Τεύχος Έκτο - Which side are you on?
Come all you good workers/Good news to you I’ll tell
Of how the good old union/Has come in here to dwell
Μέσα από τις σελίδες αυτού του περιοδικού έχουμε ισχυριστεί επανειλημμένα ότι προσπαθούμε η ανάλυση μας να είναι «ανταγωνιστική», εδώ όμως και δύο περίπου χρόνια μόνο νύξεις έχουμε κάνει
γύρω από αυτό το θέμα. Και αυτό για εμάς είναι λογικό, η προσπάθεια κατανόησης του κόσμου δεν είναι μία διαδικασία συλλογής δεδομένων, δεν έχουμε στην άκρη του μυαλού μας με άλλα λόγια, μία έτοιμη μεθοδολογία η οποία περιμένει την πραγματικότητα για να την εφαρμόσουμε, αντιθέτως η διαδικασία κατανόησης αυτού του κόσμου βαδίζει δίπλα-δίπλα με τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε. Με αυτή την έννοια, η μεθοδολογία κρίνει την ανάλυση και η ίδια η ανάλυση κρίνει την μεθοδολογία, ενώ και τα δύο μαζί κρίνονται από την πραγματικότητα. Ό,τι θα ακολουθήσει στις επόμενες σελίδες δεν έχει για εμάς κάποια ισχύ ακαδημαϊκού τύπου και ούτε σκοπεύουμε να μπούμε σε μία διαδικασία διατύπωσης αρχών πάνω στο θέμα. Το τι είναι στην τελική ανταγωνιστικό, επαναστατικό και άλλα παρόμοια ο τελευταίος που θα το κρίνει θα είναι το υποκείμενο που το ισχυρίζεται. Εμείς από την πλευρά μας θέλουμε εδώ να διατυπώσουμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο.
«Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων», έγραφαν προ αμνημονεύτων ετών οι σύντροφοι Μαρξ και Ένγκελς. Πίσω από αυτή την γενικότητα στέκεται για εμάς αυτό που ονομάζουμε ανταγωνιστική ανάλυση. Κάνοντας μία καταρχήν σύνοψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή συνίσταται σε τέσσερα βασικά σημεία. Πρώτο σημείο: η ιστορική κίνηση, μιλώντας ειδικά για την καπιταλιστική περίοδο, είναι προϊόν των ανταγωνισμών μεταξύ των πάνω και των κάτω, των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων, των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων. Δεύτερο σημείο: οι ανταγωνισμοί, που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν αυτόν τον κόσμο, δεν είναι πάντα σαφείς και ξεκάθαροι και ούτε έχουν πάντα ένα σαφές πολιτικό-επαναστατικό περιεχόμενο. Τρίτο σημείο: η ανταγωνιστική ανάλυση χρησιμεύει για εμάς αυτή την στιγμή στο να κατανοήσουμε το καπιταλιστικό σύστημα. Τέταρτο, η ανταγωνιστική ανάλυση είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση και συνέπεια μίας πολιτικής θέσης. Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι σε αυτό το κείμενο, μιλάμε και αναφερόμαστε σε πολιτικά υποκείμενα (και στην μεθοδολογία τους), σε υποκείμενα δηλ. τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επιδιώκουν ήδη αυτό που σε γενικές γραμμές λέγεται επανάσταση. Κατά μία έννοια κάνουμε έναν τεχνητό διαχωρισμό του κοινωνικού από το πολιτικό, για να μιλήσουμε πιο ξεκάθαρα για το πώς σκεφτόμαστε εμείς σαν πολιτικά υποκείμενα.
My daddy was a miner/He’s now in the air and sun
He’ll be with you fellow workers/Until the battle’s won
Ζούμε σε μία κοινωνία όπου ένα μικρότερο τμήμα της εκμεταλλεύεται ένα μεγαλύτερο, και όπου επίσης ένα μικρότερο τμήμα της κυριαρχεί σ’ ένα μεγαλύτερο. Αυτές είναι οι δύο καταρχήν αντιφάσεις και αντιθέσεις της κοινωνίας. Γιατί αντιφάσεις και αντιθέσεις; Ποια αντικειμενικότητα ορίζει αυτό το πράγμα; (Αυτό το λέμε διότι από την στιγμή κατά την οποία γίνεται λόγος για αντιφάσεις και αντιθέσεις αυτό απόκτά αυτομάτως μία αντικειμενική υπόσταση). Σε παλιότερες εποχές ο λόγος των επαναστατικών υποκειμένων αντιλαμβανόταν αυτά τα δύο πράγματα σαν φυσικά φαινόμενα: ο άνθρωπος είναι από την φύση προορισμένος να λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, άρα ό,τι τον κάνει να λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο τον καταπιέζει και άρα ο άνθρωπος θέλει να εξεγερθεί ενάντια σε αυτή την συνθήκη καταπίεσης, μία άποψη φυσικά δέσμια της εποχής της οποίας γεννήθηκε, αυτής της φυσιοκρατίας και του θετικισμού. Το πόσο ξεπερασμένη πια είναι αυτή σαν αντίληψη φαίνεται από το ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε, ότι περισσότερο είναι πια «φύση» της ανθρώπινης κοινωνίας η εκμετάλλευση και η καταπίεση παρά τα αντίθετα: τα τελευταία 2000 χρόνια στην Ευρώπη αυτή ήταν η «φύση» των ανθρώπινων κοινωνιών.
Ωστόσο, το ερώτημα ξανάρχεται και παραμένει: τι είναι αυτό που έκανε, κάνει και θα κάνει τους ανθρώπους να εξεγείρονται και να αντιδρούν στις συνθήκες ζωής τους; Μία στοιχειωδώς σοβαρή ματιά στην ιστορία καταρρίπτει οποιονδήποτε αντικειμενισμό: ποτέ η πρόσθεση ίδιων ακριβώς αντικειμενικών συνθηκών δεν έδωσε το ίδιο άθροισμα κάτω από την παύλα της κοινωνικής κίνησης. Άρα, δεν υπάρχει τίποτα κοινό σε όλους όσους μέσα στην ιστορία εξεγέρθηκαν; Οι «αντικειμενικές συνθήκες» για εμάς δεν είναι αρκετές. Η συνθήκη της φτώχειας δεν γεννούσε πάντα επαναστάσεις και η συνθήκη των σχετικά καλύτερων συνθηκών διαβίωσης πάλι δεν γεννούσε πάντα επαναστάσεις. Δεν υπάρχει προφανώς ούτε μία αντικειμενική συνθήκη που να συνδέει όλες τις εξεγέρσεις και επαναστάσεις μεταξύ τους, προκειμένου να μας δώσει έναν βασικό αντικειμενικό κανόνα της αιτίας για την οποία οι άνθρωποι εξεγείρονται και αντιδρούν. Ούτε μία; Τότε; Ποιο είναι εκείνο το νήμα το οποίο συνδέει όλους εκείνους που επαναστάτησαν στο παρελθόν με όσους θα επαναστατήσουν στο μέλλον;
Οι ερωτήσεις είναι πολιτικές θέσεις, η αναζήτηση επομένως μίας σύνδεσης όλων των επαναστάσεων και των αντιστάσεων, με άλλα λόγια η αναζήτηση μίας τόσο κεντρικής αντικειμενικότητας σημαίνει ότι επιθυμεί κάποιος να βρει έναν ιστορικό νόμο, μία μηχανιστική λειτουργία1. Θα μπορούσαμε σε αυτό το σημείο να προχωρήσουμε τον συλλογισμό και να πούμε τα εξής: από την στιγμή κατά την οποία δεν υπάρχει ένα σύνολο αντικειμενικών συνθηκών, παρά μόνο το γεγονός ότι οι άνθρωποι μέσα στην ιστορία αντιδρούσαν, αγωνίζονταν, εξεγείρονταν και επαναστατούσαν ενάντια στις συνθήκες της ζωής τους, αυτό και μόνο το γεγονός καθίσταται αυτόματα αντικειμενικότητα. Και εδώ φτάνουμε στο λαμπρό σημείο να μετατρέπουμε την ανθρώπινη υποκειμενικότητα σε αντικειμενικότητα. Αν η λογική είχε δύο πόδια θα τα είχε στραμπουλίξει και τα δύο. Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Για να ξαναρωτήσουμε εδώ πέρα το εξής: ποια είναι η χρησιμότητα της μίας ή των πολλών αντικειμενικότήτων στην επαναστατική θεωρία; Προφανώς και δεν είναι του παρόντος μία τέτοια ανάλυση, ωστόσο σε γενικές γραμμές ο αντικειμενισμός έρχεται να προσδώσει καθολική ισχύ και δύναμη συνοχής σε μία άποψη. Το μεγάλο ζητούμενο εδώ πέρα είναι κατά πόσο έχει ήδη ισχύ και συνοχή η κάθε άποψη στο κοινωνικό πεδίο. Ο αντικειμενισμός για παράδειγμα του Μαρξ είχε μία συγκεκριμένη πολιτική χρησιμότητα (να προσδώσει κύρος και επιστημονική ισχύ στους εργατικούς αγώνες, και κυρίως στο πρόταγμα της κομμουνιστικής κοινωνίας), η οποία όταν έχασε την ισχύ του στο κοινωνικό πεδίο μεταβλήθηκε σε ιδεολογία. Αυτή την ιδεολογία προσπαθούν να συντηρήσουν έναν αιώνα τώρα οι μαρξιστές ιδεολόγοι. Η πολιτική θεωρία του Μαρξ, μπορεί από την μία να επεδίωκε να είναι επιστημονική, αλλά από την άλλη δεν ήταν επιστημονική φαντασία, δεν ήταν δηλ. μία κάποια θεωρία γραμμένη σε έναν γυάλινο πύργο, άλλωστε και ο ίδιος ο Μαρξ έχει δηλώσει ρητά ότι στόχος του ήταν να βοηθήσει τους εργατικούς και ταξικούς αγώνες με επιχειρήματα. Άλλωστε οι εργατικοί και ταξικοί αγώνες, κατά τη διάρκεια της ιστορίας του καπιταλισμού υπήρχαν πριν και μετά από τον Μαρξ.
Ποιο είναι τελικά όμως το ζητούμενο απέναντι σε αντικειμενίστικες, καθολικές και τελικά ολοκληρωτικές πολιτικές θεωρίες (λενινισμοί, μαοϊσμοί, σταλινισμοί και άλλα αστεία ονόματα); Στο ξεπέρασμα των αντικειμενικοτήτων και των υποκειμενικοτήτων. Ξεπέρασμα που μόνο το υλικό επαναστατικό κίνημα ξεπερνά, ακριβώς επειδή δεν τις χρειάζεται, ακριβώς επειδή είναι από μόνο του μία αντικειμενικότητα. Δυστυχώς ζούμε σε μία εποχή που μόνο η ηχώ αυτού του πράγματος παραμένει, αλλά έχουμε την πολύ σοβαρή υποψία ότι η ύπαρξη και μόνο αυτού του πράγματος, αυτής της συνθήκης θα θέσει τα πράγματα και τα ζητήματα σε μία άλλη βάση.
Με όλα τα παραπάνω φυσικά και δεν πετάμε στα σκουπίδια τις αντικειμενικές συνθήκες, τις τρεις τέσσερις εκείνες γραμμές δηλ. που διατρέχουν εγκάρσια τις κοινωνικές ομάδες, και οι οποίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμβάλλουν ή αποτελούν ένα παράγοντα για την ανάπτυξη μίας κοινότητας επιθυμιών, συμφερόντων και αγώνα. Η σημαντικότητα τους πιστεύουμε στο ότι έγκειται στο να μας προσδώσουν μία καταρχήν ποσοτική και γεωγραφική εικόνα του τι συμβαίνει σε αυτό τον κόσμο. Οι αντικειμενικότητες είναι μάλλον φωτογραφίες μίας κατάστασης, μίας συνθήκης, ενός αγώνα. Βασικό στοιχείο, αλλά όχι το μοναδικό.
Με απλά λόγια οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε την ιεράρχηση αντικειμενικού-υποκειμενικού. Αν η πραγματικότητα αποτελείται από μία διαλεκτική σχέση αυτών των δύο, οφείλουμε να τις αντιλαμβανόμαστε σε αυτό το επίπεδο, σαν ισότιμα συστατικά της πραγματικότητας.2
Μέχρι εδώ όμως έχουμε ένα κενό: το κενό των αντιφάσεων και των αντιθέσεων. Ας το εξηγήσουμε λιγάκι. Η εκμετάλλευση δεν έχει από μόνη της καμία αντίφαση όσο η σχέση αυτή έχει από την μία ένα υποκείμενο (αυτόν που εκμεταλλεύεται) και ένα αντικείμενο (αυτόν που υφίσταται την εκμετάλλευση), την αντίφαση την αποκτά στο βαθμό που σε αυτή την σχέση υποκειμένου αντικειμένου το αντικείμενο συνειδητοποιεί ότι είναι αντικείμενο και επιθυμεί να γίνει υποκείμενο. Η αντίφαση του καπιταλισμού δεν είναι προϊόν του καπιταλισμού, είναι προϊόν της επιθυμίας των αντικείμένων του να γίνουν υποκείμενα, τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του καπιταλισμού δεν τις γεννά ο καπιταλισμός, τις γεννούν εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν την ανατροπή του. Με αυτή την έννοια, εμείς βλέπουμε σαφέστατα την σημερινή καπιταλιστική μορφή σαν αποτέλεσμα μίας πάλης μεταξύ των υποκειμένων και μεταξύ των αντικειμένων που επιθυμούν γίνουν υποκείμενα. Για εμάς ένα τεράστιο πλήθος πραγμάτων, το μεγαλύτερο και αυτό που δίνει τελικά σε αυτό τον κόσμο την συνολική του σημερινή εικόνα, είναι αποτέλεσμα της από τα κάτω κίνησης.
Πολύ κρίσιμη καμπή στην ανάπτυξη της σκέψης μας σε αυτό το επίπεδο αποτέλεσε η δουλειά που κάναμε για το κράτος πρόνοιας και τον εθελοντισμό στα τεύχη 2 και 3. Ήταν για εμάς η πρώτη φορά που καταφέραμε να υλοποιήσουμε κάποια στοιχεία που είχαμε στο μυαλό μας σε ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο. Το πέρασμα από μία πολιτική θέση που λέει σχηματικά και αφηρημένα «όλα είναι άμεσο προϊόν του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού» σε μία πολιτική ανάλυση, η οποία προσπαθεί με στοιχεία να το αποδείξει δεν είναι εύκολη δουλειά και σίγουρα όχι πάντα πετυχημένη. Εδώ δεν λέμε ότι ανακαλύψαμε την Αμερική. Λέμε ότι το να λες ότι κάνεις κάτι, δεν είναι απαραίτητο ότι σημαίνει ότι κάνεις και αυτό που λες.
Ένα ζήτημα το οποίο μας μπήκε πολύ ρητά αναφορικά με το συγκεκριμένο κείμενο, ήταν το πώς τελικά εμείς σαν ανταγωνιστικά υποκείμενα βλέπουμε και αναλύουμε την ιστορία. Προφανώς έχουμε πετάξει ήδη από πάνω μας εδώ και αρκετά χρόνια τα ζεστά σκεπάσματα περί αντικειμενισμού της ιστορίας ή την φιλολογία για την ενότητά της. Συχνά και σε πολλά σημεία βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το απλό φαινομενικά μεθοδολογικό πρόβλημα: πως θα δούμε το τάδε ζήτημα, ήταν το κράτος πρόνοιας παραχώρηση των αφεντικών ή ήταν κατάκτηση των εργαζομένων; Η απάντηση που δώσαμε σε αυτό ήταν καταρχήν πολιτική, γιατί ας μην γελιόμαστε και οι απαντήσεις που δίνουν τα αφεντικά στην ιστορία και αυτές πολιτικές είναι. Προς τι λοιπόν εμείς να τηρήσουμε έναν οποιονδήποτε ακαδημαϊσμό; Αποφασίσαμε λοιπόν, στον βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν αγώνες, και κατά τον βαθμό κατά τον οποίο αυτοί οι αγώνες κέρδιζαν αυτό που κέρδιζαν να το βλέπουμε ρητά και ξεκάθαρα σαν κατάκτηση των αγώνων αυτών. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα, ότι το κράτος πρόνοιας ήταν κατάκτηση των εκμεταλλευομένων και όχι προσπάθεια των αφεντικών να ασκήσουν έλεγχο πάνω στην εργατική τάξη, όπως για παράδειγμα φαντασιώνεται μία ορισμένη αριστερή-αντιεξουσιαστική σκέψη.
Βλέπουμε λοιπόν αυτόν τον κόσμο από κάτω, δηλώνοντας ρητά ότι αν αυτό τον κόσμο τον φτιάχνουν οι εκμεταλλευόμενοι, η ιστορία του δεν μπορεί παρά να είναι η ιστορία των εκμεταλλευόμενων. Και αυτό είναι μία πολιτική θέση, όπως πολιτική θέση είναι η αντίληψη των αφεντικών και των διανοουμένων για την ιστορία.
They say in Harlan County/There are no neutrals there
You’ll either be a union man/Or a thug for J. H. Claire
Ωστόσο, αν υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο στέκεται για εμάς στο μέσο και στο κεντρικότερο σημείο της ανάλυσης μας αυτό δεν είναι άλλο από το ζήτημα του πολέμου, όχι φυσικά σαν ένα ζήτημα έτσι γενικά και αόριστα αλλά σαν ένα ζήτημα διαρκούς επικαιρότητας, διότι αν υπάρχει ένας πόλεμος αυτός δεν είναι άλλος από αυτόν «των χορτάτων εναντίον των πεινασμένων» όπως λέγανε και κάποιοι παλιοί σύντροφοι.
Πριν όμως απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να κάνουμε μία παρένθεση. Δεν πιστεύουμε (γιατί πίστη είναι και μάλιστα λίγο πολύ θεολογική) σε καθολικές πανανθρώπινες αξίες όπως η δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ακόμα χειρότερα ότι υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια που πρέπει να αποκαλυφθεί. Στην τελική αυτό είναι και το βασικό μας πρόβλημα με τον αντικειμενισμό που διατρέχει ένα πλήθος απόψεων: από την αστική αντίληψη της δικαιοσύνης μέχρι τον μαρξιστικό σκοπό της ιστορίας. Είναι κατά βάση υποκειμενικές θέσεις (θέσεις κοινωνικών υποκειμένων) οι οποίες όμως δεν εμφανίζονται σαν τέτοιες αλλά εμφανίζονται σαν κάτι που υπήρχε και ίσχυε σχεδόν από τα πάντα. Δηλαδή, επιδιώκουν την αντικειμενικότητα που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να έχουν, να την αποκτήσουν με την ενσωμάτωση τους σαν ιδέες αντικειμενικής, παγκόσμιας, «πανανθρώπινης» ισχύος. Ένα γεγονός, μία πραγματικότητα δεν έχει ποτέ μία πλευρά ή έναν τρόπο ανάγνωσης, αντιθέτως έχει πάντα πολλές περισσότερες από μία. Με τι τρόπο, θα αποφασίσει να μιλήσει και να αντιληφθεί ο καθένας το θέμα του πολέμου π.χ. φανερώνει και το πώς αντιλαμβάνεται την θέση του σε σχέση με το ίδιο το γεγονός, ή ακόμα και το ποια θα ήθελε να είναι η θέση του. Όταν για παράδειγμα το ΚΚΕ καλούσε τους εργαζόμενους στα ‘40 να πολεμήσουν για την δικτατορία του Μεταξά, και όχι να επαναστατήσουν ενάντια σε έναν πόλεμο ο οποίος γινόταν εις βάρος των εκμεταλλευομένων και των δύο χωρών, φανερώνει ποια επιθυμεί να είναι η θέση του. Το ΚΚΕ και όλα τα λενινιστικά σταλινικά κόμματα και κομματίδια επιθυμούσαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να επιβάλλουν νέες αντικειμενικότητες (την εξουσία τους, το έθνος τους, την πατρίδα τους κλπ.) -και εδώ είναι το τραγικό- στο όνομα ακριβώς εκείνων των υποκειμενικότητων που θέλησαν να καταστρέψουν τις αντικειμενικότητες.
Στο ζήτημα του πολέμου το κάθε υποκείμενο επιλέγει πώς θα μιλήσει για αυτό, και αυτή η επιλογή του είναι πολιτική. Πολιτικότατη. Ο πόλεμος στο Ιράκ δεν έγινε για έναν και μοναδικό λόγο, για παράδειγμα, αλλά ακόμα και για έναν και μοναδικό λόγο να έχει γίνει (τα πετρέλαια, η στρατηγική σημασία ελέγχου της περιοχής, η αντιπάθεια του Μπους για το Σαντάμ που πήγε να σκοτώσει τον μπαμπά του), εμάς σαν εκμεταλλευόμενους και καταπιεσμένους τι μας αφορά; Τι μας αφορά στον βαθμό που όπως αυτόν, αλλά όπως και κάθε πόλεμο τον πληρώνουν οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεζόμενοι; Τι πρέπει να αναδείξουμε σε αυτόν όπως και σε κάθε πόλεμο, που θα πρέπει να ρίξουμε τις δυνάμεις μας, ποια άποψη, ποια αντίληψη θα πρέπει να ενισχύσουμε; Την αντίληψη των αφεντικών, να δούμε δηλαδή την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια των αφεντικών (γιατί έκαναν τον πόλεμο, τι χρησιμεύει για αυτά κλπ) ή να δούμε την πραγματικότητα από την πραγματική κοινωνική μας θέση: αυτή των εκμεταλλευομένων; Εννοείται προφανώς σε αυτό που λέγεται κατανόηση αυτού του κόσμου, κομμάτι είναι και το τι κάνουν ή θέλουν να κάνουν τα αφεντικά επομένως δεν πετάμε στα σκουπίδια το τι γενικώς ή ειδικώς κάνουνε. Αλλά το πρόβλημα που μπαίνει, δεν μπαίνει σε αυτή καθαυτή την ανάλυση, το πρόβλημα μπαίνει όταν καλείται κανείς να εκφέρει πολιτική άποψη και πολιτική θέση, όταν κάποιος καλείται να τοποθετηθεί σαν πολιτικό υποκείμενο πάνω στο ζήτημα. Εδώ η ανάλυση έχει την σημασία της βάσης μίας πολιτικής άποψης. Η σημασία δηλ. μιας ανάλυσης όταν συνοδεύεται από μία πολιτική άποψη (αλλιώς είναι κοινωνιολογία ή χόμπυ) συναρτάται με την πολιτική άποψη, όπως και πολιτική άποψη συναρτάται με την ανάλυση, φυσικά. Όταν λοιπόν για εμάς κάποιος βάζει το ζήτημα του πολέμου στην βάση του τι κάνουν τα αφεντικά σε αυτό τον κόσμο, πέραν του ότι κατά την γνώμη μας δεν λέει το πολύ σημαντικότερο για εμάς τι στο διάολο επιτέλους κάνουν οι εκμεταλλευόμενοι, αργά η γρήγορα θα βρεθεί να καταλήξει με ποιο αφεντικό θα πρέπει να πάει (ποιο είναι το λιγότερο κακό από τα δύο που πολεμάνε). Άλλωστε δεν θα έχει πάρει καν χαμπάρι αν προσπαθούν και τι προσπαθούν να κάνουν οι εκμεταλλευόμενοι. Αυτό το πράγμα κάνει μία συγκεκριμένη αλλά και συντριπτική πλειοψηφία της αριστεράς από τον Πρώτο Παγκόσμιο και ύστερα: με την Γαλλία ενάντια στην Καϊζερική Γερμανία, με την Καϊζερική Γερμανία ενάντια στον αντιδραστικό Τσάρο, με την ΕΣΣΔ και τις ΕΠΑ ενάντια στην Χιτλερική Γερμανία, με την ΕΣΣΔ ενάντια στους ιμπεριαλιστές, ή με την ΛΔΚ ενάντια στους σοσιαλιμπεριαλιστές, με τον Σαντάμ ενάντια στον Μπους, με τον Μιλόσεβιτς ενάντια σε όλους, με τον Οσάμα ενάντια στον Τζωρτζ, με την ιρακινή αντίσταση ενάντια στον ιμπεριαλισμό και έχουμε ακόμα ζωή μπροστά μας. Να είναι καλά οι προλετάριοι που δεν λένε να εκλείψουν από τον πλανήτη. Λίγοι είναι εκείνοι μέσα στην ιστορία που προσπάθησαν να δουν τα πράγματα αλλιώς: όλοι οι πολέμοι είναι πολέμοι καταρχήν εναντίον των εκμεταλλευομένων, το μόνο που μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο είναι ο από κοινού αγώνας των εκμεταλλευομένων και των δύο πλευρών. Σε αυτό το σημείο μπορεί κανείς να πει τι βάση μπορεί να έχει μία τέτοια αντίληψη στην κοινωνική πραγματικότητα. Κατά πόσο δηλ. μία τέτοια αντίληψη μπορεί να πάει μπροστά τα πράγματα, αλλά και κατά πόσο ανταποκρίνεται αυτή στην πραγματικότητα. Το κατά πόσο μπορεί να πάει μπροστά τα πράγματα ο καθένας έχει την ευκολία να το κρίνει μόνος του, από την άποψη του θα φανεί άλλωστε και το τι είναι: εθνικιστής ή διεθνιστής. Το κατά πόσο τώρα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είναι κάπως πιο μεγάλη κουβέντα που κάποια στιγμή θα την κάνουμε. Ωστόσο, έχουμε μία πολύ σοβαρή υποψία, οι εκμεταλλευόμενοι δεν έχουν πάντα και την πιο τρελή όρεξη να σκοτώνονται για τα αφεντικά τους, τα εκατομμύρια λιποτακτών σε όλους τους πολέμους, οι εξεγέρσεις των στρατιωτών και οι ανταρσίες τους ή ακόμα και η συμφιλίωση τους στα πεδία των μαχών είναι πράγματα που διατρέχουν όλους τους πολέμους. Θα σταματήσουμε εδώ γιατί σκοπεύουμε να γίνουμε πιο αναλυτικοί στο μέλλον.
Κάνοντας εδώ μία σύνοψη θα λέγαμε από την μία ότι προσπαθούμε να κάνουμε ανταγωνιστική ανάλυση από την μία γιατί αποδεχόμαστε σαν θέση ότι «όλη η ιστορία είναι προϊόν συγκρούσεων» και από την άλλη επειδή η κοινωνική μας θέση είναι αυτή που είναι.
Oh workers can you stand it?/Oh tell me how you can
Will you be a lousy scab/Or will you be a man?
Εδώ θα πρέπει να σταθούμε λίγο και να εξετάσουμε το ζήτημα που λέγεται αγώνες. Ζήτημα καθόλου εύκολο και καθόλου απλό για να καθορίσουμε μία σειρά αξιωμάτων μέσα από τους φακούς των οποίων θα δούμε αυτό το ζήτημα. Ωστόσο θα αποπειραθούμε να βάλουμε κάποια ελάχιστα ζητήματα.
Ένα πρώτο ζήτημα είναι ότι μιλάμε για τους αγώνες που γίνονται, καταρχήν με τον πιο απλό τρόπο, δηλαδή πληροφοριακά. Συντελούμε δηλ. και εμείς με τις μικρές μας δυνάμεις σε αυτό που ονομάζεται κυκλοφορία των αγώνων. Όμως δεν νομίζουμε ότι κάτι τέτοιο είναι και αρκετό, οφείλουμε να κρίνουμε ταυτόχρονα αυτούς τους αγώνες, να δούμε και να ανοίξουμε και εμείς ζητήματα σε σχέση με αυτούς. Τέλος, και στον βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει (διότι εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει πάντα), προσπαθούμε να συνδέσουμε τους αγώνες αυτούς στο επίπεδο της πραγματικότητας μεταξύ τους3.
Θα ακολουθήσουμε και εδώ για να δούμε καλύτερα τι εννοούμε με ένα παράδειγμα. Αυτό της Κίνας. Το πρωταρχικό μας ενδιαφέρον για το τι γίνεται στην Κίνα (και αυτό φαίνεται στο σχετικό κείμενο που γράφτηκε στο πρώτο τεύχος), δεν είχε να κάνει με το τι γίνεται στα χαμηλά κοινωνικά επίπεδα, κυρίως εξαιτίας μίας πρακτικής αδυναμίας να βρούμε στοιχεία για αυτά. Από την άλλη, το βασικό πρόβλημα που ενέσκηψε στην προσπάθεια μας να αποκτήσουμε μία εικόνα για εκείνο το μέρος του κόσμου, είχε να κάνει με το ζήτημα που λεγόταν κινέζικη γραφειοκρατία σήμερα. Τι είναι η κινέζικη γραφειοκρατία σήμερα, τι μορφή έχει το κινέζικο κράτος, που βασίζεται κοινωνικά κλπ. Ζητήματα ενδιαφέροντα προφανώς… αλλά… Ένα ερώτημα λοιπόν, που διαμορφώθηκε πάνω από αυτά ήταν το εξής: τι ενδιαφέρει εμάς σαν εκμεταλλευόμενους, σήμερα στα 2006, εδώ στην Ελλάδα αυτό το ζήτημα; Το τι θα βάλει κανείς πρώτο είναι αυτό που έχει σημασία, μιλάς σαν εκμεταλλευόμενος, μιλάς σαν ιστορικός, ή μιλάς σαν πατριώτης που διαπιστώνει ότι τα κινέζικα μαγαζάκια πνίγουν το εγχώριο μικρεμπόριο; Τι ορίζει, τι επιλέγει ο καθένας να τον ορίσει; Η κοινωνική του θέση; Η ψευδοεπιστημονική ταυτότητα του που τον τοποθετεί εκτός ιστορίας; Ο πατριωτισμός του; Είναι προφανές ότι εμείς επιλέξαμε να μιλήσουμε πρώτα και κύρια σαν εκμεταλλευόμενοι, και να προσπαθήσουμε να μάθουμε καταρχήν τι κάνουν οι εκμεταλλευόμενοι στην Κίνα.
Πρώτα να ενημερώσουμε στο επίπεδο της κυκλοφορίας των αγώνων για το τι συμβαίνει εκεί πέρα, στην συνέχεια να κρίνουμε και να εξετάσουμε την σημασία, το περιεχόμενο και την μορφή αυτών των αγώνων και τέλος να δούμε σε ποιο επίπεδο και αν μπορεί να υπάρχει ενότητα των αγώνων αυτών στην Κίνα4. Αυτό είναι που προσπαθήσαμε να κάνουμε στο δεύτερο σχετικό κείμενο ένα χρόνο μετά. Αυτή την κατεύθυνση πήρε η έρευνα μας, και εδώ δεν έμπαιναν καθόλου ζητήματα του είδους υπάρχουν ή δεν υπάρχουν στοιχεία (είχαμε πια με λίγο παραπάνω ψάξιμο την δυνατότητα να επιλέξουμε ποιο ζήτημα και με ποιο τρόπο θα το πιάσουμε), και για κάτι τέτοιο δεν ευθύνεται αποκλειστικά το διαδίκτυο όπως πιθανά κάποιος να πει5.
Ένα δεύτερο έχει να κάνει με αυτό που ονομάζεται έρευνα, και η αλήθεια είναι ότι μέχρι τώρα δεν έχουμε καταπιαστεί με αυτό το ζήτημα ιδιαίτερα. Το βασικό, όμως για εμάς σε σχέση με αυτό το ζήτημα είναι να δίνεται ο λόγος στα (κατά βάσην ατομικά) υποκείμενα. Και προφανώς αυτό δεν θα γίνει, και δεν μπορεί να γίνει με την λογική του δημοσιογράφου ή του κοινωνιολόγου που αφήνει κάποιους να μιλήσουν… Η έρευνα για εμάς θα πρέπει να είναι μία διαδικασία άμεσης εμπλοκής μας σε αυτό που γίνεται, και ταυτόχρονα εμπλοκής και των ίδιων των συμμετεχόντων.
Σε τι μπορεί να χρησιμεύει κάτι τέτοιο; Μία τέτοια διαδικασία; Είπαμε παραπάνω ότι η αντίφαση του καπιταλισμού δεν είναι αντίφαση αυτού καθαυτού του καπιταλισμού, αλλά αντίφαση των αντικειμένων που προσπαθούν να γίνουν υποκείμενα. Και είναι αντίφαση γιατί οντολογικά οι εκμεταλλευόμενοι βρίσκονται υπό την επίδραση δύο δυνάμεων, της δύναμης εκείνης η οποία θέλει να τους διατηρήσει και να τους αντικειμενοποιεί συνεχώς, και της επιθυμίας και άρα δύναμης των ίδιων να γίνουν υποκείμενα, να δράσουν τα ίδια για τους εαυτούς τους. Η αντίφαση έγκειται στο ότι ο εκμεταλλευόμενος βρίσκεται συνεχώς στο μέσο της σύγκρουσης των αντικειμενικών συνθηκών με τις υποκειμενικές επιθυμίες. Όπως είναι προφανές, αυτό δεν είναι μία ευχάριστη κατάσταση για κανέναν ούτε για τους «αστούς» ούτε για τους «προλετάριους», εξού και οι προσπάθειες και των δύο «πλευρών» που επιθυμούν να λύσουν αυτή την σύγκρουση, οι μεν πρώτοι επιδιώκουν να ταυτίσουν τις υποκειμενικές επιθυμίες των εκμεταλλευομένων με την αντικειμενική συνθήκη της ίδιας της εκμετάλλευσης (πράγμα όχι τόσο αντιφατικό όσο φαίνεται), οι μεν δεύτεροι προσπαθούν να συλλογικοποιήσουν τις υποκειμενικές επιθυμίες προς μία νέα συνθήκη αντικειμενικότητας6. Με αυτή την έννοια οι εκμεταλλευόμενοι, είναι οι ίδιοι το πεδίο της μάχης περισσότερο από όσο το πεδίο της μάχης είναι το ύψος των μισθών. Η ταύτιση της υποκειμενικής επιθυμίας με την αντικειμενικότητα της εκμετάλλευσης, είναι προφανώς μία τεράστια και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, ωστόσο δεν είναι ντετερμινιστική με καμία έννοια, υπάρχουν στιγμές που αυτή η ταύτιση προχωρά τόσο πολύ που πια η σύγκρουση εντός της να είναι τόσο έντονη που να λύνεται μόνο βίαια και υπάρχουν και στιγμές κατά τις οποίες φαίνεται σαν το πιο και το μόνο λογικό πράγμα του κόσμου. Αυτή την ταύτιση όμως δεν μπορούμε να την αφήσουμε ούτε να λυθεί από μόνη της ούτε να ελπίσουμε ότι κάποτε θα λυθεί από μόνη της και προφανώς ούτε να επικαλούμαστε το μαγικό ξόρκι του ντετερμινισμού μπας και ο καπιταλισμός αποφασίσει να καταρρεύσει μόνος του.
Μέσα από την έρευνα, οφείλουμε να αναδείξουμε μία σειρά πραγμάτων. Σαν πρώτο και πιο σημαντικό κατά την γνώμη μας είναι τις ίδιες τις στάσεις και αντιστάσεις των ατομικών υποκειμένων στην καθημερινότητα τους, και κυρίως εκείνα τα στοιχεία τα οποία αυτές έχουν και τα οποία μπορούν, κατά μία έννοια, να οδηγήσουν στην συλλογικοποίηση τους. Σαν ένα δεύτερο σημείο, που θα πρέπει να αναδειχθεί, είναι η κατανόηση και η συνειδητοποίηση εξίσου από τα υποκείμενα όσο και από εμάς των αντικειμενικών συνθηκών μέσα στις οποίες αυτά κινούνται. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η έρευνα είναι ένα εργαλείο, ένα πολιτικό εργαλείο, και με αυτή την έννοια δεν μπορεί κατά εμάς να καλλιεργείται διαχωρισμός ανάμεσα στο αντικείμενο της έρευνας και σε αυτούς που την διεξάγουν.
Don’t scab for the bosses/Don’t listen to their lies
Poor folks ain’t got a chance/Unless they organize
Which side are you on boys?/Which side are you on?
Και εδώ είναι που ερχόμαστε στο σχεδόν πιο σημαντικό ζήτημα αυτού του κειμένου. Το οποίο στην τελική δεν είναι και πολύ διαφορετικό από αυτό που θα λέγαμε ποια είναι η στρατηγική μίας πολιτικής άποψης και μίας πολιτικής δράσης (υπερβάλλουμε λίγο, για εμάς «είναι» σημαίνει μάλλον αναγκαιότητα παρά πραγματικότητα). Με άλλα λόγια που θα πρέπει να στοχεύει μία πολιτική ανάλυση, θέση και δράση;
Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε εδώ είναι ότι οι αγώνες όταν δεν είναι σαφέστατα πολιτικοί (δηλ. επαναστατικοί) δεν είναι ούτε σαφείς ούτε πολύ περισσότερο επαναστατικοί. Ένας εργατικός αγώνας δεν μπορεί κατά καμία έννοια να είναι επαναστατικός από μόνος του για παράδειγμα, αντιθέτως μπορεί εμπεριέχει αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία, πράγματα που ωθούν προς τα μπροστά και πράγματα που κρατάνε πίσω7. Δεν υπάρχουν πουθενά «καθαρά» υποκείμενα, αντικείμενα, κινήματα, εργατικοί αγώνες κλπ, τα οποία θα πρέπει να ψάξουμε να τα βρούμε για να βρούμε επιτέλους την τάξη, το επαναστατικό υποκείμενο, τον αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του ιμπεριαλισμού. Κάποτε μπορεί να υπήρχαν, ή μάλλον να νομίζαμε ότι ήταν πιο καθαρά, αλλά σήμερα δεν υπάρχουν. Όσοι ψάχνουν τέτοια πράγματα, τέτοιες ιδεολογικές αγνότητες, καταλήγουν αργά ή γρήγορα στην μόνη αγνότητα που μπορεί να υπάρχει σε αυτό τον κόσμο: σε έναν διανοητικό αυνανισμό με αντικείμενο λατρείας τον (και εδώ είναι το κωμικοτραγικό) ίδιο τους τον πολιτικό εαυτό. Με απλά λόγια: όποιος ψάχνει την «καθαρότητα» θα καταλήξει να την βρίσκει μόνο στον εαυτό του, τόσα χρόνια η εμπειρία των ΚΚ τι άλλο μπορεί να δείχνει;
Η ανταγωνιστική ανάλυση και η πολιτική δράση για εμάς θα πρέπει να έχουν έναν ρητό και σαφή στόχο: την ενίσχυση (με επιχειρήματα, με γεγονότα, με στοιχεία, με πράξεις, με δομές, με θεσμούς, με σχέσεις) των επαναστατικών στοιχείων που μπορεί να ενυπάρχουν σε κάθε ανταγωνισμό. Αυτή η πολύ μικρή πρόταση σημαίνει πολλά περισσότερα πράγματα από όσα πιθανόν κανείς φαντάζεται, που δεν είναι ακριβώς του παρόντος να τα πιάσουμε. Σημαίνει πρώτα και κύρια άρνηση και ξεπέρασμα των διαχωρισμών, που είτε ενυπάρχουν είτε αναδύονται μέσα σε τέτοιες διαδικασίες. Σημαίνει επίσης μία σοβαρή προσπάθεια να ξεπεραστούν στην πράξη τα περισσότερα μοντέλα οργάνωσης του παρελθόντος. Σημαίνει την επανεμφάνιση στο ιστορικό προσκήνιο της ζωντανής επαναστατικής θεωρίας, δουλειά που μόνο οι εκμεταλλευόμενοι μπορούν να κάνουν με επιτυχία για το τέλος της εκμετάλλευσης τους. Σημαίνει την καταρχήν απόπειρα δημιουργίας μιας σειράς καινούριων αντικειμενικοτήτων όχι στην βάση της κυριαρχίας της μίας ή της άλλης αλλά στην βάση του ανεβάσματος της διαλεκτικής τους σύγκρουσης σε ένα νέο επίπεδο.
Εδώ φυσικά ανοίγουν πολλά και τεράστια ζητήματα…
Το Which side are you on? είναι ένα αρκετά γνωστό αμερικάνικο folk τραγούδι. Το 1931 οι ανθρακωρύχοι στην Επαρχία Χάρλαν στο Κεντάκι, κατέβηκαν σε απεργία. Οπλισμένες συμμορίες μπράβων κυκλοφορούσαν στην εξοχή τρομοκρατώντας τις κοινότητες των ανθρακωρύχων, αναζητώντας τους ηγέτες του συνδικάτου για να τους δείρουν, να τους φυλακίσουν ή και να τους σκοτώσουν. Αλλά οι ανθρακωρύχοι αντιστάθηκαν, οπλίστηκαν και αυτοί και πυροβολισμοί έπεσαν και από τις δύο πλευρές. Μέσα σε αυτό το κλίμα, όπου από την μια οι πληρωμένοι μπράβοι των ιδιοκτητών των ανθρακωρυχείων και από την άλλη οι ανεξάρτητοι και ατίθασοι ανθρακωρύχοι πολεμούσαν κυριολεκτικά, η Florence Reece έγραψε αυτό το τραγούδι.
1. Εδώ δεν λέμε ότι οι εξεγέρσεις κλπ. μέσα στην ιστορία δεν συνδέονται μεταξύ τους (σαν μνήμη, σαν παράδοση, σαν ιστορία αγώνων, σαν κουλτούρα), μιλάμε για την αναζήτηση της σύνδεσης αυτής προκειμένου να εξαχθούν «ιστορικοί νόμοι».
2. Εδώ φυσικά υπάρχει και το ζήτημα της δράσης και της πράξης, δηλ. σε ποιο επίπεδο αναπτύσσεται και διαμορφώνεται η δράση, για να μην μείνει κενό τώρα, το εξηγούμε άλλωστε παρακάτω, η πράξη είναι υποκειμενική πάντα και το ζητούμενο της δεν μπορεί να είναι να επιβάλλει αντικειμενικότητες αλλά να τις ξεπεράσει διαμορφώνοντας συνεχώς αυτό τον κόσμο σε μία ενότητα.
3. Όλα τα παραπάνω δεν είναι και δεν μπορεί να έργο μιας μικρής ομάδας (της οποιασδήποτε μικρής ομάδας) που εκδίδει αυτό ή κάποιο άλλο έντυπο. Ωστόσο, η δουλειά μιας μικρής ομάδας είναι μέρος αυτού του έργου…
4. Προφανώς για σύνδεση με εδώ αγώνες ούτε καν σαν αστείο δεν μπορεί να ειπωθεί.
5.Την ίδια δουλειά άλλωστε, σε γενικές γραμμές με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια κατεύθυνση έκανε και το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», σε μία εποχή που το διαδίκτυο δεν ήταν παρά επιστημονική φαντασία.
6. Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα, φυσικά και οι εκμεταλλευόμενοι δεν κάνουν μόνο ή πάντα αυτό (να συλλογικοποιούν δηλ. τις επιθυμίες τους ενάντια στις επιθυμίες των αφεντικών). Πολλές φορές ταυτίζουν τις επιθυμίες τους με αυτές των αφεντικών, ελπίζοντας σε κάποιες ατομικές λύσεις. Και να προσθέσουμε ότι εδώ κανονικά πρέπει να ανοίξει μία μεγάλη κουβέντα, αλλά γενικά μιλάμε για τάσεις και ροπές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι επιθυμίες των μεν και των δε πολλές φορές απέχουν πολύ από το τι γίνεται στην πράξη.
7. Ωστόσο, ας μην ξεχνιόμαστε κάλλιστα μπορούν να υπάρχουν αγώνες οι οποίοι να μην έχουν καν αντιφάσεις ή τα θετικά τους επαναστατικά τους στοιχεία να είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Ας πούμε τι θετικό μπορεί να κρύβει ένας γραφειοκρατικός αγώνας της ΓΣΕΕ;
No comments:
Post a Comment