Τεύχος Έκτο - Υποσημειώσεις στο κεφάλαιο της σοφίας
Φαίνονται μεγάλοι γιατί είμαστε σκυφτοί
Καιρός να σηκωθούμε να σκύψουνε αυτοί.
(σύνθημα που ακουγόταν από ορισμένα φοιτητικά μπλοκ στις πορείες)
Η εκπαιδευτική διαδικασία, σαν μέθοδος και σαν σκοπός, βρίσκεται για διάφορους λόγους στο μάτι του κυκλώνα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης παγκόσμια τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στην Ελλάδα, ειδικότερα η κρατική πολιτική στον συγκεκριμένο τομέα, αν λάβουμε σοβαρά υπόψη την γνώμη των ειδικών (που σιγά να μην την λάβουμε), πάσχει από τα σύνδρομα «απουσία μακροπρόθεσμου οράματος» και «το ανέφικτο των μεταρρυθμίσεων». «Η εκπαιδευτική κρίση και η ανάγκη αντιμετώπισης της», οι προτάσεις μερικών «ειδικών» (επιτροπή σοφών) με βάση τις οποίες φτιάχτηκε ένα προσχέδιο νόμου, που «διέρρευσε» στο δημόσιο χώρο πριν κατατεθεί και η μετά από χρόνια δυναμική απάντηση των φοιτητών σε όλα αυτά, ήταν οι πρώτες ύλες αυτού που σχεδόν καθημερινά ζήσαμε για ένα δίμηνο, από τον περασμένο Μάιο.
Είναι ανάγκη μια έστω συνοπτική ανάγνωση του ζητήματος της εκπαίδευσης και της κατανόησης της «κρίσης» της μέσα σε μια ιστορική προοπτική, προκειμένου να γίνει δυνατή η κατανόηση της κατάστασης που διαμορφώνεται σήμερα τόσο για τα αφεντικά, όσο και για μας.
Η ανώτερη εκπαίδευση στον καπιταλισμό καλείται να επιτελέσει -γενικά μιλώντας- δύο λειτουργίες. Αφενός μια λειτουργία τεχνική/παραγωγική και αφετέρου μια λειτουργία ιδεολογική/αναπαραγωγική. Η πρώτη συνίσταται στην δημιουργία ενός εξειδικευμένου σε ανώτερο επίπεδο εργατικού δυναμικού ικανού να στελεχώσει την καπιταλιστική μηχανή σε κάθε τμήμα της στις υψηλές ή έστω στις μεσαίες θέσεις της ιεραρχίας του καταμερισμού εργασίας. Η δεύτερη συνίσταται στην μεταβίβαση σ’ αυτό τον πληθυσμό ενός συνόλου αντιλήψεων και ιδεών, ενός τρόπου θέασης του κόσμου δηλαδή, στα πλαίσια του οποίου κεντρική θέση θα κατέχει η αρχή της εκλογίκευσης και της δικαίωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Κρίση της καπιταλιστικής εκπαίδευσης σημαίνει χοντρικά αδυναμία επιτυχούς επιτέλεσης των παραπάνω λειτουργιών.
Υπό αυτή την οπτική η κρίση της καπιταλιστικής εκπαίδευσης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Επίσης η αιτιολογία του, από μια ανταγωνιστική σκοπιά, δεν πρέπει να αναζητείται σε «τεχνικές» δυσλειτουργίες του συστήματος. Είναι φαινόμενο κοινωνικό-ιστορικό, φαινόμενο προσδιορισμένο δηλαδή από τον κοινωνικό ανταγωνισμό και έχει μια ιστορία τουλάχιστον σαράντα χρόνων.
Ήταν μέσα στην δεκαετία του ‘60 όταν για πρώτη φορά σε μια ιστορική προοπτική αμφισβητήθηκε, τόσο έντονα και σε τόσο μεγάλο βάθος, η καπιταλιστική εκπαίδευση συνολικά και το πανεπιστήμιο ειδικότερα, από τους ίδιους τους φοιτητές με τρόπο ριζικό και σφοδρό. Οι επαναστάτες φοιτητές του Μπέρκλεϋ και των άλλων πανεπιστημίων των ΗΠΑ, της Σορβόννης και της Πράγας, του Βελιγραδίου και της Ιστανμπούλ, του Τόκιο και της πόλης του Μεξικό, για να κάνουμε μια ενδεικτική αναφορά σε μια πολιτική γεωγραφία που έτεινε να επεκταθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ιδιωτικού και του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, θέσανε ενώπιον της κυριαρχίας ένα απλό ζήτημα. Το ζήτημα της γνώσης και του τρόπου παραγωγής της, το ζήτημα της δήθεν «αντικειμενικότητας» του χαρακτήρα της, και το ζήτημα του «ορθολογικά» προσδιορισμένου σκοπού της. Με πιο απλούς όρους: θέσανε το ζήτημα της καπιταλιστικής γνώσης σαν γνώσης που στοχεύει στον εξορθολογισμό του καπιταλισμού. Στοχεύοντας έτσι στην καρδιά της ιδεολογικής λειτουργίας του Πανεπιστημίου.
Και αυτά τα πράγματα που λέμε δεν τα θέσανε σε κανένα διεθνές επιστημονικό συνέδριο (αν και έγινε και αυτό), ούτε σε καμία ανώδυνη συζήτηση υψηλής φιλοσοφίας. Τα θέσανε στα αμφιθέατρα και στους δρόμους, τα θέσανε σε συνελεύσεις και στα οδοφράγματα, τα θέσανε σε συλλογικά εγχειρήματα αυτομόρφωσης και σε άλλους ανταγωνιστικούς θεσμούς που δημιουργήσανε, τα θέσανε στα εργοστάσια και στις γειτονιές των εκμεταλλευόμενων. Για παράδειγμα το σύνθημα «Το πιο φωτεινό πανεπιστήμιο, είναι αυτό που καίγεται», μπορεί να ακούγεται «ακραίο» (ή έστω «γραφικό») στους καιρούς που ζούμε, αλλά δεν το επινόησαν χούλιγκαν ούτε αναρχικοί. Το επινόησαν υποκείμενα του κοινωνικού ανταγωνισμού, που είχαν διεισδύσει σε βαθύτερα στρώματα την κατανόηση τους για αυτόν τον κόσμο.
Αυτή η κατανόηση τους ωθούσε να θέσουν παράλληλα μια διαυγή συνείδηση: ότι κρίση της καπιταλιστικής εκπαίδευσης, κρίση του πανεπιστημίου, κρίση της ίδιας της γνώσης, αποτελούν κλαδιά ενός δένδρου που οι ρίζες του φτάνουν στην καρδιά της καπιταλιστικής σχέσης: στην ίδια την ύπαρξη του κεφαλαίου και στην ίδια την ύπαρξη της κυριαρχίας.
Αυτή η συνείδηση υπήρξε μια κατάκτηση του κοινωνικού ανταγωνισμού που δεν χωρούσε συμβιβασμούς. Η ανατροπή της καπιταλιστικής εκπαίδευσης και δημιουργία ενός νέου θεσμού ριζικά διαφορετικού δεν μπορεί παρά να πηγαίνει χέρι με χέρι με την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και την δημιουργία μιας άλλης κοινωνικής θέσμισης.
Μια κατάκτηση που αφορούσε ακριβώς τα συλλογικά υποκείμενα που θέτανε το ζήτημα σε αυτή την βάση. Επειδή παράλληλα με αυτά αναπτυσσόταν μια τάση μεταρρύθμισης του αστικού πανεπιστήμιου, μια τάση που εκφραζόταν από την παραδοσιακή αριστερά και έκανε σημαία της συνθήματα όπως «δημόσια και δωρεάν παιδεία», «μείωση των ταξικών φραγμών στην εκπαιδευτική διαδικασία», «συνδιαχείριση» των πανεπιστημίων από φοιτητές και καθηγητές, κλπ.
Με δεδομένο -όπως είναι ευρύτερα γνωστό- ότι η καπιταλιστική κοινωνία άντεξε στην επίθεση της έμπρακτης αμφισβήτησης της, και το ίδιο το πανεπιστήμιο διατηρήθηκε ως καπιταλιστικός θεσμός. Το κορμί του όμως έμεινε βαθιά χαραγμένο από τα σημάδια που του προκάλεσε η φοιτητική ανταρσία, έστω και αν πολλά από αυτά γίνανε για μια περίοδο ο απαραίτητος όρος για να συνεχίσει να επιτελεί το ρόλο με τον οποίο επιφορτίστηκε.
Η δημιουργία κάποιων «ελεύθερων πανεπιστημίων» με την εφαρμογή ριζοσπαστικών προγραμμάτων σπουδών και με αυτοδιαχειριστική λειτουργία ήταν το σημαντικότερο αποτέλεσμα των αγώνων των ριζοσπαστών φοιτητών μέσα στις σχολές. Η συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης των πανεπιστημίων («συνδιαχείριση») και ο περιορισμός της καθηγητικής εξουσίας, η παροχή δωρεάν συγγραμμάτων και η μερική χορήγηση στέγης και σίτισης, το δικαίωμα πρόσβασης στην ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης και μελών των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων, ήταν μερικά από τα δευτερεύοντα αποτελέσματα αυτών των αγώνων, όπως εκφράστηκαν μέσα από την «δικαίωση» των αιτημάτων της αριστεράς1.
Όπως όμως είναι –επίσης- ευρύτερα γνωστό, στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν μονίμως κεκτημένα, αλλά μόνο προσωρινά προκεχωρημένα φυλάκια, που ανά πάσα στιγμή, εφόσον οι εμπόλεμοι το επιτρέψουν, μπορούν να χαθούν. Η ήττα τόσων των φοιτητικών υποκειμένων όσο και του ευρύτερου κοινωνικού ανταγωνιστικού κινήματος, και η αφομοίωση του, αφενός άλλαξε το χαρακτήρα αυτών των κατακτήσεων, και αφετέρου έδωσε την ευκαιρία στα αφεντικά να αντεπιτεθούν, να πάρουν πίσω δηλαδή ό,τι είχαν δώσει, όχι μόνο στο πανεπιστήμιο αλλά και στην κοινωνία, πράγμα που άλλαξε για μια φορά τα δεδομένα και δημιούργησε καινούργιες συνθήκες. Η απόπειρα αντεπίθεσης των αφεντικών στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, η απόπειρα επίθεσης δηλαδή στις κατακτήσεις των προηγούμενων δεκαετιών, έλαβε την κωδική ονομασία «κρίση της ανώτατης εκπαίδευσης». Από τις αρχές τα δεκαετίας του ‘80 παγκόσμια, αλλά και στην Ελλάδα ήδη από τις αρχές της μεταπολίτευσης, γινόμαστε μάρτυρες μιας νομοσχεδιολογίας, με την οποία εκδηλώνεται η αντεπίθεση αυτή, μια νομοσχεδιολογία που (υποτίθεται ότι) έχει στόχο κάθε φορά την υπέρβαση αυτής της «κρίσης».
Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα που απαιτεί διευκρίνιση. Και τα αφεντικά μιλάνε για «κρίση» και εμείς, τα ανταγωνιστικά υποκείμενα μιλάμε για κρίση. Εννοούμε όμως τα ίδια πράγματα; Προφανώς όχι. Μιλώντας για κρίση εμείς εννοούμε την επιθετική κίνηση των φοιτητών ενάντια στον κρατικό θεσμό πανεπιστήμιο ως παραγωγικό και ιδεολογικό προμαχώνα της κυριαρχίας. Χρησιμοποιώντας το επιχείρημα της «κρίσης» τα αφεντικά δηλώνουν την επιθετική τους κίνηση ενάντια στις κατακτήσεις του φοιτητικού κινήματος των προηγούμενων δεκαετιών. Πιο απλά: κρίση από την ανταγωνιστική σκοπιά σημαίνει έμπρακτη κριτική, «κρίση» από την πλευρά της κυριαρχίας σημαίνει τεχνική δυσλειτουργία στην παραγωγή κέρδους και στην μείωση του κόστους. Σε πρακτικό επίπεδο οι δύο αυτές καταστάσεις μπορεί να συνυπάρχουν, μπορεί και όχι, ανάλογα με την εκάστοτε κοινωνικό-ιστορική συνθήκη.
Η κυρίαρχη ιδεολογία έχει προσδιορίσει σε ένα βαθμό τις συντεταγμένες της σημερινής «κρίσης». Γι’ αυτήν το πανεπιστήμιο -και δη το μαζικό πανεπιστήμιο- ως κρατικός θεσμός είναι ξεπερασμένος, όσον αφορά την οικονομική του συνιστώσα, αφού ανήκει σε προηγούμενες μορφές κρατικής θέσμισης. Για το νεοφιλελεύθερο κράτος το μαζικό πανεπιστήμιο κοστίζει πολύ περισσότερο από ό,τι προσφέρει. Απουσία διδάκτρων, δωρεάν συγγράμματα, σίτιση και στέγαση (έστω και στο μικρό βαθμό που προσφέρονται), δεν ήταν ποτέ αντίδωρα καλών προθέσεων, ήταν πάντα κατακτήσεις και ενδείξεις ενός συσχετισμού δυνάμεων που είχε αντιστραφεί. Το νεοφιλελεύθερο κράτος, σαν μια σχέση που εκφράζει ένα αντίθετο συσχετισμό δύναμης, που εκφράζει την υπεροχή των αφεντικών στην πάλη τους με τους εκμεταλλευόμενους τείνει να ξαναπάρει πίσω ότι έχει κερδηθεί. Το αν δεν το έχει καταφέρει ακόμα στο πανεπιστήμιο, όπως το έχει καταφέρει για παράδειγμα στην παραγωγή, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι παρά τον μεταρρυθμιστικό κατά κύριο λόγο χαρακτήρα του σημερινού φοιτητικού κινήματος, το ίδιο έχει καταφέρει να διατηρήσει κάποια κεκτημένα του παρελθόντος. Αυτή άλλωστε είναι η πραγματικότητα που οξύνει περαιτέρω την «κρίση» -ειδικά στην Ελλάδα.
Ωστόσο, η σημερινή κρίση λαμβάνει μια πιο σύνθετη μορφή. Ένα από τα συνθετικά της στοιχεία είναι η ριζική αμφισβήτηση από το νέο πληροφοριακό παράδειγμα της κεντρικότητας του πανεπιστημίου σαν θεσμού παραγωγής/διάδοσης της γνώσης. Το διαδίκτυο, παρόλο που δεν έχει ακόμα ξεδιπλώσει όλες τις δυνατότητες του στον μετασχηματισμό και αυτής της σχέσης, έχει ήδη βάλει τέτοιου τύπου ζητήματα. Θα αναφέρουμε μόνο ένα σχετικό παράδειγμα. Στις ΗΠΑ και γενικότερα στις χώρες της Δύσης (αλλά και στην Ελλάδα σιγά-σιγά), όλο και περισσότεροι ασθενείς πάνε στο γιατρό για να ζητήσουν συμβουλή για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζουν, όχι ως πρόβατα επί σφαγήν όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα, αλλά έχοντας ήδη μια άποψη γι’ αυτό το πρόβλημα, σερφάροντας από πριν στις αντίστοιχες ιστοσελίδες που αφορούν την κατάσταση τους στο διαδίκτυο. Έτσι όμως, η ασυμμετρία της σχέσης γιατρού-ασθενούς, που σε ένα βαθμό οφείλεται στην μονοπώληση της γνώσης της υγείας από τον γιατρό (μια γνώση με κατ’ αποκλειστικότητα πανεπιστημιακή καταγωγή), κλονίζεται. Αντικρίζουμε δηλαδή την ανάδυση μιας συγκρουσιακής σχέσης κατοχής και διαχείρισης της πληροφορίας, στην οποία το πανεπιστήμιο χάνει συνεχώς πόντους από το διαδίκτυο.
Οι σημερινές ανάγκες του κεφαλαίου όμως έχουν αλλάξει τις προτεραιότητες της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Εντάξει, η γνώση που παρέχει το πανεπιστήμιο είναι γνώση καπιταλιστική. Δεν παύει όμως ταυτόχρονα να είναι και γνώση που δεν είναι μέχρι τέλους αξιοποιήσιμη, δεν παύει να είναι γνώση πιο πολύ επιστημονική/θεωρητική παρά τεχνική/πρακτική. Το γεγονός ότι υπάρχει ένας διαρκής κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων και των πανεπιστημιακών τμημάτων, όπως και το ότι το πτυχίο σήμερα είναι περισσότερο προαπαιτούμενο για την συνέχιση σε ένα μεταπτυχιακό τμήμα (πράγμα που ισχύει και τυπικά μετά από τις συμφωνίες της Μπολώνια), παρά πιστοποίηση σπουδών, αποδεικνύει αυτό ακριβώς το πράγμα. Όταν ο πρόεδρος του ΣΕΒ Βορείου Ελλάδας δηλώνει πριν λίγο καιρό, ότι «οι έλληνες απόφοιτοι πανεπιστημίου είναι τενεκέδες» (και δεν φοβάται μην του σπάσει κάποιος απόφοιτος το κεφάλι με ένα τενεκέ), το ίδιο πράγμα λέει με άλλα λόγια, αφού δεν μπορεί να πιστέψει κανείς ότι είναι τενεκέδες αυτοί οι άνθρωποι. Ανεπαρκώς εξειδικευμένοι στην τελευταία τεχνογνωσία μπορεί, τενεκέδες όχι.
Στην πραγματικότητα το ιδανικό για το κεφάλαιο θα ήταν να μπορούσε να επιβάλλει μέχρι τέλους στο πανεπιστήμιο μια λογική τογιοτισμού. Κάθε επιχείρηση να έχει υπό την αρμοδιότητα της ένα πανεπιστημιακό τμήμα, ή μια έδρα, που θα ασχολούνταν μόνο με τα ερευνητικά ενδιαφέροντα της (και που τα έξοδα της θα παρεχόταν βέβαια από τον κρατικό κορβανά, ή καλύτερα από τους ίδιους τους χρήστες). Αυτό το τμήμα θα επιφορτιζόταν με το να της προσφέρει just in time στελέχη, δηλαδή στελέχη επαρκώς καταρτισμένα στον αντίστοιχο τομέα, την ώρα που τα χρειάζεται, για όσο χρόνο τα χρειάζεται, με δυνατότητες αυξημένης ευελιξίας και σε αφθονία. Σε αφθονία για να σέρνει συνεχώς από πίσω τους το μπαμπούλα της ανεργίας με αντίτιμο την πειθάρχηση τους, και για να μπορεί να τους αλλάζει σαν τα πουκάμισα όταν χρειάζεται κάτι «καλύτερο», ή να τους φτύνει σαν τα κουκούτσια σε περιόδους «αναδουλειάς». Αυτήν την τάση μπορούμε να την δούμε ακόμα και σήμερα στο γεγονός ότι οι περισσότερες πανεπιστημιακές σχολές -και δη οι σχολές αιχμής της τεχνολογίας και της έρευνας- έχουν μετατραπεί σε παραρτήματα επιχειρήσεων. Με «χρηματοδότηση» συγκεκριμένων εδρών και ερευνητικών προγραμμάτων, με υποτροφίες σε συγκεκριμένους τομείς, κλπ. Όμως όπως και να χει, και όσον αφορά την κατάρτιση των υποψήφιων εργαζομένων, αυτό το πράγμα το επιτυγχάνει ευκολότερα σήμερα η δια βίου εκπαίδευση παρά το πανεπιστήμιο.
Η «κρίση» του πανεπιστημίου, συγκεκριμένα της παραγωγικής/τεχνικής λειτουργίας του, παίρνει την πιο οξεία της μορφή στην αδυναμία επιτέλεσης του αναδιανεμητικού ρόλου, του ρόλου του ως μηχανισμού καταμερισμού εργασίας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια που έχει αναδυθεί παγκόσμια το φαινόμενο της ανεργίας, όπως και το προηγούμενο και αυτή σαν αποτέλεσμα της ήττας του ανταγωνιστικού κινήματος διεθνώς και των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων που επέβαλλαν τα αφεντικά στην εργασία, τα πράγματα έχουν αλλάξει και σε αυτό τον τομέα. Το χουμε ξαναγράψει χωρίς να πιστεύουμε ότι έχουμε ανακαλύψει την Αμερική. Το μαζικό πανεπιστήμιο, το πανεπιστήμιο δηλαδή του κράτους-πρόνοιας, παράγει μαζική ανεργία. Το μαγικό χαρτάκι που δίνουν οι σχολές ως ανταπόδοση μερικών χαμένων χρόνων ενασχόλησης με το αντικείμενο τους στην πράξη δεν αξίζει πιο πολύ από ένα κωλόχαρτο. Η αποσύνδεση πτυχίου και παραγωγικής διαδικασίας είναι το πιστοποιητικό θανάτου του μαζικού πανεπιστημίου. Η συντριπτική πλειοψηφία των αποφοίτων του πανεπιστημίου σήμερα είτε δουλεύει σε υποτιμημένες δουλειές του τριτογενή τομέα άσχετες με το αντικείμενο σπουδών τους, είτε δουλεύει σε υποτιμημένες θέσεις μερικής απασχόλησης, ή με το βασικό μισθό στο αντικείμενο των σπουδών τους, είτε βρίσκεται σε κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών επειδή το «ένα πτυχίο δεν φτάνει», είτε είναι άνεργοι.
Ειδικά αυτή η όψη της «κρίσης» είναι και η πιο δραματική για την κοινωνική συνείδηση και η πιο δύσκολη να χωνευτεί στην Ελλάδα. Όταν γενιές ανθρώπων έχουν μεγαλώσει και φτάσει στα 18 τους χρόνια, ακούγοντας από την ώρα που γεννήθηκαν, κάθε μέρα σε κάθε γιορτή και σε κάθε «οικονομική αποτυχία» της οικογένειας, σαν ευχή και σαν κατάρα ταυτόχρονα, «μάθε παιδί μου γράμματα», ή «σπούδασε για να μην γίνεις σαν και μας», ένα φαινόμενο που εκφράζει την πεμπτουσία του μικροαστικού οράματος της κοινωνικής ανόδου, και ενσαρκώθηκε τόσο στην αριστερή όσο και στην δεξιά εθνική ιδεολογία, είναι δύσκολο να περιμένεις την συναίνεση στην καταστροφή του. Ακόμα και σήμερα που οι ψευδαισθήσεις για «κοινωνική καταξίωση» μέσω της κατοχής ενός πτυχίου, είναι πολύ λιγότερες από ότι παλιότερα. Ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που ψήφισαν και στήριξαν καταλήψεις, ακόμα και ενάντια στο Γιωργάκη, υπερασπίστηκαν την δυνατότητα της συντήρησης αυτής της ψευδαίσθησης.
Η αστική σκέψη αναγνώριζε ανέκαθεν το πανεπιστήμιο ως «το θεματοφύλακα των αστικών αξιών» (εκτός από αυτήν της αξιοκρατίας, και της κοινωνικής καταξίωσης μέσω της διανοητικής επαγγελματικής θέσης που αναφέραμε ήδη): την ελευθερία στην κυκλοφορία των ιδεών, την διαρκή και αταλάντευτη προσπάθεια για την αναζήτηση της αλήθειας, την ευγενή άμιλλα και της συνεργασία μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας. Το γεγονός ότι όλα αυτά ακούγονται τουλάχιστον αστεία σε όποιον έχει έστω και στοιχειώδη επαφή με τον θεσμό, είναι η εκ νέου απόδειξη της ιδεολογικής του κρίσης. Για παράδειγμα κάθε βδομάδα δημοσιεύονται στον τύπο (με τελευταίο παράδειγμα την κρίση στο πανεπιστήμιο Κρήτης και τον «τυχαίο» θάνατο του καθηγητή Αλεξανδρόπουλου), καταγγελίες μεταξύ εδρών για ατασθαλίες και αθέμιτο ανταγωνισμό, πράγματα που αποτυπώνουν σε ένα βαθμό την σφαγή που λαμβάνει χώρα υπόγεια για το μοίρασμα της οικονομικής πίτας των χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων. Άντε τώρα να πείσεις τον «καλόπιστο» φοιτητή, ότι εσύ ο καθηγητής, ο πρύτανης, ο υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος, η προσωποποίηση του θεσμού, έχεις να προτείνεις οποιαδήποτε άλλη αξία εκτός από τον κυνισμό ενός ανθρωποφάγου ανταγωνισμού.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα αναντίρρητο γεγονός. Τα πρότυπα τελευταία κοπής που κατασκεύασε η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία δεν είχαν ανάγκη τον πανεπιστημιακό θεσμό για την κατασκευή τους, που εξάλλου παρουσιάζει μια παραδοσιακή «δύναμη αδράνειας» στην προσαρμογή του στις νέα συνθήκες. Αντίθετα παράχθηκαν από life-style περιοδικά, την τηλεόραση και γενικά από τον σκληρό πυρήνα των ιδιωτικών ΜΜΕ.
Έχοντας στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας όλα αυτά (ή και στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού, αλλά πάντως μέσα στο κεφάλι, ούτε από πάνω, ούτε από κάτω), μπορούμε να διακρίνουμε τον ορίζοντα της σημερινής εκδοχής της «κρίσης», όπως προσπάθησαν να τον σκιαγραφήσουν οι «σοφοί».
Δύο είναι κεντρικά σημεία των προτάσεων της επιτροπής: το ένα η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος που θα επιτρέψει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και το άλλο η περαιτέρω εντατικοποίηση των σπουδών (με ορισμό ανώτερου χρόνου φοίτησης, ανώτερου ορίου εξεταστικών ανά μάθημα, κλπ). Κάποιες επιπλέον προτάσεις κινούνται στις γραμμές της πρώτης πρότασης και αφορούν την εισαγωγή managers στα πανεπιστήμια, την επιβολή διδάκτρων κλπ. Υπάρχει επίσης και το ζήτημα του ασύλου αλλά με αυτό δεν θα ασχοληθούμε καθόλου, έχουν άλλωστε ειπωθεί τόσα πολλά σχετικά.
Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στόχο έχει αφενός την μείωση του κόστους της ανώτατης εκπαίδευσης για το κράτος και αφετέρου την βελτίωση της λειτουργικότητας της για το κεφάλαιο. Είπαμε ότι στην λογική του κεφαλαίου είναι να έχει κάθε επιχείρηση ένα παράρτημα όπου θα εκπαιδεύεται το προσωπικό της και θα επιδίδεται στην έρευνα. Αν αυτή η διαδικασία εκπαίδευσης δεν βαραίνει και την ίδια την επιχείρηση, αυτό θα ήταν το ιδανικότερο. Από την άλλη, το ιδιωτικό πανεπιστήμιο θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος διαμεσολαβητής των επιδιώξεων κάποιων στρωμάτων του κεφαλαίου, κυρίως σε τομείς που η κρατική νομοθεσία βάζει ορισμένους φραγμούς για την έρευνα και την τεχνική εφαρμογή της. Ο πειρασμός για παράδειγμα της βιοτεχνολογίας είναι πολύ μεγάλος για τα πιο «προοδευτικά» στρώματα του κεφαλαίου.
Στον ίδιο στόχο στοχεύουν τόσο η εισαγωγή managers στην διαχείριση των οικονομικών των πανεπιστημίων, όσο και τα πολλαπλά συγγράμματα, η επιβολή διδάκτρων, κλπ. Η διαχείριση των οικονομικών είναι απαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας κάθε σωστής επιχείρησης. Ο στόχος είναι προφανής: μείωση του κοινωνικού μισθού (των υπολειμμάτων του κράτους πρόνοιας) και μετακύλιση του κόστους της εκπαίδευσης στους «χρήστες».
Σε αυτό το πλαίσιο σκέψης, η περαιτέρω εντατικοποίηση των σπουδών που επιχειρείται φαντάζει άνευ αντικειμένου: τι ενοχλεί το κράτος ο «αιώνιος» φοιτητής που δεν δικαιούται ούτε επιπλέον συγγράμματα, ούτε δωρεάν σίτιση, στέγαση ή μεταφορά. Και όμως αντικείμενο στόχευσης υπάρχει. Είναι το προ-παραγωγικό υποκείμενο φοιτητής που πρέπει να προετοιμαστεί ιδεολογικά καταρχήν στην πειθαρχία των νέων συνθηκών εργασίας που θα μπει μετά την «φοιτητική ζωή», δηλαδή στην εντατικοποιημένη, ευέλικτη, ανασφάλιστη, κινητική εργασία. Είτε αυτή η εργασία αφορά το αντικείμενο των σπουδών του, είτε όχι.
Είναι επίσης η άνοδος του κάθε πανεπιστημιακού τμήματος στην κλίμακα αξιολόγησης που καταρτίζεται από την γραφειοκρατία της ευρωπαϊκής ένωσης προκειμένου να υποδειχτούν οι πιο αξιόλογες ευκαιρίες για επενδυτικές δραστηριότητες στο κεφάλαιο. Εννοείται ότι όσο πιο αυστηρά είναι τα προγράμματα σπουδών και όσο πιο πειθαρχημένα τα φοιτητικά υποκείμενα, τόσο πιο υψηλή είναι η αξιολόγηση, στην σχετική κλίμακα.
Η ιστορία της αντίστασης των φοιτητών στα σχέδια του κράτους και του κεφαλαίου στην ελλάδα, ειδικά στην εικοσαετία 1979-1998, είναι ένα από τα πολλά πράγματα που μένει να γίνουν αντικείμενο έρευνας της ανταγωνιστικής επεξεργασίας. Γεγονός είναι ότι για πάνω από είκοσι χρόνια τα μαζικό φοιτητικό κίνημα, λαμβάνοντας άλλοτε περισσότερο ριζοσπαστικό χαρακτήρα (όπως π.χ. το 1979 και την κυριαρχία της αναρχοαυτονομίας στις καταλήψεις των πανεπιστημίων) και άλλοτε λιγότερο, κατάφερε να μπλοκάρει για σχεδόν τριάντα χρόνια την νεοφιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική επίθεση στον θεσμό, μια επίθεση που εκφραζόταν πάντα με προσχήματα τους «αιώνιους φοιτητές», το «χαμηλό επίπεδο σπουδών», την «γενική χαλάρωση» μέσα στα πανεπιστήμια, την μειωμένη «ανταγωνιστικότητα» των αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων σε σχέση με τους αντίστοιχους του εξωτερικού, τον «φασισμό του ενός συγγράμματος», κλπ. Κατάφερε να την μπλοκάρει σε σχέση με αντίστοιχα παραδείγματα που έχουν να επιδείξουν άλλα κράτη-πρόνοιας. Οι φοιτητικές καταλήψεις του 1979 ενάντια στο νόμο Βαρβιτσιώτη, το 1992 ενάντια στο νόμο Κοντογιαννόπουλου, το 1998 ενάντια στο νόμο Αρσένη, είναι στιγμές αυτής της αντίστασης. Η διαφορά της σημερινής κινητοποίησης από όλες τις προηγούμενες είναι η συγκυρία που εκδηλώνεται αυτή η επίθεση και κάποια ειδικά χαρακτηριστικά της. Για παράδειγμα ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε υπάρξει συναίνεση μεταξύ της δεξιάς και της πασοκικής διαχείρισης του κράτους στο θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, παρά την επιμέρους διαφωνία τους σε μια σειρά άλλων ζητημάτων.
Στα θετικά των φοιτητικών κινητοποιήσεων είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά αφορούν μια πρόταση μιας επιτροπής και όχι ένα ήδη έτοιμο σχέδιο νόμου. Αυτό αν μη τι άλλο δείχνει μια γόνιμη καχυποψία και μια γνώση του πολιτικού παιχνιδιού, σημεία μιας καταρχήν πολιτικής ωριμότητας. Στα θετικά επίσης είναι το γεγονός ότι οι κινητοποιήσεις αυτές συνέπεσαν με την εξεταστική του Ιουνίου και δεν κάμφθηκαν από το φόβο της απώλειας αυτής της εξεταστικής (Ένα από τα καλύτερα συνθήματα των διαδηλώσεων ήταν: «Στο διάολο να πάει η εξεταστική, εμείς μιλάμε για ολόκληρη ζωή»). Αυτό παρά το γεγονός ότι το επιχείρημα της «χαμένης εξεταστικής» το έπαιξαν εξίσου καλά η φοιτητική παράταξη της κυβέρνησης και οι σταλινικοί του Περισσού (στην αρχή της διαμαρτυρίας και ενάντια στα πλαίσια για κατάληψη). Όσον αφορά τους τελευταίους καμία έκπληξη. Και στον Μάη του 1968, όταν νομίζανε ότι ακόμα παίζεται η κατάσταση και μπορούν να την καταστείλουν, το ίδιο λέγανε: «οι ανεύθυνοι αριστεριστές που δεν τους νοιάζει αν χάσουν την εξεταστική οι φοιτητές».
Ίσως το πιο σημαντικό από όλα που δεν ξέρουμε πόσοι το κρατάνε στο κεφάλι τους: οι τελευταίες σειρές φοιτητών προέρχονται ουσιαστικά από τις πιο πειθαρχημένες γενιές μαθητών της μεταπολίτευσης. Τους μαθητές δηλαδή που είχαν ήδη ηττηθεί από το νόμο 2525 του Αρσένη, που κατάφερε να μπλοκάρει σχεδόν κάθε μαθητική διαμαρτυρία τα τελευταία επτά χρόνια. Λέμε δηλαδή ότι αυτοί που ξεσηκώθηκαν υπήρξαν στην κυριολεξία τα πειραματόζωα της εντατικοποίησης στην εκπαίδευση σήμερα και στην εργασία αύριο. Οι άνθρωποι που διδάχτηκαν περίπου ως μοναδική προοπτική να διαβάζουν από το πρώτο εξάμηνο σπουδών, αλλάζοντας σχεδόν την παραδοσιακή κοινωνική αναπαράσταση του φοιτητή, που υπήρχε μέχρι πριν δέκα με δεκαπέντε χρόνια, και που ουσιαστικά δεν είχαν καμία εμπειρία καμιάς φοιτητικής κινητοποίησης. Ε, αυτοί οι άνθρωποι ήτανε που γράψανε κάτι που μοιάζει χλιαρό, αλλά κατά την άποψη μας δεν είναι: «Δεν έμαθαν να μας σέβονται, θα μάθουν να μας φοβούνται».
Η ανταγωνιστική ανάλυση δεν έχει σκοπό να αναζητήσει ανύπαρκτες αντιφάσεις σε ένα αγώνα, ούτε να στήσει ιδεολογικά δικαστήρια, του τύπου «οι φοιτητές είναι ρεφορμιστές, φλώροι, κλπ». Η ανταγωνιστική ανάλυση έχει σκοπό καταρχήν να κατανοήσει· και από κει και πέρα να ερμηνεύσει και να αναδείξει. Να αναδείξει τις προοπτικές της κινητοποίησης και τα όρια της. Να αναδείξει τις δυνατότητες υπέρβασης ή μη αυτών των ορίων.
Γι’ αυτό το λόγο οφείλει να βάζει στο κέντρο του προβληματισμού της την μορφή και το περιεχόμενο της κάθε κινητοποίησης, όπως επίσης και την ύπαρξη ή όχι διαλεκτικής σχέσης μεταξύ αυτών των δύο.
Όσον αφορά την μορφή των κινητοποιήσεων, και δη της συγκεκριμένης, αυτό που πρέπει να εξετάζεται είναι η δημιουργία θεσμών αγώνα από τους συμμετέχοντες: η δημιουργία δηλαδή κοινοτήτων συζήτησης, ανταλλαγής απόψεων, ζύμωσης, συλλογικής λήψης αποφάσεων που αφορούν τόσο τον τρόπο οργάνωσης της διαμαρτυρίας, όσο και το περιεχόμενο της. το πόσο αυτού του είδους οι θεσμοί εκφράζουν την συλλογική βούληση των συμμετεχόντων, διασφαλίζουν την συλλογική αυτονομία του κινήματος, και προωθούν την πρωτοβουλία των αγωνιζόμενων είναι κατά την γνώμη μας μία από τις δύο λυδίες λίθους μιας κινητοποίησης. Η λυδία λίθος για την ποιότητα της, για την δυνατότητα της να καταργεί τους διαχωρισμούς μεταξύ αυτών που αποφασίζουν και αυτών που εκτελούν, για την ικανότητα της να χαράζει προοπτικές πέρα από τα στενά όρια που βάζει η σημερινή συνθήκη.
Η άλλη λυδία λίθος που δεν καθορίζεται αναγκαστικά από την προηγούμενη, αλλά όπως και να το κάνουμε σχετίζεται διαλεκτικά μαζί της, είναι το περιεχόμενο της κινητοποίησης, όπως εκδηλώνεται στο δημόσιο χώρο μέσα από την δράση και των λόγο των αγωνιζόμενων, αλλά και μέσα από τις άρρητες μορφές έκφρασης που υποβόσκουν στις συμπεριφορές και στις στάσεις του και αναζητούν διαρκώς τρόπους έκφρασης.
Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες δημιούργησαν ανοιχτά συντονιστικά κατάληψης στις σχολές τους, που σε γενικές γραμμές, λειτούργησαν με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο. Όπου ο συσχετισμός μέσα στις σχολές ήταν υπέρ των «ανένταχτων» φοιτητών και κατά των οργανωμένων φοιτητικών παραρτημάτων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, όπου δηλαδή απουσίαζαν οι συνδικαλιστικοί ιμάντες μεταβίβασης της κεντρικής γραμμής, οι διαδικασίες αυτές κατάφεραν να λειτουργούν με περισσότερο αμεσοδημοκρατικό τρόπο και παράλληλα να βάζουν γενικότερα ζητήματα επεξεργασίας και συζήτησης που ξέφευγαν από την μιζέρια της υπεράσπισης της κρατικά εγγυημένης εκπαίδευσης.
Για παράδειγμα φοιτητές τριών σχολών του πολυτεχνείου της Αθήνας ανέδειξαν σαν κεντρικό ζήτημα το μεταναστευτικό (αλληλεγγύη σε μετανάστες, φοιτητές και μη) σε κατάληψη ραδιοφωνικού σταθμού για την δημοσιοποίηση του εκπαιδευτικού ζητήματος. Όπως είναι γεγονός ότι η κατάληψη του ΤΕΙ Αθήνας προσπάθησε πραγματικά να είναι ανοιχτή (όπως πρέπει να είναι μια κατάληψη) πράγμα που αποτυπώνεται και στις προκηρύξεις2 που μοίραζε, όπως και το ότι η συνθηματολογία διαφόρων μπλοκ (π.χ, Πάντειος) ήταν πιο ριζοσπαστική σε περιεχόμενο από άλλες. Εξάλλου υπήρχαν σύλλογοι που κατέβαιναν με συλλογικές αποφάσεις σύγκρουσης (π.χ. ηλεκτρολόγοι–μηχανικοί στην Αθήνα, και αντίστοιχες περιπτώσεις στην Θεσσαλονίκη) ή με τον απαραίτητο (και επιθετικό) εξοπλισμό απάντησης, σε περίπτωση «πεσίματος» από τους μπάτσους (π.χ. ΕΜΜΕ Αθήνας).
Ωστόσο οι φοιτητές-τριες δεν κατάφεραν να επιβάλλουν συνολικά αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες στην κινητοποίηση τους, αφού άφησαν το γενικό συντονιστικό των καταλήψεων να γίνει σφηκοφωλιά των εκκολαπτόμενων στελεχών του ΝΑΡ κατά κύριο λόγο, του ΚΚΕ, του ΣΥν και δευτερευόντως των άλλων γκρουπούσκουλων της άκρας αριστεράς. Αναπόφευκτα οι συνελεύσεις του συντονιστικού γίνανε ρινγκ καταγραφής του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των ΕΑΑΚ (των πιο σκληρά κομματικοποιημένων κομματιών τους) και της ΠΚΣ.
Η στάση των ΕΑΑΚ να καταγραφούν ως ο «υποκινητής» των καταλήψεων (αντίληψη που ενισχύθηκε με την δεδομένη στάση της ΠΚΣ και της ΠΑΣΠ και την πάγια αδυναμία του ΣΥΝ στις ανώτερες σχολές), η πολύχρονη πείρα της γραφειοκρατίας τους στην «καθοδήγηση» φοιτητικών αγώνων και στην διαστρέβλωση εννοιών και περιεχομένων (π.χ. κουνάνε διαρκώς την σημαία της άμεσης δημοκρατίας, ενώ η οργάνωση και η πρακτική τους παραπέμπει κατευθείαν στα λενινιστικά μοντέλα), η δεδομένη ανικανότητα του α/α χώρου να καταθέσει ένα λόγο και μια πράξη αυτονομίας παρά την αρκετά σημαντική (ποσοτικά) παρουσία των διαφορετικών τάσεων του μέσα στις σχολές και η εμμονή κάποιων κομματιών3 του να παίζουν στο δρόμο με μολότωφ το γραφειοκρατικό παιχνίδι που παίζει η αριστερά στα αμφιθέατρα, επέτρεψαν στο ΝΑΡ και στις διασπάσεις του, να επιβάλλουν την παρουσία τους.
Ωστόσο, με δεδομένο ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση με παλιότερα, όπως και με δεδομένη την καχυποψία που αναπτύχθηκε απέναντι σε αυτό το φαινόμενο από μεγάλη μερίδα κόσμου που συμμετείχε και στήριξε τις κινητοποιήσεις, εκτιμούμε ότι η ικανότητα των χειραγωγών (των αμφιθεάτρων, ή του δρόμου) θα είναι σαφώς πιο περιορισμένη στο μέλλον. Αυτό εξάλλου θα είναι και το μέτρο της πολιτικής ωριμότητας του κινήματος: η περιθωριοποίηση και το ξεπέρασμα των γραφειοκρατών και της διαμεσολαβητικής τους λογικής.
Το γεγονός ότι η κινητοποίηση δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον ορίζοντα της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας4, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ιδεολογική κυριάρχηση της αριστεράς (κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής) στο περιεχόμενο της διαμαρτυρίας. Μια αριστερά απόλυτα προσαρμοσμένη στο πολιτικό παιχνίδι του καπιταλιστικού κόσμου και άρα ανίκανη -και χωρίς την θέληση- να ερμηνεύσει την σημερινή πραγματικότητα και να προτείνει οποιοδήποτε σχέδιο για την αλλαγή αυτού του κόσμου, πέρα από την υπεράσπιση «του δημόσιου και δωρεάν»5 χαρακτήρα της κρατικής εκπαίδευσης. Αυτός άλλωστε είναι ο πραγματικός της ρόλος: ο εξανθρωπισμός του συστήματος, στόχος που πιστεύει ότι μπορεί να περάσει μέσα από την ισχυροποίηση της. Γι’ αυτό το λόγο παίζει το παιχνίδι της αστικής νομιμότητας διατηρώντας την ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρει να πάρει με το μέρος της και τις «συντηρητικές» συνειδήσεις. Ωστόσο, η διανοητική της τυφλότητα δεν της επιτρέπει να αντιληφθεί ότι το ίδιο ακριβώς υπερασπίζεται και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα αριστερότερα της κυβέρνησης (ακόμα και ο Γιωργάκης6 δεν μιλάει για ιδιωτικά, αλλά για μη-κρατικά πανεπιστήμια). Οπότε όλος αυτός ο κόσμος που χαϊδεύει η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, όταν έρθει η ώρα να ρίξει το κουκί του θα προτιμήσει τα πιο καλά μαγαζάκια που λένε το ίδιο (π.χ. το συνασπισμό των κινημάτων…) και όχι την ίδια.
Εν πάσει περιπτώσει, δεν είναι το ζήτημα μας η αριστερά, παρά μόνο στο βαθμό που οι συνθήκες του σήμερα επιτρέπουν την οριακή επιβίωση της. Το ζήτημα μας είναι ακριβώς γιατί αυτή η αριστερά που δεν έχει να προτείνει τίποτα πέρα από τα τετριμμένα, που ούτε ρεφορμιστικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σήμερα, επιβιώνει ακόμα. Και η απάντηση σχετίζεται ακριβώς με τα όρια αυτής της κινητοποίησης.
Πράγματι, αν μέναμε στα παραπάνω θα λέγαμε την μισή αλήθεια. Οι άνθρωποι, οι φοιτητές στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι πρόβατα να καθοδηγούνται από μειοψηφίες, αριστερές ή δεξιές, όσο και αν η παραδοσιακή αριστεροαναρχική αντίληψη τους αντιμετωπίζει έτσι. Οι φοιτητές-τριες κινητοποιήθηκαν από συμφέροντα και επιθυμίες… Αν λοιπόν ήθελαν θα αναζητούσαν κάτι περισσότερο από «δημόσια-δωρεάν παιδεία», ή «διασφάλιση του πτυχίου» και «δουλειά». Αν οι φοιτητές-τριες ήθελαν, οι αριστεροί γραφειοκρατίσκοι των αμφιθεάτρων καθώς και οι αναρχικοί εργολάβοι της εξέγερσης, δεν θα είχαν κανένα ρόλο στην κινητοποίηση τους. Με άλλα λόγια, η έλλειψη πολιτικής πείρας εξηγεί κάποια πράγματα, αλλά αφήνει ανερμήνευτα κάποια άλλα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών δεν πήγε πουθενά αλλού, δεν αμφισβήτησε δηλαδή συνολικά το ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής γνώσης, όπως και το ίδιο το σύστημα του καταμερισμού εργασίας, όπως το έκαναν παλιότερες γενιές, επειδή δεν επιθυμούσε να αμφισβητήσει αυτό το πράγμα.
Όπως και να χει το πράγμα αυτό είναι ένα από τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της φοιτητικής διαμαρτυρίας. Τα υπόλοιπα, η επιλογή δηλαδή μιας ολικής σύγκρουσης με την αστυνομία (έστω των πιο προωθημένων κομματιών των φοιτητών), πραγματικής και όχι για τα βραδινά δελτία ειδήσεων, η επιλογή να βγει ο αγώνας από τα πανεπιστήμια και να ανοιχτεί ευρύτερα, όλα αυτά δηλαδή που δεν έγιναν, είναι δυστυχώς συνέπειες του προηγούμενου και όχι αιτίες του.
Πάντως, η φοιτητική διαμαρτυρία δεν μοιάζει να βρίσκεται στο τέλος της παρά την λήξη των καταλήψεων στο τέλος του περασμένου Ιούνη. Με αυτήν την έννοια το στοίχημα δημιουργίας μιας νέας κοινότητας συμφερόντων και επιθυμιών των φοιτητών με τους άλλους εκμεταλλευόμενους, που θα συντρίβει στην πράξη κάθε συντεχνιακό περιεχόμενο αμφισβήτησης και κάθε γραφειοκρατική μορφή οργάνωσης του αγώνα, στοίχημα που θα πρέπει να περάσει αναγκαστικά πάνω από το πτώμα κάθε διαμεσολάβησης, παραμένει ανοιχτό. Αυτό ας γίνει συνείδηση σε όλους αυτούς τους φοιτητές που επιθυμούν περισσότερα πράγματα από την απόσυρση ενός νομοσχεδίου και μέχρι τώρα σέρνονταν πίσω από την ουρά της αριστεράς, ή σπαταλούσαν χρόνο μόνο για την καλύτερη οργάνωση της σύγκρουσης με τους μπάτσους.
Το πρίσμα μέσα από το οποίο αναλύεις ένα φαινόμενο σχετίζεται αναμφισβήτητα και με την θέση που επιλέγεις να πάρεις απέναντι σε αυτό το φαινόμενο. Με αυτή την έννοια, η ανταγωνιστική ανάλυση δεν είναι το μαγικό φίλτρο που κάνει το μισοάδειο ποτήρι να φαίνεται μισογεμάτο, αλλά είναι σίγουρα η επιλογή διαθεσιμότητας να δεσμευτεί κάποιος σε απελευθερωτικά προτάγματα. Το φοιτητικό κίνημα δεν το παρακολουθήσαμε από την τηλεόραση, ούτε βγάλαμε τα συμπεράσματα που καταθέσαμε μελετώντας τα ευαγγέλια περασμένων ιδεολογιών. Κατεβήκαμε στους δρόμους, πήγαμε στις κατειλημμένες σχολές, φάγαμε τα δακρυγόνα και την βία των μπάτσων στις πορείες, και ανταποδώσαμε ένα (πολύ μικρό έως ελάχιστο, είναι η αλήθεια) μέρος της βίας που υποστήκαμε όταν χρειάστηκε, μιλήσαμε με κάποιους φοιτητές (συνδικαλιστές, ή όχι), σταθήκαμε αλληλέγγυοι στον αγώνα τους. Όλα αυτά δεν τα κάναμε από την άποψη ότι συμμετέχουμε σε μια επαναστατική διαδικασία, ούτε από την άποψη ότι οφείλουμε να «εκτρέψουμε» τις φοιτητικές πορείες, σε κάτι που έμοιαζε να μην το θέλουν οι ίδιοι οι φοιτητές. Το κάναμε αφενός από την άποψη της αλληλεγγύης σε ένα κίνημα που μπορεί να μπλοκάρει μια πτυχή του νεοφιλελεύθερου σχεδίου, πράγμα που θα δώσει άλλο αέρα σε μας και στην υπόθεση της δικής μας αντίστασης στους χώρους εργασίας μας (και όχι μόνο). Και το σημαντικότερο από όλα, το κάναμε επειδή θέλαμε να κατανοήσουμε περισσότερο τις βαθύτερες επιθυμίες και ανάγκες αυτών των υποκειμένων, γιατί ένα παράξενο πείσμα δεν μας άφηνε να πιστέψουμε ότι όλοι αυτοί (που επιμένουν να κατεβαίνουν στο δρόμο χωρίς καμιά εμπειρία αγώνα, μέσα σε συνθήκες υποσαχάριας Αφρικής, έχοντας καταπιεί όλων των ειδών τις χημείες τύπου cs και έχοντας μετρήσει κάμποση βία στα κορμιά τους) αγωνίζονται μόνο για δημόσια δωρεάν παιδεία.
Μια υπόθεση εργασίας που κάνουμε για παράδειγμα -και που απαιτεί εμπειρική επιβεβαίωση- είναι ότι ένα μέρος των φοιτητών-τριών έπραξαν έτσι πιο πολύ επειδή δεν γουστάρουν άλλο να είναι οι μαλάκες της υπόθεσης: ξέροντας ότι δεν θα χουν ποτέ το μέλλον που πιθανόν φαντάστηκαν, δεν είναι πρόθυμοι να πληρώσουν γραμμάτια ακριβότερα από αυτά που τους αναλογούν, στο παρόν. Πιο απλά: «Δεν φτάνει που μας ετοιμάζεται για αναλώσιμο υλικο, θέλετε να λιώσουμε από τώρα;». Αν αυτή η υπόθεση εργασίας είναι σωστή, δημιουργείται ήδη ένα γόνιμο έδαφος για την καταστροφή ψευδαισθήσεων κοινωνικής ανόδου και για την δημιουργία μίας νέας συνείδησης που θα κατανοεί σε βάθος ότι η σημερινή τάση του κεφαλαίου να μετατρέπει την συντριπτική πλειοψηφία των αποφοίτων των ανώτερων σχολών σε υποτιμημένους εργάτες (αυτό που, χωρίς να είχε την πλήρη μορφή που έχει σήμερα, ονομάστηκε σε μια παλιότερη περίοδο «αντικειμενική προλεταριοποίηση της διανοητικής εργασίας») έχει ελάχιστες πιθανότητες να αναστραφεί, και άρα οι ατομικές λύσεις διεξόδου από αυτή την κατάσταση είναι περιορισμένες, για περιορισμένους και σίγουρα επώδυνες (δηλαδή απαιτούν αντίτιμο άπειρων εργατοωρών, πολλές επικύψεις, και ανεξάντλητες υποχωρήσεις και υπομονή ενώπιον προϊσταμένων και αφεντικών). Οπότε ο άλλος δρόμος που μένει στους φοιτητές-τριες είναι η συλλογική συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας και η δράση που υπαγορεύει αυτή η συνειδητοποίηση: η συγκρότηση τους δηλαδή σαν συνειδητή και έμπρακτη κοινότητα συμφερόντων μαζί με τους άλλους εκμεταλλευόμενους σε σχέση ανταγωνιστική με την κυριαρχία (αυτό που ονομαζόταν παλιά «υποκειμενική προλεταριοποίηση»). Όπως και να χει το πράγμα, αυτή είναι μια υπόθεση εργασίας που μένει να διαψευστεί, ή να επιβεβαιωθεί.
Αυτό που έχει τώρα σημασία είναι οι ίδιοι οι ριζοσπάστες φοιτητές να μιλήσουν για τον αγώνα τους, για τις επιθυμίες και για τις ανάγκες τους και για την δημιουργία αυτών των σχέσεων που θα τις αφήσουν να αναπτυχθούν μέσα στο κοινωνικό πεδίο. Να αναπτυχθούν με τον τρόπο που θα ευνοεί το ξεπέρασμα των σημερινών κοινωνικών σχέσεων.
1. Για να ξεκαθαρίσουμε κάτι: οι κατακτήσεις αυτές δεν ήταν κατακτήσεις των ριζοσπαστών φοιτητών, ή της αριστεράς· ήταν κατακτήσεις του συλλογικού υποκειμένου(φοιτητών κυρίως, αλλά όχι μόνο) των αγώνων αυτής της περιόδου.
2. Π.χ, στα ΤΕΙ Αθήνας. Αντιγράφουμε από προκήρυξη του συντονιστικού κατάληψης που μοιράστηκε στην πορεία της 8ης Ιουνίου: «Ο αγώνας που αυτή την στιγμή διεξάγεται δεν μπορεί να περιοριστεί στην διασφάλιση κεκτημένων παλιότερων αγώνων. Δεν σκοπεύουμε να επαναφέρουμε την προηγούμενη κατάσταση της παιδείας, αλλά στοχεύουμε σε μια πιο ευρεία αλλαγή της που δεν μπορεί παρά να απαιτεί ριζικές αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις. Αλλαγές που δεν μπορούν να καταγραφούν σαν μια αποκρυσταλλωμένη πρόταση αφού οι τάσεις που συμμετέχουν σε ένα κίνημα είναι διάφορες και μερικές φορές αντιθετικές όσον αφορά τους τελικούς στόχους της κάθε μιας. Ωστόσο στην βάση της οριζόντιας οργάνωσης και του αδιαμεσολάβητου αγώνα, μπορούν αν συνεργαστούν όλες οι δυνάμεις που μάχονται για μια ολοκληρωτική ή μερική κοινωνική αλλαγή. Φυσικά από την συνεργασία αυτή αποκλείονται όλες οι γραφειοκρατικές και συμβιβασμένες οργανώσεις είτε αυτές είναι ξεκάθαρα ταγμένες στην πλευρά του καθεστώτος, είτε πλασάρουν ένα αγωνιστικό πρόσωπο».
3. Η θέα των καμένων τραπεζών και των διαλυμένων sex shops είναι τουλάχιστον γοητευτική σαν μια καθαρή έκφραση του μίσους που χρωστάμε σε κράτος και αφεντικά. Ρωτάμε όμως: σε μια Συγγρού που δεν υπάρχει ούτε ρουθούνι μπάτσου σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων και με δεδομένο το ότι είχε προηγηθεί μια πορεία που είχε επιτεθεί στην αστυνομία μια βδομάδα πριν και είχε κατασταλεί άγρια, ποιο διάολο εξυπηρετούσαν τα μπάχαλα σε τράπεζες, αυτοκίνητα και μαγαζιά; Ποιο διάολο με την έννοια ότι έδωσαν μια διπλή ευκαιρία στο κράτος και στην αριστερά του: αφενός «να τι γίνεται όταν η αστυνομία αφήνει τους ταραχοποιούς και δεν επεμβαίνει» και αφετέρου μια καλή ευκαιρία διαχωρισμού των «ειδικών της βίας», από τους «ειρηνικούς» φοιτητές (το πρώτο περισσότερο από το δεύτερο). Εν πάσει περιπτώσει εκτός από ανάληψη της «εργολαβίας της βίας» δεν συνιστούν παράλληλα και μια επίδειξη γραφικότητας (εκ μέρους ενός κομματιού της αναρχίας/αυτονομίας); Είχαν καμία σχέση αυτά τα μπάχαλα, όπως και τα αντίστοιχα στο χώρο του πολυτεχνείου μια βδομάδα μετά, με αυτά της πορείας της 8ης Ιουνίου, ή με την (περιορισμένη έστω) σύγκρουση στα προπύλαια και στην νομική της 27ης Ιουνίου που οι ίδιοι οι φοιτητές -δηλαδή τα ίδια τα υποκείμενα του κινήματος ανεξάρτητα από την πολιτική τους ταυτότητα- ήταν το κύριο υποκείμενο της σύγκρουσης;
Εν πάσει περιπτώσει, υπάρχει βία ανταγωνιστική/συλλογική και βία γραφειοκρατική/χειραγωγική ή όχι; Κάθε απάντηση ευπρόσδεκτη.
4. Δύο από τα βασικά συνθήματα της διαμαρτυρίας ήταν: Μέχρι τις Βρυξέλες, να ακουστεί καλά/ δεν θέλουμε ειδίκευση, θέλουμε δουλειά και Θέλουμε δουλειά και όχι ανεργία/ την κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία.
5. Σε μια δημόσια συζήτηση πριν καμιά δεκαριά χρόνια είχαμε πει ότι το σύνθημα δημόσια δωρεάν παιδεία εμπεριέχει τρία ψέματα. Πρώτον, η παιδεία δεν είναι δημόσια αφού δεν αποφασίζει γι’ αυτήν ο δήμος (δηλ. «ο λαός», για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους της αριστεράς)· δεύτερο δεν είναι δωρεάν επειδή χρειάζεσαι μια περιουσία (για να μπεις σε και να) βγάλεις μια σχολή· και τρίτον δεν είναι παιδεία, δηλ. πολύπλευρη μόρφωση/διάνοιξη ορίζοντων κλπ, αλλά εκπαίδευση δηλαδή κρατικά θεσμισμένη κατάρτιση). Σε τελευταία ανάλυση αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας της «ταξικότητας» της: η ιδεολογική/διαχωριστική της φύση και λειτουργία και όχι η παρεμπόδιση των χαμηλών οικονομικών στρωμάτων να κάνουν τους γόνους τους μικροαστούς..
6. Όποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει αυτά που είπε ο Γιωργάκης στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για την παιδεία στην Βουλή, θα συνειδητοποιήσει πόσο έχει κατατροπωθεί η αριστερά από την αστική ιδεολογία και πόσο ξεπερασμένη είναι σήμερα.
Mία μεγάλη υποσημείωση
Σε αυτό το κείμενο δεν συμφωνούν όλα τα μέρη της διαδικασίας σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι σε θέση να το υπερασπιστούν δημόσια. Ως εκ τούτου, και έχοντας κάποιες διαφωνίες είμαστε υποχρεωμένοι τουλάχιστον να τις περιγράψουμε.
Σε γενικές γραμμές υπάρχουν πολύ σοβαρές θεωρητικές ενστάσεις πάνω στην ανάλυση που γίνεται για τον ρόλο του πανεπιστημίου, σήμερα. Όπως έχει πει προ αμνημονεύτων χρόνων ο Πιλαλί: «Τα πανεπιστήμια παράγουν ειδικότητες και όχι προσωπικότητες». Στο παραπάνω κείμενο υπάρχουν δύο λειτουργίες που αναγνωρίζονται στον θεσμό πανεπιστήμιο: ιδεολογική και παραγωγική. Ωστόσο για εμάς, σφάλλει το κείμενο όταν εστιάζει κατά βάσην στην ιδεολογική λειτουργία του πανεπιστημίου, που ειδικά σήμερα είναι πολύ λιγότερη σε ισχύ, σε σχέση με το life style και τα ΜΜΕ. Ως εκ τούτου και από την στιγμή που παίρνεις λάθος τραίνο «όλοι οι σταθμοί θα είναι οι λάθος σταθμοί». Γιατί από εκεί και κάτω το κείμενο κατά την γνώμη μας φαίνεται να στοχεύει διαρκώς λάθος. Ας πούμε τι σχέση έχει η ιδεολογική λειτουργία του πανεπιστημίου με την πανσπερμία σχολών σε κάθε κωμόπολη; Αυτό για εμάς έχει να κάνει περισσότερο με τον πολιτικό, αναδιανεμητικό ρόλο του πανεπιστημίου παρά με οποιονδήποτε ιδεολογικό. Συνολικά, πάντως το κείμενο φαίνεται να εντοπίζει το πρόβλημα στην ιδεολογική σφαίρα πολύ περισσότερο από ότι χρειάζεται, (και συχνά βέβαια ακόμα και σ’ αυτό το κάνει λάθος –ποιος σχετίζει στα 2006 την κοινωνική πρόοδο με το πτυχίο;).
Μία δεύτερη διαφωνία έχει να κάνει με την γενική κατεύθυνση του κειμένου και τα ζητήματα που επιλέγει να θίξει. Για παράδειγμα θεωρούμε πιο σημαντικό να ειπωθούν πράγματα για την παραγωγική και πολιτική σημασία του πανεπιστημίου στην Ελλάδα, και να σταθούμε παραπάνω σε αυτό προκειμένου να δούμε τις υλικές συνθήκες που παράγει. Η αλήθεια είναι ότι αντιφάσκωντας το κείμενο με τον εαυτό του προσπαθεί να κάνει αυτό, αλλά το κάνει με λάθος τρόπο.
Μία τρίτη διαφωνία που είναι για εμάς πολύ σημαντική είναι το ότι αντιλαμβάνεται τους φοιτητές σαν κάτι που αποτελεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μία κοινωνική ενότητα. Δεν υπάρχουν κοινωνικές και οικονομικές διαφορές, ας πούμε, στα πανεπιστήμια; Για εμάς το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντάται σε σχέση με την συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα είναι το κατά πόσο υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα εντός της. Είναι ίδιος ο φοιτητής της ιατρικής ή της νομικής που θα κληρονομήσει την δουλειά του μπαμπά του με έναν άλλο που ο μπαμπάς του δεν έχει ιατρείο ή δικηγορικό γραφείο; Και σε άλλο επίπεδο: είναι ίδιοι οι φοιτητές (κοινωνικά και ας μας επιτραπεί να πούμε και ταξικά) του τμήματος επιστήμης υπολογιστών, με τους φοιτητές ιχθυοκαλλιέργειας;
Μία τελευταία διαφωνία και κλείνουμε εδώ έχει να κάνει με το επίπεδο στο οποίο ασκείται η κριτική στο φοιτητικό κίνημα κάτι το οποίο δεν είναι μόνο αδυναμία των συντρόφων του περιοδικού. Δυστυχώς, όποτε οι φοιτητές και η νεολαία κάνει κάτι σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο η σύγκριση είναι αναπόφευκτη: «η χρυσή δεκαετία του ‘60». Ωστόσο, η ανάλυση των συντρόφων δεν διακατέχεται ακριβώς από αυτό αν και κάνει ένα δύο στραβοπατήματα, το βασικό πράγμα που αγνοεί είναι ότι το ’68 το φοιτητικό κίνημα ήταν ένα επί μέρους κομμάτι μίας γενικότερης επαναστατικής κίνησης που εκτεινόταν σχεδόν σε όλους τους τομείς της καπιταλιστικής κοινωνίας, από την τέχνη μέχρι την σεξουαλικότητα, και από την ιατρική μέχρι την εργασία της νοικοκυράς… Σήμερα, εν τη απουσία ενός τέτοιου πράγματος πως και γιατί κρίνουμε τις φοιτητικές κινητοποιήσεις;
No comments:
Post a Comment