλή­ψε­ων και ε­πι­στρο­φή στα μα­θή­μα­τα, ό­πως με­τά α­πό τη με­γά­λη πο­ρεί­α της 18ου Μαρτί­ου ό­που με δε­δο­μέ­νη την α­νυ­πο­χώ­ρη­τη στά­ση των α­φε­ντι­κών έμπαινε ε­πιτακτι­κά το ζή­τη­μα του προσα­νατολι­σμού και της κα­τεύ­θυν­σης α­πό κει και πέ­ρα του α­γώ­να, αλλά και ε­μπό­δι­ζαν, ό­που χρειά­ζονταν, η γε­νί­κευ­ση της διαμαρ­τυρί­ας να λά­βει ριζο­σπα­στικότε­ρα χα­ρα­κτηρι­στι­κά. Στη Ρεν για πα­ρά­δειγ­μα, μέ­λη της UNEF ε­μπό­δι­σαν έ­να τμή­μα της πορείας να κα­τευθυν­θεί προς το κα­τει­λημμέ­νο δη­μαρ­χεί­ο προ­κει­μέ­νου να συ­μπα­ρα­στα­θεί στους κατα­λη­ψί­ες και να δια­δώ­σει τα αι­τή­μα­τά τους, πα­ρό­λο που η ε­νέρ­γεια αυ­τή εί­χε υ­περ­ψηφιστεί στη Γε­νι­κή Συ­νέ­λευση της προ­ηγού­με­νης μέ­ρας.
Εκεί, ω­στό­σο, ό­που η α­γω­νι­στι­κό­τη­τα των δια­δη­λω­τών α­νέ­βαι­νε και οι α­γώ­νες εί­χαν αποκτήσει ση­μα­ντι­κά ε­ρείσμα­τα σε αυ­τό­νο­μες κι­νή­σεις (ό­πως π.χ. κα­τα­λή­ψεις) τμή­μα­τα των δια­δηλωτών ήρ­θαν, έ­στω και για λί­γο, σε α­ντι­πα­ρά­θε­ση με τους ί­διους τους συν­δι­κα­λι­στι­κούς φο­ρείς αναφο­ρι­κά τό­σο με το ποια θα πρέ­πει να εί­ναι τα αι­τή­μα­τα του α­γώ­να, ό­σο και με τον τρό­πο με τον οποίο αυ­τά θα πρέ­πει να διεκ­δι­κη­θούν. H αντι­πα­ρά­θε­ση αυ­τή δεν πε­ριο­ρί­στη­κε α­πλά και μό­νο στο επίπε­δο των συν­θη­μά­των κα­τά τη διάρ­κεια των πο­ρειών που ορ­γα­νώ­θη­καν ό­πως το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό για πα­ρά­δειγ­μα σύν­θη­μα «α­πό­συρ­ση, α­πό­συρ­ση της CGT» ως ευθεί­α α­πά­ντη­ση στο «α­πό­συρ­ση, από­συρση του CPE» που φώ­ναζαν τα μέ­λη της CGT ή και το «Ό­χι στο CPE για πε­ρισ­σό­τε­ρο CDI». Α­ντί­θετα, η α­ντι­πα­ρά­θε­ση αυ­τή εκ­δη­λώ­νο­νταν πιο έντο­να σε πε­ριπτώ­σεις όπου οι δια­δικασί­ες ε­κείνες του α­γώ­να δεν ε­πέ­τρε­παν στα συν­δι­κά­τα να παί­ξουν το ρό­λο τους. Σε ε­κεί­νες δηλα­δή τις περιπτώ­σεις ό­που υπήρ­ξαν σπέρ­ματα α­μεσοδη­μο­κρα­τι­κών δια­δι­κα­σιών με την ψή­φι­ση στις Γε­νι­κές Συνε­λεύ­σεις προ­σω­ρι­νών και ά­με­σα ανακλη­τών εκπρο­σώ­πων. Οι κα­τα­λήψεις δη­λα­δή ε­κεί­νες ό­που ήταν α­νοι­χτές στον κό­σμο και μπο­ρούσαν να εκ­φρα­σθούν οι διαφο­ρε­τι­κές α­πό­ψεις και όπου οι τάσεις του κι­νή­μα­τος έ­γι­ναν σημεί­α ό­που τέ­θη­κε α­νοι­χτά το ζή­τη­μα της «precarite» ως μιας γενικότε­ρης κατάστα­σης που πλήτ­τει τις ί­διες τις συν­θή­κες ύ­παρ­ξης των αν­θρώπων στις βιο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες. Στη Σορ­βόν­νη για πα­ρά­δειγ­μα οι κα­τα­λη­ψί­ες που θέ­τουν το ζή­τη­μα της «precarisation» της ί­διας της κοινωνί­ας, της ευ­ρύ­τε­ρης δια­δι­κα­σί­ας δηλα­δή α­να­σφα­λι­στι­κο­ποίη­σης των ί­διων των συν­θη­κών ύπαρ­ξης, προ­σπαθούν να τη συν­δέ­σουν με την πα­ράλ­λη­λη δια­δι­κα­σί­α ε­γκλη­μα­τι­κο­ποί­η­σης ειδι­κών ο­μά­δων του πληθυ­σμού (γε­γο­νό­τα του Νο­έμ­βρη). Ζη­τή­μα­τα σαν αυ­τά για την α­νά­γκη α­νοίγ­ματος της συ­ζή­τη­σης θέ­το­νται ω­στό­σο εν μέ­ρει και α­πό ε­πί μέ­ρους μόνο τά­σεις του κινή­μα­τος κα­τά του CPE. Αν και στο σύ­νο­λό τους ό­σοι και ό­σες κατέ­βη­καν στο δρό­μο ή­ταν σύμ­φω­νοι με την α­πόρ­ρι­ψη του ί­διου του νο­μο­σχε­δί­ου, πα­ρό­λα αυ­τά δεν κατά­φε­ραν να προτεί­νουν κά­ποια δια­φο­ρε­τι­κή προοπτι­κή υ­πό την οποί­α να μπο­ρούν συ­να­ντη­θούν οι ε­πι­μέ­ρους τά­σεις του κινήμα­τος. Δε φά­νη­κε δηλαδή, α­κό­μα και στις πε­ρι­πτώ­σεις ό­που υ­πήρ­χαν οι προϋπο­θέ­σεις, να εμ­φα­νί­ζο­νται σε μα­ζι­κό ε­πίπεδο ε­κεί­να τα χα­ρα­κτηριστι­κά, ό­πως συ­νέ­βη στις α­περ­γί­ες του 1995, που να ε­πι­τρέ­πουν την ριζική αμ­φι­σβή­τη­ση της μορφής κόμ­μα-συν­δι­κά­το και που θα ε­πέ­τρε­παν να α­να­πτυ­χθούν οι αυ­τό­νο­μες εκεί­νες τά­σεις που θα έ­θε­ταν τις βά­σεις για τη διεύ­ρυν­ση των κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων. Α­πό τη στιγ­μή που η α­ντί­δρα­ση αυτή συγκρο­τή­θη­κε τε­λικά αρ­νη­τι­κά στη βά­ση πε­ρισσό­τε­ρο μιας α­ντί­θε­σης πα­ρά ε­νός κοι­νού προτάγ­μα­τος που να ε­νώ­νει τις ε­πι­μέ­ρους δια­φω­νί­ες –εκφρα­ζό­με­νη κα­τά το με­γα­λύτε­ρο μέρος της μέσα α­πό την α­πο­δο­κι­μα­σί­α μιας κα­τά­στα­σης, κα­θώς και την α­παι­σιο­δο­ξί­α για το μέλλον– ε­πό­με­νο ή­ταν να μην της ε­πιτρέ­ψει να διο­χε­τευ­τεί σε άλ­λες ο­δούς και να πά­ρει άλ­λες μορφές.
Η α­δυ­να­τό­τη­τα δια­τύ­πω­σης κοι­νών συμ­φε­ρό­ντων προς διεκ­δί­κη­ση που να υ­περβαίνουν τα κορ­πο­ρα­τι­στικά-συ­ντε­χνια­κά συμ­φέ­ρο­ντα κα­θώς και ε­πί­κλη­σης ε­νός «κοι­νού τόπου» συ­νά­ντη­σης, μιας κοι­νής κουλ­τού­ρας, α­πο­τε­λεί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τη συ­νέ­πεια της πλή­ρους α­να­διάρ­θρω­σης των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων και των μορ­φών αλ­λη­λεγγύ­ης που σε με­γά­λο βαθ­μό έ­χει ε­πι­βάλ­λει ο καπιτα­λι­σμός τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια μετα­σχη­μα­τί­ζο­ντας τις ί­διες τις συν­θή­κες ύ­παρ­ξης στις α­νεπτυγ­μέ­νες χώ­ρες. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, για πα­ρά­δειγ­μα, του γε­γο­νό­τος αυ­τού ήταν πως την ί­δια ώ­ρα που οι δη­μό­σιοι υ­πάλ­ληλοι του γαλ­λι­κού κράτους α­περ­γού­σαν με σκο­πό να υ­πε­ρα­σπι­στούν τη θέ­ση και τα προνό­μιά τους στο γρα­φειο­κρα­τι­κό σύστη­μα, ερ­γα­ζό­με­νοι στον ι­διω­τι­κό το­μέ­α τους θε­ω­ρού­σαν τους κύ­ριους υ­παί­τιους της α­νι­σο­κα­τα­νο­μής των εισοδη­μά­των τους. Στην α­δυ­να­μί­α αυ­τή ο­φεί­λε­ται και η ο­λο­κληρω­τι­κή α­πο­τυ­χί­α με­τα­τρο­πής των κοι­νω­νι­κών αι­τη­μά­των που δια­τυ­πώ­θη­καν κα­τά τις κι­νη­το­ποιήσεις του Μαρ­τί­ου και του Απρι­λί­ου σε πο­λι­τι­κά μέ­σα α­πό τη διεύ­ρυν­ση του α­γώ­να. Έ­να πρώ­το προσω­ρι­νό συ­μπέρα­σμα α­πό το γε­γο­νός αυ­τό εί­ναι πως η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της υ­φιστά­με­νης εκ­με­τάλλευ­σης και καταπί­ε­σης από μό­νη της –ό­σο και αν θεωρεί­ται ι­κα­νή και α­να­γκαί­α συν­θή­κη– ό­χι μό­νο δεν κατα­φέρ­νει να α­πο­τε­λέ­σει συ­στα­τι­κό στοι­χεί­ο για την πο­λι­τι­κή συ­γκρότηση ε­νός κι­νή­μα­τος, αλλά φαίνεται να βα­θαί­νει α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τους ε­πι­μέ­ρους δια­χω­ρι­σμούς και τις διαι­ρέ­σεις. Αυ­τό ό­μως δεν ο­φεί­λε­ται τό­σο ή μό­νο στο ότι δε γί­νε­ται ευ­ρύ­τε­ρα συ­νει­δη­τή η ρί­ζα των διαχω­ρι­σμών αυτών στο ί­διο το κα­πι­ταλιστι­κό σύ­στη­μα, ό­σο και στο ό­τι α­που­σιά­ζει έ­να άλλο αντα­γω­νι­στι­κό πρόταγ­μα που να μπο­ρεί να α­πα­ντή­σει στο πο­λύ α­πλό ερώ­τη­μα του τι να κάνου­με και προς τα πού να πά­με. Και α­πό τη στιγ­μή που το πλή­θος που κα­τέ­βη­κε στο δρόμο δεν έ­θε­σε ως κύ­ριο στό­χο του πριν α­πό ό­λα το ξε­πέ­ρασμα των δια­χω­ρι­σμών αυτών ο­δηγή­θη­κε αναγκα­στι­κά στο να τους α­ναπαρά­γει. Η αδυναμί­α έ­τσι ξε­πε­ρά­σμα­τος α­ντι­λή­ψε­ων και πρα­κτικών του πα­ρελ­θό­ντος ή­ταν α­πό τις συ­νι­στώ­σες εκεί­νες που βα­ραί­νουν ι­διαίτερα στον α­πολογι­σμό των κι­νη­το­ποι­ήσε­ων, ό­σο του­λά­χι­στον βα­ραί­νουν και οι μορ­φές των νε­κρών στις συνειδή­σεις των ζωντα­νών.
Ί­χνη του βά­ρους αυ­τού, αυ­τή τη φο­ρά με τη στοι­χειω­μέ­νη μορ­φή του φα­ντά­σμα­τος του Μά­η του ’68, εί­δα­με στα κεφά­λια κάποιων τά­σε­ων των πο­λι­τικών υ­πο­κει­μέ­νων του χώ­ρου της αμ­φι­σβήτη­σης στην κα­τά­λη­ψη της EHESS. Οι πιο πο­λιτικο­ποι­ημένες αυ­τές τά­σεις του κι­νήματος α­ντί να κα­τα­λά­βουν τον πραγ­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της δια­μαρ­τυ­ρί­ας, αντί να προ­σπαθή­σουν να αναλύ­σουν τη σημε­ρινή κα­τά­στα­ση και να ε­πι­νο­ή­σουν τρό­πους ε­πι­κοι­νω­νί­ας με τα κοινωνι­κά υ­πο­κεί­με­να του αγώ­να, α­ντί να συμ­βάλ­λουν στη δη­μιουρ­γί­α μιας νέ­ας γλώσ­σας που να κα­τα­λα­βαί­νει τα ση­με­ρι­νά προ­βλή­μα­τα, προ­σπάθησαν να νε­κραναστή­σουν το πα­ρελ­θόν και να το ε­πι­βάλ­λουν στο πα­ρόν. Αφού κατέ­φτα­σαν στο χώ­ρο της EHESS έ­χο­ντας ή­δη λά­βει τις αποφά­σεις τους και κρί­νοντας ως «αντι-α­γω­νι­στι­κή» την α­να­γκαιό­τη­τα πραγ­μα­το­ποί­η­σης μιας δη­μο­κρα­τι­κής Γενικής Συ­νέ­λευσης με ε­ναλ­λα­γή του λό­γου α­πό τους συμ­με­τέ­χο­ντες, κατό­πιν εκ­δί­ωξαν απει­λώ­ντας ό­σους και ό­σες δε συμφωνού­σαν –ή πιο σω­στά δεν εί­χαν τον ανά­λο­γο συ­σχε­τι­σμό δύ­να­μης για να ε­πι­βά­λουν την άποψή τους– με το χα­ρα­κτή­ρα που θα πρέπει να πά­ρει η κα­τά­λη­ψη. Και ό­λα αυ­τά με την πρόφα­ση να αποτε­λέ­σει η EHESS το ση­μεί­ο σύ­γκλι­σης ό­λων των τά­σε­ων του α­γώ­να, με­τά και την εκ­δί­ω­ξη α­πό τις δυ­νά­μεις κα­τα­στο­λής των ε­ξε­γερ­μέ­νων φοι­τητών α­πό τη Σορ­βόν­νη. Γε­γο­νό­τα, σαν αυ­τά που εκ­φράστη­καν α­πό τις πιο πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νες τά­σεις του χώ­ρου της αμ­φι­σβή­τη­σης δε φα­νε­ρώ­νουν τίπο­τε άλ­λο πέ­ρα α­πό την πλή­ρη έκ­πτω­ση ε­νός πο­λι­τι­κού-ιδε­ο­λο­γι­κού λό­γου που έ­χει αυ­το­νο­μη­θεί α­πό τα κοινω­νι­κά του ρι­ζώ­μα­τα και που εί­ναι ε­ντελώς α­νίκα­νος να α­πα­ντή­σει στα κα­θη­με­ρι­νά προ­βλήμα­τα των αν­θρώ­πων. Για το λό­γο αυ­τό και εί­ναι ανα­γκα­σμέ­νος συ­νε­χώς να α­να­πα­ρά­γει λενινι­στι­κές πρακτι­κές πρω­τοπο­ρί­ας προ­κει­μέ­νου να ε­πι­βιώ­σει και να δι­καιο­λο­γή­σει την ύ­παρ­ξή του.
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις αυ­τές των ερ­γα­ζο­μέ­νων αναδεικνύ­ουν σε ό­λη της την έ­κτα­ση τη βαθιά κρίση της ί­διας της ερ­γα­σί­ας και ει­δι­κότε­ρα των νέ­ων μορ­φών απασχό­λη­σης που απο­τέ­λε­σαν τον προ­μα­χώ­να της κα­πι­τα­λι­στικής α­ντεπί­θε­σης με­τά την κα­τάρρευ­ση των φορ­ντικών ρυθ­μί­σε­ων στις βιο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες. Οι νέ­ες αυ­τές μορ­φές α­πα­σχόλησης με κύ­ρια χα­ρα­κτηριστι­κά την ε­λα­στι­κότη­τα, την προ­σω­ρι­νό­τη­τα και την α­να­σφά­λεια, οικο­δο­μή­θη­καν στη βάση του νεοφι­λε­λεύθε­ρου σχε­δί­ου πά­νω στο δια­χωρι­σμό με­τα­ξύ ερ­γα­σιακών δι­καιωμά­των και α­πα­σχό­λη­σης, ό­πως και του πα­ρα­γό­με­νου κοινωνι­κού πλού­του και της ί­διας της ερ­γα­σί­ας που πα­ρά­γει τον πλού­το αυ­τό. Στη βά­ση αυ­τή οι α­γώ­νες ε­νά­ντια στο CPE θέ­τουν ξα­νά το ζήτη­μα της εκ­με­τάλ­λευ­σης και των κοι­νω­νι­κών α­νι­σο­τή­των σε μια όμως διαφο­ρε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση α­πό ε­κεί­νη που το εί­χε θέ­σει πα­λαιοτέ­ρα η ερ­γα­τι­κή τά­ξη. Ως γνω­στόν, τα α­φε­ντικά α­πέ­να­ντι στην κρι­τι­κή της εκ­με­τάλ­λευ­σης της εργατι­κής δύ­να­μης που έ­θε­τε το ερ­γα­τι­κό κί­νημα στις βιο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες της δύ­σης α­πά­ντη­σαν με την με­τα­φο­ρά της παραγω­γής και των κε­φα­λαί­ων τους σε χώ­ρες με φθηνό ερ­γα­τι­κό κό­στος και χωρίς ερ­γα­σια­κά δικαιώ­μα­τα. Με τον τρό­πο αυ­τό ου­σιαστι­κά έ­κα­ναν την κινητι­κό­τη­τα των κε­φα­λαί­ων τους το κύ­ριο ό­πλο υ­πονό­μευ­σης των ερ­γα­σια­κών διεκ­δι­κή­σε­ων που στηρίζονταν στην κρι­τι­κή της εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης. Οι εκ­με­ταλ­λευό­μενοι ό­μως που κα­τέ­βη­καν στο δρό­μο α­νοίγοντας το ζή­τη­μα της precarite, δή­λω­ναν την α­ντί­θε­σή τους ό­χι α­πλά και μό­νο στην εκ­μετάλ­λευ­ση α­πό την ί­δια την πώ­λη­ση της ερ­γατικής τους δύ­να­μης, αλ­λά πο­λύ πε­ρισ­σότε­ρο την α­ντί­θε­σή τους στην εκ­με­τάλ­λευ­ση της ί­διας τους της διαθεσιμό­τητας να εί­ναι εκ­με­ταλ­λεύ­σι­μοι. Την εκ­με­τάλλευ­ση δη­λα­δή στην ο­ποί­α υ­πό­κει­ται κα­τά πρώ­το λό­γο ο α­να­σφα­λής εργα­ζό­με­νος να βρίσκεται διαρκώς στη διά­θε­ση του ερ­γο­δό­τη, σω­μα­τι­κά και πνευ­μα­τι­κά, χω­ρίς αυ­τός ο τε­λευ­ταί­ος να εί­ναι υποχρε­ω­μέ­νος να α­ντα­μείβει πα­ρά τις πε­ριό­δους ε­κεί­νες για τις ο­ποί­ες θεω­ρεί(ται) πως «πραγ­ματικά» ερ­γά­ζεται για την ε­πι­χεί­ρη­ση. Πρό­κειται στην ου­σί­α για το βα­σι­κό­τε­ρο ση­μεί­ο του νό­μου για το CPE, ο ο­ποί­ος βα­σίζο­νταν στη διά­κρι­ση με­τα­ξύ «πραγμα­τι­κού» χρό­νου ερ­γα­σί­ας και χρό­νου δοκιμα­στι­κής χρή­σης του ερ­γα­ζό­με­νου από το α­φε­ντικό του με μειω­μέ­νες α­πο­δο­χές. Το καθεστώς δηλαδή του «ερ­γα­ζό­μενου kleenex», ό­πως τον ο­νό­μα­σαν οι δια­δη­λω­τές που κατέβη­καν στο δρό­μο, που εί­ναι το ί­διο α­να­λώσι­μος ό­πως και τα χαρ­το­μά­ντι­λα της ο­μώνυ­μης ε­ται­ρί­ας και που α­πο­τε­λεί την κα­ρι­κα­τού­ρα του προ­σαρ­μόσιμου, διαθέ­σι­μου και υ­πο­τα­κτι­κού ε­κεί­νου ερ­γα­ζό­με­νου στην κά­θε απαί­τη­ση των α­φε­ντι­κών του προ­κει­μέ­νου να μπορέ­σει να κατακτήσει μια θέ­ση στην α­γο­ρά ερ­γα­σί­ας που να του εξασφα­λί­ζει τα α­πα­ραί­τη­τα για την ε­πι­βί­ω­ση. Δια­θε­σι­μό­τη­τα του να πρέ­πει να δεί­χνε­σαι συνεχώς εκμε­ταλ­λεύ­σι­μος α­πέ­να­ντι στην α­πει­λή να μείνεις μη-εκμε­ταλ­λεύ­σι­μος και ά­ρα ά­νερ­γος, δια­θε­σι­μότητα του να γνωρίζεις να εί­σαι συ­νερ­γά­σι­μος και προσαρ­μό­σι­μος α­πέ­να­ντι στην α­πει­λή του να μεί­νεις ε­κτός του δι­κτύ­ου ε­παγγελ­μα­τι­κών ε­πα­φών και ά­ρα στην ί­δια ε­πι­σφα­λή θέ­ση στην ιε­ραρχία, δια­θε­σι­μό­τη­τα για συ­νε­χή ε­πι­μόρ­φω­ση και ε­ξει­δί­κευ­ση ώ­στε να α­νταποκρί­νε­σαι στο πνεύ­μα για και­νοτο­μί­α και αλ­λα­γή που ε­πι­τάσ­σει το νέ­ο μά­να­τζμε­ντ, δια­θε­σιμότη­τα της ί­διας σου της ύ­παρ­ξης, του να μπο­ρείς δη­λα­δή να που­λάς στην α­γο­ρά τα ι­διαίτερα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά σου με τη μορ­φή προσόντων/ι­κα­νο­τή­των, ώ­στε να γί­νεις εκ­μεταλ­λεύ­σι­μος και ά­ρα να δει­χτείς ικα­νός για εκ­μετάλ­λευ­ση, δια­θε­σιμό­τη­τα εν ο­λί­γοις του να εί­σαι εκ­με­ταλ­λεύσιμος που στην ου­σί­α με­τατοπί­ζει εξ’ ο­λο­κλή­ρου το βά­ρος της ευ­θύ­νης της α­νερ­γί­ας και της α­να­σφάλειας (και ό,τι αυ­τά συ­νε­πάγο­νται) που έ­χει ε­πιβλη­θεί α­πό τον κα­πι­τα­λι­σμό στους ίδιους τους εργα­ζομένους.

Το­πο­θε­τώ­ντας την κρι­τι­κή στη βά­ση αυ­τή λοι­πόν, οι α­γώ­νες για το CPE φέρ­νουν στην επιφά­νεια τη βα­θιά κρί­ση νο­μι­μο­ποίησης του ι­δε­ο­λο­γή­μα­τος της «ισό­τη­τας των ευ­και­ριών», πά­νω στο ο­ποί­ο έ­χει θεμελιω­θεί το νε­οφι­λε­λεύ­θε­ρο σχέ­διο και στο ο­ποί­ο έ­χουν πα­τή­σει ουσια­στι­κά διά­φο­ροι πρό­σφα­τοι νό­μοι. Το ι­δεο­λό­γη­μα αυ­τό, που πα­ρου­σιά­στη­κε και με τη μορ­φή νο­μο-πλαι­σί­ου, πα­ρουσιάζο­ντας σα δί­καια και α­ναμ­φι­σβή­τη­τα τα απο­τε­λέ­σμα­τα των α­ντα­γω­νι­σμών της α­γο­ράς ερ­γασί­ας, νο­μιμοποιού­σε το δια­χω­ρι­σμό των ερ­γασιακών δι­καιωμά­των α­πό την ί­δια την απα­σχό­λη­ση με σκοπό να «το­νώ­σει» την ε­πι­χει­ρηματι­κό­τη­τα του γαλλι­κού κε­φα­λαί­ου. Α­πέ­να­ντι σε αυ­τά το κί­νη­μα των α­νέρ­γων έ­θε­τε ως βα­σι­κό ζήτη­μα διεκ­δίκη­σης την κα­τάργη­ση των ε­πι­μέ­ρους οι­κονο­μικών α­νι­σοτήτων στη βά­ση της ε­παγ­γελ­μα­τι­κής ε­ξει­δί­κευ­σης και α­παιτού­σε την ύ­παρξη ε­νός στα­θε­ρού ει­σο­δήματος που να μη συν­δέ­ε­ται με το ί­διο το ε­πάγ­γελ­μα (σύν­θη­μα: «ερ­γα­σί­α ασυ­νε­χής, μι­σθός συ­νε­χής»). Έ­στω κι αν δε γενι­κεύτη­καν, αι­τή­μα­τα σαν αυ­τά α­πο­τε­λούν τα πρώ­τα ί­σως δείγ­μα­τα αντι­στά­σε­ων α­πέ­να­ντι στη νεο­φι­λε­λεύθε­ρη α­παί­τη­ση ε­ξάρτη­σης ό­λο και πε­ρισ­σότε­ρο σφαι­ρών της ί­διας της ζω­ής α­πό την α­γο­ρά ερ­γα­σί­ας. Αν και ως τέ­τοια η α­παί­τη­ση αυ­τή α­πο­τε­λεί πριν α­πό ό­λα βα­σι­κό πα­ράγοντα του ί­διου του κα­πι­τα­λισμού, ω­στό­σο οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις α­νέ­δει­ξαν μια πρώ­τη άρ­νη­ση του μοντέλου αυ­τού. Και μπο­ρεί οι α­γώ­νες αυ­τοί να μην μπό­ρε­σαν να αμφι­σβη­τή­σουν το μο­ντέ­λο αυ­τό στο σύ­νο­λό του, θα πρέ­πει μάλ­λον ό­μως να γί­νουν κατανο­ητοί σαν τα πρώ­τα δείγ­μα­τα α­πά­ντη­σης απένα­ντι στα νέ­α δε­δο­μένα που έ­χει θέ­σει ο καπιτα­λι­σμός στις χώ­ρες τις δύσης.
Οι πρό­σφα­τοι α­γώ­νες στη Γαλ­λί­α έ­δω­σαν το πο­λι­τι­κό βά­πτι­σμα σε μια νέα γε­νιά αγωνιστών και μά­λι­στα μέ­σα α­πό τις ί­διες τις δια­δι­κα­σί­ες του α­γώ­να, κα­θι­στώ­ντας ευ­ρέ­α συ­νειδη­τό πως η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ανα­σφά­λειας και της α­νερ­γί­ας εί­ναι προς το ό­φε­λος των ίδιων των α­φε­ντι­κών. Ανέ­δει­ξαν ό­μως ταυ­τόχρο­να και μια πραγμα­τι­κό­τη­τα που συ­νή­θως την ξεχνάμε ή κά­νου­με πως την ξε­χνά­με. Κα­τά πρώ­τον, πως στην πα­ρού­σα στιγ­μή της κα­πι­ταλιστι­κής πραγ­μα­τι­κότη­τας η κα­τά­κτηση, και ά­ρα η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση, α­κό­μα και ε­λά­χι­στων πραγ­μά­των, ό­πως η α­πό­συρση ε­νός νό­μου, α­παι­τεί πο­λύ σκλη­ρούς α­γώ­νες. Κα­τά δεύτε­ρο, πως το πο­λι­τι­κό σχέδιο της α­πε­λευθέ­ρω­σης, με­τά και την έκ­πτω­ση των ε­πα­να­στα­τι­κών πο­λιτικών προ­ταγ­μάτων, θα πρέ­πει, αν τουλάχι­στον δε θέ­λου­με να πα­ρα­μέ­νει έ­να κε­νό γράμ­μα, να ε­πι­νο­η­θεί εκ νέ­ου α­πό το ση­μεί­ο μη­δέν και να ξε­δι­πλω­θεί α­πό αυ­τό το ση­μεί­ο προς το μέλ­λον. Ο γαλ­λι­κός Μάρ­της επ’ αυ­τού α­πο­δει­κνύ­ει πως βρι­σκό­μα­στε α­κό­μα στην αρ­χή αυ­τού που μένει να γί­νει. Ε­κεί­νο ω­στό­σο που μέ­νει ως πα­ρα­κα­τα­θή­κη σε ε­μάς α­πό τους αγώνες αυ­τούς, α­πό τους περα­σμέ­νους, αλ­λά και τους ε­πό­με­νους εί­ναι πρώ­τα και κύ­ρια η διά­θε­σή μας να κατα­νο­ή­σου­με το νό­η­μά τους, καθώς και η διαθε­σι­μό­τη­τα μας να τε­θού­με στην υπη­ρε­σί­α του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού σχε­δί­ου. Προς την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή η προσεκτι­κή ανάγνω­ση των νέ­ων αγώ­νων, φα­νε­ρών ή α­ό­ρα­των, που ξε­σπά­νε σε διάφο­ρα κοι­νω­νι­κά πε­δί­α στις διά­φο­ρες γω­νιές αυ­τού του πλανή­τη α­πο­τε­λεί για ε­μάς ζή­τη­μα ά­με­σης πο­λι­τι­κής προ­τε­ραιό­τη­τας.

Σημείωση: Τα στοι­χεί­α για τη συγ­γρα­φή του άρθρου προ­έρ­χο­νται α­πό αρ­κε­τά ε­τε­ρό­κλη­τες πη­γές. Δε­δο­μέ­να για την ανερ­γί­α και την α­να­σφά­λεια (precarite) στη Γαλ­λί­α βρέ­θη­καν στο Tableaux de l’economie francaise, του INSEE για το 2005-2006, ό­πως επίσης και τη Le Monde (1/06/05). Α­ποσπά­σμα­τα α­πό το λό­γο των μα­θη­τών και των φοιτη­τών κα­θώς και οι πληρο­φο­ρί­ες που δί­νουν για την ορ­γά­νω­ση των κα­τα­λήψε­ών τους προ­έρ­χο­νται α­πό την ι­στοσε­λί­δα www.cequilfautdetruire.org και τη Liberation (20/03/06). Τα στοι­χεί­α για τις κι­νη­το­ποι­ή­σεις και τους αγώνες στο μεγαλύ­τε­ρο μέ­ρος της γαλ­λι­κής ε­πι­κρά­τειας πάρ­θηκαν κυ­ρί­ως α­πό το ει­δι­κό τεύ­χος α­φιέ­ρω­μα πά­νω στο Anti-CPE κί­νη­μα της ε­πι­θε­ώ­ρη­σης No Pasaran τχ. 48 Α­πρίλιος 2006, κα­θώς και τα το­πι­κά Indymedia. Τέλος, οι φωτογραφίες ποθ συνοδεύουν το κείμενο είναι από την κατάληψη της EHESS.

Τεύχος Έκτο - Ενδιαφέρον περιστατικό Ζαγκλιβέρι

Η ι­στο­ρί­α εί­ναι λί­γο-πο­λύ γνω­στή: με­τά α­πό πα­ρέ­λευ­ση της πε­ντα­ε­τούς ερ­γα­σί­ας δύ­ο ερ­γα­ζό­με­νων (για­τρών) σε έ­να κέ­ντρο υ­γεί­ας στο νο­μό Θεσ­σαλο­νί­κης (Ζα­γκλι­βέ­ρι) και σε μια τυ­πι­κή δια­δι­κα­σί­α (λέ­γε­ται «κρί­ση», α­ξιολό­γη­ση δη­λα­δή των προ­σό­ντων τους και των α­πο­τε­λε­σμά­των της ερ­γα­σί­ας τους) α­να­νέ­ω­σης της σύμ­βα­σης ερ­γα­σί­ας τους, α­πό την ει­δι­κή ε­πι­τρο­πή του υπουρ­γεί­ου υ­γεί­ας που α­σχο­λεί­ται με αυ­τά τα πράγ­μα­τα, οι ερ­γα­ζό­με­νοι α­πο­λύ­ο­νται με το σκε­πτι­κό ό­τι εκ­κρεμεί σε βά­ρος τους έ­νορ­κη διοι­κη­τι­κή ε­ξέ­τα­ση, ε­πει­δή προ­χώ­ρη­σαν στην συ­γκρό­τη­ση «συν­δι­κα­λι­στι­κού ορ­γά­νου χω­ρίς ε­πί­ση­μη κά­λυ­ψη, κλπ». Με αυ­τά τα στοι­χεί­α κά­ποιος θα μπο­ρού­σε να σκε­φτεί το ε­ξής α­πλό: μια συ­νη­θι­σμέ­νη περί­πτω­ση α­πό­λυ­σης «συν­δι­κα­λι­στών». Δεν θα του έ­με­νε με­τά α­πό αυ­τό τί­πο­τα άλ­λο πα­ρά να κα­τα­τά­ξει την πε­ρί­πτω­ση στο α­ντί­στοι­χο ρα­φά­κι του αρ­χεί­ου του «συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος».
Ό­μως ε­πει­δή δεν μι­λά­με για ι­διω­τι­κό αλ­λά για δη­μό­σιο το­μέ­α ερ­γα­σί­ας (στον ο­ποί­ο κα­λώς ή κα­κώς έ­χουν κα­τα­κτη­θεί κά­ποια πράγ­μα­τα) και, κυ­ρί­ως, ε­πει­δή η συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση δια­φέρει ρι­ζι­κά α­πό ό­,τι έ­χου­με συ­νη­θί­σει να α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε σαν «ερ­γο­δο­τι­κή αυ­θαι­ρε­σί­α» (ή κα­λύ­τε­ρα σαν «τσα­μπου­κάς του α­φε­ντι­κού»), θα προ­σπα­θή­σουμε να την εκ­θέ­σου­με με συ­νο­πτι­κό τρό­πο, με την πε­ποί­θη­ση ό­τι θα ε­πα­νέλ­θου­με σύ­ντο­μα πιο α­να­λυ­τι­κά.
Τα κέ­ντρα υ­γεί­ας εί­ναι υ­γειο­νο­μι­κές μο­νά­δες της ε­παρ­χί­ας, παι­διά της χρυ­σής ε­πο­χής του κρά­τους πρόνοιας, με κε­ντρι­κό ρό­λο την πα­ρο­χή πρω­το­βάθ­μιας πε­ρί­θαλ­ψης και πρό­λη­ψης στον πλη­θυ­σμό της πε­ριο­χής ευ­θύ­νης τους, αυ­τός του­λά­χι­στον υ­πο­τί­θε­ται ότι υ­πήρ­ξε ο σκο­πός δη­μιουρ­γί­ας τους. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τα πε­ρισ­σό­τε­ρα κέ­ντρα υ­γεί­ας στε­λε­χώ­νο­νταν μέ­χρι πριν λί­γα χρό­νια α­πό α­γρο­τι­κούς γιατρούς (α­πό­φοι­τους δη­λα­δή της ια­τρι­κής, α­νει­δί­κευ­τους, με θη­τεί­α 15 μη­νών), και α­πό ει­δι­κευ­μέ­νους για­τρούς (οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πρώ­ην α­γρο­τι­κοί, που εί­χαν «ξε­μεί­νει» σε αυ­τή την θέ­ση) και μό­νι­μο υ­γειο­νο­μι­κό και διοι­κη­τι­κό προσω­πι­κό με σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κό τους ρό­λο, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση το «φιλ­τρά­ρι­σμα» ό­σων α­σθε­νών δεν χρειάζο­νται πα­ρα­πο­μπή και πε­ρί­θαλ­ψη στο νο­σο­κο­μεί­ο και την πα­ρο­χή πρώ­των βο­ηθειών, και στην χει­ρό­τε­ρη το άλ­λο­θι του κρά­τους ό­τι σε κά­ποιο μέλ­λον θα καλύ­ψει τις υ­γειο­νο­μι­κές α­νά­γκες της πε­ρι­φέ­ρειας, α­φού εί­τε έ­χουν τρα­γι­κές ελ­λεί­ψεις σε προ­σω­πι­κό (νο­ση­λευ­τι­κό, κλπ), εί­τε σε τε­χνο­λο­γι­κό ε­ξο­πλι­σμό.
Ό­πως ό­λοι οι ερ­γα­σια­κοί χώ­ροι έ­τσι και οι μο­νά­δες υ­γεί­ας εί­ναι ορ­γα­νω­μέ­νες στην βά­ση ιε­ραρχι­κών δο­μών: μιας δο­μής υ­γειο­νο­μι­κής και μιας δο­μής διοι­κη­τι­κής. Οι δο­μές αυ­τές υ­πο­τί­θε­ται ό­τι α­πό την φύση τους βρί­σκο­νται σε σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ τους (ε­πει­δή για πα­ρά­δειγ­μα η ια­τρι­κή γρα­φειο­κρα­τί­α προ­σπα­θεί προ­κει­μέ­νου να κα­λύ­ψει υ­γειο­νο­μι­κές α­νά­γκες να α­νε­βά­σει το κό­στος λει­τουρ­γί­ας την μο­νά­δας υ­γεί­ας, πράγ­μα που δεν θέ­λει η διοι­κη­τι­κή γρα­φειο­κρα­τί­α), στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό­μως οι συ­γκρού­σεις λύ­νο­νται α­μοι­βαί­α σε α­νώ­τε­ρο ε­πί­πε­δο υ­πέρ και των δύ­ο κο­ρυ­φών της ιεραρ­χί­ας. Ει­δι­κά στα κέ­ντρα υ­γεί­ας, κε­ντρι­κό ρό­λο παί­ζει η ια­τρι­κή ιε­ραρ­χί­α, με τον για­τρό διευ­θυ­ντή του κέ­ντρου υ­γεί­ας, και α­πό κει και κά­τω υ­πάρ­χουν οι άλ­λοι για­τροί α­νά­λο­γα με τα χρόνια υ­πη­ρε­σί­ας και το βαθ­μό τους, το νο­ση­λευ­τι­κό προ­σω­πι­κό, και με­τά ό­λο το πα­ρα­ϊ­α­τρι­κό προ­σω­πι­κό που ξε­κι­νά­ει α­πό τραυ­μα­τιο­φο­ρείς και ο­δη­γούς ασθε­νο­φό­ρων και φτά­νει μέ­χρι κα­θα­ρί­στριες και κλη­τή­ρες. Εν­νο­εί­ται, πως οι για­τροί ά­σχε­τα α­πό τις συ­γκρου­σια­κές σχέ­σεις που μπο­ρεί να έ­χουν μέ­σα στην ιε­ραρ­χί­α τους, και που η πεί­ρα λέ­ει ό­τι συ­νή­θως λύ­νο­νται με «α­μοι­βαί­α κα­τα­νό­η­ση» και «ε­ξυ­πη­ρε­τή­σεις» (π.χ. ο διευ­θυ­ντής δεν θα έρ­χε­ται στις ε­φημε­ρί­ες του κέ­ντρου υ­γεί­ας, και οι για­τροί που θα τον α­ντι­κα­θι­στούν μπο­ρούν να λεί­πουν κά­ποιες μέ­ρες με ά­γρα­φη ά­δεια), πά­ει να πει με ε­πι­κύ­ψεις α­πό τους κα­τώ­τε­ρους προς τους α­νώ­τε­ρους και με ρου­σφέ­τια α­πό τους α­νώ­τε­ρους προς τους κα­τώ­τε­ρους, ε­κτός της κλί­κας τους εί­ναι συ­νή­θως υ­πο­κεί­με­να του πιο ά­γριου δια­χω­ρι­σμού και συ­γκρού­σε­ων με ό­λο το υ­πό­λοι­πο προ­σω­πι­κό. Εν­νο­εί­ται ό­τι τα (μι­κρο)συμ­φέ­ρο­ντα των ερ­γα­ζό­με­νων δια­φο­ρε­τι­κής ιε­ραρ­χι­κής κλί­μα­κας συ­γκρού­ο­νται (π.χ. έ­νας για­τρός αν θέ­λει μπο­ρεί να μοι­ρα­στεί την ερ­γα­σί­α που εί­ναι να γί­νει με κά­ποια νο­ση­λεύ­τρια, συ­νή­θως ό­μως της φορ­τώ­νει ό­λη την δου­λειά, με το πρό­σχη­μα -που ι­σχύ­ει νο­μό­τυ­πα- ό­τι «δεν εί­ναι αρμο­διό­τη­τα του να κά­νει τέ­τοια πράγ­μα­τα», π.χ. μια έ­νε­ση σε έ­να α­σθε­νή). Εν­νο­εί­ται ε­πί­σης ό­τι σο­βα­ρή συν­δι­καλι­στι­κή δρά­ση (δη­λα­δή έ­ντι­μες κό­ντρες με τα α­φε­ντι­κά) σε τέ­τοιες συν­θή­κες εί­ναι α­νέκ­δο­το. Εί­πα­με: τα «αι­τή­μα­τα» α­πευ­θύ­νο­νται στον διευ­θυ­ντή και αυτός φρο­ντί­ζει για «το κα­λό των παι­διών του», κά­νο­ντας κου­μά­ντο στο χω­ρά­φι του. Ό­σον α­φο­ρά τους α­σθε­νείς: συνή­θως χρή­ση υ­πη­ρε­σιών υ­γεί­ας στα κέ­ντρα υ­γεί­ας κά­νουν α­νή­μπο­ροι γέ­ροι και γριές, μι­κρά παι­διά, με­τα­νά­στες και α­γρό­τες και ερ­γα­ζό­με­νοι της πε­ριοχής. Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές -εν­νο­εί­ται- αυ­τοί που δεν έ­χουν δυ­να­τό­τη­τα ιδιω­τι­κής πε­ρί­θαλ­ψης. Και εν πά­σει πε­ρι­πτώ­σει: ποιος τους γα­μά­ει τους α­σθε­νείς, ειδικά άμα δεν έχουν λεφτά;
Αυ­τή εί­ναι λοι­πόν -χο­ντρι­κά και συ­νο­πτι­κά- η κα­τά­στα­ση στα κέ­ντρα υ­γεί­ας, μια κα­τά­στα­ση για την ο­ποί­α έ­χου­με προ­σω­πι­κή πεί­ρα μιας και έ­χου­με δου­λέ­ψει σε αυ­τούς τους χώρους.
Ε, λοι­πόν ε­κεί στο Ζα­γκλι­βέ­ρι, πριν τρί­α πε­ρί­που χρό­νια κά­ποιοι α­πο­φά­σι­σαν ό­τι δεν γου­στά­ρουν αυ­τή την κα­τά­στα­ση στο κέ­ντρο υ­γεί­ας που δου­λεύ­ουν. Έ­τσι, μια πρω­το­βου­λί­α ερ­γα­ζο­μέ­νων κά­λε­σε μια α­νοι­χτή συνά­ντη­ση στο κέ­ντρο υ­γεί­ας για να συ­ζη­τή­σει τα προ­βλή­μα­τα του κέ­ντρου υ­γεί­ας και των ερ­γα­ζο­μέ­νων, μέ­σα α­πό την ο­ποί­α συ­γκρο­τή­θη­κε η «Σύ­σκε­ψη ερ­γαζο­μέ­νων στο κέ­ντρο υ­γεί­ας Ζα­γκλι­βε­ρί­ου και στα πε­ρι­φε­ρια­κά ια­τρεί­α», στην ο­ποί­α συμ­με­τεί­χαν οι μι­σοί πε­ρί­που ερ­γα­ζό­με­νοι του κέ­ντρου υ­γεί­ας: γιατροί, μαί­ες, νο­ση­λεύ­τριες και οδηγοί ασθενοφόρου .
Η σύ­σκε­ψη αυ­τή άρ­χι­ζε να βά­ζει ζη­τή­μα­τα που α­φο­ρούσαν την λει­τουρ­γί­α του κέ­ντρου υ­γεί­ας (π.χ. το ζή­τη­μα κά­λυ­ψης την νο­ση­λευ­τι­κής υ­πη­ρε­σί­ας σε ε­θε­λοντι­κή βά­ση -με τα αντιστοιχα ωφέλη- α­πό έ­να τσι­ρά­κι του διευ­θυ­ντή, ε­πί 24 ώ­ρες το 24ω­ρο, κά­θε μέ­ρα για ό­λο το χρό­νο, χω­ρίς ά­δειες ή ρε­πό, προ­κει­μέ­νου να μειω­θεί ο προ­ϋ­πο­λο­γι­σμός του κό­στους της μο­νά­δας), ζη­τή­μα­τα που α­φο­ρούν την υ­λι­κο­τε­χνι­κή υ­πο­δο­μή του κέ­ντρου υ­γεί­ας (π.χ. το ζή­τη­μα της έλ­λει­ψης βα­σι­κού ια­τρι­κού ε­ξο­πλι­σμού), ζη­τή­μα­τα που α­φο­ρούν τον τρό­πο δια­χεί­ρι­σης των προ­βλη­μά­των των ερ­γα­ζο­μέ­νων και την ί­δια την στά­ση της ιε­ραρ­χί­ας α­πέ­να­ντι τους (π.χ. α­δι­καιο­λό­γη­το κό­ψι­μο α­δειών των ερ­γα­ζο­μέ­νων από το διευ­θυ­ντή), και last but no least ζη­τή­μα­τα που α­φο­ρούν την ί­δια την ια­τρι­κή πε­ρί­θαλ­ψη των κα­τοί­κων της πε­ριο­χής, των εκ­με­ταλ­λευό­με­νων δη­λα­δή ντό­πιων και μετα­να­στών (η σύ­σκε­ψη κά­λε­σε σε α­νοιχτές συ­νε­λεύ­σεις, με α­φί­σες στα ελ­λη­νι­κά και στα αλ­βα­νι­κά, τους κα­τοί­κους της πε­ριο­χής, προ­κει­μέ­νου να συ­ζητη­θούν αυ­τά τα προ­βλή­μα­τα).
Α­ντι­γρά­φου­με α­πό κεί­με­νο της «Συ­νά­ντη­σης του υ­πο­γεί­ου» (ό­πως ο­νο­μα­ζό­ταν αρ­χι­κά η σύ­σκε­ψη):
«Ο κύ­ριος λό­γος για τον ο­ποί­ο δη­μιουρ­γή­θη­κε αυ­τή η συ­νά­ντη­ση εί­ναι η διά­θε­ση μας να αλ­λά­ξουν κά­ποια πράγ­μα­τα στο χώ­ρο δου­λειάς. Ε­πι­τέ­λους θε­ω­ρού­με ό­τι οι ερ­γα­ζό­με­νοι πρέ­πει να α­πο­κτή­σουν λό­γο ι­κανό να πα­ρεμ­βαί­νει στα ζη­τή­μα­τα που τους α­φο­ρούν και οι σχέ­σεις με την ό­ποια διοί­κη­ση να α­πο­κτή­σουν ου­σια­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα υ­περ­βαί­νο­ντας τις προσω­πι­κές σχέ­σεις (εί­τε α­ντι­πα­λό­τητας, εί­τε υ­πο­τέ­λειας).
Στό­χος μας εί­ναι να συ­ζη­τά­με και να βρί­σκου­με λύ­σεις σε προ­βλή­μα­τα που αφο­ρούν τις με­τα­ξύ μας σχέ­σεις, την υ­λι­κο­τε­χνι­κή υ­πο­δο­μή, την ε­πάρ­κεια του προ­σω­πι­κού (εί­τε μό­νι­μου, εί­τε επι­σκε­πτών), αλ­λά και άλ­λα που στην συ­νέ­χεια θα προ­κύ­ψουν. Στό­χος μας εί­ναι να παίρ­νου­με πρω­το­βου­λί­ες για ποιο­τι­κό­τε­ρη και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη παρο­χή πρω­το­βάθ­μιας πε­ρί­θαλ­ψης.»
Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι στην συ­γκε­κρι­μένη πε­ρί­πτω­ση δεν μι­λά­με για την κλα­σι­κή «δη­μιουρ­γί­α συν­δι­κα­λι­στι­κού ορ­γά­νου». Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι ε­δώ μι­λά­με για ρή­ξη. Και μά­λι­στα ό­χι για μί­α ρή­ξη, αλ­λά για πολ­λές ρή­ξεις. Ρή­ξη με τους υ­παρ­κτούς και τε­χνι­κούς δια­χω­ρι­σμούς που βά­ζουν οι ιε­ραρ­χί­ες, προκει­μέ­νου να διαιω­νί­ζουν την ε­ξυ­πη­ρέ­τη­ση των συμ­φε­ρό­ντων τους και την ί­δια την ύ­παρ­ξη τους. Ρήξη με τις πα­ρα­δο­σια­κές α­πό­ψεις -τις α­ρι­στε­ρές συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων- που θέ­λουν συ­ντε­χνί­ες για­τρών, συ­ντε­χνί­ες νο­ση­λευ­τών, συ­ντε­χνί­ες άλ­λων κλά­δων ε­παγ­γελμά­των της υ­γεί­ας, να πα­λεύ­ει η κα­θε­μί­α ξε­χω­ρι­στά για μι­σθούς και άλ­λα προβλή­μα­τα του κλά­δου, χω­ρίς να συ­να­ντιού­νται που­θε­νά. Ρή­ξη ε­ντός της ί­διας της συ­ντε­χνί­ας: αυ­τοί που δια­τά­ζουν δεν έ­χουν τα ί­δια συμ­φέ­ρο­ντα με αυ­τούς που ε­κτε­λούν, α­νε­ξάρ­τη­τα αν βιώ­νουν και οι ί­διοι την μι­σθω­τή σχέ­ση. Ρή­ξη στην πα­ρα­δο­σια­κή σχέ­ση για­τρού (και γε­νι­κό­τε­ρα υ­γειο­νο­μι­κού προ­σω­πι­κού) και α­σθε­νών: οι ί­διοι οι α­σθε­νείς (και οι υ­πο­ψή­φιοι α­σθε­νείς) ο­φεί­λουν σε συ­νερ­γα­σί­α με το προ­σω­πι­κό της μο­νά­δας υ­γεί­ας να συμ­με­τέ­χουν στην λύ­ση των προ­βλη­μά­των που α­φο­ρούν την υ­γεί­α και την αρ­ρώ­στια τους.
Ε­δώ μι­λά­με για α­ντα­γω­νι­σμό και για α­ντα­γω­νι­στι­κά υ­πο­κεί­με­να, που πρώ­τα πά­νε κό­ντρα στα α­φε­ντι­κά τους και κα­τό­πιν στα α­φε­ντι­κά των α­φε­ντι­κών τους. Ε­δώ μι­λά­με για έ­μπρα­κτη αμ­φι­σβή­τη­ση: της ιε­ραρ­χί­ας του κρα­τι­κού θε­σμού· της πο­λι­τι­κής του κρά­τους να δια­λύ­σει τα ό­ποια α­πο­μει­νά­ρια δη­μό­σιας υ­γεί­ας και να τα δώ­σει στο ι­διωτι­κό κε­φά­λαιο· των «προ­σω­πι­κών» σχέ­σε­ων που α­να­πτύσ­σει η ια­τρι­κή ε­ξουσί­α με την φαρ­μα­κευ­τι­κή βιο­μη­χα­νί­α· της λο­γικής που γεν­νά­ει «ρου­σφέ­τια» και «φα­κε­λά­κια». Ε­δώ μι­λά­με για α­ντα­γω­νι­στι­κές δια­δι­κα­σί­ες, ό­χι για « α­ρι­στε­ρό συν­δι­κα­λι­σμό», ού­τε για τσά­μπα «εξ­τρε­μι­σμούς».
Μέ­σα σε σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα η «σύ­σκε­ψη» των ερ­γα­ζο­μέ­νων πέ­τυ­χε αρ­κε­τά πράγ­μα­τα: πέ­τυ­χε να βά­λει τα δύ­ο πό­δια του διευ­θυ­ντή και των τσι­ρα­κιών του σε έ­να πα­πού­τσι· πέ­τυ­χε να κι­νη­το­ποι­ή­σει μια κοι­νω­νί­α να α­σχο­λη­θεί με τα ζη­τή­μα­τα που την α­φο­ρούν στον το­μέ­α της υ­γεί­ας, να διεκ­δι­κή­σει και να κερ­δί­σει την βελ­τί­ω­ση της υ­λι­κο­τε­χνι­κής υ­πο­δο­μής και γε­νι­κά των υ­πη­ρεσιών πε­ρί­θαλ­ψης της· πέ­τυ­χε να μυ­ή­σει αν­θρώ­πους σε δια­δι­κα­σί­ες α­με­σο­δημο­κρα­τι­κές, σε δια­δι­κα­σί­ες δη­λα­δή (πραγ­μα­τι­κά) πο­λι­τι­κές· πέ­τυ­χε να σπά­σει συ­ντε­χνια­κές και α­το­μικί­στι­κες λο­γι­κές ό­πως και λο­γι­κές δια­χω­ρι­σμού και να δη­μιουρ­γή­σει δε­σμούς αλ­λη­λεγ­γύ­ης με­τα­ξύ των ερ­γα­ζο­μέ­νων και με­τα­ξύ ερ­γα­ζό­με­νων και κα­τοί­κων της πε­ριο­χής. Και όπως εξήγησαν οι δύο εργαζόμενοι σε ενημέρωση στο Αυτόνομο Στέκι στην Αθήνα (γράφουμε από μνήμης): «Στην σύσκεψη σκεφτόμαστε μελλοντικά να βάλουμε και άλλα ζητήματα όπως αυτό της ισότητας των μισθών, τι είναι υγεία, τι υγεία θέλουμε και κατά πόσο σημαίνει καλύτερη υγεία το υψηλότερο επίπεδο ιατρικής τεχνολογίας».
Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι ό­σα συμ­φέ­ρο­ντα θί­γο­νταν α­πό αυ­τή την δια­δι­κα­σί­α θα κι­νητο­ποιού­νταν ε­νά­ντια της: ο διευ­θυ­ντής και η υ­πό­λοι­πη ια­τρι­κή ιε­ραρ­χί­α, τα τσι­ρά­κια του, που ή­ταν οι α­πο­δέ­κτες των προ­νο­μί­ων του (ε­ξαι­τί­ας των ο­ποί­ων γι­νό­ταν ε­πι­κίν­δυ­νη για την δημό­σια υ­γεί­α η λει­τουρ­γί­α του κέ­ντρου υ­γεί­ας, π.χ. για­τροί που ε­φη­με­ρεύ­α­νε από το σπί­τι και δεν εμ­φα­νι­ζό­ταν πο­τέ φορ­τώ­νο­ντας τα κα­θή­κο­ντα τους σε για­τρούς άλ­λων ει­δι­κο­τή­των, ή πα­ρα­πέ­πο­ντας τους α­σθε­νείς α­πευ­θεί­ας στο νοσο­κο­μεί­ο της πε­ριο­χής), και α­κό­μα πα­ρα­πέ­ρα η διοί­κη­ση του νο­σο­κο­μεί­ου στο ο­ποί­ο υ­πά­γε­ται το κέ­ντρο υ­γεί­ας και η ο­ποί­α βρέ­θη­κε να αυ­ξά­νει τον προ­ϋπο­λο­γι­σμό του και ά­ρα το κό­στος λει­τουρ­γί­ας του, και βέ­βαια οι ί­διοι οι θεσμοί του κρά­τους που θί­γο­νταν α­πό αυ­τήν την κα­τά­στα­ση (και τα α­ντί­στοι­χα τμή­μα­τα του κε­φα­λαί­ου φυ­σι­κά).
Έ­τσι οι α­πει­λές γί­να­νε χει­ρο­δι­κί­ες, συ­κο­φα­ντή­σεις, ε­ξυ­βρί­σεις, πα­ρά­νομες μα­γνη­το­φω­νή­σεις, ά­σκη­ση Ε­ΔΕ (έ­νορ­κης διοι­κη­τι­κής ε­ξέ­τα­σης) α­πό ε­πι­θε­ω­ρή­τρια υ­γεί­ας του υ­πουρ­γεί­ου και τε­λι­κά μη α­να­νέ­ω­ση της σύμ­βα­σης των δύ­ο ερ­γα­ζό­με­νων της σύ­σκε­ψης (που ι­σο­δυ­να­μεί με α­πό­λυ­ση τους). Μια α­πό­λυ­ση βέ­βαια που στό­χο έ­χει να τσα­κί­σει κά­θε προ­σπά­θεια αμ­φι­σβή­τη­σης του κρα­τι­κού θε­σμού υ­γεί­α και αυ­το­ορ­γά­νω­σης των ερ­γα­τών σε αυ­τόν τον θε­σμό. Τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο, τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο.
Ω­στό­σο οι φο­ρείς της ε­ξου­σί­ας λο­γά­ρια­σαν ξα­νά χω­ρίς τον ξε­νο­δό­χο. Κι­νη­τοποι­ή­σεις της σύ­σκε­ψης και των κα­τοί­κων της πε­ριο­χής α­πό την πρώ­τη μέ­ρα της α­πό­λυ­σης έ­χουν ή­δη α­να­γκά­σει το υ­πουρ­γεί­ο υ­γεί­ας σε α­να­δί­πλω­ση: ε­πει­δή στην κρί­ση των δυο ερ­γα­ζό­με­νων «έγι­ναν λά­θη», το ζή­τη­μα της κρί­σης τους πα­ρα­πέ­μπε­ται ξα­νά στην ε­πι­τρο­πή. Κα­λά… Μέ­χρι την στιγ­μή που γρά­φο­νται αυ­τές οι γραμ­μές δεν έ­χει α­κό­μα λή­ξει το ζή­τη­μα ε­νώ οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις των κα­τοί­κων και των ερ­γα­ζο­μέ­νων στο κέ­ντρο υ­γεί­ας συ­νε­χί­ζο­νται.
Οι ί­διοι οι ερ­γα­ζό­με­νοι που α­πο­λύ­θη­καν δεν θέ­λη­σαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ού­τε την δια­με­σο­λά­βη­ση, ού­τε θέ­λη­σαν να διεκ­δι­κή­σουν το δί­κιο τους προ­βάλλο­ντας το προ­σω­πι­κό τους πρό­βλη­μα (α­φού γνω­ρί­ζουν πο­λύ κα­λά ό­τι η υ­πό­θε­ση αυ­τή ξε­περ­νά­ει κα­τά πο­λύ τους ί­διους τους ε­αυ­τούς τους), και φυ­σι­κά δεν έ­κα­ναν χρή­ση της πο­λι­τι­κής τους ταυ­τό­τη­τας (εί­ναι γνω­στοί α­γω­νι­στές του «χώ­ρου» στην Θεσ­σαλο­νί­κη, τα τε­λευ­ταί­α δε­κα­πέ­ντε-είκο­σι χρό­νια). Θα εί­ναι χα­ζό να το πού­με, αλ­λά θα το πού­με: η υ­πό­θε­ση της σύ­σκεψης και των δύ­ο ερ­γα­ζο­μέ­νων εί­ναι υπό­θε­ση του κοι­νω­νι­κού α­ντα­γω­νι­σμού και των α­ντα­γω­νι­στι­κών υ­πο­κει­μέ­νων. Εί­ναι υ­πό­θε­ση δι­κή μας.

ΥΓ. Να α­να­φέ­ρου­με για την ι­στο­ρί­α ό­τι το 1977 με πρω­το­βου­λία ε­νός για­τρού, μέ­λους της ο­μά­δας του Στί­να με­τά την κα­το­χή, και με­ρι­κών εργα­ζο­μέ­νων, το πα­θο­λο­γο­α­να­το­μι­κό ερ­γα­στή­ριο του νο­σο­κο­μεί­ου «Ά­γιος Σάββας» στην Α­θή­να, α­να­διορ­γα­νώ­θη­κε πλή­ρως και άρ­χι­σε να λει­τουρ­γεί σε α­μεσο­δη­μο­κρα­τι­κή βά­ση σε ό­λα τα ε­πί­πε­δα (οι­κο­νο­μι­κό, ε­κτε­λε­στι­κό, ερ­γα­σια­κό, κλπ). Με­τά α­πό κάποιο χρο­νι­κό διά­στη­μα το κρά­τος α­πέ­λυ­σε ό­λο το προ­σω­πι­κό του συ­γκε­κρι­μένου τμή­μα­τος, τσα­κί­ζο­ντας το πρώ­το πεί­ρα­μα αυ­το­ορ­γά­νω­σης στο χώ­ρο της υγείας στην Ελ­λά­δα. Ό­σο έ­χου­με υ­πό­ψην μας, α­πό τό­τε δεν έ­χει α­πο­λυ­θεί κα­νέ­νας συν­δι­κα­λι­στής της α­ρι­στε­ράς, ή άλλος ερ­γα­ζό­με­νος στο χώ­ρο της υ­γεί­ας στην Ελ­λά­δα, μέ­χρι το πε­ρι­στα­τι­κό στο Ζα­γκλι­βέ­ρι. Την α­πά­ντη­ση στο για­τί την εί­χε δώ­σει πριν κα­μιά σα­ρα­ντα­ριά χρό­νια ο σύ­ντρο­φος Κορ­νή­λιος: «ό­λες οι πα­ρα­δο­σια­κές μορ­φές ορ­γά­νω­σης της ερ­γα­τι­κής τά­ξης έ­χουν γί­νει πια α­πα­ραί­τη­τοι τρο­χοί στην λει­τουρ­γί­α του συ­στή­μα­τος».

Τεύχος Έκτο - Μερικές δυσκολοχώνευτες αλήθειες

Το πα­ρα­κά­τω κεί­με­νο εί­ναι α­να­δη­μο­σί­ευ­ση μί­ας προ­κή­ρυ­ξης που μοι­ρά­στη­κε στο Η­ρά­κλειο α­πό την ο­μά­δα του Τραί­νου στην ο­ποί­α α­νή­κα­με τό­τε. Η ε­πο­χή εί­ναι Α­πρί­λης του 2002, πε­ρί­ο­δος έ­ξαρ­σης (για μια α­κό­μη φο­ρά) του «πα­λαι­στι­νια­κού». Τό­τε εί­χα­με βρε­θεί πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νοι α­πό την φι­λαν­θρω­πι­κή α­ρι­στε­ρά («έ­να ευ­ρώ για τα παι­διά της πα­λαι­στί­νης»… αν εί­ναι δυ­να­τόν!!!) και την η­λι­θιό­τη­τα του αναρ­χι­κού χώ­ρου. Μά­λι­στα, α­ναρ­χι­κοί έ­φτα­σαν στο ση­μεί­ο να σκί­ζουν τις προ­κη­ρύ­ξεις που τους δί­να­με… Και αυ­τά να εί­ναι τα λι­γό­τε­ρα α­πό ό­σα α­ντι­μετω­πί­σα­με μοι­ρά­ζο­ντας αυ­τή την προ­κή­ρυ­ξη.
Το α­να­δη­μο­σιεύ­ου­με για δύ­ο λό­γους. Πρώ­τον διό­τι πα­ρα­μένει ε­πί­και­ρο, πα­ρό­λη την μι­κρή χω­ρο­χρο­νι­κή δια­φο­ρά, και δεύ­τε­ρον διό­τι για ε­μάς α­πο­τε­λεί την α­παρ­χή του ξε­κα­θα­ρί­σμα­τος μας με τρι­το­κο­σμι­κές, φι­λοφο­ντα­με­ντα­λι­στι­κές και α­ντι­μπε­ρια­λι­στι­κές α­πό­ψεις.

Τις τε­λευταί­ες ε­βδο­μά­δες η δυ­τι­κή κοι­νω­νί­α α­να­κά­λυ­ψε ξα­νά την μέ­ση Α­να­το­λή. Έ­τσι συμ­βαί­νει συ­νή­θως. Πρέ­πει οι ο­θό­νες των τη­λε­ο­ρά­σε­ων να πλημ­μυ­ρί­σουν α­πό θά­να­το, για να α­ντι­λη­φθεί ο μέ­σος υ­πή­κο­ος ό­τι κά­τι συμ­βαί­νει. Ό­μως τί­πο­τα και­νο­φα­νές δεν υ­πάρ­χει σε αυ­τή την γω­νιά του κό­σμου. Α­πλώς ο ισ­ρα­η­λι­νός στρα­τός που ε­δώ και 53 χρό­νια σκο­τώ­νει πα­λαι­στι­νί­ους στο ό­νο­μα της α­σφά­λειας του κρά­τους του, διε­ξά­γει τους τε­λευ­ταί­ους μή­νες μια πιο ε­κτε­τα­μέ­νη ε­πι­χεί­ρη­ση, φι­λο­δο­ξώ­ντας να εκ­βιά­σει μια τε­λι­κή λύ­ση του με­σα­να­το­λι­κού προ­βλή­μα­τος. Για να κα­τα­νο­ή­σου­με τι α­κρι­βώς συμ­βαί­νει στην μέ­ση Α­να­το­λή, πρέ­πει να έ­χου­με υ­πό­ψη μας με­ρι­κά ση­μα­ντι­κά πράγ­μα­τα.
Στην πα­λαι­στί­νη διε­ξά­γε­ται έ­νας τα­ξι­κός πό­λε­μος, που πα­ρά τις ποιο­τι­κές του δια­φο­ρές δεν δια­φέ­ρει στην ου­σί­α του με ό­τι συμ­βαί­νει σε άλ­λες γω­νιές του κό­σμου. Έ­τσι, α­πό την μια εί­ναι το ισ­ρα­η­λι­νό κε­φά­λαιο και α­πό την άλ­λη, μια μα­ζι­κή πα­λαι­στι­νια­κή ερ­γα­σί­α που στε­λε­χώ­νει την κα­πι­τα­λι­στι­κή μη­χα­νή του ισ­ρα­η­λι­νού κρά­τους και μια ισ­ρα­η­λι­νή ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη που εί­τε α­πο­τε­λεί ε­φε­δρεί­α στις πο­λε­μι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις του Ισ­ρα­ήλ, εί­τε βα­σι­κό πα­ρά­γο­ντα στή­ρι­ξης του κό­στους αυ­τών των ε­πι­χει­ρή­σε­ων. Τα βασι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του τα­ξι­κού αυ­τού πο­λέ­μου συ­νί­στα­νται σή­με­ρα στα εξής: το πρώ­το εί­ναι η βαρ­βα­ρό­τη­τα του χα­ρα­κτή­ρα του και το δεύ­τε­ρο η συ­γκά­λυ­ψη της τα­ξι­κής του φύ­σης πί­σω α­πό ε­θνι­κο­θρη­σκευ­τι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς.
Ο τα­ξι­κός αυ­τός πό­λε­μος δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στις ε­πι­χει­ρή­σεις του ισ­ρα­η­λι­νού στρα­τού αλ­λά ε­πε­κτεί­νε­ται σε κά­θε πτυ­χή της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας των πα­λαι­στι­νί­ων κα­τα­πιε­σμέ­νων: στο χα­μη­λό κό­στος της ερ­γα­τι­κής τους δύ­να­μης· στις πο­λε­ο­δο­μι­κές ε­πεμ­βά­σεις μέ­σα και γύ­ρω α­πό τα «αυ­τό­νο­μα» πα­λαι­στι­νια­κά ε­δά­φη, με κα­τα­σκευές δρό­μων και τει­χών που α­πο­κλεί­ουν τις πα­λαι­στι­νια­κές κοι­νό­τη­τες και ε­νο­ποιούν τις α­ντί­στοι­χες ισ­ρα­η­λι­νές· στους κα­θη­με­ρι­νούς ε­λέγ­χους που υ­φί­στα­νται οι πα­λαι­στί­νιοι ερ­γα­ζό­με­νοι στο ισ­ρα­η­λι­νό κρά­τος (α­κό­μα και τα παι­διά που πά­νε στο σχο­λεί­ο), στα φυ­λά­κια που βρί­σκο­νται στις ζώ­νες με­τά­βα­σης α­πό τα «αυ­τό­νο­μα» πα­λαι­στι­νια­κά ε­δά­φη στα ε­δά­φη του Ισ­ρα­ήλ· στην φτώ­χεια και στην α­θλιό­τη­τα της ζω­ής στους κα­ταυ­λι­σμούς των πα­λαι­στι­νί­ων προ­σφύ­γων.
Στα σα­φή τα­ξι­κά και ρι­ζο­σπα­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που εί­χε α­πο­κτή­σει ο α­γώ­νας των πα­λαι­στι­νί­ων, κυ­ρί­ως κα­τά την δε­κα­ε­τί­α του ’70, και τα ο­ποί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά δεν μπο­ρού­σαν πα­ρά να εί­ναι προ­ϊ­όν των κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών εντός των ο­ποί­ων διε­ξα­γό­ταν αυ­τός ο πό­λε­μος, οι κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις και α­πό τις δυο πλευ­ρές έ­παι­ξαν έ­να α­κό­μα χαρ­τί, α­κρι­βώς για να ε­μπο­δί­σουν την πε­ραι­τέ­ρω ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση και ε­πέ­κτα­ση αυ­τού του α­γώ­να. Το χαρ­τί του έ­θνους και της θρη­σκεί­ας.
Οι δια­χω­ρι­σμοί ε­βραί­οι-ά­ρα­βες/μου­σουλ­μά­νοι, ει­σή­χθη­σαν και καλ­λιερ­γή­θη­καν συ­στη­μα­τι­κά α­πό τις άρ­χου­σες τά­ξεις και των δύ­ο πλευ­ρών. Βέ­βαια, υ­πάρ­χουν κά­ποιες ση­μα­ντι­κές δια­φο­ρές. Ο σιω­νι­σμός -ο ε­βρα­ϊ­κός ε­θνι­κι­σμός- κα­τόρ­θω­σε εκ του μη­δε­νός να δη­μιουρ­γή­σει έ­να κρά­τος «ι­στο­ρι­κά δι­καιω­μέ­νο» α­πό την μνή­μη του ο­λο­καυ­τώ­μα­τος. Η ι­δε­ο­λο­γι­κή χρή­ση αυ­τής της μνή­μης κα­τά­φε­ρε να δη­μιουρ­γή­σει μια συν­θή­κη α­νο­χής για τα ε­γκλή­μα­τα του ισ­ρα­η­λι­νού κρά­τους.
Α­πό την άλ­λη η πα­λαι­στι­νια­κή άρ­χου­σα τά­ξη, εί­τε παί­ζο­ντας το χαρ­τί του ε­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού α­γώ­να (Αλ Φα­τάχ), εί­τε της θρη­σκευ­τι­κής δια­φο­ράς (Τζι­χά­ντ, Χα­μάς), κα­τά­φε­ρε να α­πο­προ­σα­να­το­λί­σει το πα­λαι­στι­νια­κό κί­νη­μα α­πό τις τα­ξι­κές του α­να­φο­ρές με στό­χο την δη­μιουρ­γί­α ε­νός κρά­τους, ε­ντός του ο­ποί­ου θα μπο­ρού­σε να εκ­με­ταλ­λευ­τεί έ­να τμή­μα της πα­λαι­στι­νια­κής ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης.
Στην ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρί­α, ό­πως δια­μορ­φώ­θη­κε με­τά την 11/9, οι ε­πι­θέ­σεις αυ­το­κτο­νί­ας των πα­λαι­στί­νιων έ­δω­σαν το πρό­σχη­μα στο ισ­ρα­η­λι­νό κρά­τος να ε­ντεί­νει τον τα­ξι­κό πό­λε­μο στο ό­νο­μα της α­ντι­τρο­μο­κρα­τι­κής εκ­στρα­τεί­ας. Και α­πο­τε­λεί πρό­σχη­μα, ε­πει­δή η πραγ­μα­τι­κή αι­τί­α των στρα­τιω­τι­κών ε­πι­χει­ρή­σε­ων εί­ναι η ύ­φε­ση της ισ­ρα­η­λι­νής οι­κο­νο­μί­ας ως συ­νέ­πεια τό­σο της πα­γκό­σμιας κρί­σης του ΄97, ό­σο και της δεύ­τε­ρης ι­ντι­φά­ντα. Α­πό την άλ­λη, οι ε­πι­θέ­σεις αυ­το­κτο­νί­ας δεν συ­νι­στούν κα­τά κα­νέ­να τρό­πο τρο­μο­κρα­τί­α, ε­πει­δή οι πρά­ξεις αντί­στα­σης δεν μπο­ρούν να συ­νι­στούν τρο­μο­κρα­τί­α· τρο­μο­κρατί­α μπο­ρούν να α­σκή­σουν μό­νο κρα­τι­κοί μη­χα­νι­σμοί ή ορ­γα­νω­μέ­νες ε­ξου­σί­ες. Ω­στό­σο, η συν­θή­κη αυ­τή δεν το­πο­θε­τεί στο α­πυ­ρό­βλη­το τέ­τοιες ε­νέρ­γειες. Δυ­στυ­χώς, τί­πο­τα α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό δεν α­πο­πνέ­ει μια τέ­τοια στά­ση, ε­φό­σον οι άν­θρω­ποι που την υ­ιο­θε­τούν λει­τουρ­γούν με βά­ση την αρ­χή της συλ­λο­γι­κής ευ­θύ­νης (των ισ­ρα­η­λι­νών), στο ό­νο­μα του Αλ­λάχ ή/και της ί­δρυ­σης ε­νός πα­λαι­στι­νια­κού κρά­τους. Σε αυ­τό α­κρι­βώς το ση­μεί­ο, δια­φαί­νε­ται και το που μπο­ρεί να φτά­σει η λο­γι­κή των ε­θνι­κο­θρη­σκευ­τι­κών δια­φο­ρών που γί­νο­νται α­πο­δε­κτές και α­πό τις δύ­ο πλευ­ρές.
Το πρό­ταγ­μα για έ­να α­νε­ξάρ­τη­το πα­λαι­στι­νια­κό κρά­τος πί­σω α­πό το ο­ποί­ο συ­ντάσ­σο­νται η πα­λαι­στι­νια­κή άρ­χου­σα τά­ξη, ο Μπους, ο α­ρα­βι­κός ε­θνι­κι­σμός, το ελ­λη­νι­κό κρά­τος και η ελ­λη­νι­κή α­ρι­στε­ρά και α­κρο­α­ρι­στε­ρά (έ­στω και αν δια­φω­νούν με­τα­ξύ τους στα εν­δε­χό­με­να γε­ω­γρα­φι­κά του ό­ρια), στό­χο έ­χει να θά­ψει κά­θε κοι­νω­νι­κό α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό ό­ρα­μα των κα­τα­πιε­σμέ­νων πα­λαι­στί­νιων και ισ­ρα­η­λι­νών και να διαιω­νί­σει το κα­θε­στώς που έ­χει ε­πι­βλη­θεί στην πε­ριο­χή.
Και η δι­κή μας θέ­ση;
Να κα­τα­δεί­ξου­με την α­θλιό­τη­τα ό­σων υ­πε­ρα­σπί­ζο­νται έ­να παλαι­στι­νια­κό κρά­τος.
Να ε­πι­τε­θού­με πρώ­τα και κύ­ρια στο δι­κό μας κρά­τος και στα δι­κά μας α­φε­ντικά.
Με τους πα­λαι­στί­νιους ε­ξε­γερ­μέ­νους, με τους ε­βραί­ους κα­τα­πιε­σμέ­νους που κα­τε­βαί­νουν στους δρό­μους των ισ­ρα­η­λι­νών πό­λε­ων κό­ντρα στα ι­δε­ο­λο­γή­μα­τα της ισ­ρα­η­λι­νής κοι­νω­νί­ας, για μια α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νη πα­λαι­στί­νη α­πό στρα­τούς, α­φε­ντι­κά, κρά­τη, μέ­σα σ’ έ­να κα­θο­λι­κά α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νο κό­σμο. Η μό­νη λύ­ση που δεν θα έ­χει σαν α­πο­τέ­λε­σμα νέ­ους πο­τα­μούς αί­μα­τος, εκ­με­τάλ­λευ­σης, βί­ας και αλ­λο­τρί­ω­σης.
ΚΑΝΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
ΚΑΝΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΓΗ

Τεύχος Έκτο - Υποσημειώσεις στο κεφάλαιο της σοφίας

Φαί­νο­νται με­γά­λοι για­τί εί­μα­στε σκυ­φτοί
Και­ρός να ση­κω­θού­με να σκύ­ψου­νε αυ­τοί.
(σύν­θη­μα που α­κου­γό­ταν α­πό ο­ρι­σμέ­να φοι­τη­τι­κά μπλοκ στις πο­ρεί­ες)

Η εκ­παι­δευτι­κή δια­δι­κα­σί­α, σαν μέ­θο­δος και σαν σκο­πός, βρί­σκε­ται για διά­φο­ρους λό­γους στο μά­τι του κυ­κλώ­να της κα­πι­τα­λι­στι­κής α­να­διάρ­θρω­σης πα­γκό­σμια τα τε­λευ­ταί­α τριά­ντα χρό­νια. Στην Ελ­λά­δα, ει­δι­κό­τε­ρα η κρα­τι­κή πο­λι­τι­κή στον συ­γκε­κρι­μέ­νο το­μέ­α, αν λά­βου­με σο­βα­ρά υ­πό­ψη την γνώ­μη των ει­δι­κών (που σιγά να μην την λά­βου­με), πά­σχει α­πό τα σύν­δρο­μα «α­που­σί­α μα­κρο­πρό­θε­σμου ορά­μα­τος» και «το α­νέ­φι­κτο των με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων». «Η εκ­παι­δευ­τι­κή κρί­ση και η α­νά­γκη α­ντι­με­τώ­πι­σης της», οι προ­τά­σεις με­ρι­κών «ει­δι­κών» (ε­πι­τρο­πή σοφών) με βά­ση τις ο­ποί­ες φτιά­χτη­κε έ­να προ­σχέ­διο νό­μου, που «διέρ­ρευ­σε» στο δη­μό­σιο χώ­ρο πριν κα­τα­τε­θεί και η με­τά α­πό χρό­νια δυ­να­μι­κή α­πά­ντη­ση των φοι­τη­τών σε ό­λα αυ­τά, ή­ταν οι πρώ­τες ύ­λες αυ­τού που σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νά ζήσα­με για έ­να δί­μη­νο, α­πό τον πε­ρα­σμέ­νο Μά­ιο.
Εί­ναι α­νά­γκη μια έ­στω συ­νο­πτι­κή α­νά­γνω­ση του ζη­τή­μα­τος της εκ­παί­δευ­σης και της κα­τα­νό­η­σης της «κρί­σης» της μέ­σα σε μια ι­στο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή, προκει­μέ­νου να γί­νει δυ­να­τή η κα­τα­νό­η­ση της κα­τά­στα­σης που δια­μορ­φώ­νε­ται σήμε­ρα τό­σο για τα α­φε­ντι­κά, ό­σο και για μας.
Η α­νώ­τε­ρη εκ­παί­δευ­ση στον κα­πι­τα­λι­σμό κα­λεί­ται να ε­πι­τε­λέ­σει -γε­νι­κά μιλώ­ντας- δύ­ο λει­τουρ­γί­ες. Α­φε­νός μια λει­τουρ­γί­α τε­χνι­κή/πα­ρα­γω­γι­κή και αφε­τέ­ρου μια λει­τουρ­γί­α ι­δε­ο­λο­γι­κή/α­να­πα­ρα­γω­γι­κή. Η πρώ­τη συ­νί­στα­ται στην δη­μιουρ­γί­α ε­νός ε­ξει­δι­κευ­μέ­νου σε α­νώ­τε­ρο ε­πί­πε­δο ερ­γα­τι­κού δυ­ναμι­κού ι­κα­νού να στε­λε­χώ­σει την κα­πι­τα­λι­στι­κή μη­χα­νή σε κά­θε τμή­μα της στις υ­ψη­λές ή έ­στω στις με­σαί­ες θέ­σεις της ιε­ραρ­χί­ας του κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γασί­ας. Η δεύ­τε­ρη συ­νί­στα­ται στην με­τα­βί­βα­ση σ’ αυ­τό τον πλη­θυ­σμό ε­νός συνό­λου α­ντι­λή­ψε­ων και ι­δε­ών, ε­νός τρό­που θέ­α­σης του κό­σμου δη­λα­δή, στα πλαίσια του ο­ποί­ου κε­ντρι­κή θέ­ση θα κα­τέ­χει η αρ­χή της ε­κλο­γί­κευ­σης και της δι­καί­ω­σης της κυ­ρί­αρ­χης ι­δε­ο­λο­γί­ας. Κρί­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­παί­δευσης ση­μαί­νει χο­ντρι­κά α­δυ­να­μί­α ε­πι­τυ­χούς ε­πι­τέ­λε­σης των πα­ρα­πά­νω λει­τουρ­γιών.
Υ­πό αυ­τή την ο­πτι­κή η κρί­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­παί­δευ­σης δεν εί­ναι καινούρ­γιο φαι­νό­με­νο. Ε­πί­σης η αι­τιο­λο­γί­α του, α­πό μια α­ντα­γω­νι­στι­κή σκο­πιά, δεν πρέ­πει να α­να­ζη­τεί­ται σε «τε­χνι­κές» δυ­σλει­τουρ­γί­ες του συ­στή­μα­τος. Εί­ναι φαι­νό­με­νο κοι­νω­νι­κό-ι­στο­ρι­κό, φαι­νό­με­νο προσ­διο­ρι­σμέ­νο δη­λα­δή από τον κοι­νω­νι­κό α­ντα­γω­νι­σμό και έ­χει μια ι­στο­ρί­α του­λά­χι­στον σα­ρά­ντα χρό­νων.
Ή­ταν μέ­σα στην δε­κα­ε­τί­α του ‘60 ό­ταν για πρώ­τη φο­ρά σε μια ι­στο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή αμ­φι­σβη­τή­θη­κε, τό­σο έ­ντο­να και σε τό­σο με­γά­λο βά­θος, η κα­πι­τα­λι­στι­κή εκπαί­δευ­ση συ­νο­λι­κά και το πα­νε­πι­στή­μιο ει­δι­κό­τε­ρα, α­πό τους ί­διους τους φοι­τη­τές με τρό­πο ρι­ζι­κό και σφο­δρό. Οι ε­πα­να­στά­τες φοι­τη­τές του Μπέρ­κλεϋ και των άλ­λων πα­νε­πι­στη­μί­ων των Η­ΠΑ, της Σορ­βόν­νης και της Πρά­γας, του Βελι­γρα­δί­ου και της Ι­σταν­μπούλ, του Τό­κιο και της πό­λης του Με­ξι­κό, για να κάνου­με μια εν­δει­κτι­κή α­να­φο­ρά σε μια πο­λι­τι­κή γε­ω­γρα­φί­α που έ­τει­νε να ε­πεκτα­θεί σε ό­λα τα μή­κη και τα πλά­τη του ι­διω­τι­κού και του γρα­φειο­κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, θέ­σα­νε ε­νώ­πιον της κυ­ριαρ­χί­ας έ­να α­πλό ζή­τη­μα. Το ζή­τη­μα της γνώ­σης και του τρό­που πα­ρα­γω­γής της, το ζή­τη­μα της δή­θεν «α­ντι­κει­με­νικό­τη­τας» του χα­ρα­κτή­ρα της, και το ζή­τη­μα του «ορ­θο­λο­γι­κά» προσ­διο­ρι­σμένου σκο­πού της. Με πιο α­πλούς ό­ρους: θέ­σα­νε το ζή­τη­μα της κα­πι­τα­λι­στι­κής γνώ­σης σαν γνώ­σης που στο­χεύ­ει στον ε­ξορ­θο­λο­γι­σμό του κα­πι­τα­λι­σμού. Στο­χεύ­ο­ντας έ­τσι στην καρ­διά της ι­δε­ο­λο­γι­κής λει­τουρ­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου.
Και αυ­τά τα πράγ­μα­τα που λέ­με δεν τα θέ­σα­νε σε κα­νέ­να διε­θνές ε­πι­στη­μο­νικό συ­νέ­δριο (αν και έ­γι­νε και αυ­τό), ού­τε σε κα­μί­α α­νώ­δυ­νη συ­ζή­τη­ση υ­ψη­λής φι­λο­σο­φί­ας. Τα θέ­σα­νε στα αμ­φι­θέ­α­τρα και στους δρό­μους, τα θέ­σα­νε σε συ­νελεύ­σεις και στα ο­δο­φράγ­μα­τα, τα θέ­σα­νε σε συλ­λο­γι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα αυ­το­μόρ­φω­σης και σε άλ­λους α­ντα­γω­νι­στι­κούς θε­σμούς που δη­μιουρ­γή­σα­νε, τα θέ­σα­νε στα ερ­γο­στά­σια και στις γει­το­νιές των εκ­με­ταλ­λευό­με­νων. Για πα­ρά­δειγ­μα το σύν­θη­μα «Το πιο φω­τει­νό πα­νε­πι­στή­μιο, εί­ναι αυτό που καί­γε­ται», μπο­ρεί να α­κού­γε­ται «α­κραί­ο» (ή έ­στω «γρα­φι­κό») στους και­ρούς που ζού­με, αλ­λά δεν το ε­πι­νό­η­σαν χού­λι­γκαν ούτε α­ναρ­χι­κοί. Το ε­πι­νό­η­σαν υ­πο­κεί­με­να του κοι­νω­νι­κού α­ντα­γω­νι­σμού, που είχαν διεισ­δύ­σει σε βα­θύ­τε­ρα στρώ­μα­τα την κα­τα­νό­η­ση τους για αυ­τόν τον κόσμο.
Αυ­τή η κα­τα­νό­η­ση τους ω­θού­σε να θέ­σουν πα­ράλ­λη­λα μια διαυ­γή συ­νεί­δη­ση: ότι κρί­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­παί­δευ­σης, κρί­ση του πα­νε­πι­στη­μί­ου, κρί­ση της ί­διας της γνώ­σης, α­πο­τε­λούν κλα­διά ε­νός δέν­δρου που οι ρί­ζες του φτάνουν στην καρ­διά της κα­πι­τα­λι­στι­κής σχέ­σης: στην ί­δια την ύ­παρ­ξη του κε­φαλαί­ου και στην ί­δια την ύ­παρ­ξη της κυ­ριαρ­χί­ας.
Αυ­τή η συ­νεί­δη­ση υ­πήρ­ξε μια κα­τά­κτη­ση του κοι­νω­νι­κού α­ντα­γω­νι­σμού που δεν χω­ρού­σε συμ­βι­βα­σμούς. Η α­να­τρο­πή της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­παί­δευ­σης και δη­μιουρ­γί­α ε­νός νέ­ου θε­σμού ρι­ζι­κά δια­φο­ρε­τι­κού δεν μπο­ρεί πα­ρά να πη­γαίνει χέ­ρι με χέ­ρι με την κα­τα­στρο­φή της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας και την δη­μιουρ­γί­α μιας άλ­λης κοι­νω­νι­κής θέ­σμι­σης.
Μια κα­τά­κτη­ση που α­φο­ρού­σε α­κρι­βώς τα συλ­λο­γι­κά υ­πο­κεί­με­να που θέ­τα­νε το ζή­τη­μα σε αυ­τή την βάση. Ε­πει­δή πα­ράλ­λη­λα με αυ­τά α­να­πτυσ­σό­ταν μια τά­ση με­ταρ­ρύθ­μι­σης του α­στικού πα­νε­πι­στή­μιου, μια τά­ση που εκ­φρα­ζό­ταν α­πό την πα­ρα­δο­σια­κή α­ρι­στε­ρά και έ­κα­νε ση­μαί­α της συν­θή­μα­τα ό­πως «δη­μό­σια και δω­ρε­άν παι­δεί­α», «μεί­ωση των τα­ξι­κών φραγ­μών στην εκ­παι­δευ­τι­κή δια­δι­κα­σί­α», «συν­δια­χεί­ρι­ση» των πα­νε­πι­στη­μί­ων α­πό φοι­τη­τές και κα­θη­γη­τές, κλπ.
Με δε­δο­μέ­νο -ό­πως εί­ναι ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στό- ό­τι η κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νί­α άντε­ξε στην ε­πί­θε­ση της έ­μπρα­κτης αμ­φι­σβή­τη­σης της, και το ί­διο το πα­νε­πιστή­μιο δια­τη­ρή­θη­κε ως κα­πι­τα­λι­στι­κός θε­σμός. Το κορ­μί του ό­μως έ­μει­νε βαθιά χα­ραγ­μέ­νο α­πό τα ση­μά­δια που του προ­κά­λε­σε η φοι­τη­τι­κή α­νταρ­σί­α, έ­στω και αν πολ­λά α­πό αυ­τά γί­να­νε για μια πε­ρί­ο­δο ο α­πα­ραί­τη­τος ό­ρος για να συνε­χί­σει να ε­πι­τε­λεί το ρό­λο με τον ο­ποί­ο ε­πι­φορ­τί­στη­κε.
Η δη­μιουρ­γί­α κά­ποιων «ελεύ­θε­ρων πα­νε­πι­στη­μί­ων» με την ε­φαρ­μο­γή ρι­ζο­σπα­στι­κών προ­γραμ­μά­των σπου­δών και με αυ­το­δια­χει­ρι­στι­κή λει­τουρ­γί­α ή­ταν το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο α­πο­τέλε­σμα των α­γώ­νων των ρι­ζο­σπα­στών φοι­τη­τών μέ­σα στις σχο­λές. Η συμ­με­το­χή των φοι­τη­τών στα όρ­γα­να διοί­κη­σης των πα­νε­πι­στη­μί­ων («συν­δια­χεί­ρι­ση») και ο πε­ριο­ρι­σμός της κα­θη­γη­τι­κής ε­ξου­σί­ας, η πα­ρο­χή δω­ρε­άν συγ­γραμ­μά­των και η με­ρι­κή χο­ρή­γη­ση στέ­γης και σί­τι­σης, το δι­καί­ω­μα πρό­σβα­σης στην α­νώτε­ρη βαθ­μί­δα εκ­παί­δευ­σης και με­λών των χα­μη­λό­τε­ρων οι­κο­νο­μι­κών στρω­μάτων, ή­ταν με­ρι­κά α­πό τα δευ­τε­ρεύ­ο­ντα α­πο­τε­λέ­σμα­τα αυ­τών των α­γώ­νων, ό­πως εκ­φρά­στη­καν μέ­σα α­πό την «δι­καί­ω­ση» των αι­τη­μά­των της α­ρι­στε­ράς1.
Ό­πως ό­μως εί­ναι –ε­πί­σης- ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στό, στον κα­πι­τα­λι­σμό δεν υ­πάρ­χουν μο­νί­μως κε­κτη­μέ­να, αλ­λά μό­νο προ­σω­ρι­νά προ­κε­χω­ρη­μέ­να φυ­λά­κια, που α­νά πά­σα στιγ­μή, ε­φό­σον οι ε­μπό­λε­μοι το ε­πι­τρέ­ψουν, μπο­ρούν να χα­θούν. Η ήτ­τα τόσων των φοι­τη­τι­κών υ­πο­κει­μέ­νων ό­σο και του ευ­ρύ­τε­ρου κοι­νω­νι­κού α­ντα­γωνι­στι­κού κι­νή­μα­τος, και η α­φο­μοί­ω­ση του, α­φε­νός άλ­λα­ξε το χα­ρα­κτή­ρα αυ­τών των κα­τα­κτή­σε­ων, και α­φε­τέ­ρου έ­δω­σε την ευ­και­ρί­α στα α­φε­ντι­κά να α­ντεπι­τε­θούν, να πά­ρουν πί­σω δη­λα­δή ό­,τι εί­χαν δώ­σει, ό­χι μό­νο στο πα­νε­πι­στή­μιο αλ­λά και στην κοι­νω­νί­α, πράγ­μα που άλ­λα­ξε για μια φο­ρά τα δε­δο­μέ­να και δημιούρ­γη­σε και­νούρ­γιες συν­θή­κες. Η α­πό­πει­ρα α­ντε­πί­θε­σης των α­φε­ντι­κών στα πλαί­σια της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης ρύθ­μι­σης, η α­πό­πει­ρα ε­πί­θε­σης δη­λα­δή στις κα­τα­κτή­σεις των προ­η­γού­με­νων δε­κα­ε­τιών, έ­λα­βε την κω­δι­κή ο­νο­μα­σί­α «κρίση της α­νώ­τα­της εκ­παί­δευ­σης». Α­πό τις αρ­χές τα δε­κα­ε­τί­ας του ‘80 πα­γκό­σμια, αλ­λά και στην Ελ­λά­δα ή­δη α­πό τις αρ­χές της με­τα­πο­λί­τευ­σης, γι­νό­μα­στε μάρτυ­ρες μιας νο­μο­σχε­διο­λο­γί­ας, με την ο­ποί­α εκ­δη­λώ­νε­ται η α­ντε­πί­θε­ση αυτή, μια νο­μο­σχε­διο­λο­γί­α που (υ­πο­τί­θε­ται ό­τι) έ­χει στό­χο κά­θε φο­ρά την υ­πέρ­βα­ση αυ­τής της «κρί­σης».
Ε­δώ υ­πάρ­χει έ­να ζή­τη­μα που α­παι­τεί διευ­κρί­νι­ση. Και τα α­φε­ντι­κά μι­λά­νε για «κρί­ση» και ε­μείς, τα α­ντα­γω­νι­στι­κά υ­πο­κεί­με­να μι­λά­με για κρί­ση. Εν­νοού­με ό­μως τα ί­δια πράγ­μα­τα; Προ­φα­νώς ό­χι. Μι­λώ­ντας για κρί­ση ε­μείς εν­νο­ούμε την ε­πι­θε­τι­κή κί­νη­ση των φοι­τη­τών ε­νά­ντια στον κρα­τι­κό θε­σμό πα­νε­πιστή­μιο ως πα­ρα­γω­γι­κό και ι­δε­ο­λο­γι­κό προ­μα­χώ­να της κυ­ριαρ­χί­ας. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το ε­πι­χεί­ρη­μα της «κρί­σης» τα α­φε­ντι­κά δη­λώ­νουν την ε­πι­θε­τι­κή τους κί­νη­ση ε­νά­ντια στις κα­τα­κτή­σεις του φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος των προ­η­γού­με­νων δε­κα­ε­τιών. Πιο α­πλά: κρί­ση α­πό την α­ντα­γω­νι­στι­κή σκο­πιά ση­μαί­νει έ­μπρα­κτη κρι­τι­κή, «κρί­ση» α­πό την πλευ­ρά της κυ­ριαρ­χί­ας ση­μαί­νει τε­χνι­κή δυ­σλει­τουρ­γί­α στην πα­ρα­γωγή κέρ­δους και στην μεί­ω­ση του κό­στους. Σε πρα­κτι­κό ε­πί­πε­δο οι δύ­ο αυ­τές κατα­στά­σεις μπο­ρεί να συ­νυ­πάρ­χουν, μπο­ρεί και ό­χι, α­νά­λο­γα με την ε­κά­στο­τε κοι­νω­νι­κό-ι­στο­ρι­κή συν­θή­κη.
Η κυ­ρί­αρ­χη ι­δε­ο­λο­γί­α έ­χει προσ­διο­ρί­σει σε έ­να βαθ­μό τις συ­ντε­ταγ­μέ­νες της ση­με­ρι­νής «κρί­σης». Γι’ αυ­τήν το πα­νε­πι­στή­μιο -και δη το μα­ζι­κό πα­νεπι­στή­μιο- ως κρα­τι­κός θε­σμός εί­ναι ξε­πε­ρα­σμέ­νος, ό­σον α­φο­ρά την οι­κο­νο­μική του συ­νι­στώ­σα, α­φού α­νή­κει σε προ­η­γού­με­νες μορ­φές κρα­τι­κής θέ­σμι­σης. Για το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο κρά­τος το μα­ζι­κό πα­νε­πι­στή­μιο κο­στί­ζει πο­λύ πε­ρισσό­τε­ρο α­πό ό,­τι προ­σφέ­ρει. Α­που­σί­α δι­δά­κτρων, δω­ρε­άν συγ­γράμ­μα­τα, σί­τι­ση και στέ­γα­ση (έ­στω και στο μι­κρό βαθ­μό που προ­σφέ­ρο­νται), δεν ή­ταν πο­τέ α­ντίδω­ρα κα­λών προ­θέ­σε­ων, ή­ταν πά­ντα κα­τα­κτή­σεις και εν­δεί­ξεις ε­νός συ­σχε­τισμού δυ­νά­με­ων που εί­χε α­ντι­στρα­φεί. Το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο κρά­τος, σαν μια σχέση που εκ­φρά­ζει έ­να α­ντί­θε­το συ­σχε­τι­σμό δύ­να­μης, που εκ­φρά­ζει την υ­πε­ροχή των α­φε­ντι­κών στην πά­λη τους με τους εκ­με­ταλ­λευό­με­νους τεί­νει να ξα­ναπά­ρει πί­σω ό­τι έχει κερδηθεί. Το αν δεν το έ­χει κα­τα­φέ­ρει α­κό­μα στο πανε­πι­στή­μιο, ό­πως το έ­χει κα­τα­φέ­ρει για πα­ρά­δειγ­μα στην πα­ρα­γω­γή, ο­φεί­λε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό στο γε­γο­νός ό­τι πα­ρά τον με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό κα­τά κύ­ριο λόγο χα­ρα­κτή­ρα του ση­με­ρι­νού φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος, το ί­διο έ­χει κα­τα­φέ­ρει να δια­τη­ρή­σει κά­ποια κε­κτη­μέ­να του πα­ρελ­θό­ντος. Αυ­τή άλ­λω­στε εί­ναι η πραγμα­τι­κό­τη­τα που ο­ξύ­νει πε­ραι­τέ­ρω την «κρί­ση» -ει­δι­κά στην Ελ­λά­δα.
Ω­στό­σο, η ση­με­ρι­νή κρί­ση λαμ­βά­νει μια πιο σύν­θε­τη μορ­φή. Έ­να α­πό τα συν­θετι­κά της στοι­χεί­α εί­ναι η ρι­ζι­κή αμ­φι­σβή­τη­ση α­πό το νέ­ο πλη­ρο­φο­ρια­κό πα­ράδειγ­μα της κε­ντρι­κό­τη­τας του πα­νε­πι­στη­μί­ου σαν θε­σμού πα­ρα­γω­γής/διά­δοσης της γνώ­σης. Το δια­δί­κτυο, πα­ρό­λο που δεν έ­χει α­κό­μα ξε­δι­πλώ­σει ό­λες τις δυ­να­τό­τη­τες του στον με­τα­σχη­μα­τι­σμό και αυ­τής της σχέ­σης, έ­χει ή­δη βάλει τέ­τοιου τύ­που ζη­τή­μα­τα. Θα α­να­φέ­ρου­με μό­νο έ­να σχε­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα. Στις Η­ΠΑ και γε­νι­κό­τε­ρα στις χώ­ρες της Δύ­σης (αλ­λά και στην Ελ­λά­δα σι­γά-σι­γά), ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι α­σθε­νείς πά­νε στο για­τρό για να ζη­τή­σουν συμ­βου­λή για το πρό­βλη­μα υ­γεί­ας που α­ντι­με­τω­πί­ζουν, ό­χι ως πρό­βα­τα ε­πί σφα­γήν ό­πως γι­νό­ταν μέ­χρι πρό­σφα­τα, αλ­λά έ­χο­ντας ή­δη μια ά­πο­ψη γι’ αυ­τό το πρό­βλημα, σερ­φά­ρο­ντας α­πό πριν στις α­ντί­στοι­χες ι­στο­σε­λί­δες που α­φο­ρούν την κα­τάστα­ση τους στο δια­δί­κτυο. Έ­τσι ό­μως, η α­συμ­με­τρί­α της σχέ­σης για­τρού-α­σθενούς, που σε έ­να βαθ­μό ο­φεί­λε­ται στην μο­νο­πώ­λη­ση της γνώ­σης της υ­γεί­ας από τον για­τρό (μια γνώ­ση με κατ’ α­πο­κλει­στι­κό­τη­τα πα­νε­πι­στη­μια­κή κα­τα­γωγή), κλο­νί­ζε­ται. Α­ντι­κρί­ζου­με δη­λα­δή την α­νά­δυ­ση μιας συ­γκρου­σια­κής σχέσης κα­το­χής και δια­χεί­ρι­σης της πλη­ρο­φο­ρί­ας, στην ο­ποί­α το πα­νε­πι­στή­μιο χά­νει συ­νε­χώς πό­ντους α­πό το δια­δί­κτυο.
Οι ση­με­ρι­νές α­νά­γκες του κε­φα­λαί­ου ό­μως έ­χουν αλ­λά­ξει τις προ­τε­ραιό­τητες της πα­ρε­χό­με­νης εκ­παί­δευ­σης. Εντάξει, η γνώ­ση που πα­ρέ­χει το πα­νε­πι­στή­μιο εί­ναι γνώ­ση κα­πι­τα­λι­στι­κή. Δεν παύ­ει ό­μως ταυ­τό­χρο­να να εί­ναι και γνώ­ση που δεν εί­ναι μέ­χρι τέ­λους α­ξιο­ποι­ή­σι­μη, δεν παύ­ει να εί­ναι γνώ­ση πιο πο­λύ ε­πι­στη­μο­νι­κή/θε­ω­ρη­τι­κή πα­ρά τε­χνι­κή/πρα­κτι­κή. Το γε­γο­νός ό­τι υ­πάρ­χει ένας διαρ­κής κα­τα­κερ­μα­τι­σμός των γνω­στι­κών α­ντι­κει­μέ­νων και των πα­νε­πιστη­μια­κών τμη­μά­των, ό­πως και το ό­τι το πτυ­χί­ο σή­με­ρα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­α­παι­τού­με­νο για την συ­νέ­χι­ση σε έ­να με­τα­πτυ­χια­κό τμή­μα (πράγ­μα που ι­σχύει και τυ­πι­κά με­τά α­πό τις συμ­φω­νί­ες της Μπο­λώ­νια), πα­ρά πι­στο­ποί­η­ση σπουδών, α­πο­δει­κνύ­ει αυ­τό α­κρι­βώς το πράγ­μα. Ό­ταν ο πρό­ε­δρος του ΣΕΒ Βο­ρεί­ου Ελλά­δας δη­λώ­νει πριν λί­γο και­ρό, ό­τι «οι έλ­λη­νες α­πό­φοι­τοι πα­νε­πι­στη­μί­ου εί­ναι τε­νε­κέ­δες» (και δεν φο­βά­ται μην του σπά­σει κά­ποιος α­πό­φοι­τος το κεφά­λι με έ­να τε­νε­κέ), το ί­διο πράγ­μα λέ­ει με άλ­λα λό­για, α­φού δεν μπο­ρεί να πιστέ­ψει κα­νείς ό­τι εί­ναι τε­νε­κέ­δες αυ­τοί οι άν­θρω­ποι. Α­νε­παρ­κώς ε­ξει­δι­κευ­μέ­νοι στην τε­λευ­ταί­α τε­χνο­γνω­σί­α μπο­ρεί, τε­νε­κέ­δες ό­χι.
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το ι­δα­νι­κό για το κε­φά­λαιο θα ή­ταν να μπο­ρού­σε να επι­βάλ­λει μέ­χρι τέ­λους στο πα­νε­πι­στή­μιο μια λο­γι­κή το­γιο­τι­σμού. Κά­θε ε­πιχεί­ρη­ση να έ­χει υ­πό την αρ­μο­διό­τη­τα της έ­να πα­νε­πι­στη­μια­κό τμή­μα, ή μια έδρα, που θα α­σχο­λού­νταν μό­νο με τα ε­ρευ­νη­τι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα της (και που τα έξο­δα της θα πα­ρε­χό­ταν βέ­βαια α­πό τον κρα­τι­κό κορ­βα­νά, ή κα­λύ­τε­ρα α­πό τους ί­διους τους χρή­στες). Αυ­τό το τμή­μα θα ε­πι­φορ­τι­ζό­ταν με το να της προ­σφέ­ρει just in time στε­λέ­χη, δη­λα­δή στε­λέ­χη ε­παρ­κώς κα­ταρτι­σμέ­να στον α­ντί­στοι­χο το­μέ­α, την ώ­ρα που τα χρειά­ζε­ται, για ό­σο χρό­νο τα χρειά­ζε­ται, με δυ­να­τό­τη­τες αυ­ξη­μέ­νης ευε­λι­ξί­ας και σε α­φθο­νί­α. Σε α­φθο­νία για να σέρ­νει συ­νε­χώς α­πό πί­σω τους το μπα­μπού­λα της α­νερ­γί­ας με α­ντί­τιμο την πει­θάρ­χη­ση τους, και για να μπο­ρεί να τους αλ­λά­ζει σαν τα που­κά­μι­σα ό­ταν χρειά­ζε­ται κά­τι «κα­λύ­τε­ρο», ή να τους φτύ­νει σαν τα κου­κού­τσια σε περιό­δους «α­να­δου­λειάς». Αυ­τήν την τά­ση μπο­ρού­με να την δού­με α­κό­μα και σήμε­ρα στο γε­γο­νός ό­τι οι πε­ρισ­σό­τε­ρες πα­νε­πι­στη­μια­κές σχο­λές -και δη οι σχο­λές αιχ­μής της τε­χνο­λο­γί­ας και της έ­ρευ­νας- έ­χουν με­τα­τρα­πεί σε πα­ραρ­τή­μα­τα ε­πι­χει­ρή­σε­ων. Με «χρη­μα­το­δό­τη­ση» συ­γκε­κρι­μέ­νων ε­δρών και ε­ρευ­νητι­κών προ­γραμ­μά­των, με υ­πο­τρο­φί­ες σε συ­γκε­κρι­μέ­νους το­μείς, κλπ. Ό­μως όπως και να χει, και ό­σον α­φο­ρά την κα­τάρ­τι­ση των υ­πο­ψή­φιων ερ­γα­ζο­μέ­νων, αυτό το πράγ­μα το ε­πι­τυγ­χά­νει ευ­κο­λό­τε­ρα σή­με­ρα η δια βί­ου εκ­παί­δευ­ση πα­ρά το πα­νε­πι­στή­μιο.
Η «κρί­ση» του πα­νε­πι­στη­μί­ου, συ­γκε­κρι­μέ­να της πα­ρα­γω­γι­κής/τε­χνι­κής λειτουρ­γί­ας του, παίρ­νει την πιο ο­ξεί­α της μορ­φή στην α­δυ­να­μί­α ε­πι­τέ­λε­σης του α­να­δια­νε­μη­τι­κού ρό­λου, του ρό­λου του ως μη­χα­νι­σμού κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γασί­ας. Τα τε­λευ­ταί­α εί­κο­σι χρό­νια που έ­χει α­να­δυ­θεί πα­γκό­σμια το φαι­νό­μενο της α­νερ­γί­ας, ό­πως και το προ­η­γού­με­νο και αυ­τή σαν α­πο­τέ­λε­σμα της ήτ­τας του α­ντα­γω­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος διε­θνώς και των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων α­να­διαρ­θρώ­σε­ων που ε­πέ­βαλ­λαν τα α­φε­ντι­κά στην ερ­γα­σί­α, τα πράγ­μα­τα έ­χουν αλ­λά­ξει και σε αυ­τό τον το­μέ­α. Το χου­με ξα­να­γρά­ψει χω­ρίς να πι­στεύ­ου­με ό­τι έ­χου­με α­να­κα­λύ­ψει την Α­με­ρι­κή. Το μα­ζι­κό πα­νε­πι­στή­μιο, το πα­νε­πι­στή­μιο δη­λα­δή του κρά­τους-πρό­νοιας, πα­ρά­γει μα­ζι­κή α­νερ­γί­α. Το μα­γι­κό χαρ­τά­κι που δί­νουν οι σχο­λές ως α­ντα­πό­δο­ση με­ρι­κών χα­μέ­νων χρό­νων ε­να­σχό­λη­σης με το α­ντικεί­με­νο τους στην πρά­ξη δεν α­ξί­ζει πιο πο­λύ α­πό έ­να κω­λό­χαρ­το. Η α­πο­σύν­δεση πτυ­χί­ου και πα­ρα­γω­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας εί­ναι το πι­στο­ποι­η­τι­κό θα­νά­του του μα­ζι­κού πα­νε­πι­στη­μί­ου. Η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α των α­πο­φοί­των του πανε­πι­στη­μί­ου σή­με­ρα εί­τε δου­λεύ­ει σε υ­πο­τι­μη­μέ­νες δου­λειές του τρι­το­γενή το­μέ­α ά­σχε­τες με το α­ντι­κεί­με­νο σπου­δών τους, εί­τε δου­λεύ­ει σε υ­πο­τιμη­μέ­νες θέ­σεις με­ρι­κής α­πα­σχό­λη­σης, ή με το βα­σι­κό μι­σθό στο α­ντι­κεί­με­νο των σπου­δών τους, εί­τε βρί­σκε­ται σε κά­ποιο με­τα­πτυ­χια­κό πρό­γραμ­μα σπουδών ε­πει­δή το «έ­να πτυ­χί­ο δεν φτά­νει», εί­τε εί­ναι ά­νερ­γοι.
Ει­δι­κά αυ­τή η ό­ψη της «κρί­σης» εί­ναι και η πιο δρα­μα­τι­κή για την κοι­νω­νική συ­νεί­δη­ση και η πιο δύ­σκο­λη να χω­νευ­τεί στην Ελ­λά­δα. Ό­ταν γε­νιές αν­θρώπων έ­χουν με­γα­λώ­σει και φτά­σει στα 18 τους χρό­νια, α­κού­γο­ντας α­πό την ώ­ρα που γεν­νή­θη­καν, κά­θε μέ­ρα σε κά­θε γιορ­τή και σε κά­θε «οι­κο­νο­μι­κή α­πο­τυ­χί­α» της οι­κο­γέ­νειας, σαν ευ­χή και σαν κα­τά­ρα ταυ­τό­χρο­να, «μά­θε παι­δί μου γράμμα­τα», ή «σπού­δα­σε για να μην γί­νεις σαν και μας», έ­να φαι­νό­με­νο που εκ­φράζει την πε­μπτου­σί­α του μι­κρο­α­στι­κού ο­ρά­μα­τος της κοι­νω­νι­κής α­νό­δου, και ενσαρ­κώ­θη­κε τό­σο στην α­ρι­στε­ρή ό­σο και στην δε­ξιά ε­θνι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α, εί­ναι δύ­σκο­λο να πε­ρι­μέ­νεις την συ­ναί­νε­ση στην κα­τα­στρο­φή του. Α­κό­μα και σή­μερα που οι ψευ­δαι­σθή­σεις για «κοι­νω­νι­κή κα­τα­ξί­ω­ση» μέ­σω της κα­το­χής ε­νός πτυ­χί­ου, εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρες α­πό ό­τι πα­λιό­τε­ρα. Έ­να με­γά­λο μέ­ρος των αν­θρώ­πων που ψή­φι­σαν και στή­ρι­ξαν κα­τα­λή­ψεις, α­κό­μα και ε­νά­ντια στο Γιωρ­γάκη, υ­πε­ρα­σπί­στη­καν την δυ­να­τό­τη­τα της συ­ντή­ρη­σης αυ­τής της ψευ­δαί­σθη­σης.
Η α­στι­κή σκέ­ψη α­να­γνώ­ρι­ζε α­νέ­κα­θεν το πα­νε­πι­στή­μιο ως «το θε­μα­το­φύ­λα­κα των α­στι­κών α­ξιών» (ε­κτός α­πό αυ­τήν της α­ξιο­κρα­τί­ας, και της κοι­νω­νι­κής κα­τα­ξί­ω­σης μέ­σω της δια­νο­η­τι­κής ε­παγ­γελ­μα­τι­κής θέ­σης που α­να­φέ­ρα­με ή­δη): την ε­λευ­θε­ρί­α στην κυ­κλο­φο­ρί­α των ι­δε­ών, την διαρ­κή και α­τα­λά­ντευ­τη προσπά­θεια για την α­να­ζή­τη­ση της α­λή­θειας, την ευ­γε­νή ά­μιλ­λα και της συ­νερ­γασί­α με­τα­ξύ των με­λών της ε­πι­στη­μο­νι­κής κοι­νό­τη­τας. Το γε­γο­νός ό­τι ό­λα αυτά α­κού­γο­νται του­λά­χι­στον α­στεί­α σε ό­ποιον έ­χει έ­στω και στοι­χειώ­δη ε­παφή με τον θε­σμό, εί­ναι η εκ νέ­ου α­πό­δει­ξη της ι­δε­ο­λο­γι­κής του κρί­σης. Για πα­ρά­δειγ­μα κά­θε βδο­μά­δα δη­μο­σιεύ­ο­νται στον τύ­πο (με τε­λευ­ταί­ο πα­ρά­δειγ­μα την κρί­ση στο πα­νε­πι­στή­μιο Κρή­της και τον «τυ­χαί­ο» θά­να­το του κα­θη­γη­τή Α­λε­ξαν­δρό­που­λου), κα­ταγ­γε­λί­ες με­τα­ξύ ε­δρών για α­τα­σθα­λί­ες και α­θέ­μι­το αντα­γω­νι­σμό, πράγ­μα­τα που α­πο­τυ­πώ­νουν σε έ­να βαθ­μό την σφα­γή που λαμ­βά­νει χώ­ρα υ­πό­γεια για το μοί­ρα­σμα της οι­κο­νο­μι­κής πί­τας των χρη­μα­το­δο­τού­μενων ε­ρευ­νη­τι­κών προ­γραμ­μά­των. Ά­ντε τώ­ρα να πεί­σεις τον «κα­λό­πι­στο» φοι­τητή, ό­τι ε­σύ ο κα­θη­γη­τής, ο πρύ­τα­νης, ο υ­πεύ­θυ­νος του ε­ρευ­νη­τι­κού προ­γράμ­ματος, η προ­σω­πο­ποί­η­ση του θε­σμού, έ­χεις να προ­τεί­νεις ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη αξί­α ε­κτός α­πό τον κυ­νι­σμό ε­νός αν­θρω­πο­φά­γου α­ντα­γω­νι­σμού.
Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, υ­πάρ­χει έ­να α­να­ντίρ­ρη­το γε­γο­νός. Τα πρό­τυ­πα τε­λευ­ταί­α κο­πής που κα­τα­σκεύ­α­σε η νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη ι­δε­ο­λο­γί­α δεν εί­χαν α­νά­γκη τον πα­νε­πι­στη­μια­κό θε­σμό για την κα­τα­σκευ­ή τους, που ε­ξάλ­λου πα­ρου­σιά­ζει μια πα­ρα­δο­σια­κή «δύ­να­μη α­δρά­νειας» στην προ­σαρ­μο­γή του στις νέ­α συν­θή­κες. Α­ντί­θε­τα πα­ρά­χθη­καν α­πό life-style πε­ριο­δι­κά, την τη­λε­ό­ρα­ση και γε­νι­κά από τον σκλη­ρό πυ­ρή­να των ι­διω­τι­κών ΜΜΕ.
Έ­χο­ντας στο πί­σω μέ­ρος του κε­φα­λιού μας ό­λα αυ­τά (ή και στο μπρο­στι­νό μέ­ρος του κε­φα­λιού, αλ­λά πά­ντως μέ­σα στο κε­φά­λι, ού­τε α­πό πά­νω, ού­τε α­πό κά­τω), μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με τον ο­ρί­ζο­ντα της ση­με­ρι­νής εκ­δο­χής της «κρί­σης», όπως προ­σπά­θη­σαν να τον σκια­γρα­φή­σουν οι «σο­φοί».
Δύ­ο εί­ναι κε­ντρι­κά ση­μεί­α των προ­τά­σε­ων της ε­πι­τρο­πής: το έ­να η α­νά­γκη ανα­θε­ώ­ρη­σης του άρ­θρου 16 του Συ­ντάγ­μα­τος που θα ε­πι­τρέ­ψει την ί­δρυ­ση ι­διωτι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων και το άλ­λο η πε­ραι­τέ­ρω ε­ντα­τι­κο­ποί­η­ση των σπου­δών (με ο­ρι­σμό α­νώ­τε­ρου χρό­νου φοί­τη­σης, α­νώ­τε­ρου ο­ρί­ου ε­ξε­τα­στι­κών α­νά μά­θημα, κλπ). Κά­ποιες ε­πι­πλέ­ον προ­τά­σεις κι­νού­νται στις γραμ­μές της πρώ­της πρότα­σης και α­φο­ρούν την ει­σα­γω­γή managers στα πα­νε­πι­στή­μια, την ε­πι­βο­λή δι­δά­κτρων κλπ. Υ­πάρ­χει ε­πί­σης και το ζή­τη­μα του α­σύ­λου αλ­λά με αυ­τό δεν θα α­σχο­λη­θού­με κα­θό­λου, έ­χουν άλ­λω­στε ει­πω­θεί τόσα πολ­λά σχε­τι­κά.
Η ί­δρυ­ση ι­διω­τι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων στό­χο έ­χει α­φε­νός την μεί­ω­ση του κό­στους της α­νώ­τα­της εκ­παί­δευ­σης για το κρά­τος και α­φε­τέ­ρου την βελ­τί­ω­ση της λει­τουρ­γι­κό­τη­τας της για το κε­φά­λαιο. Εί­πα­με ό­τι στην λο­γι­κή του κε­φα­λαίου εί­ναι να έ­χει κά­θε ε­πι­χεί­ρη­ση έ­να πα­ράρ­τη­μα ό­που θα εκ­παι­δεύ­ε­ται το προ­σω­πι­κό της και θα ε­πι­δί­δε­ται στην έ­ρευ­να. Αν αυ­τή η δια­δι­κα­σί­α εκ­παί­δευ­σης δεν βα­ραί­νει και την ί­δια την ε­πι­χεί­ρη­ση, αυ­τό θα ή­ταν το ι­δα­νι­κό­τερο. Α­πό την άλ­λη, το ι­διω­τι­κό πα­νε­πι­στή­μιο θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο κα­λύ­τε­ρος δια­με­σο­λα­βη­τής των ε­πι­διώ­ξε­ων κά­ποιων στρω­μά­των του κε­φα­λαί­ου, κυ­ρί­ως σε το­μείς που η κρα­τι­κή νο­μο­θε­σί­α βά­ζει ο­ρι­σμέ­νους φραγ­μούς για την έ­ρευνα και την τε­χνι­κή ε­φαρ­μο­γή της. Ο πει­ρα­σμός για πα­ρά­δειγ­μα της βιο­τε­χνολο­γί­ας εί­ναι πο­λύ με­γά­λος για τα πιο «προ­ο­δευ­τι­κά» στρώ­μα­τα του κε­φα­λαίου.
Στον ί­διο στό­χο στο­χεύ­ουν τό­σο η ει­σα­γω­γή managers στην δια­χεί­ρι­ση των οι­κο­νο­μι­κών των πα­νε­πι­στη­μί­ων, ό­σο και τα πολ­λα­πλά συγ­γράμ­μα­τα, η ε­πι­βο­λή δι­δά­κτρων, κλπ. Η δια­χεί­ρι­ση των οι­κο­νο­μι­κών εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση λει­τουρ­γί­ας κά­θε σω­στής επι­χεί­ρη­σης. Ο στό­χος εί­ναι προ­φα­νής: μεί­ω­ση του κοι­νω­νι­κού μι­σθού (των υ­πολειμ­μά­των του κρά­τους πρό­νοιας) και με­τα­κύ­λι­ση του κό­στους της εκ­παί­δευσης στους «χρή­στες».
Σε αυ­τό το πλαί­σιο σκέ­ψης, η πε­ραι­τέ­ρω ε­ντα­τι­κο­ποί­η­ση των σπου­δών που ε­πιχει­ρεί­ται φα­ντά­ζει ά­νευ α­ντι­κει­μέ­νου: τι ε­νο­χλεί το κρά­τος ο «αιώ­νιος» φοι­τη­τής που δεν δι­καιού­ται ού­τε ε­πι­πλέ­ον συγ­γράμ­μα­τα, ού­τε δω­ρε­άν σί­τιση, στέ­γα­ση ή με­τα­φο­ρά. Και ό­μως α­ντι­κεί­με­νο στό­χευ­σης υ­πάρ­χει. Εί­ναι το προ-πα­ρα­γω­γι­κό υ­πο­κεί­με­νο φοι­τη­τής που πρέ­πει να προ­ε­τοι­μα­στεί ι­δε­ο­λο­γικά κα­ταρ­χήν στην πει­θαρ­χί­α των νέ­ων συν­θη­κών ερ­γα­σί­ας που θα μπει με­τά την «φοι­τη­τι­κή ζω­ή», δη­λα­δή στην ε­ντα­τι­κο­ποι­η­μέ­νη, ευέ­λι­κτη, α­να­σφά­λι­στη, κι­νη­τι­κή ερ­γα­σί­α. Εί­τε αυ­τή η ερ­γα­σί­α α­φο­ρά το α­ντι­κεί­με­νο των σπου­δών του, εί­τε ό­χι.
Εί­ναι ε­πί­σης η ά­νο­δος του κά­θε πα­νε­πι­στη­μια­κού τμή­μα­τος στην κλί­μα­κα αξιο­λό­γη­σης που κα­ταρ­τί­ζε­ται α­πό την γρα­φειο­κρα­τί­α της ευ­ρω­πα­ϊ­κής έ­νω­σης προ­κει­μέ­νου να υ­πο­δει­χτούν οι πιο α­ξιό­λο­γες ευ­και­ρί­ες για ε­πεν­δυ­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες στο κε­φά­λαιο. Εν­νο­εί­ται ό­τι ό­σο πιο αυ­στη­ρά εί­ναι τα προ­γράμ­μα­τα σπου­δών και ό­σο πιο πει­θαρ­χη­μέ­να τα φοι­τη­τι­κά υ­πο­κεί­με­να, τόσο πιο υ­ψη­λή εί­ναι η α­ξιο­λό­γη­ση, στην σχε­τι­κή κλί­μα­κα.
Η ι­στο­ρί­α της α­ντί­στα­σης των φοι­τη­τών στα σχέ­δια του κρά­τους και του κεφα­λαί­ου στην ελ­λά­δα, ει­δι­κά στην ει­κο­σα­ε­τί­α 1979-1998, εί­ναι έ­να α­πό τα πολ­λά πράγμα­τα που μέ­νει να γί­νουν α­ντι­κεί­με­νο έ­ρευ­νας της α­ντα­γω­νι­στι­κής ε­πε­ξεργα­σί­ας. Γε­γο­νός εί­ναι ό­τι για πά­νω α­πό εί­κο­σι χρό­νια τα μα­ζι­κό φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα, λαμ­βά­νο­ντας άλ­λο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ρι­ζο­σπα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα (ό­πως π.χ. το 1979 και την κυ­ριαρ­χί­α της α­ναρ­χο­αυ­το­νο­μί­ας στις κα­τα­λή­ψεις των πα­νε­πιστη­μί­ων) και άλ­λο­τε λι­γό­τε­ρο, κα­τά­φε­ρε να μπλο­κά­ρει για σχε­δόν τριά­ντα χρό­νια την νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη και σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή ε­πί­θε­ση στον θε­σμό, μια ε­πί­θε­ση που εκ­φρα­ζό­ταν πά­ντα με προ­σχή­μα­τα τους «αιώ­νιους φοι­τη­τές», το «χα­μη­λό ε­πί­πε­δο σπου­δών», την «γε­νι­κή χα­λά­ρω­ση» μέ­σα στα πα­νε­πι­στή­μια, την μειω­μέ­νη «α­ντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα» των α­πο­φοί­των των ελ­λη­νι­κών πα­νε­πι­στημί­ων σε σχέ­ση με τους α­ντί­στοι­χους του ε­ξω­τε­ρι­κού, τον «φα­σι­σμό του ε­νός συγ­γράμ­μα­τος», κλπ. Κα­τά­φε­ρε να την μπλο­κά­ρει σε σχέ­ση με α­ντί­στοι­χα παρα­δείγ­μα­τα που έ­χουν να ε­πι­δεί­ξουν άλ­λα κρά­τη-πρό­νοιας. Οι φοι­τη­τι­κές κατα­λή­ψεις του 1979 ε­νά­ντια στο νό­μο Βαρ­βι­τσιώ­τη, το 1992 ε­νά­ντια στο νό­μο Κο­ντο­γιαν­νό­που­λου, το 1998 ε­νά­ντια στο νό­μο Αρ­σέ­νη, εί­ναι στιγ­μές αυ­τής της α­ντί­στασης. Η δια­φο­ρά της ση­με­ρι­νής κι­νη­το­ποί­η­σης α­πό ό­λες τις προ­η­γού­με­νες είναι η συ­γκυ­ρί­α που εκ­δη­λώ­νε­ται αυ­τή η ε­πί­θε­ση και κά­ποια ει­δι­κά χα­ρα­κτη­ριστι­κά της. Για πα­ρά­δειγ­μα πο­τέ μέ­χρι σή­με­ρα δεν εί­χε υ­πάρ­ξει συ­ναί­νε­ση με­τα­ξύ της δε­ξιάς και της πα­σο­κι­κής δια­χεί­ρι­σης του κρά­τους στο θέ­μα της ί­δρυ­σης ι­διω­τι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων, πα­ρά την ε­πι­μέ­ρους δια­φω­νί­α τους σε μια σει­ρά άλ­λων ζη­τη­μά­των.
Στα θε­τι­κά των φοι­τη­τι­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι για πρώ­τη φο­ρά α­φο­ρούν μια πρό­τα­ση μιας ε­πι­τρο­πής και ό­χι έ­να ή­δη έ­τοι­μο σχέ­διο νόμου. Αυ­τό αν μη τι άλ­λο δεί­χνει μια γό­νι­μη κα­χυ­πο­ψί­α και μια γνώ­ση του πο­λιτι­κού παι­χνι­διού, ση­μεί­α μιας κα­ταρ­χήν πο­λι­τι­κής ω­ρι­μό­τη­τας. Στα θε­τι­κά ε­πί­σης εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις αυ­τές συ­νέ­πε­σαν με την ε­ξετα­στι­κή του Ιου­νί­ου και δεν κάμ­φθη­καν α­πό το φό­βο της α­πώ­λειας αυ­τής της ε­ξε­τα­στι­κής (Έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα συν­θή­μα­τα των δια­δη­λώ­σε­ων ή­ταν: «Στο διά­ο­λο να πά­ει η ε­ξε­τα­στι­κή, ε­μείς μι­λά­με για ολό­κλη­ρη ζω­ή»). Αυ­τό πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι το ε­πι­χεί­ρη­μα της «χα­μέ­νης ε­ξε­τα­στι­κής» το έ­παι­ξαν ε­ξί­σου κα­λά η φοι­τη­τι­κή πα­ρά­τα­ξη της κυ­βέρ­νη­σης και οι στα­λι­νι­κοί του Πε­ρισ­σού (στην αρ­χή της δια­μαρ­τυ­ρί­ας και ε­νά­ντια στα πλαί­σια για κα­τά­λη­ψη). Ό­σον α­φο­ρά τους τε­λευ­ταί­ους κα­μί­α έκ­πλη­ξη. Και στον Μά­η του 1968, ό­ταν νο­μί­ζα­νε ό­τι α­κό­μα παί­ζε­ται η κα­τά­στα­ση και μπο­ρούν να την κα­τα­στεί­λουν, το ί­διο λέ­γα­νε: «οι α­νεύ­θυ­νοι α­ρι­στε­ρι­στές που δεν τους νοιά­ζει αν χά­σουν την ε­ξε­τα­στι­κή οι φοι­τη­τές».
Ί­σως το πιο ση­μα­ντι­κό α­πό ό­λα που δεν ξέ­ρου­με πό­σοι το κρα­τά­νε στο κε­φά­λι τους: οι τε­λευ­ταί­ες σει­ρές φοι­τη­τών προ­έρ­χο­νται ου­σια­στι­κά α­πό τις πιο πει­θαρ­χη­μέ­νες γε­νιές μα­θη­τών της με­τα­πο­λί­τευ­σης. Τους μα­θη­τές δη­λα­δή που εί­χαν ή­δη ητ­τη­θεί α­πό το νό­μο 2525 του Αρ­σέ­νη, που κα­τά­φε­ρε να μπλο­κά­ρει σχεδόν κά­θε μα­θη­τι­κή δια­μαρ­τυ­ρί­α τα τε­λευ­ταί­α ε­πτά χρό­νια. Λέ­με δη­λα­δή ό­τι αυ­τοί που ξε­ση­κώ­θη­καν υ­πήρ­ξαν στην κυ­ριο­λε­ξί­α τα πει­ρα­μα­τό­ζω­α της ε­ντατι­κο­ποί­η­σης στην εκ­παί­δευ­ση σή­με­ρα και στην ερ­γα­σί­α αύ­ριο. Οι άν­θρω­ποι που δι­δά­χτη­καν πε­ρί­που ως μο­να­δι­κή προ­ο­πτι­κή να δια­βά­ζουν α­πό το πρώ­το εξά­μη­νο σπου­δών, αλ­λά­ζο­ντας σχε­δόν την πα­ρα­δο­σια­κή κοι­νω­νι­κή α­να­πα­ρά­σταση του φοι­τη­τή, που υ­πήρ­χε μέ­χρι πριν δέ­κα με δε­κα­πέ­ντε χρό­νια, και που ουσια­στι­κά δεν εί­χαν κα­μί­α ε­μπει­ρί­α κα­μιάς φοι­τη­τι­κής κι­νη­το­ποί­η­σης. Ε, αυτοί οι άν­θρω­ποι ή­τα­νε που γρά­ψα­νε κά­τι που μοιά­ζει χλια­ρό, αλ­λά κα­τά την ά­ποψη μας δεν εί­ναι: «Δεν έ­μα­θαν να μας σέ­βο­νται, θα μά­θουν να μας φο­βού­νται».
Η α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση δεν έ­χει σκο­πό να α­να­ζη­τήσει α­νύ­παρ­κτες α­ντι­φά­σεις σε έ­να α­γώ­να, ού­τε να στή­σει ι­δε­ο­λο­γι­κά δι­κα­στήρια, του τύ­που «οι φοι­τη­τές εί­ναι ρε­φορ­μι­στές, φλώ­ροι, κλπ». Η α­ντα­γω­νι­στική α­νά­λυ­ση έ­χει σκο­πό κα­ταρ­χήν να κα­τα­νο­ή­σει· και α­πό κει και πέ­ρα να ερ­μη­νεύ­σει και να α­να­δεί­ξει. Να α­να­δεί­ξει τις προ­ο­πτι­κές της κι­νη­το­ποί­η­σης και τα ό­ρια της. Να α­να­δεί­ξει τις δυ­να­τό­τη­τες υ­πέρ­βα­σης ή μη αυ­τών των ο­ρίων.
Γι’ αυ­τό το λό­γο ο­φεί­λει να βά­ζει στο κέ­ντρο του προ­βλη­μα­τι­σμού της την μορ­φή και το πε­ριε­χό­με­νο της κά­θε κι­νη­το­ποί­η­σης, ό­πως ε­πί­σης και την ύ­παρξη ή ό­χι δια­λε­κτι­κής σχέ­σης με­τα­ξύ αυ­τών των δύ­ο.
Ό­σον α­φο­ρά την μορ­φή των κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων, και δη της συ­γκε­κρι­μέ­νης, αυ­τό που πρέ­πει να ε­ξε­τά­ζε­ται εί­ναι η δη­μιουρ­γί­α θε­σμών α­γώ­να α­πό τους συμ­με­τέχο­ντες: η δη­μιουρ­γί­α δη­λα­δή κοι­νο­τή­των συ­ζή­τη­σης, α­νταλ­λα­γής α­πό­ψε­ων, ζύμω­σης, συλ­λο­γι­κής λή­ψης α­πο­φά­σε­ων που α­φο­ρούν τό­σο τον τρό­πο ορ­γά­νω­σης της δια­μαρ­τυ­ρί­ας, ό­σο και το πε­ριε­χό­με­νο της. το πό­σο αυ­τού του εί­δους οι θεσμοί εκ­φρά­ζουν την συλ­λο­γι­κή βού­λη­ση των συμ­με­τε­χό­ντων, δια­σφα­λί­ζουν την συλ­λο­γι­κή αυ­το­νο­μί­α του κι­νή­μα­τος, και προ­ω­θούν την πρω­το­βου­λί­α των αγω­νι­ζό­με­νων εί­ναι κα­τά την γνώ­μη μας μί­α α­πό τις δύ­ο λυ­δί­ες λί­θους μιας κι­νη­το­ποί­η­σης. Η λυ­δί­α λί­θος για την ποιό­τη­τα της, για την δυ­να­τό­τη­τα της να κα­ταρ­γεί τους δια­χω­ρι­σμούς με­τα­ξύ αυ­τών που α­πο­φα­σί­ζουν και αυ­τών που ε­κτε­λούν, για την ι­κα­νό­τη­τα της να χα­ρά­ζει προ­ο­πτι­κές πέ­ρα α­πό τα στε­νά όρια που βά­ζει η ση­με­ρι­νή συν­θή­κη.
Η άλ­λη λυ­δί­α λί­θος που δεν κα­θο­ρί­ζε­ται α­να­γκα­στι­κά α­πό την προ­η­γού­με­νη, αλλά ό­πως και να το κά­νου­με σχε­τί­ζε­ται δια­λε­κτι­κά μα­ζί της, εί­ναι το πε­ριεχό­με­νο της κι­νη­το­ποί­η­σης, ό­πως εκ­δη­λώ­νε­ται στο δη­μό­σιο χώ­ρο μέ­σα α­πό την δρά­ση και των λό­γο των α­γω­νι­ζό­με­νων, αλ­λά και μέ­σα α­πό τις άρ­ρη­τες μορ­φές έκ­φρα­σης που υ­πο­βό­σκουν στις συ­μπε­ρι­φο­ρές και στις στά­σεις του και α­ναζη­τούν διαρ­κώς τρό­πους έκ­φρα­σης.
Οι φοι­τη­τές και οι φοι­τή­τριες δη­μιούρ­γη­σαν α­νοι­χτά συ­ντο­νι­στι­κά κα­τάλη­ψης στις σχο­λές τους, που σε γε­νι­κές γραμ­μές, λει­τούρ­γη­σαν με α­με­σο­δη­μοκρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες, αλ­λού πε­ρισ­σό­τε­ρο, αλ­λού λι­γό­τε­ρο. Ό­που ο συ­σχε­τισμός μέ­σα στις σχο­λές ή­ταν υ­πέρ των «α­νέ­ντα­χτων» φοι­τη­τών και κα­τά των οργα­νω­μέ­νων φοι­τη­τι­κών πα­ραρ­τη­μά­των της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής και ε­ξω­κοι­νοβου­λευ­τι­κής α­ρι­στε­ράς, ό­που δη­λα­δή α­που­σί­α­ζαν οι συν­δι­κα­λι­στι­κοί ι­μά­ντες με­τα­βί­βα­σης της κε­ντρι­κής γραμ­μής, οι δια­δι­κα­σί­ες αυ­τές κα­τά­φε­ραν να λει­τουρ­γούν με πε­ρισ­σό­τε­ρο α­με­σο­δη­μο­κρα­τι­κό τρό­πο και πα­ράλ­λη­λα να βάζουν γε­νι­κό­τε­ρα ζη­τή­μα­τα ε­πε­ξερ­γα­σί­ας και συ­ζή­τη­σης που ξέ­φευ­γαν α­πό την μι­ζέ­ρια της υ­πε­ρά­σπι­σης της κρα­τι­κά εγ­γυ­η­μέ­νης εκ­παί­δευ­σης.
Για πα­ρά­δειγ­μα φοι­τη­τές τριών σχο­λών του πο­λυ­τε­χνεί­ου της Α­θή­νας α­νέ­δει­ξαν σαν κε­ντρι­κό ζή­τη­μα το με­τα­να­στευ­τι­κό (αλ­λη­λεγ­γύ­η σε με­τα­νά­στες, φοι­τη­τές και μη) σε κα­τά­λη­ψη ρα­διο­φω­νι­κού σταθ­μού για την δη­μο­σιο­ποί­η­ση του εκ­παι­δευ­τι­κού ζη­τή­μα­τος. Ό­πως εί­ναι γε­γο­νός ό­τι η κα­τά­λη­ψη του ΤΕΙ Α­θήνας προ­σπά­θη­σε πραγ­μα­τι­κά να εί­ναι α­νοι­χτή (ό­πως πρέ­πει να εί­ναι μια κατά­λη­ψη) πράγ­μα που α­πο­τυ­πώ­νε­ται και στις προ­κη­ρύ­ξεις2 που μοί­ρα­ζε, ό­πως και το ό­τι η συν­θη­μα­το­λο­γί­α δια­φό­ρων μπλοκ (π.χ, Πά­ντειος) ή­ταν πιο ρι­ζο­σπα­στι­κή σε πε­ριε­χό­με­νο α­πό άλ­λες. Ε­ξάλ­λου υ­πήρ­χαν σύλ­λο­γοι που κα­τέ­βαι­ναν με συλ­λο­γι­κές α­πο­φά­σεις σύ­γκρου­σης (π.χ. η­λε­κτρο­λό­γοι–μη­χα­νι­κοί στην Α­θήνα, και α­ντί­στοι­χες πε­ρι­πτώ­σεις στην Θεσ­σα­λο­νί­κη) ή με τον α­πα­ραί­τη­το (και ε­πι­θε­τι­κό) ε­ξο­πλι­σμό α­πά­ντη­σης, σε πε­ρί­πτω­ση «πε­σί­μα­τος» α­πό τους μπάτσους (π.χ. ΕΜ­ΜΕ Α­θή­νας).
Ω­στό­σο οι φοι­τη­τές-τριες δεν κα­τά­φε­ραν να ε­πι­βάλ­λουν συ­νο­λι­κά α­με­σο­δημο­κρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες στην κι­νη­το­ποί­η­ση τους, α­φού ά­φη­σαν το γε­νι­κό συντο­νι­στι­κό των κα­τα­λή­ψε­ων να γί­νει σφη­κο­φω­λιά των εκ­κο­λα­πτό­με­νων στε­λεχών του ΝΑΡ κα­τά κύ­ριο λό­γο, του ΚΚΕ, του ΣΥν και δευ­τε­ρευό­ντως των άλ­λων γκρου­πού­σκου­λων της ά­κρας α­ρι­στε­ράς. Α­να­πό­φευ­κτα οι συ­νε­λεύ­σεις του συντο­νι­στι­κού γί­να­νε ριν­γκ κα­τα­γρα­φής του συ­σχε­τι­σμού δυ­νά­με­ων με­τα­ξύ των Ε­Α­ΑΚ (των πιο σκλη­ρά κομ­μα­τι­κο­ποι­η­μέ­νων κομ­μα­τιών τους) και της ΠΚΣ.
Η στά­ση των Ε­Α­ΑΚ να κα­τα­γρα­φούν ως ο «υ­πο­κι­νη­τής» των κα­τα­λή­ψε­ων (α­ντί­ληψη που ε­νι­σχύ­θη­κε με την δε­δο­μέ­νη στά­ση της ΠΚΣ και της ΠΑ­ΣΠ και την πά­για αδυ­να­μί­α του ΣΥΝ στις α­νώ­τε­ρες σχο­λές), η πο­λύ­χρο­νη πεί­ρα της γρα­φειο­κρατί­ας τους στην «κα­θο­δή­γη­ση» φοι­τη­τι­κών α­γώ­νων και στην δια­στρέ­βλω­ση εν­νοιών και πε­ριε­χο­μέ­νων (π.χ. κου­νά­νε διαρ­κώς την ση­μαί­α της ά­με­σης δη­μο­κρατί­ας, ε­νώ η ορ­γά­νω­ση και η πρα­κτι­κή τους πα­ρα­πέ­μπει κα­τευ­θεί­αν στα λε­νινι­στι­κά μο­ντέ­λα), η δε­δο­μέ­νη α­νι­κα­νό­τη­τα του α/α χώ­ρου να κα­τα­θέ­σει έ­να λόγο και μια πρά­ξη αυ­το­νο­μί­ας πα­ρά την αρ­κε­τά ση­μα­ντι­κή (πο­σο­τι­κά) πα­ρου­σί­α των δια­φο­ρε­τι­κών τά­σε­ων του μέ­σα στις σχο­λές και η εμ­μο­νή κά­ποιων κομ­ματιών3 του να παί­ζουν στο δρό­μο με μο­λό­τωφ το γρα­φειο­κρα­τι­κό παι­χνί­δι που παί­ζει η α­ρι­στε­ρά στα αμ­φι­θέ­α­τρα, ε­πέ­τρε­ψαν στο ΝΑΡ και στις δια­σπά­σεις του, να ε­πι­βάλ­λουν την πα­ρου­σί­α τους.
Ω­στό­σο, με δε­δο­μέ­νο ό­τι τα πράγ­μα­τα έ­χουν αλ­λά­ξει σε σχέ­ση με πα­λιό­τε­ρα, όπως και με δε­δο­μέ­νη την κα­χυ­πο­ψί­α που α­να­πτύ­χθη­κε α­πέ­να­ντι σε αυ­τό το φαι­νό­με­νο α­πό με­γά­λη με­ρί­δα κό­σμου που συμ­με­τεί­χε και στή­ρι­ξε τις κι­νη­τοποι­ή­σεις, ε­κτι­μού­με ό­τι η ι­κα­νό­τη­τα των χει­ρα­γω­γών (των αμ­φι­θε­ά­τρων, ή του δρό­μου) θα εί­ναι σα­φώς πιο πε­ριο­ρι­σμέ­νη στο μέλ­λον. Αυ­τό ε­ξάλ­λου θα εί­ναι και το μέ­τρο της πο­λι­τι­κής ω­ρι­μό­τη­τας του κι­νή­μα­τος: η πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση και το ξε­πέ­ρα­σμα των γρα­φειο­κρα­τών και της δια­με­σο­λα­βη­τι­κής τους λο­γι­κής.
Το γε­γο­νός ό­τι η κι­νη­το­ποί­η­ση δεν κα­τά­φε­ρε να ξε­φύ­γει α­πό τον ο­ρί­ζο­ντα της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και του κρά­τους πρό­νοιας4, σχε­τί­ζε­ται σε με­γά­λο βαθμό με την ι­δε­ο­λο­γι­κή κυ­ριάρ­χη­ση της α­ρι­στε­ράς (κοι­νο­βου­λευ­τι­κής και ε­ξωκοι­νο­βου­λευ­τι­κής) στο πε­ριε­χό­με­νο της δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Μια α­ρι­στε­ρά α­πό­λυτα προ­σαρ­μο­σμέ­νη στο πο­λι­τι­κό παι­χνί­δι του κα­πι­τα­λι­στι­κού κό­σμου και άρα α­νί­κα­νη -και χω­ρίς την θέ­λη­ση- να ερ­μη­νεύ­σει την ση­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κότη­τα και να προ­τεί­νει ο­ποιο­δή­πο­τε σχέ­διο για την αλ­λα­γή αυ­τού του κό­σμου, πέ­ρα α­πό την υ­πε­ρά­σπι­ση «του δη­μό­σιου και δω­ρε­άν»5 χα­ρα­κτή­ρα της κρα­τι­κής εκ­παί­δευ­σης. Αυ­τός άλ­λω­στε εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός της ρό­λος: ο ε­ξαν­θρω­πισμός του συ­στή­μα­τος, στό­χος που πι­στεύ­ει ό­τι μπο­ρεί να πε­ρά­σει μέ­σα α­πό την ι­σχυ­ρο­ποί­η­ση της. Γι’ αυ­τό το λό­γο παί­ζει το παι­χνί­δι της α­στι­κής νο­μιμό­τη­τας δια­τη­ρώ­ντας την ψευ­δαί­σθη­ση ό­τι θα κα­τα­φέ­ρει να πά­ρει με το μέ­ρος της και τις «συ­ντη­ρη­τι­κές» συ­νει­δή­σεις. Ω­στό­σο, η δια­νο­η­τι­κή της τυ­φλότη­τα δεν της ε­πι­τρέ­πει να α­ντι­λη­φθεί ό­τι το ί­διο α­κρι­βώς υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται και σύσ­σω­μο το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα α­ρι­στε­ρό­τε­ρα της κυ­βέρ­νη­σης (α­κό­μα και ο Γιωρ­γά­κης6 δεν μι­λά­ει για ι­διω­τι­κά, αλ­λά για μη-κρα­τι­κά πα­νε­πι­στή­μια). Ο­πότε ό­λος αυ­τός ο κό­σμος που χα­ϊ­δεύ­ει η ε­ξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κή α­ρι­στε­ρά, ό­ταν έρ­θει η ώ­ρα να ρί­ξει το κου­κί του θα προ­τι­μή­σει τα πιο κα­λά μα­γα­ζά­κια που λέ­νε το ί­διο (π.χ. το συ­να­σπι­σμό των κι­νη­μά­των…) και ό­χι την ί­δια.
Εν πά­σει πε­ρι­πτώ­σει, δεν εί­ναι το ζή­τη­μα μας η α­ρι­στε­ρά, πα­ρά μό­νο στο βαθ­μό που οι συν­θή­κες του σή­με­ρα ε­πι­τρέ­πουν την ο­ρια­κή ε­πι­βί­ω­ση της. Το ζή­τημα μας εί­ναι α­κρι­βώς για­τί αυ­τή η α­ρι­στε­ρά που δεν έ­χει να προ­τεί­νει τί­ποτα πέ­ρα α­πό τα τε­τριμ­μέ­να, που ού­τε ρε­φορ­μι­στι­κά δεν μπο­ρούν να χα­ρα­κτη­ριστούν σή­με­ρα, ε­πι­βιώ­νει α­κό­μα. Και η α­πά­ντη­ση σχε­τί­ζε­ται α­κρι­βώς με τα όρια αυ­τής της κι­νη­το­ποί­η­σης.
Πράγ­μα­τι, αν μέ­να­με στα πα­ρα­πά­νω θα λέ­γα­με την μι­σή α­λή­θεια. Οι άν­θρω­ποι, οι φοι­τη­τές στην συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση δεν εί­ναι πρό­βα­τα να κα­θο­δη­γούνται α­πό μειο­ψη­φί­ες, α­ρι­στε­ρές ή δε­ξιές, ό­σο και αν η πα­ρα­δο­σια­κή α­ρι­στε­ροα­ναρ­χι­κή α­ντί­λη­ψη τους α­ντι­με­τω­πί­ζει έ­τσι. Οι φοι­τη­τές-τριες κι­νη­το­ποιή­θη­καν α­πό συμ­φέ­ρο­ντα και ε­πι­θυ­μί­ες… Αν λοι­πόν ή­θε­λαν θα α­να­ζη­τού­σαν κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό «δη­μό­σια-δω­ρε­άν παι­δεί­α», ή «δια­σφά­λι­ση του πτυ­χί­ου» και «δου­λειά». Αν οι φοι­τη­τές-τριες ή­θε­λαν, οι α­ρι­στε­ροί γρα­φειο­κρα­τί­σκοι των αμ­φι­θε­ά­τρων κα­θώς και οι α­ναρ­χι­κοί ερ­γο­λά­βοι της ε­ξέ­γερ­σης, δεν θα εί­χαν κα­νέ­να ρό­λο στην κι­νη­το­ποί­η­ση τους. Με άλ­λα λό­για, η έλ­λει­ψη πο­λι­τικής πεί­ρας ε­ξη­γεί κά­ποια πράγ­μα­τα, αλ­λά α­φή­νει α­νερ­μή­νευ­τα κά­ποια άλ­λα.
Η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α των φοι­τη­τών δεν πή­γε που­θε­νά αλ­λού, δεν αμ­φισβή­τη­σε δη­λα­δή συ­νο­λι­κά το ί­διο το σύ­στη­μα της κα­πι­τα­λι­στι­κής γνώ­σης, ό­πως και το ί­διο το σύ­στη­μα του κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γα­σί­ας, ό­πως το έ­κα­ναν πα­λιότε­ρες γε­νιές, ε­πει­δή δεν ε­πι­θυ­μού­σε να αμ­φι­σβη­τή­σει αυ­τό το πράγ­μα.
Ό­πως και να χει το πράγ­μα αυ­τό εί­ναι έ­να α­πό τα ου­σια­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στικά της φοι­τη­τι­κής δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Τα υ­πό­λοι­πα, η ε­πι­λο­γή δη­λα­δή μιας ο­λι­κής σύ­γκρου­σης με την α­στυ­νο­μί­α (έ­στω των πιο προ­ω­θη­μέ­νων κομ­μα­τιών των φοιτη­τών), πραγ­μα­τι­κής και ό­χι για τα βρα­δι­νά δελ­τί­α ει­δή­σε­ων, η ε­πι­λο­γή να βγει ο α­γώ­νας α­πό τα πα­νε­πι­στή­μια και να α­νοι­χτεί ευ­ρύ­τε­ρα, ό­λα αυ­τά δη­λα­δή που δεν έ­γι­ναν, εί­ναι δυ­στυ­χώς συ­νέ­πειες του προ­η­γού­με­νου και ό­χι αι­τί­ες του.
Πά­ντως, η φοι­τη­τι­κή δια­μαρ­τυ­ρί­α δεν μοιά­ζει να βρί­σκε­ται στο τέ­λος της παρά την λή­ξη των κα­τα­λή­ψε­ων στο τέ­λος του πε­ρα­σμέ­νου Ιού­νη. Με αυ­τήν την έννοια το στοί­χη­μα δη­μιουρ­γί­ας μιας νέ­ας κοι­νό­τη­τας συμ­φε­ρό­ντων και ε­πι­θυ­μιών των φοι­τη­τών με τους άλ­λους εκ­με­ταλ­λευό­με­νους, που θα συ­ντρί­βει στην πρά­ξη κά­θε συ­ντε­χνια­κό περιε­χό­με­νο αμ­φι­σβή­τη­σης και κά­θε γρα­φειο­κρα­τι­κή μορ­φή ορ­γά­νω­σης του α­γώνα, στοί­χη­μα που θα πρέ­πει να πε­ρά­σει α­να­γκα­στι­κά πά­νω α­πό το πτώ­μα κά­θε δια­με­σο­λά­βη­σης, πα­ρα­μέ­νει α­νοι­χτό. Αυ­τό ας γί­νει συ­νεί­δη­ση σε ό­λους αυ­τούς τους φοι­τητές που ε­πι­θυ­μούν πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα α­πό την α­πό­συρ­ση ε­νός νο­μο­σχε­δί­ου και μέ­χρι τώ­ρα σέρ­νον­ταν πί­σω α­πό την ου­ρά της α­ρι­στε­ράς, ή σπα­τα­λού­σαν χρό­νο μό­νο για την κα­λύ­τε­ρη ορ­γά­νω­ση της σύ­γκρου­σης με τους μπά­τσους.
Το πρί­σμα μέ­σα α­πό το ο­ποί­ο α­να­λύ­εις έ­να φαι­νό­με­νο σχε­τί­ζε­ται α­ναμ­φι­σβήτη­τα και με την θέ­ση που ε­πι­λέ­γεις να πά­ρεις α­πέ­να­ντι σε αυ­τό το φαι­νό­μενο. Με αυ­τή την έν­νοια, η α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση δεν εί­ναι το μα­γι­κό φίλ­τρο που κά­νει το μι­σο­ά­δειο πο­τή­ρι να φαί­νε­ται μι­σο­γε­μά­το, αλ­λά εί­ναι σί­γου­ρα η ε­πι­λο­γή δια­θε­σι­μό­τη­τας να δε­σμευ­τεί κά­ποιος σε α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά προ­τάγ­μα­τα. Το φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα δεν το πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με α­πό την τη­λε­ό­ρα­ση, ού­τε βγά­λα­με τα συ­μπε­ρά­σμα­τα που κα­τα­θέ­σα­με με­λε­τώ­ντας τα ευαγ­γέ­λια πε­ρα­σμέ­νων ι­δε­ο­λο­γιών. Κα­τε­βή­κα­με στους δρό­μους, πή­γα­με στις κα­τει­λημ­μέ­νες σχο­λές, φά­γα­με τα δα­κρυ­γό­να και την βί­α των μπά­τσων στις πο­ρεί­ες, και α­ντα­πο­δώ­σα­με έ­να (πο­λύ μι­κρό έ­ως ε­λάχι­στο, εί­ναι η α­λή­θεια) μέ­ρος της βί­ας που υ­πο­στή­κα­με ό­ταν χρειά­στη­κε, μιλή­σα­με με κά­ποιους φοι­τη­τές (συν­δι­κα­λι­στές, ή ό­χι), στα­θή­κα­με αλ­λη­λέγ­γυοι στον α­γώ­να τους. Ό­λα αυ­τά δεν τα κά­να­με α­πό την ά­πο­ψη ό­τι συμ­με­τέ­χου­με σε μια ε­πα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σί­α, ού­τε α­πό την ά­πο­ψη ό­τι ο­φεί­λου­με να «ε­κτρέ­ψου­με» τις φοι­τη­τι­κές πο­ρεί­ες, σε κά­τι που έ­μοια­ζε να μην το θέ­λουν οι ί­διοι οι φοι­τη­τές. Το κά­να­με α­φε­νός α­πό την ά­πο­ψη της αλ­λη­λεγ­γύ­ης σε έ­να κί­νη­μα που μπο­ρεί να μπλο­κά­ρει μια πτυ­χή του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου σχε­δί­ου, πράγ­μα που θα δώ­σει άλ­λο α­έ­ρα σε μας και στην υ­πό­θε­ση της δι­κής μας α­ντί­στα­σης στους χώ­ρους ερ­γα­σί­ας μας (και ό­χι μό­νο). Και το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο α­πό ό­λα, το κά­ναμε ε­πει­δή θέ­λα­με να κα­τα­νο­ή­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο τις βα­θύ­τε­ρες ε­πι­θυ­μί­ες και α­νά­γκες αυ­τών των υ­πο­κει­μέ­νων, για­τί έ­να πα­ρά­ξε­νο πεί­σμα δεν μας ά­φη­νε να πι­στέψου­με ό­τι ό­λοι αυ­τοί (που ε­πι­μέ­νουν να κα­τε­βαί­νουν στο δρό­μο χω­ρίς κα­μιά εμπει­ρί­α α­γώ­να, μέ­σα σε συν­θή­κες υ­πο­σα­χά­ριας Α­φρι­κής, έ­χο­ντας κα­τα­πιεί όλων των ει­δών τις χη­μεί­ες τύ­που cs και έ­χοντας με­τρή­σει κά­μπο­ση βί­α στα κορ­μιά τους) α­γω­νί­ζο­νται μό­νο για δη­μό­σια δω­ρε­άν παι­δεί­α.
Μια υ­πό­θε­ση ερ­γα­σί­ας που κά­νου­με για πα­ρά­δειγ­μα -και που α­παι­τεί ε­μπει­ρική ε­πι­βε­βαί­ω­ση- εί­ναι ό­τι έ­να μέ­ρος των φοι­τη­τών-τριών έ­πρα­ξαν έ­τσι πιο πο­λύ ε­πει­δή δεν γου­στά­ρουν άλ­λο να εί­ναι οι μα­λά­κες της υ­πό­θε­σης: ξέ­ρο­ντας ό­τι δεν θα χουν πο­τέ το μέλ­λον που πι­θα­νόν φα­ντά­στη­καν, δεν εί­ναι πρό­θυ­μοι να πλη­ρώ­σουν γραμ­μά­τια α­κρι­βό­τε­ρα α­πό αυ­τά που τους α­να­λο­γούν, στο πα­ρόν. Πιο απλά: «Δεν φτάνει που μας ετοιμάζεται για αναλώσιμο υλικο, θέλετε να λιώσουμε από τώρα;». Αν αυ­τή η υ­πό­θε­ση εργα­σί­ας εί­ναι σω­στή, δη­μιουρ­γεί­ται ή­δη έ­να γό­νι­μο έ­δα­φος για την κα­τα­στρο­φή ψευ­δαι­σθή­σε­ων κοι­νω­νι­κής α­νό­δου και για την δη­μιουρ­γί­α μί­ας νέ­ας συνεί­δη­σης που θα κα­τα­νο­εί σε βά­θος ό­τι η ση­με­ρι­νή τά­ση του κε­φα­λαί­ου να μετα­τρέ­πει την συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α των α­πο­φοί­των των α­νώ­τε­ρων σχο­λών σε υ­πο­τι­μη­μέ­νους ερ­γά­τες (αυ­τό που, χω­ρίς να εί­χε την πλή­ρη μορ­φή που έ­χει σή­με­ρα, ο­νο­μά­στη­κε σε μια πα­λιό­τε­ρη πε­ρί­ο­δο «α­ντι­κει­με­νι­κή προ­λε­τα­ριοποί­η­ση της δια­νο­η­τι­κής ερ­γα­σί­ας») έ­χει ε­λά­χι­στες πι­θα­νό­τη­τες να α­να­στρα­φεί, και ά­ρα οι α­το­μι­κές λύ­σεις διε­ξό­δου α­πό αυ­τή την κα­τά­στα­ση εί­ναι περιο­ρι­σμέ­νες, για πε­ριο­ρι­σμέ­νους και σί­γου­ρα ε­πώ­δυ­νες (δη­λα­δή α­παι­τούν αντί­τι­μο ά­πει­ρων ερ­γα­το­ω­ρών, πολ­λές ε­πι­κύ­ψεις, και α­νε­ξά­ντλη­τες υ­πο­χω­ρήσεις και υ­πο­μο­νή ε­νώ­πιον προ­ϊ­στα­μέ­νων και α­φε­ντι­κών). Ο­πό­τε ο άλ­λος δρόμος που μέ­νει στους φοι­τη­τές-τριες εί­ναι η συλ­λο­γι­κή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση αυτής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και η δρά­ση που υ­πα­γο­ρεύ­ει αυ­τή η συ­νει­δη­το­ποί­ηση: η συ­γκρό­τη­ση τους δη­λα­δή σαν συ­νει­δη­τή και έ­μπρα­κτη κοι­νό­τη­τα συμ­φε­ρόντων μα­ζί με τους άλ­λους εκ­με­ταλ­λευό­με­νους σε σχέ­ση α­ντα­γω­νι­στι­κή με την κυ­ριαρ­χί­α (αυ­τό που ο­νο­μα­ζό­ταν πα­λιά «υ­πο­κει­με­νι­κή προ­λε­τα­ριο­ποί­η­ση»). Ό­πως και να χει το πράγ­μα, αυ­τή εί­ναι μια υ­πό­θε­ση ερ­γα­σί­ας που μέ­νει να δια­ψευ­στεί, ή να ε­πι­βε­βαιω­θεί.
Αυ­τό που έ­χει τώ­ρα ση­μα­σί­α εί­ναι οι ί­διοι οι ρι­ζο­σπά­στες φοι­τη­τές να μιλή­σουν για τον α­γώ­να τους, για τις ε­πι­θυ­μί­ες και για τις α­νά­γκες τους και για την δη­μιουρ­γί­α αυ­τών των σχέ­σε­ων που θα τις α­φή­σουν να α­να­πτυ­χθούν μέσα στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο. Να α­να­πτυ­χθούν με τον τρό­πο που θα ευ­νο­εί το ξε­πέ­ρασμα των ση­με­ρι­νών κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων.



1. Για να ξε­κα­θα­ρί­σου­με κά­τι: οι κα­τα­κτή­σεις αυ­τές δεν ή­ταν κα­τα­κτή­σεις των ρι­ζο­σπα­στών φοι­τη­τών, ή της α­ρι­στε­ράς· ή­ταν κα­τα­κτή­σεις του συλ­λο­γι­κού υ­πο­κειμέ­νου(φοι­τη­τών κυ­ρί­ως, αλ­λά ό­χι μό­νο) των α­γώ­νων αυ­τής της πε­ριό­δου.
2. Π.χ, στα ΤΕΙ Α­θή­νας. Α­ντι­γρά­φου­με α­πό προ­κή­ρυ­ξη του συ­ντο­νι­στι­κού κα­τά­ληψης που μοι­ρά­στη­κε στην πο­ρεί­α της 8ης Ιου­νί­ου: «Ο α­γώ­νας που αυ­τή την στιγ­μή διε­ξά­γε­ται δεν μπο­ρεί να πε­ριο­ρι­στεί στην δια­σφά­λι­ση κε­κτη­μένων πα­λιό­τε­ρων α­γώ­νων. Δεν σκο­πεύ­ου­με να ε­πα­να­φέ­ρου­με την προ­η­γού­με­νη κατά­στα­ση της παι­δεί­ας, αλ­λά στο­χεύ­ου­με σε μια πιο ευ­ρεί­α αλ­λα­γή της που δεν μπο­ρεί πα­ρά να α­παι­τεί ρι­ζι­κές αλ­λα­γές στις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Αλ­λα­γές που δεν μπο­ρούν να κα­τα­γρα­φούν σαν μια α­πο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νη πρό­τα­ση α­φού οι τά­σεις που συμ­με­τέ­χουν σε έ­να κί­νη­μα εί­ναι διά­φο­ρες και με­ρι­κές φο­ρές α­ντι­θε­τι­κές ό­σον α­φο­ρά τους τε­λι­κούς στό­χους της κά­θε μιας. Ω­στό­σο στην βά­ση της ο­ρι­ζό­ντιας ορ­γά­νω­σης και του α­δια­με­σο­λά­βη­του α­γώ­να, μπο­ρούν αν συ­νερ­γα­στούν ό­λες οι δυ­νά­μεις που μά­χο­νται για μια ο­λο­κλη­ρω­τι­κή ή με­ρική κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή. Φυ­σι­κά α­πό την συ­νερ­γα­σί­α αυ­τή α­πο­κλεί­ο­νται ό­λες οι γρα­φειο­κρα­τι­κές και συμ­βι­βα­σμέ­νες ορ­γα­νώ­σεις εί­τε αυ­τές εί­ναι ξε­κά­θαρα ταγ­μέ­νες στην πλευ­ρά του κα­θε­στώ­τος, εί­τε πλα­σά­ρουν έ­να α­γω­νι­στι­κό πρόσω­πο».
3. Η θέ­α των κα­μέ­νων τρα­πε­ζών και των δια­λυ­μέ­νων sex shops εί­ναι του­λά­χι­στον γο­η­τευ­τι­κή σαν μια κα­θα­ρή έκ­φρα­ση του μί­σους που χρω­στά­με σε κρά­τος και α­φε­ντι­κά. Ρω­τά­με ό­μως: σε μια Συγ­γρού που δεν υ­πάρ­χει ούτε ρου­θού­νι μπά­τσου σε α­πό­στα­ση ε­κα­το­ντά­δων μέ­τρων και με δε­δο­μέ­νο το ό­τι εί­χε προ­η­γη­θεί μια πο­ρεί­α που εί­χε ε­πι­τε­θεί στην α­στυ­νο­μί­α μια βδο­μά­δα πριν και εί­χε κα­τα­στα­λεί ά­γρια, ποιο διά­ο­λο ε­ξυ­πη­ρε­τού­σαν τα μπά­χα­λα σε τρά­πε­ζες, αυ­το­κί­νη­τα και μα­γα­ζιά; Ποιο διά­ο­λο με την έν­νοια ό­τι έ­δω­σαν μια δι­πλή ευ­και­ρί­α στο κρά­τος και στην α­ρι­στε­ρά του: α­φε­νός «να τι γί­νε­ται όταν η α­στυ­νο­μί­α α­φή­νει τους τα­ρα­χο­ποιούς και δεν ε­πεμ­βαί­νει» και α­φε­τέρου μια κα­λή ευ­και­ρί­α δια­χω­ρι­σμού των «ει­δι­κών της βί­ας», α­πό τους «ει­ρηνι­κούς» φοι­τη­τές (το πρώ­το πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το δεύ­τε­ρο). Εν πά­σει πε­ρι­πτώ­σει ε­κτός α­πό α­νά­λη­ψη της «ερ­γο­λα­βί­ας της βί­ας» δεν συ­νι­στούν πα­ράλ­λη­λα και μια ε­πί­δει­ξη γρα­φι­κό­τη­τας (εκ μέρους ε­νός κομ­μα­τιού της α­ναρ­χί­ας/αυ­το­νο­μί­ας); Εί­χαν κα­μί­α σχέ­ση αυ­τά τα μπά­χα­λα, ό­πως και τα α­ντί­στοι­χα στο χώ­ρο του πο­λυ­τε­χνεί­ου μια βδο­μά­δα μετά, με αυ­τά της πο­ρεί­ας της 8ης Ιου­νί­ου, ή με την (πε­ριο­ρι­σμέ­νη έ­στω) σύ­γκρου­ση στα προ­πύ­λαια και στην νομι­κή της 27ης Ιου­νί­ου που οι ίδιοι οι φοι­τη­τές -δη­λα­δή τα ί­δια τα υ­πο­κεί­με­να του κι­νή­μα­τος α­νε­ξάρ­τη­τα από την πο­λι­τι­κή τους ταυ­τό­τη­τα- ή­ταν το κύ­ριο υ­πο­κεί­με­νο της σύ­γκρου­σης;
Εν πά­σει πε­ρι­πτώ­σει, υ­πάρ­χει βί­α α­ντα­γω­νι­στι­κή/συλ­λο­γι­κή και βί­α γρα­φειο­κρα­τι­κή/χει­ρα­γω­γι­κή ή ό­χι; Κά­θε α­πά­ντη­ση ευ­πρόσ­δε­κτη.
4. Δύ­ο α­πό τα βα­σι­κά συν­θή­μα­τα της δια­μαρ­τυ­ρί­ας ή­ταν: Μέ­χρι τις Βρυ­ξέ­λες, να α­κου­στεί κα­λά/ δεν θέ­λου­με ειδί­κευ­ση, θέ­λου­με δου­λειά και Θέ­λου­με δου­λειά και ό­χι α­νερ­γί­α/ την κρί­ση να πλη­ρώ­σει η ο­λι­γαρ­χί­α.
5. Σε μια δη­μό­σια συ­ζή­τη­ση πριν κα­μιά δε­κα­ριά χρό­νια εί­χα­με πει ό­τι το σύν­θη­μα δη­μό­σια δω­ρε­άν παι­δεί­α εμπε­ριέ­χει τρί­α ψέ­μα­τα. Πρώ­τον, η παι­δεί­α δεν εί­ναι δη­μό­σια α­φού δεν α­πο­φασί­ζει γι’ αυ­τήν ο δή­μος (δηλ. «ο λα­ός», για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τους ό­ρους της α­ρι­στε­ράς)· δεύ­τε­ρο δεν εί­ναι δω­ρε­άν ε­πει­δή χρειά­ζε­σαι μια πε­ριου­σία (για να μπεις σε και να) βγά­λεις μια σχο­λή· και τρί­τον δεν εί­ναι παι­δεί­α, δηλ. πο­λύ­πλευ­ρη μόρ­φω­ση/διά­νοι­ξη ο­ρί­ζο­ντων κλπ, αλ­λά εκ­παί­δευ­ση δη­λα­δή κρα­τι­κά θε­σμι­σμέ­νη κα­τάρ­τι­ση). Σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση αυ­τός εί­ναι ο σκλη­ρός πυ­ρή­νας της «τα­ξι­κό­τη­τας» της: η ι­δε­ο­λο­γι­κή/δια­χω­ρι­στι­κή της φύ­ση και λει­τουρ­γί­α και ό­χι η πα­ρε­μπό­δι­ση των χα­μη­λών οι­κο­νο­μι­κών στρω­μά­των να κάνουν τους γό­νους τους μι­κρο­α­στούς..
6. Ό­ποιος κά­νει τον κό­πο να δια­βά­σει αυ­τά που εί­πε ο Γιωρ­γά­κης στην προ η­με­ρη­σί­ας δια­τά­ξε­ως συ­ζήτη­ση για την παι­δεί­α στην Βου­λή, θα συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πό­σο έ­χει κα­τα­τρο­πωθεί η α­ρι­στε­ρά α­πό την α­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α και πό­σο ξε­πε­ρα­σμέ­νη εί­ναι σή­μερα.

Mία μεγάλη υποσημείωση

Σε αυ­τό το κεί­μενο δεν συμ­φω­νούν ό­λα τα μέ­ρη της δια­δι­κα­σί­ας σε τέ­τοιο βαθ­μό ώ­στε να εί­ναι σε θέ­ση να το υ­πε­ρα­σπι­στούν δη­μό­σια. Ως εκ τού­του, και έ­χο­ντας κά­ποιες διαφω­νί­ες εί­μα­στε υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι του­λά­χι­στον να τις πε­ρι­γρά­ψου­με.
Σε γε­νι­κές γραμ­μές υ­πάρ­χουν πο­λύ σο­βα­ρές θε­ω­ρη­τι­κές εν­στά­σεις πά­νω στην α­νά­λυ­ση που γί­νε­ται για τον ρό­λο του πα­νε­πι­στη­μί­ου, σή­με­ρα. Ό­πως έ­χει πει προ α­μνη­μο­νεύ­των χρό­νων ο Πι­λα­λί: «Τα πα­νε­πι­στή­μια πα­ρά­γουν ει­δι­κό­τητες και ό­χι προ­σω­πι­κό­τη­τες». Στο πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο υ­πάρ­χουν δύο λει­τουργί­ες που α­να­γνω­ρί­ζο­νται στον θε­σμό πα­νε­πι­στή­μιο: ι­δε­ο­λο­γι­κή και πα­ρα­γω­γική. Ω­στό­σο για ε­μάς, σφάλλει το κείμενο ό­ταν ε­στιά­ζει κα­τά βά­σην στην ι­δε­ο­λο­γι­κή λει­τουρ­γί­α του πα­νε­πι­στη­μί­ου, που ει­δι­κά σήμε­ρα εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρη σε ι­σχύ, σε σχέ­ση με το life style και τα ΜΜΕ. Ως εκ τού­του και α­πό την στιγ­μή που παίρ­νεις λά­θος τραί­νο «ό­λοι οι σταθ­μοί θα εί­ναι οι λά­θος σταθ­μοί». Για­τί α­πό ε­κεί και κά­τω το κεί­με­νο κα­τά την γνώ­μη μας φαί­νε­ται να στο­χεύ­ει διαρ­κώς λά­θος. Ας πού­με τι σχέ­ση έχει η ι­δε­ο­λο­γι­κή λει­τουρ­γί­α του πα­νε­πι­στη­μί­ου με την παν­σπερ­μί­α σχο­λών σε κά­θε κω­μό­πο­λη; Αυ­τό για ε­μάς έ­χει να κά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο με τον πολι­τι­κό, α­να­δια­νε­μη­τι­κό ρό­λο του πα­νε­πι­στη­μί­ου πα­ρά με ο­ποιον­δή­πο­τε ι­δεο­λο­γι­κό. Συ­νο­λι­κά, πά­ντως το κεί­με­νο φαί­νε­ται να ε­ντο­πί­ζει το πρό­βλη­μα στην ι­δε­ο­λο­γι­κή σφαί­ρα πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ό­τι χρειά­ζε­ται, (και συ­χνά βέβαια α­κό­μα και σ’ αυ­τό το κά­νει λά­θος –ποιος σχε­τί­ζει στα 2006 την κοινω­νι­κή πρό­ο­δο με το πτυ­χί­ο;).
Μί­α δεύ­τε­ρη δια­φω­νί­α έ­χει να κά­νει με την γε­νι­κή κα­τεύ­θυν­ση του κει­μέ­νου και τα ζη­τή­μα­τα που ε­πι­λέ­γει να θί­ξει. Για πα­ρά­δειγ­μα θε­ω­ρού­με πιο ση­μαντι­κό να ει­πω­θούν πράγ­μα­τα για την πα­ρα­γω­γι­κή και πο­λι­τι­κή ση­μα­σί­α του πανε­πι­στη­μί­ου στην Ελ­λά­δα, και να στα­θού­με πα­ρα­πά­νω σε αυ­τό προ­κει­μέ­νου να δού­με τις υ­λι­κές συν­θή­κες που πα­ρά­γει. Η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι α­ντι­φά­σκω­ντας το κεί­με­νο με τον ε­αυ­τό του προ­σπα­θεί να κά­νει αυ­τό, αλ­λά το κά­νει με λά­θος τρόπο.
Μί­α τρί­τη δια­φω­νί­α που εί­ναι για ε­μάς πο­λύ ση­μα­ντι­κή εί­ναι το ό­τι α­ντι­λαμβά­νε­ται τους φοι­τη­τές σαν κά­τι που α­πο­τε­λεί με τον έ­ναν ή τον άλ­λο τρό­πο μί­α κοι­νω­νι­κή ε­νό­τη­τα. Δεν υ­πάρ­χουν κοι­νω­νι­κές και οι­κο­νο­μι­κές δια­φο­ρές, ας πού­με, στα πα­νε­πι­στή­μια; Για ε­μάς το πρώ­το ε­ρώ­τη­μα που θα πρέ­πει να α­παντά­ται σε σχέ­ση με την συ­γκε­κρι­μέ­νη κοι­νω­νι­κή ο­μά­δα εί­ναι το κα­τά πό­σο υπάρ­χουν α­ντι­τι­θέ­με­να συμ­φέ­ρο­ντα ε­ντός της. Εί­ναι ί­διος ο φοι­τητής της ια­τρι­κής ή της νο­μι­κής που θα κλη­ρο­νο­μή­σει την δου­λειά του μπα­μπά του με έ­ναν άλ­λο που ο μπα­μπάς του δεν έ­χει ια­τρεί­ο ή δι­κη­γο­ρι­κό γρα­φεί­ο; Και σε άλ­λο ε­πί­πε­δο: εί­ναι ί­διοι οι φοι­τη­τές (κοι­νω­νι­κά και ας μας ε­πι­τραπεί να πού­με και τα­ξι­κά) του τμή­μα­τος ε­πι­στή­μης υ­πο­λο­γι­στών, με τους φοιτη­τές ι­χθυο­καλ­λιέρ­γειας;
Μί­α τε­λευ­ταί­α δια­φω­νί­α και κλεί­νου­με ε­δώ έ­χει να κά­νει με το ε­πί­πε­δο στο ο­ποί­ο α­σκεί­ται η κρι­τι­κή στο φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα κά­τι το ο­ποί­ο δεν εί­ναι μόνο α­δυ­να­μί­α των συ­ντρό­φων του πε­ριο­δι­κού. Δυ­στυ­χώς, ό­πο­τε οι φοι­τη­τές και η νε­ο­λαί­α κά­νει κά­τι σε κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό ε­πί­πε­δο η σύ­γκρι­ση εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη: «η χρυ­σή δε­κα­ε­τί­α του ‘60». Ω­στό­σο, η α­νά­λυ­ση των συ­ντρό­φων δεν δια­κα­τέ­χε­ται α­κρι­βώς α­πό αυ­τό αν και κά­νει έ­να δύ­ο στρα­βο­πα­τή­μα­τα, το βα­σι­κό πράγ­μα που α­γνο­εί εί­ναι ό­τι το ’68 το φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα ή­ταν έ­να επί μέ­ρους κομ­μά­τι μί­ας γε­νι­κό­τε­ρης ε­πα­να­στα­τι­κής κί­νη­σης που ε­κτει­νόταν σχε­δόν σε ό­λους τους το­μείς της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, α­πό την τέχνη μέ­χρι την σε­ξουα­λι­κό­τη­τα, και α­πό την ια­τρι­κή μέ­χρι την ερ­γα­σί­α της νοι­κο­κυ­ράς… Σή­με­ρα, εν τη α­που­σί­α ε­νός τέ­τοιου πράγ­μα­τος πως και για­τί κρίνου­με τις φοι­τη­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις;