Τεύχος Έκτο - Για ένα Μάρτη και Μισό Απρίλη
Οι αγώνες των τελευταίων μηνών στη Γαλλία ενάντια στο νομοσχέδιο για το CPE ξεχάστηκαν, ή έγινε προσπάθεια να ξεχαστούν, ταυτόχρονα με την απόσυρση του επίμαχου νομοσχεδίου από την κυβέρνηση Βιλπέν. Θα ήταν εύκολο –και σε γενικές γραμμές σχεδόν έχει ήδη γίνει– να συρθούν οι κινητοποιήσεις αυτές μέσα σε ένα πλαίσιο έτοιμων ερμηνειών από όπου θα μπορούσαν να εξαχθούν ακόμα πιο έτοιμα συμπεράσματα. Εύκολο επίσης θα ήταν να αποδοθεί στους αγώνες ενάντια στο CPE ο ευκολοφόρετος χαρακτηρισμός της «ρεφορμιστικής διεκδίκησης», ώστε να μην αξίζουν την οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά ή προσοχή. Τα πράγματα όμως, τουλάχιστον για εμάς, δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται και σίγουρα δείχνουν πολύ λιγότερο δεδομένα και αυτονόητα από όσο μοιάζουν ώστε να αρκούν κάποιες γενικόλογες αναφορές για να τα εξηγήσουν –πόσο μάλλον όταν αφορούν γεγονότα που συμβαίνουν σε ένα αρκετά διαφορετικό πλαίσιο. Γιατί μπορεί ο γαλλικός Μάρτης, προς μεγάλη απογοήτευση των φερέφωνων της κυριαρχίας, να μην ήταν ο τόσο πολυδιαφημισμένος «νέος Μάης», σηματοδοτεί όμως, με την τροπή που πήρε, την επιστροφή των εκμεταλλευόμενων στο κοινωνικό πεδίο, αλλάζοντας, έστω και προσωρινά, το συσχετισμό των δυνάμεων σε μια χρονική περίοδο όπου τα αφεντικά (θέλουν να) παίζουν εν ου παικτοίς στο πολιτικό πεδίο.
Προφανώς και ο καπιταλισμός στη Γαλλία δεν περίμενε το νόμο Βιλπέν για το CPE, κατευθείαν υπαγορευμένο από τα αφεντικά του στο Medef [το ανάλογο του ΣΕΒ], ώστε να ωθήσει την αγορά εργασίας στην περαιτέρω «ευελικτοποίησή» της και να βάλει, τρόπον τινά, στις «ράγες» της οικονομικής παγκοσμιοποίησης τη γαλλική οικονομία. Τα αφεντικά δεν επέλεξαν τυχαία τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αμέσως μετά τα γεγονότα του Νοεμβρίου, για να περάσουν ένα τέτοιο νομοσχέδιο που εντείνει από την πλευρά τους τον ταξικό και κοινωνικό πόλεμο και βαθαίνει όχι μόνο τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά και τους ήδη υπάρχοντες διαχωρισμούς μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων, μιας και ο νόμος για το CPE εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο νόμου περί των «ίσων ευκαιριών» που επιβλήθηκε στους εργαζομένους, με την αγαστή συμφωνία όλων των συνδικάτων, και το οποίο στην ουσία επιτρέπει, και νόμιμα πλέον, στους εργοδότες να εκμεταλλεύονται (απασχολώντας εννοείται…) ανήλικους από 14 χρονών μέσω μιας «δοκιμαστικής περιόδου εκμάθησης». Η νομιμοποίηση της εργασίας των ανηλίκων, την οποία εισηγείται το περίφημο άρθρο 8 του νόμου, βάζει στο στόχαστρο όλους τους νέους εκείνους των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων που πετάει στα αζήτητα το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα, επιδοτώντας την εγκατάσταση των επιχειρήσεων στις βιομηχανικές ζώνες των προαστίων. Με τον τρόπο αυτό, τα αφεντικά μεταθέτουν στην αγορά εργασίας ό,τι δεν καταφέρνει να κάνει το εκπαιδευτικό σύστημα: τον έλεγχο και την αναμόρφωση του πληθυσμού εκείνου που βρίσκεται μεταξύ της διαρκούς ανεργίας και της ανασφάλειας («αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής» ονομάστηκε αυτό). Στο πλαίσιο αυτό, ο νόμος για το CPE αναγνώριζε ουσιαστικά το δικαίωμα στους εργοδότες να απολύουν, όποτε αυτοί ήθελαν και χωρίς προσχηματικές δικαιολογίες, τους νέους εργαζόμενους κάτω των 26 ετών μετά από μια περίοδο δοκιμαστικής τους χρήσης με μειωμένες αποδοχές.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, ούτε οι αγώνες ενάντια σε αυτό που έχει ονομαστεί ως «precarite» ξεκίνησαν τον Μάρτη του 2006. Και με αυτό δεν εννοούμε απλώς τον Νοέμβρη των προαστίων, αλλά τους αγώνες ενάντια στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο που έχουν μια ιστορία στη Γαλλία που πηγαίνει τουλάχιστον είκοσι χρόνια πίσω. Oι κινητοποιήσεις ενάντια στο CPE θα πρέπει λοιπόν να γίνουν κατανοητές ως μια στιγμή του αγώνα, μια στιγμή υψηλής έντασης, μέσα σε μια σειρά από επιμέρους αγώνες σε διαφορετικά πεδία, όπως ενδεικτικά εκείνων των ανέργων του 1998, των εργαζομένων στην ταχεία εστίαση το 2001, των sans-papiers του 2003, των προσωρινών εργαζομένων στον τομέα της διασκέδασης του 2004 για να μην πάμε πίσω στις άγριες απεργίες του 1995 που προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης Μπαλαντύρ. Μπορεί ο αγώνας αυτός να τερματίστηκε με την προσωρινή υποχώρηση της κυβέρνησης, αλλά είναι η πρώτη φορά μέσα στην τελευταία δεκαετία που εκδηλώνεται, τόσο κατηγορηματικά όσο και μαζικά, μια τόσο έντονη δυσαρέσκεια απέναντι σε μια από τις πτυχές του νεοφιλελεύθερου σχεδίου που να κάνει φανερή τη διαρκή και ασυμβίβαστη σύγκρουση συμφερόντων που υπάρχει μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων. Υπό την έννοια αυτή, η υποχώρηση αυτή των αφεντικών μπορεί να θεωρηθεί αφενός μεν –και σε ένα συμβολικό επίπεδο– ως μια νίκη της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο που ως τέτοια, και δεδομένης της ιστορικής συγκυρίας, αποκτά ένα σημαντικό νόημα που ξεπερνά τα όρια της γαλλικής επικράτειας, αφετέρου δε ως μια εκδήλωση της κρίσης του καθεστώτος των νέων μορφών απασχόλησης και των επιβαλλόμενων ρυθμίσεων που τους αντιστοιχούν (θα επανέλθουμε). Ιδιαίτερα μάλιστα σημαντικό από τη στιγμή που η κύρια αντίδραση απέναντι στο νόμο αυτό προήλθε από τα υποκείμενα εκείνα που αφορούσε πιο άμεσα: την εργαζόμενη (και μελλοντικά εργαζόμενη) νεολαία.
Οι πρώτοι λοιπόν, που ξεσηκώθηκαν απέναντι στο νόμο της κυβέρνησης ήταν οι νέοι, νέοι των μεσαίων και των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων από το κέντρο, τα προάστια και την επαρχία, μιας και είναι από τις κατηγορίες εκείνες του πληθυσμού που πλήττεται περισσότερο από την ανεργία και την ανασφάλεια της αγοράς εργασίας. Μόνο στο 3ο τρίμηνο του 2005 πάνω από μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι δούλευαν ως προσωρινοί σε μικροδουλειές, εκ των οποίων πάνω από το 70% ήταν νέοι κάτω των 25 ετών με συμβόλαιο περιορισμένου χρόνου και με μισθούς πολύ κατώτερους του βασικού. Μόνο το 2004 τουλάχιστον οι μισοί από εκείνους-ες που εγγράφονταν σε σχολές ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης κάθε χρόνο, αναγκάζονταν να εργαστούν προκειμένου να μπορέσουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Υπό ένα καθεστώς ανεργίας των νέων μικρότερων των 25 ετών που, επίσημα τουλάχιστον, αγγίζει το 23,3% και η οποία μόνο τον τελευταίο χρόνο αυξήθηκε κατά 2,5%, η εργοδοσία, μετά από μια δοκιμαστική περίοδο, εξωθεί στην απόλυση γύρω στους μισούς νεοπροσληφθέντες εργαζομένους νεαρής ηλικίας.
Η απουσία οποιασδήποτε αληθινής προοπτικής και διεξόδου που έχει επιβάλλει ο καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια σε ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού φαίνεται πως γίνεται όλο και πιο πολύ συνειδητή από όλο και περισσότερους και μάλιστα από πολύ νωρίς. Όχι δηλαδή μόνο από φοιτητές, αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους μαθητές, που κατέβηκαν στους δρόμους είτε ως νέοι, είτε ως μελλοντικοί εργαζόμενοι. Η Μπλαντίν, μαθήτρια λυκείου στο λύκειο Βολταίρος της Ορλεάνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μπορεί το Συμβόλαιο Πρώτης Πρόσληψης να μην είναι για τώρα, όμως εγώ ανησυχώ. […] Το βρίσκω απαράδεκτο να μπορούν να μας απολύουν έτσι, χωρίς αιτία, από τη μια μέρα στην άλλη», ενώ όπως διαβάζουμε σε μια προκήρυξη του «Μετώπου κατά του CPE»: «Έχουμε καταλάβει καλά από τις ίδιες τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής μας, χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε θεωρία, πως δε θα υπάρξει καμία καλυτέρευση». Η νέα γενιά που ξεσηκώθηκε κατά του CPE κατέβηκε στο δρόμο όχι μόνο με πολύ λιγότερες ψευδαισθήσεις για το παρόν σε σχέση με παλαιότερες, αλλά και με πολύ λιγότερες προσδοκίες για το μέλλον. Ο Αντουάν φοιτητής της σχολής Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο Marc Bloch του Στρασβούργου λέει χαρακτηριστικά: «Αυτή τη στιγμή ακούμε να λένε πως οι τέχνες δεν είναι ένας κλάδος «αποδοτικός»… Είναι συνέχεια αυτά τα προβλήματα αποδοτικότητας που μας διαφθείρουν τη ζωή. […] Μας συγκρίνουν συχνά με τον Μάη του ’68, αλλά το’68 υπήρχε εργασία στην έξοδο. Είμαστε μια γενιά χωρίς ψευδαισθήσεις. Εμένα όμως θα μου άρεσε να μπορώ να ονειρευτώ λίγο». Αυτή η γενικευμένη δυσαρέσκεια και η βαθιά απογοήτευση, η οποία προφανώς και δεν εξηγεί την αντίδραση ούτε και την κατεύθυνση του αγώνα, ήταν που λειτούργησε –σε αρχικό τουλάχιστον επίπεδο– ενωτικά μεταξύ εκείνων που ξεκίνησαν τις κινητοποιήσεις. Και στη βάση αυτή έγινε συνειδητή –ανεξάρτητα από το βαθμό επιτυχίας της– η ανάγκη για το ξεπέρασμα των επιβαλλόμενων από τον καπιταλισμό διαχωρισμών και διαιρέσεων, ώστε να μπορέσουν να συγκροτηθούν οι πρώτες νησίδες αντίστασης: «[…], Το ότι αγωνιζόμαστε πρώτα και κύρια κατά του CPE», αναφέρει η Καρολίν φοιτήτρια στο υπό κατάληψη Πανεπιστήμιο του Aix, «είναι επειδή έχουμε και την ανάγκη να βρεθούμε και την ανάγκη να συνασπιστούμε γύρω από κάτι που μας απασχολεί όλους, έστω κι αν όλοι ξέρουμε πως η precarite υπάρχει ήδη παντού με ή χωρίς τα CPE-CNE» (οι υπογραμμίσεις δικές μας). Οι διαδικασίες αυτές μέσα από τις οποίες μπόρεσαν να ξεπηδήσουν οι πρώτες αντιστάσεις κατά του νομοσχεδίου έλαβαν χώρα πρώτα και κύρια στα πανεπιστήμια και τα σχολεία.
Οι μαθητές και φοιτητές ήταν αυτοί που καταλαμβάνοντας τις σχολές τους, τουλάχιστον ένα μήνα προτού οι κινητοποιήσεις κλιμακωθούν, ξεκίνησαν εκστρατείες αντι-πληροφόρησης για το CPE με σκοπό αρχικά την κινητοποίηση των ίδιων των φοιτητών. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι φοιτητές ανέλαβαν δράση ενάντια στο CPE ακολουθώντας είτε τη γραμμή των συνδικάτων τους, είτε όμως και αναλαμβάνοντας οι ίδιοι πρωτοβουλίες, όπως στην Ανζέρ όπου από το Φεβρουάριο ήδη οι φοιτητές του πανεπιστημίου Μπέλ-Μπεήγ δημιουργούν μια συλλογικότητα δράσης, η οποία ενώνει συνδικαλιστές από την UNEF, τη SUD, τη JC, τη LCR, κτλ. Αν και είναι αλήθεια πως οι κινήσεις αυτές των φοιτητών αρχικά περιορίστηκαν μέσα στα πλαίσια των σχολών τους, παρόλα αυτά αργότερα έδωσαν ώθηση και στη δημιουργία, σε τοπικό επίπεδο, κάποιων ανεξάρτητων επιτροπών βάσης «anti-CPE» από τους ίδιους τους πολίτες. Οι περισσότερες από τις επιτροπές αυτές δημιουργήθηκαν σε επαρχιακές πόλεις, αφού στην επαρχία η ανεργία και η ανασφάλεια είναι κατά πολύ υψηλότερες από το καπιταλιστικό κέντρο, και λειτούργησαν σε κάποιες περιπτώσεις αυτόνομα από το συνδικαλιστικό εναγκαλισμό, ως σημεία συντονισμού των κινητοποιήσεων από τους ίδιους τους πολίτες. Ένα τέτοιο παράδειγμα ανεξάρτητης πρωτοβουλίας των πολιτών υπήρξε στη Λοριάν όπου στην τοπική επιτροπή βάσης που συστήθηκε πάρθηκαν αποφάσεις όχι μόνο για την κατεύθυνση των κινητοποιήσεων, αλλά και για τη μορφή τους (όπως τη διοργάνωση χάπενινγκς και συναυλιών). Η εμπειρία αυτή από τέτοιου είδους επιτροπές μεταβιβάστηκε αρκετά γρήγορα σε πολλές επαρχιακές πόλεις, ανεξάρτητα από το ρόλο που αυτές τελικά κατάφεραν να διαδραματίσουν στην εξέλιξη του αγώνα.
Στις Γενικές Συνελεύσεις που οργανώθηκαν στα υπό κατάληψη πανεπιστήμια η ανταπόκριση των φοιτητών υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη ήδη από την αρχή. Στις συνελεύσεις αυτές τέθηκαν υπό συζήτηση όλες οι διατάξεις του επίμαχου νόμου, ενώ παράλληλα τέθηκε και το ζήτημα της απεύθυνσης προς τους ίδιους τους ανασφαλείς εργαζομένους (precaires) με σκοπό τη συσπείρωση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων για την κλιμάκωση του αγώνα. Έτσι ενδεικτικά, οι φοιτητές στο πανεπιστήμιο Jussieu του Παρισιού και αργότερα στη Σορβόννη οργάνωσαν εκδηλώσεις-συζητήσεις από κοινού με εργαζόμενους του τριτογενούς τομέα, ενώ στη Ρεν η διαδήλωση των 10.000 ανθρώπων της 14ης Μαρτίου έχει προορισμό το εργοστάσιο Gomma με σκοπό να δηλώσει την υποστήριξή της προς τους πρόσφατα απολυμένους εργάτες της επιχείρησης. Το πλήθος διαδηλωτών που κατέβηκε στο δρόμο είχε ως στόχο την παράλυση της κυκλοφορίας (αποκλεισμός κύριων οδικών αρτηριών και μπλοκάρισμα σιδηροδρομικών γραμμών) και τον αποκλεισμό των κατά τόπους κρατικών παραρτημάτων (Νομαρχίες, Δικαστικά Μέγαρα). Για παράδειγμα, στη Βαλάνς γύρω στα 500 ατόμα από την πορεία των 18.000 ανθρώπων που κατευθύνθηκε προς το δημαρχείο το καταλαμβάνει χωρίς την αντίδραση των τοπικών αρχών. Επίσης, κατά την περίοδο των μεγαλύτερων διαδηλώσεων κάηκαν τα κατά τόπους ANPE [ανάλογα του ΟΑΕΔ] που βρίσκονταν στο επίκεντρο της δυσαρέσκειας και μαζί με αυτά ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής.
Από την άλλη πλευρά, το σύνολο των συνδικάτων κατέβηκε στο δρόμο –από τις λίγες φορές είναι αλήθεια με τόση ομοφωνία– όχι μόνο για λόγους μικροπολιτικής, εν όψη πάντα και των εκλογών του 2007, αλλά και για να παίξει το γνωστό ρόλο διαμεσολάβησης συμφερόντων και καθοδήγησης του αγώνα που τους έχει ανατεθεί από την κυριαρχία. Πιο συγκεκριμένα, τα συνδικάτα προσπάθησαν να περιορίσουν την αντίδραση στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης κατευθύνοντας τις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Από τη στιγμή βέβαια που οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αναζήτησαν σημεία στήριξης του αγώνα τους στα ίδια τα συνδικάτα, εκείνα έδωσαν τη γραμμή: «Βιλπέν παραιτήσου», «όχι στο CPE, αλλά ναι στη διατήρηση του CDI [Συμβόλαιο Αορίστου Χρόνου]». Η CGT για παράδειγμα, που αποτελεί ένα από τα πιο δυναμικά υποτίθεται συνδικάτα που ελέγχεται από το ΚΚΓ, όταν έγινε λόγος να μην περιοριστεί η διαμαρτυρία μόνο στο CPE, αλλά να συμπεριλάβει το σύνολο του νομο-πλαισίου για την «ισότητα των ευκαιριών», βρήκε την ευκαιρία να κάνει λόγο για την αναγκαιότητα «ενότητας του αγώνα» και τη συνέχιση της διεκδίκησης της σταθερής σύμβασης εργασίας. Η στάση των ίδιων των φοιτητικών παρατάξεων από την άλλη δεν υπήρξε και πολύ διαφορετική: διάσπαση των αιτημάτων με διεξαγωγή στις Γενικές Συνελεύσεις ξεχωριστής ψηφοφορίας για το CPE και ξεχωριστής για τη διατύπωση διαφορετικών διεκδικήσεων εκτός CPE.
Πέρα όμως από αυτά, τα συνδικάτα, εκεί όπου ένιωθαν να χάνουν τον έλεγχο της κατάστασης, επιχειρούσαν και τον χρονικό περιορισμό της σύγκρουσης ώστε όλα σύντομα να επιστρέψουν στην ημερήσια διάταξη. Όχι μόνο ασκούσαν πιέσεις προς τους φοιτητές για τερματισμό των καταλήψεων και επιστροφή στα μαθήματα, όπως μετά από τη μεγάλη πορεία της 18ου Μαρτίου όπου με δεδομένη την ανυποχώρητη στάση των αφεντικών έμπαινε επιτακτικά το ζήτημα του προσανατολισμού και της κατεύθυνσης από κει και πέρα του αγώνα, αλλά και εμπόδιζαν, όπου χρειάζονταν, η γενίκευση της διαμαρτυρίας να λάβει ριζοσπαστικότερα χαρακτηριστικά. Στη Ρεν για παράδειγμα, μέλη της UNEF εμπόδισαν ένα τμήμα της πορείας να κατευθυνθεί προς το κατειλημμένο δημαρχείο προκειμένου να συμπαρασταθεί στους καταληψίες και να διαδώσει τα αιτήματά τους, παρόλο που η ενέργεια αυτή είχε υπερψηφιστεί στη Γενική Συνέλευση της προηγούμενης μέρας.
Εκεί, ωστόσο, όπου η αγωνιστικότητα των διαδηλωτών ανέβαινε και οι αγώνες είχαν αποκτήσει σημαντικά ερείσματα σε αυτόνομες κινήσεις (όπως π.χ. καταλήψεις) τμήματα των διαδηλωτών ήρθαν, έστω και για λίγο, σε αντιπαράθεση με τους ίδιους τους συνδικαλιστικούς φορείς αναφορικά τόσο με το ποια θα πρέπει να είναι τα αιτήματα του αγώνα, όσο και με τον τρόπο με τον οποίο αυτά θα πρέπει να διεκδικηθούν. H αντιπαράθεση αυτή δεν περιορίστηκε απλά και μόνο στο επίπεδο των συνθημάτων κατά τη διάρκεια των πορειών που οργανώθηκαν όπως το χαρακτηριστικό για παράδειγμα σύνθημα «απόσυρση, απόσυρση της CGT» ως ευθεία απάντηση στο «απόσυρση, απόσυρση του CPE» που φώναζαν τα μέλη της CGT ή και το «Όχι στο CPE για περισσότερο CDI». Αντίθετα, η αντιπαράθεση αυτή εκδηλώνονταν πιο έντονα σε περιπτώσεις όπου οι διαδικασίες εκείνες του αγώνα δεν επέτρεπαν στα συνδικάτα να παίξουν το ρόλο τους. Σε εκείνες δηλαδή τις περιπτώσεις όπου υπήρξαν σπέρματα αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών με την ψήφιση στις Γενικές Συνελεύσεις προσωρινών και άμεσα ανακλητών εκπροσώπων. Οι καταλήψεις δηλαδή εκείνες όπου ήταν ανοιχτές στον κόσμο και μπορούσαν να εκφρασθούν οι διαφορετικές απόψεις και όπου οι τάσεις του κινήματος έγιναν σημεία όπου τέθηκε ανοιχτά το ζήτημα της «precarite» ως μιας γενικότερης κατάστασης που πλήττει τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων στις βιομηχανικές χώρες. Στη Σορβόννη για παράδειγμα οι καταληψίες που θέτουν το ζήτημα της «precarisation» της ίδιας της κοινωνίας, της ευρύτερης διαδικασίας δηλαδή ανασφαλιστικοποίησης των ίδιων των συνθηκών ύπαρξης, προσπαθούν να τη συνδέσουν με την παράλληλη διαδικασία εγκληματικοποίησης ειδικών ομάδων του πληθυσμού (γεγονότα του Νοέμβρη). Ζητήματα σαν αυτά για την ανάγκη ανοίγματος της συζήτησης θέτονται ωστόσο εν μέρει και από επί μέρους μόνο τάσεις του κινήματος κατά του CPE. Αν και στο σύνολό τους όσοι και όσες κατέβηκαν στο δρόμο ήταν σύμφωνοι με την απόρριψη του ίδιου του νομοσχεδίου, παρόλα αυτά δεν κατάφεραν να προτείνουν κάποια διαφορετική προοπτική υπό την οποία να μπορούν συναντηθούν οι επιμέρους τάσεις του κινήματος. Δε φάνηκε δηλαδή, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν οι προϋποθέσεις, να εμφανίζονται σε μαζικό επίπεδο εκείνα τα χαρακτηριστικά, όπως συνέβη στις απεργίες του 1995, που να επιτρέπουν την ριζική αμφισβήτηση της μορφής κόμμα-συνδικάτο και που θα επέτρεπαν να αναπτυχθούν οι αυτόνομες εκείνες τάσεις που θα έθεταν τις βάσεις για τη διεύρυνση των κινητοποιήσεων. Από τη στιγμή που η αντίδραση αυτή συγκροτήθηκε τελικά αρνητικά στη βάση περισσότερο μιας αντίθεσης παρά ενός κοινού προτάγματος που να ενώνει τις επιμέρους διαφωνίες –εκφραζόμενη κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέσα από την αποδοκιμασία μιας κατάστασης, καθώς και την απαισιοδοξία για το μέλλον– επόμενο ήταν να μην της επιτρέψει να διοχετευτεί σε άλλες οδούς και να πάρει άλλες μορφές.
Η αδυνατότητα διατύπωσης κοινών συμφερόντων προς διεκδίκηση που να υπερβαίνουν τα κορπορατιστικά-συντεχνιακά συμφέροντα καθώς και επίκλησης ενός «κοινού τόπου» συνάντησης, μιας κοινής κουλτούρας, αποτελεί στην πραγματικότητα τη συνέπεια της πλήρους αναδιάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων και των μορφών αλληλεγγύης που σε μεγάλο βαθμό έχει επιβάλλει ο καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια μετασχηματίζοντας τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξης στις ανεπτυγμένες χώρες. Χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, του γεγονότος αυτού ήταν πως την ίδια ώρα που οι δημόσιοι υπάλληλοι του γαλλικού κράτους απεργούσαν με σκοπό να υπερασπιστούν τη θέση και τα προνόμιά τους στο γραφειοκρατικό σύστημα, εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα τους θεωρούσαν τους κύριους υπαίτιους της ανισοκατανομής των εισοδημάτων τους. Στην αδυναμία αυτή οφείλεται και η ολοκληρωτική αποτυχία μετατροπής των κοινωνικών αιτημάτων που διατυπώθηκαν κατά τις κινητοποιήσεις του Μαρτίου και του Απριλίου σε πολιτικά μέσα από τη διεύρυνση του αγώνα. Ένα πρώτο προσωρινό συμπέρασμα από το γεγονός αυτό είναι πως η συνειδητοποίηση της υφιστάμενης εκμετάλλευσης και καταπίεσης από μόνη της –όσο και αν θεωρείται ικανή και αναγκαία συνθήκη– όχι μόνο δεν καταφέρνει να αποτελέσει συστατικό στοιχείο για την πολιτική συγκρότηση ενός κινήματος, αλλά φαίνεται να βαθαίνει ακόμα περισσότερο τους επιμέρους διαχωρισμούς και τις διαιρέσεις. Αυτό όμως δεν οφείλεται τόσο ή μόνο στο ότι δε γίνεται ευρύτερα συνειδητή η ρίζα των διαχωρισμών αυτών στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, όσο και στο ότι απουσιάζει ένα άλλο ανταγωνιστικό πρόταγμα που να μπορεί να απαντήσει στο πολύ απλό ερώτημα του τι να κάνουμε και προς τα πού να πάμε. Και από τη στιγμή που το πλήθος που κατέβηκε στο δρόμο δεν έθεσε ως κύριο στόχο του πριν από όλα το ξεπέρασμα των διαχωρισμών αυτών οδηγήθηκε αναγκαστικά στο να τους αναπαράγει. Η αδυναμία έτσι ξεπεράσματος αντιλήψεων και πρακτικών του παρελθόντος ήταν από τις συνιστώσες εκείνες που βαραίνουν ιδιαίτερα στον απολογισμό των κινητοποιήσεων, όσο τουλάχιστον βαραίνουν και οι μορφές των νεκρών στις συνειδήσεις των ζωντανών.
Ίχνη του βάρους αυτού, αυτή τη φορά με τη στοιχειωμένη μορφή του φαντάσματος του Μάη του ’68, είδαμε στα κεφάλια κάποιων τάσεων των πολιτικών υποκειμένων του χώρου της αμφισβήτησης στην κατάληψη της EHESS. Οι πιο πολιτικοποιημένες αυτές τάσεις του κινήματος αντί να καταλάβουν τον πραγματικό χαρακτήρα της διαμαρτυρίας, αντί να προσπαθήσουν να αναλύσουν τη σημερινή κατάσταση και να επινοήσουν τρόπους επικοινωνίας με τα κοινωνικά υποκείμενα του αγώνα, αντί να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας νέας γλώσσας που να καταλαβαίνει τα σημερινά προβλήματα, προσπάθησαν να νεκραναστήσουν το παρελθόν και να το επιβάλλουν στο παρόν. Αφού κατέφτασαν στο χώρο της EHESS έχοντας ήδη λάβει τις αποφάσεις τους και κρίνοντας ως «αντι-αγωνιστική» την αναγκαιότητα πραγματοποίησης μιας δημοκρατικής Γενικής Συνέλευσης με εναλλαγή του λόγου από τους συμμετέχοντες, κατόπιν εκδίωξαν απειλώντας όσους και όσες δε συμφωνούσαν –ή πιο σωστά δεν είχαν τον ανάλογο συσχετισμό δύναμης για να επιβάλουν την άποψή τους– με το χαρακτήρα που θα πρέπει να πάρει η κατάληψη. Και όλα αυτά με την πρόφαση να αποτελέσει η EHESS το σημείο σύγκλισης όλων των τάσεων του αγώνα, μετά και την εκδίωξη από τις δυνάμεις καταστολής των εξεγερμένων φοιτητών από τη Σορβόννη. Γεγονότα, σαν αυτά που εκφράστηκαν από τις πιο πολιτικοποιημένες τάσεις του χώρου της αμφισβήτησης δε φανερώνουν τίποτε άλλο πέρα από την πλήρη έκπτωση ενός πολιτικού-ιδεολογικού λόγου που έχει αυτονομηθεί από τα κοινωνικά του ριζώματα και που είναι εντελώς ανίκανος να απαντήσει στα καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων. Για το λόγο αυτό και είναι αναγκασμένος συνεχώς να αναπαράγει λενινιστικές πρακτικές πρωτοπορίας προκειμένου να επιβιώσει και να δικαιολογήσει την ύπαρξή του.
Στην πραγματικότητα όμως, οι κινητοποιήσεις αυτές των εργαζομένων αναδεικνύουν σε όλη της την έκταση τη βαθιά κρίση της ίδιας της εργασίας και ειδικότερα των νέων μορφών απασχόλησης που αποτέλεσαν τον προμαχώνα της καπιταλιστικής αντεπίθεσης μετά την κατάρρευση των φορντικών ρυθμίσεων στις βιομηχανικές χώρες. Οι νέες αυτές μορφές απασχόλησης με κύρια χαρακτηριστικά την ελαστικότητα, την προσωρινότητα και την ανασφάλεια, οικοδομήθηκαν στη βάση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου πάνω στο διαχωρισμό μεταξύ εργασιακών δικαιωμάτων και απασχόλησης, όπως και του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου και της ίδιας της εργασίας που παράγει τον πλούτο αυτό. Στη βάση αυτή οι αγώνες ενάντια στο CPE θέτουν ξανά το ζήτημα της εκμετάλλευσης και των κοινωνικών ανισοτήτων σε μια όμως διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που το είχε θέσει παλαιοτέρα η εργατική τάξη. Ως γνωστόν, τα αφεντικά απέναντι στην κριτική της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης που έθετε το εργατικό κίνημα στις βιομηχανικές χώρες της δύσης απάντησαν με την μεταφορά της παραγωγής και των κεφαλαίων τους σε χώρες με φθηνό εργατικό κόστος και χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά έκαναν την κινητικότητα των κεφαλαίων τους το κύριο όπλο υπονόμευσης των εργασιακών διεκδικήσεων που στηρίζονταν στην κριτική της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Οι εκμεταλλευόμενοι όμως που κατέβηκαν στο δρόμο ανοίγοντας το ζήτημα της precarite, δήλωναν την αντίθεσή τους όχι απλά και μόνο στην εκμετάλλευση από την ίδια την πώληση της εργατικής τους δύναμης, αλλά πολύ περισσότερο την αντίθεσή τους στην εκμετάλλευση της ίδιας τους της διαθεσιμότητας να είναι εκμεταλλεύσιμοι. Την εκμετάλλευση δηλαδή στην οποία υπόκειται κατά πρώτο λόγο ο ανασφαλής εργαζόμενος να βρίσκεται διαρκώς στη διάθεση του εργοδότη, σωματικά και πνευματικά, χωρίς αυτός ο τελευταίος να είναι υποχρεωμένος να ανταμείβει παρά τις περιόδους εκείνες για τις οποίες θεωρεί(ται) πως «πραγματικά» εργάζεται για την επιχείρηση. Πρόκειται στην ουσία για το βασικότερο σημείο του νόμου για το CPE, ο οποίος βασίζονταν στη διάκριση μεταξύ «πραγματικού» χρόνου εργασίας και χρόνου δοκιμαστικής χρήσης του εργαζόμενου από το αφεντικό του με μειωμένες αποδοχές. Το καθεστώς δηλαδή του «εργαζόμενου kleenex», όπως τον ονόμασαν οι διαδηλωτές που κατέβηκαν στο δρόμο, που είναι το ίδιο αναλώσιμος όπως και τα χαρτομάντιλα της ομώνυμης εταιρίας και που αποτελεί την καρικατούρα του προσαρμόσιμου, διαθέσιμου και υποτακτικού εκείνου εργαζόμενου στην κάθε απαίτηση των αφεντικών του προκειμένου να μπορέσει να κατακτήσει μια θέση στην αγορά εργασίας που να του εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την επιβίωση. Διαθεσιμότητα του να πρέπει να δείχνεσαι συνεχώς εκμεταλλεύσιμος απέναντι στην απειλή να μείνεις μη-εκμεταλλεύσιμος και άρα άνεργος, διαθεσιμότητα του να γνωρίζεις να είσαι συνεργάσιμος και προσαρμόσιμος απέναντι στην απειλή του να μείνεις εκτός του δικτύου επαγγελματικών επαφών και άρα στην ίδια επισφαλή θέση στην ιεραρχία, διαθεσιμότητα για συνεχή επιμόρφωση και εξειδίκευση ώστε να ανταποκρίνεσαι στο πνεύμα για καινοτομία και αλλαγή που επιτάσσει το νέο μάνατζμεντ, διαθεσιμότητα της ίδιας σου της ύπαρξης, του να μπορείς δηλαδή να πουλάς στην αγορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σου με τη μορφή προσόντων/ικανοτήτων, ώστε να γίνεις εκμεταλλεύσιμος και άρα να δειχτείς ικανός για εκμετάλλευση, διαθεσιμότητα εν ολίγοις του να είσαι εκμεταλλεύσιμος που στην ουσία μετατοπίζει εξ’ ολοκλήρου το βάρος της ευθύνης της ανεργίας και της ανασφάλειας (και ό,τι αυτά συνεπάγονται) που έχει επιβληθεί από τον καπιταλισμό στους ίδιους τους εργαζομένους.
Τοποθετώντας την κριτική στη βάση αυτή λοιπόν, οι αγώνες για το CPE φέρνουν στην επιφάνεια τη βαθιά κρίση νομιμοποίησης του ιδεολογήματος της «ισότητας των ευκαιριών», πάνω στο οποίο έχει θεμελιωθεί το νεοφιλελεύθερο σχέδιο και στο οποίο έχουν πατήσει ουσιαστικά διάφοροι πρόσφατοι νόμοι. Το ιδεολόγημα αυτό, που παρουσιάστηκε και με τη μορφή νομο-πλαισίου, παρουσιάζοντας σα δίκαια και αναμφισβήτητα τα αποτελέσματα των ανταγωνισμών της αγοράς εργασίας, νομιμοποιούσε το διαχωρισμό των εργασιακών δικαιωμάτων από την ίδια την απασχόληση με σκοπό να «τονώσει» την επιχειρηματικότητα του γαλλικού κεφαλαίου. Απέναντι σε αυτά το κίνημα των ανέργων έθετε ως βασικό ζήτημα διεκδίκησης την κατάργηση των επιμέρους οικονομικών ανισοτήτων στη βάση της επαγγελματικής εξειδίκευσης και απαιτούσε την ύπαρξη ενός σταθερού εισοδήματος που να μη συνδέεται με το ίδιο το επάγγελμα (σύνθημα: «εργασία ασυνεχής, μισθός συνεχής»). Έστω κι αν δε γενικεύτηκαν, αιτήματα σαν αυτά αποτελούν τα πρώτα ίσως δείγματα αντιστάσεων απέναντι στη νεοφιλελεύθερη απαίτηση εξάρτησης όλο και περισσότερο σφαιρών της ίδιας της ζωής από την αγορά εργασίας. Αν και ως τέτοια η απαίτηση αυτή αποτελεί πριν από όλα βασικό παράγοντα του ίδιου του καπιταλισμού, ωστόσο οι κινητοποιήσεις ανέδειξαν μια πρώτη άρνηση του μοντέλου αυτού. Και μπορεί οι αγώνες αυτοί να μην μπόρεσαν να αμφισβητήσουν το μοντέλο αυτό στο σύνολό του, θα πρέπει μάλλον όμως να γίνουν κατανοητοί σαν τα πρώτα δείγματα απάντησης απέναντι στα νέα δεδομένα που έχει θέσει ο καπιταλισμός στις χώρες τις δύσης.
Οι πρόσφατοι αγώνες στη Γαλλία έδωσαν το πολιτικό βάπτισμα σε μια νέα γενιά αγωνιστών και μάλιστα μέσα από τις ίδιες τις διαδικασίες του αγώνα, καθιστώντας ευρέα συνειδητό πως η πραγματικότητα της ανασφάλειας και της ανεργίας είναι προς το όφελος των ίδιων των αφεντικών. Ανέδειξαν όμως ταυτόχρονα και μια πραγματικότητα που συνήθως την ξεχνάμε ή κάνουμε πως την ξεχνάμε. Κατά πρώτον, πως στην παρούσα στιγμή της καπιταλιστικής πραγματικότητας η κατάκτηση, και άρα η συνειδητοποίηση, ακόμα και ελάχιστων πραγμάτων, όπως η απόσυρση ενός νόμου, απαιτεί πολύ σκληρούς αγώνες. Κατά δεύτερο, πως το πολιτικό σχέδιο της απελευθέρωσης, μετά και την έκπτωση των επαναστατικών πολιτικών προταγμάτων, θα πρέπει, αν τουλάχιστον δε θέλουμε να παραμένει ένα κενό γράμμα, να επινοηθεί εκ νέου από το σημείο μηδέν και να ξεδιπλωθεί από αυτό το σημείο προς το μέλλον. Ο γαλλικός Μάρτης επ’ αυτού αποδεικνύει πως βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή αυτού που μένει να γίνει. Εκείνο ωστόσο που μένει ως παρακαταθήκη σε εμάς από τους αγώνες αυτούς, από τους περασμένους, αλλά και τους επόμενους είναι πρώτα και κύρια η διάθεσή μας να κατανοήσουμε το νόημά τους, καθώς και η διαθεσιμότητα μας να τεθούμε στην υπηρεσία του απελευθερωτικού σχεδίου. Προς την κατεύθυνση αυτή η προσεκτική ανάγνωση των νέων αγώνων, φανερών ή αόρατων, που ξεσπάνε σε διάφορα κοινωνικά πεδία στις διάφορες γωνιές αυτού του πλανήτη αποτελεί για εμάς ζήτημα άμεσης πολιτικής προτεραιότητας.
Σημείωση: Τα στοιχεία για τη συγγραφή του άρθρου προέρχονται από αρκετά ετερόκλητες πηγές. Δεδομένα για την ανεργία και την ανασφάλεια (precarite) στη Γαλλία βρέθηκαν στο Tableaux de l’economie francaise, του INSEE για το 2005-2006, όπως επίσης και τη Le Monde (1/06/05). Αποσπάσματα από το λόγο των μαθητών και των φοιτητών καθώς και οι πληροφορίες που δίνουν για την οργάνωση των καταλήψεών τους προέρχονται από την ιστοσελίδα www.cequilfautdetruire.org και τη Liberation (20/03/06). Τα στοιχεία για τις κινητοποιήσεις και τους αγώνες στο μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής επικράτειας πάρθηκαν κυρίως από το ειδικό τεύχος αφιέρωμα πάνω στο Anti-CPE κίνημα της επιθεώρησης No Pasaran τχ. 48 Απρίλιος 2006, καθώς και τα τοπικά Indymedia. Τέλος, οι φωτογραφίες ποθ συνοδεύουν το κείμενο είναι από την κατάληψη της EHESS.
No comments:
Post a Comment