Τεύχος Δεύτερο - Ο Χρυσελαφάντινος Πύργος

Τι είναι αυτό το μαύρο που φαίνεται εκεί στο βάθος;
Μην είναι η γλυκιά μου αγάπη, ή μήπως είναι σκατά βοδιού;
(Ντούσαν Μακαβιέγεφ, πρώτη φράση της πρώτης σκηνής στην ταινία Sweet Movie).

Η μορφή του διανοούμενου καταλαμβάνει περίοπτη θέση στο λεύκωμα με τους ανθρώπινους τύπους της καπιταλιστικής ιστορίας. Σαν τέτοια μορφή συμβολίζει πιθανά την ιδέα της κατοχής της γνώσης, ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο για την καπιταλιστική ιδεολογία. Πολύ σημαντικό γιατί αποτελεί βασικό στοιχείο της ιδεολογίας της προόδου: όσο περισσότερα γνωρίζουμε τόσο περισσότερο θα καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας και τόσο περισσότερο θα καταφέρουμε να κατακτήσουμε την φύση. Ιδού το ζήτημα: η κατάκτηση -μέσω της κατανόησης, εννοείται- της φύσης.
Ο διανοούμενος σαν φιγούρα εκφράζει με τρόπο περισσότερο δραματικό από κάθε άλλο, το διχασμό του αστικού ανθρώπου: είναι η ζωντανή προσωποποίηση αυτού του διχασμού. Ο διχασμός αυτός συνίσταται στον καταμερισμό μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας.1 Προϊόν αυτού του διαχωρισμού είναι ο ανθρωπότυπος του διανοούμενου: το υποκείμενο που έχει αποστολή να σκέφτεται και όχι να πράττει.
Η γοητεία που άσκησε στην καπιταλιστική ιδεολογία η μορφή του διανοούμενου φαίνεται να σχετίζεται με την κατάκτηση της γνώσης (και την ιδεολογία της προόδου) στην οποία αναφερθήκαμε. Το παράδοξο δεν είναι αυτό. Το παράδοξο είναι η γοητεία που άσκησε η ίδια φιγούρα στο επαναστατικό κίνημα.
Η συζήτηση για τους διανοούμενους και τον ρόλο τους εισάγεται στο επαναστατικό κίνημα από τον Λένιν στο ευαγγέλιο της αριστερής ορθοδοξίας, το βιβλίο του «Τι να κάνουμε», που μόλις βγήκε του επιτέθηκε με άπειρη σφοδρότητα τόσο η Λούξεμπουργκ, όσο και ο Τρότσκι.
Άσχετο, αλλά ας το έχουμε στο μυαλό μας: γενικά ο ρόλος του Λένιν στον κομμουνιστικό μεσσιανισμό είναι ανάλογος με τον ρόλο του απόστολου Παύλου στον χριστιανισμό· είναι αυτός ουσιαστικά που θεμελιώνει την νέα ιδεολογία (θρησκεία). Ο Λένιν λοιπόν, επιφορτίζει τους διανοούμενους (που παρεμπιπτόντως είναι αστοί), με το καθήκον να φέρουν την (επαναστατική) συνείδηση στους εργάτες, μια που οι «καημένοι» (οι εργάτες) μην έχοντας τα μέσα να μορφωθούν (από την αστική παιδεία, έτσι;) μπορούν να φτάσουν από μόνοι τους μόνο σε μια τρεϊντ- γιουνιονιστική2 (δηλαδή συνδικαλιστική) συνείδηση.
Ο Μαρξ αν και του χρεώνεται η αναγωγή της επαναστατικής θεωρίας σε επιστήμη3, δεν είχε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια για τους διανοούμενους (αφιερώνει ένα ολόκληρο βιβλίο -την Γερμανική Ιδεολογία- στους ιδεολόγους, όπως τους λέει, φιλοσόφους της Γερμανίας, βρίζοντας τους σχεδόν σε κάθε σελίδα του). Αντίθετα φτάνει να διακηρύξει κάπου ότι «στην κομμουνιστική κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, οι ρόλοι θα χάνονται. Το πρωί θα είμαι εργάτης, το μεσημέρι ζωγράφος, το βράδυ τραγουδιστής,». Γράφοντας αυτό ο Μαρξ, μέσα στην αντιφατικότητα του, προσπαθεί να σβήσει τους διαχωρισμούς μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας.
Την μεταφυσική της διανόησης την οργανώνει ακόμα πιο συγκροτημένα ο Γκράμσι. Αυτός αντιλαμβάνεται δύο κοινωνικές κατηγορίες όταν αναφέρεται στους διανοούμενους: η πρώτη είναι εκείνο το στρώμα του μηχανισμού παραγωγής («παραδοσιακοί διανοούμενοι»), που κατέχει την τεχνογνωσία της λειτουργίας αυτού του μηχανισμού, που στελεχώνει δηλαδή τις εξειδικευμένες- «διανοητικές» θέσεις εργασίας (καθηγητές, επιστήμονες, γιατροί, μηχανικοί, κ.α.), σε αντίθεση με την πλέμπα, που ο ρόλος της είναι η παραγωγή του πλούτου με την χρήση «νευρομυϊκής» προσπάθειας (δηλαδή των χεριών της). Η δεύτερη κατηγορία, είναι οι «οργανικοί διανοούμενοι», αυτή η κοινωνική κατηγορία δηλαδή που είναι επιφορτισμένη για την διάχυση των ιδεών της κυρίαρχης τάξης μέσα στην κοινωνία.
Ο Γκράμσι παρόλο που γενικά προσπαθεί να κατανοήσει το είδος του διχασμού που εκφράζει η κοινωνική κατηγορία της διανόησης, υποστηρίζοντας ότι τελικά κάθε άνθρωπος είναι με μια έννοια διανοούμενος4 -τουλάχιστον στο επίπεδο της παραγωγής- αφού χρησιμοποιεί εξίσου τα χέρια και το μυαλό του, στην πραγματικότητα μετατοπίζει το ζήτημα στο κοινωνικό πεδίο και έτσι επεξεργάζεται περαιτέρω και συστηματοποιεί τον διαχωρισμό που εισάγει ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε».
Ο Γκράμσι υποστηρίζει ότι η ίδια η εργατική τάξη πρέπει να δημιουργήσει τους δικούς της «οργανικούς διανοούμενους» μέσα από τους οποίους θα αντληθούν τα στελέχη του κόμματος, που θα κατευθύνουν τον αγώνα της για την εξουσία.
Στο Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα η συζήτηση διεξάγεται με άλλο περιεχόμενο. Αντλώντας από την εμπειρία της γραφειοκρατικοποίησης των κομμουνιστικών κομμάτων και του εκφυλισμού της ρώσικης επανάστασης σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, αναπτύσσεται μέσα στην ομάδα μια σύγκρουση για τον ρόλο των διανοούμενων στην επαναστατική διαδικασία. Είναι η σύγκρουση ανάμεσα στις απόψεις του Καστοριάδη που πίστευε ότι οι διανοούμενοι οφείλουν να συνυπάρχουν μέσα σε μια πολιτική οργάνωση με τους εργάτες και να συμμετέχουν επί ίσοις όροις στην χάραξη της στρατηγικής της οργάνωσης, στην προπαγάνδιση των ιδεών της κα., και στις απόψεις του Λεφόρ, που αντιτίθεται σε οποιαδήποτε ανάμειξη των διανοούμενων στην πολιτική διαδικασία οργάνωσης της εργατικής τάξης, αφήνοντας τους μόνο ένα ρόλο ενημέρωσης/συμβολής στην επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών ομάδων εργατών. Είναι γνωστό ότι η συζήτηση ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις μέσα στην ομάδα και στο περιοδικό κατέληξε στην διάσπαση της ομάδας.
Η συζήτηση αυτή ουσιαστικά παρακμάζει μετά την δεκαετία του ‘60. Όχι γιατί δεν είναι επίκαιρη πια. Αλλά γιατί το επαναστατικό κίνημα έπαψε να είναι επί των καιρών του. Θεωρούμε αποτέλεσμα μιας ορισμένης κατάστασης που έχει διαμορφωθεί σήμερα στα πλαίσια των επαναστατικών μειοψηφιών, όσον αφορά την αντίληψη για το ρόλο των διανοούμενων και την πολιτική συμπεριφορά που απορρέει από αυτή, να είναι άμεσο προϊόν τόσο του λανθασμένου πλαισίου που διεξήχθηκε ανέκαθεν αυτή η συζήτηση, όσο και της παρακμής της εδώ και πολλά χρόνια.
Δίκαια θα ρωτήσει κάποιος (που δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τις εμμονές κάθε μειοψηφίας, οποιαδήποτε πολιτικής ταυτότητας): σε τι συνίσταται αυτή η κατάσταση;
Συνοπτικά: στην εκ νέου μυστικοποίηση του ρόλου του διανοούμενου και της διανόησης. Στην υιοθέτηση των καπιταλιστικών φαντασιακών για το δήθεν σημαντικό ρόλο των διανοούμενων στο κοινωνικό γίγνεσθαι και στην διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Στην αποδοχή του ρόλου διάφορων ιδεολόγων, που φαντασιώνονται τους νέους μεσσίες της ριζοσπαστικής πολιτικής, επειδή πιστεύουν ότι έχουν ανακαλύψει μια περιεκτική σύλληψη της πραγματικότητας μέσα στο καθηγητικό γραφείο τους. Αλλά ακόμα και στην αγιοποίηση διαφόρων ανθρώπων και βιβλίων (βίβλων) που έπαιξαν μεν σημαντικό ρόλο στην αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση στην εποχή τους, αλλά ως ενεργά υποκείμενα του κοινωνικού ανταγωνισμού (οι άνθρωποι) και ως εργαλεία κριτικής σκέψης (τα βιβλία) και όχι ως άγιοι και προφήτες της επανάστασης (οι άνθρωποι), ούτε ως ευαγγέλια (τα βιβλία).
Είναι αρκετοί αυτοί οι λόγοι για να ανοίξουμε ξανά μια συζήτηση που θεωρούμε σημαντική; Εμείς νομίζουμε πως ναι.
Αντιλαμβανόμαστε τον διανοούμενο ως το κοινωνικό εκείνο υποκείμενο που εκφράζει στο κοινωνικό πεδίο τον κλασικό καταμερισμό εργασίας: δηλαδή το υποκείμενο του οποίου οι πράξεις είναι διαχωρισμένες από τα ιδέες του. Μιλάμε δηλαδή για το κατεξοχήν υποκείμενο της ιδεολογίας. Το υποκείμενο εκείνο που μπορεί να χτίζει θεωρητικά οικοδομήματα, να τα υποστηρίζει με πάθος και με πύρινους λόγους, να είναι πεπεισμένο για την τεράστια σημασία τους και για την αλήθεια που αποκαλύπτουν και παράλληλα κάθε λίθος από τα οικοδομήματα του να μην έχει καμία σχέση με τις ανθρώπινες σκέψεις και πράξεις και με την καθημερινότητα των ανθρώπινων υποκειμένων.
Ο διανοούμενος είναι αυτός που «παλεύει με την πένα του»: αυτό μας μάθαιναν στο σχολείο οι αναλφάβητοι που μας έκαναν νέα ελληνικά (μάλιστα τον ονόμαζαν «πνευματικό άνθρωπο»). Όποιος παλεύει με την πένα του όμως, δεν αντιμετωπίζει πραγματικά προβλήματα με αυτά που λέει και γράφει, παρά μόνο να μην λερώσει τα χέρια του με μελάνι (εκτός φυσικά από την περίπτωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων). Από την άλλη, όποιος παλεύει με την πένα του μπορεί να λέει ότι θέλει, αφού όλα είναι τσάμπα: δεν θα σηκωθεί δα και η πένα να τον χτυπήσει στο κεφάλι.
Πιο διαυγή περιγραφή αυτού ακριβώς που λέμε δεν έχουμε διαβάσει πουθενά αλλού πέρα από το παρακάτω απόσπασμα από συνέντευξη του καθηγητή Αντόρνο. Τον ξέρετε πιθανόν τον Αντόρνο. Ο Αντόρνο (ένας από τους κύριους εκπροσώπους της σχολής της Φρανκφούρτης), δεν είναι ο οποιοσδήποτε τυχάρπαστος διανοούμενος της καπιταλιστικής ιδεολογίας. Ο Αντόρνο έχει γράψει μερικές χιλιάδες σελίδες για την αλλοτρίωση των εργατών και για την προσέλκυση των μικροαστών από το φασισμό, για τον κομφορμισμό και για τον μαζικό άνθρωπο, για την αισθητική θεωρία και για την πολιτιστική βιομηχανία. Ο Αντόρνο δεν απολαμβάνει μόνο τον σεβασμό στα σαλόνια της αστικής σκέψης, αλλά αποτελεί και έναν από τους αγαπημένους διανοητές της αμφισβήτησης.5 Απολαύστε λοιπόν, μια σπάνια εκδήλωση ειλικρίνειας του αντικομφορμιστή καθηγητή: «Στα γραπτά μου ποτέ δεν προσέφερα κανενός είδους μοντέλο για πρακτική δράση. Είμαι άνθρωπος της θεωρίας, και νιώθω ότι η θεωρητική μου σκέψη πλησιάζει πάρα πολύ στους σκοπούς του καλλιτέχνη. Δεν είναι χθεσινό γεγονός ότι αρνήθηκα την πρακτική δράση· η σκέψη μου αντιπροσώπευε πάντοτε μια πολύ έμμεση σχέση με την πρακτική. Μπορεί φυσικά να έχει πρακτικές συνέπειες στο βαθμό που αρκετές από τις ιδέες μου έχουν γίνει μέρος μιας ευρύτερης συνείδησης, αλλά ποτέ δεν είπα κάτι που να αποσκοπεί άμεσα σε πρακτική δράση».6
Θα πούμε κάτι και θα φανεί υπερβολικό: τώρα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ότι κάθε σελίδα που έχει γράψει ο Αντόρνο -ανεξάρτητα από το αν περιέχει αλήθειες ή όχι- διαπνέεται ακριβώς από το πνεύμα του Αντόρνο -φροϋδομαρξιστή διανοούμενου (που ήταν ανέκαθεν) και όχι από το πνεύμα του Αντόρνο-επαναστάστη (που ποτέ δεν υπήρξε). Γι’ αυτό άλλωστε ο Αντόρνο7 παρέμεινε πάντοτε πολύ περισσότερο αυτός που νοσταλγούσε τις περασμένες μορφές αστικής ζωής, παρά αυτός που οραματιζόταν τις νέες μορφές μιας μη-αστικής ζωής.
Ο ρόλος που επιφυλάσσει ο καπιταλισμός στην διανόηση είναι ρόλος καθαρά εργαλειακός και περιορίζεται στο ιδεολογικό πεδίο: η διάχυση μέσα στην κοινωνία των κυρίαρχων αξιών. Ο ρόλος αυτός σε συνθήκες ομαλότητας της λειτουργίας του συστήματος (κοινωνικής «ειρήνης» δηλαδή) είναι ασήμαντος, αφού οι άλλοι μηχανισμοί συναίνεσης τα καταφέρνουν εξίσου καλά. Αντίθετα σε στιγμές κρίσης ο ρόλος αυτός γίνεται σημαντικός. Είναι η στιγμή που το σύστημα χρησιμοποιεί όλες τις εφεδρείες του. Δείτε για παράδειγμα το ρόλο των διανοούμενων της «ανανεωτικής αριστεράς» (Μουζέλης, Βέλτσος, Τσουκαλάς, Ελεφάντης, ομάδα του Ιού, Φραγκουδάκη, περιοδικό Ο πολίτης, περιοδικό Αντί) στην ιδεολογική κάλυψη του σημιτικού εκσυγχρονισμού την περίοδο 1996-2003 (ειδικά στο ζήτημα των ταυτοτήτων).
Ωστόσο οφείλουμε να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στην «επαναστατική» διανόηση. Μιλήσαμε παραπάνω για την ιστορία της συζήτησης για το ρόλο των διανοούμενων τόσο εντός των κομμουνιστικών κομμάτων, όσο και εντός του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Θεωρούμε ότι η συζήτηση αυτή και στις δύο περιπτώσεις διεξήχθηκε στο ίδιο πλαίσιο σκέψης: στο πλαίσιο που καθορίστηκε εξαρχής από τις συντεταγμένες του διαχωρισμού που επέβαλε στην θέση/ρόλο του διανοούμενου η αστική σκέψη. Ο ύστερος Καστοριάδης προσπαθώντας να υπερβεί αυτόν τον διαχωρισμό γράφει: «διανοούμενος είναι αυτός που πέρα από την στενή του επαγγελματική δραστηριότητα ενδιαφέρεται και για την μοίρα της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και άρα με αυτή την έννοια διανοούμενος και δημοκρατικός πολίτης δεν μπορούν να διαχωριστούν». Το ερώτημα είναι ότι αφού σε γενικές γραμμές ισχύει αυτή η σκέψη του Καστοριάδη, γιατί αυτός μπαίνει στην διαδικασία να τα διαχωρίσει. Πιθανόν γιατί στην συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του μιλάει και αυτός από διαχωρισμένη θέση...
Πάντως μιλώντας για «επαναστατική» διανόηση μπαίνουμε στον πειρασμό να σκεφτούμε τον Ζακ Μεσρίν, όταν έγραφε: «Κύριε προστάτεψε με από τους φίλους μου. Τους εχθρούς μου τους κανονίζω μόνος μου».
Η μαγνητική έλξη που ασκεί στην ριζοσπαστική σκέψη η («επαναστατική») διανόηση είναι η υποταγή της στην αδυναμία της να καταλάβει και να ερμηνεύσει την πραγματικότητα. Ουσιαστικά είναι η παραίτηση της από αυτό το καθήκον. Σαν φαινόμενο εκφράζει την διείσδυση μέσα σε αυτήν την σκέψη, του καπιταλιστικού φαντασιακού της εξουσίας της γνώσης και την κυριάρχηση της από αυτό το φαντασιακό. Η επίκληση του λόγου του αφέντη (δηλαδή αυτού που έχει ένα αποδεκτό κύρος, είτε λέγεται Μαρξ, είτε Λένιν, είτε Ντεμπόρ, είτε Καστοριάδης, είτε οτιδήποτε άλλο) σκοπό έχει να δανειστεί το κύρος που της λείπει, από την τράπεζα του κύρους του αφέντη. Όμως η αυθεντία δανείζει πάντα επί πιστώσει.
Καλά και ποια τρομερή αλήθεια κομίζει πια η «επαναστατική» διανόηση; Δεν αξίζει να αναφερθούμε συγκεκριμένα στην ελληνική περίπτωση γιατί δεν έχουμε χρόνο να τρέχουμε σε δικαστήρια. Ούτε και στην παγκόσμια περίπτωση αξίζει να αναφερθούμε: ο χώρος του περιοδικού είναι μικρός, και ο χρόνος μας λίγος και πολύτιμος για να αρχίσουμε να ασχολούμαστε με τους αστέρες του πνευματικού στερεώματος: Ναόμι Κλάιν, Βαντάνα Σίβα (αυτά τα (ε)ξωτικά ονόματα τα ανέδειξε το αντιπαγκοσμιοποιητικό «κίνημα»), Νόαμ Τσόμσκι, Τόνι Νέγκρι, Κονστάντζο Πρέβε, Σλαβόι Ζίζεκ κλπ, κλπ., άλλωστε δεν έχει καμία ιδιαίτερη σημασία. Σημασία αντίθετα έχει να καταλάβουμε ότι το βάρος αυτών που λέει κάποιος έχει σχέση με την θέση από την οποία τα λέει, με το πόσο σχετίζονται με αυτά που πράττει, με το πόσο απαντάνε σε πραγματικές ανάγκες των καιρών μας, με το πόσο σχετίζονται με το τι επιθυμούν οι άνθρωποι. Και από την άλλη: τα περισσότερα από αυτά που γράφονται και λέγονται στο όνομα μας, από αυτού του τύπου την διανόηση, έχουν τα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας, είναι δηλαδή άοσμα, άγευστα, άχρωμα με δύο λέξεις: θλιβερά κοινότοπα.
Η εξουσία της γνώσης υιοθετήθηκε με θέρμη από την παραδοσιακή αριστερά. Το μόνιμο μοτίβο (ακόμα και σήμερα) μιας μερίδας της αριστεράς, που αποδεικνύει αυτόν τον ισχυρισμό μας, είναι η απόφανση της: «η αριστερά είναι για να σκέφτεται, η δεξιά για να κυβερνάει». Έκφραση πίκρας ή ναρκισσισμού; Και η άλλη παράδοξη ιδέα της για την «προδοσία των διανοούμενων» τι είναι; Τι προδίδουν πια αυτοί οι διανοούμενοι; Τον ιστορικό τους ρόλο που είναι «η υπεράσπιση της ιδέας της επανάστασης;»8
Το πρώιμο εργατικό (επαναστατικό) κίνημα δεν είχε καμιά ανάγκη τους διανοούμενους. Δεν είχε ανάγκη να μιλήσει στο όνομα της εξουσίας της γνώσης, επειδή μιλούσε στο όνομα της ιδίας του βούλησης (στο όνομα του βολονταρισμού): δεν θέλουμε τον κοινωνικό μετασχηματισμό επειδή έτσι το λέει το Κεφάλαιο του Μαρξ (ή η Αγία Γραφή, ή κάποιο αποθησαύρισμα φράσεων ιστορικών προσωπικοτήτων), αλλά επειδή αυτό επιθυμούμε εμείς. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ αυτό το είχε καταλάβει αρκετά καλά όταν έλεγε ότι «τα λάθη ενός πραγματικού επαναστατικού κινήματος αξίζουν πολύ περισσότερο από το αλάθητο οποιασδήποτε κεντρικής επιτροπής».
Η πρώιμη παράδοση του αναρχισμού μπόρεσε να κατανοήσει αρκετά πράγματα από αυτά που γράφουμε παραπάνω αλλά συχνά διολίσθησε στο αντίθετο άκρο. Αντί να υιοθετήσει μια αντί-διανοουμενίστικη στάση, υιοθέτησε μια αντιδιανοητική στάση. Μια στάση που περιφρονούσε δηλαδή την σκέψη και την θεωρία γενικά και έδινε προτεραιότητα -αν όχι την αποκλειστική σημασία- στην δράση9. Δεν επιθυμούμε σε καμία περίπτωση να δείξουμε αυτό το δρόμο με αυτό το κείμενο. Δεν θεωρούμε σκουπίδι ότι παράγεται εκτός της κοινωνικής κίνησης. Ίσα-ίσα. Θεωρούμε σπουδαίο υλικό για σκέψη, για άνοιγμα των προσωπικών μας οριζόντων αλλά και για τις ανάγκες πληροφόρησης και γνώσης του επαναστατικού κινήματος (θα λέγαμε για τις ανάγκες αυτομόρφωσής του), πολλές από τις συζητήσεις που έγιναν κατά καιρούς σε αυτό το πεδίο που ονομάζεται φιλοσοφία, ή άλλους τομείς της ανθρώπινης σκέψης. Και αυτή η σημαντικότητα να μην γίνει αντιληπτή σαν εργαλειακότητα, αλλά να κατανοηθεί σαν ευκαιρία όξυνσης της κριτικής σκέψης. Το πεδίο της πάλης των ιδεών είναι ένα σημαντικό πεδίο ανταγωνισμού με την ιδεολογία της κυρίαρχης πραγματικότητας. Αυτή η πάλη όμως έχει νόημα όταν δεν μένει μόνο σε αυτό το πεδίο αλλά όταν συνδέεται οργανικά με την υλική πραγματικότητα.
Προφανώς αυτό που λέμε είναι διαφορετικό από το «εμείς τα ξέρουμε όλα», όπως είναι διαφορετικό από το να φετιχοποιούμε συγγραφείς και έργα. Επίσης μας είναι εχθρικός οποιοσδήποτε οδηγός ανάγνωσης και δεν έχουμε να προτείνουμε κανέναν τέτοιο (του στυλ αυτό είναι χρήσιμο, το άλλο είναι άχρηστο). Ωστόσο αυτό που μπορούμε να προτείνουμε είναι η καχυποψία: όταν διαβάζουμε κάτι, θέλουμε να ξέρουμε ποιος το γράφει και από ποια θέση το γράφει. Τα κίνητρα αυτού που το γράφει δεν μας απασχολούν: δεν είμαστε οι ψυχαναλυτές του για να τα αναζητήσουμε, άλλωστε όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Επίσης, θεωρούμε πολύ σημαντικά και αρκετά γραπτά της κυριαρχίας: πολλές φορές λειτουργούν σαν τροχιοδεικτικά βλήματα για το ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις των αφεντικών και των πολιτικών εκπροσώπων τους.
Η επαναστατική θεωρία δεν έχει ανάγκη τους διανοούμενους. Δεν έχει ανάγκη την ιδεολογία, δηλαδή την διαχωρισμένη θεωρία από την πράξη. Δεν έχει ανάγκη το κύρος της αυθεντίας, ούτε την σκέψη της. Έχουμε ξαναπεί ότι αρκετοί άνθρωποι που μπόρεσαν να συλλάβουν την κοινωνική κίνηση των καιρών τους, δεν το κατάφεραν λόγω της τρομερής τους μεγαλοφυΐας, αλλά λόγω του ότι ήταν μέτοχοι αυτής της κίνησης, και είχαν αποφασίσει να ξεπεράσουν πολλά ιερά και όσια που βάραιναν τόσο την παράδοση των καιρών τους (αστική και επαναστατική), όσο και τους ίδιους.
Η νέα επαναστατική θεωρία θα είναι έργο αυτών που επιθυμούν να επαναστατήσουν, όπως άλλωστε και η ίδια η χειραφέτηση τους. Η νέα επαναστατική θεωρία θα είναι συλλογική δημιουργία και όχι η προβολή μιας μεγαλοφυΐας τύπου Μαρξ, Ένγκελς, κ.α. Ο ρόλος της «επαναστατικής» διανόησης είναι να διασπείρει την σύγχυση, και τον ρόλο αυτό τον επιτελεί πολύ καλά ακόμα και όταν ισχυρίζεται ότι πράττει ακριβώς το αντίθετο. Ο ρόλος αυτός δεν θεωρούμε ότι είναι στα πλαίσια μιας εντεταλμένης αποστολής που της έχει δώσει το κράτος. Δεν είμαστε οπαδοί συνωμοτικών θεωριών. Είναι στα πλαίσια του γεγονότος ότι αυτή η διανόηση μέσα στην μετριότητα της, δεν έχει καν την ευφυΐα, όχι να αναρωτηθεί για το ποιος είναι ο ρόλος της, αλλά ούτε καν να συνειδητοποιήσει το πόσο απέχουν αυτά που λέει από την πραγματικότητα.


1. Ο Μαρξ στο 23ο μέρος του Κεφαλαίου, τόμος 1, υποστηρίζει ότι ο καταμερισμός της εργασίας (χειρωνακτική-πνευματική) εκφράζει τον διαχωρισμό μεταξύ πόλης-υπαίθρου.
2. Δηλαδή οι εργάτες σύμφωνα με αυτή την αντίληψη μπορούν μόνο να αγωνίζονται (πριν την παρέμβαση των διανοούμενων), για καλύτερες συνθήκες εργασίας, καλύτερους μισθούς, κ.α., και όχι φυσικά για την χειραφέτηση τους
3. Αυτό το ζήτημα το επεξεργαζόμαστε στο κείμενο «Το χαλάζι πάνω στις γυάλινες σημαίες», στο Τραίνο, τχ 21.
4. «Ο homo faber δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον homo sapiens», γράφει στο δοκίμιο του για τους διανοούμενους (στα ελληνικά εκδ. Στοχαστής) ο Γκράμσι.
5. Θα ήταν ψέμα αν λέγαμε ότι τμήματα από την κριτική θεωρία του Αντόρνο δεν έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς και από εμάς…
6. Τεοντόρ Αντόρνο (απόσπασμα από την τελευταία συνέντευξη του), περιοδικό Futura, τχ. 9
7. Αυτή η ιδέα χρειάζεται περισσότερη ανάπτυξη, αλλά δεν έχουμε το χώρο για αυτή την εργασία τώρα· εξάλλου δεν είμαστε σίγουροι αν παθιάζεται και ο αναγνώστης αυτού του κειμένου για μια τέτοια συζήτηση.
8. Σε ένα καλό του κείμενο -παρά τις κεντρικές διαφωνίες μας- ο ύστερος Καστοριάδης, υπενθυμίζει ότι ο ρόλος της διανόησης ήταν ανέκαθεν η υπεράσπιση αυτού του κόσμου, ως του μόνου δυνατού. Κ. Καστοριάδης, οι διανοούμενοι και η ιστορία στο «Ο θρυμματισμένος κόσμος», εκδ. Ύψιλον. Υποσημείωση: λέγοντας ύστερος Καστοριάδης ονομάζουμε εκείνη την περίοδο του Καστοριάδη που αυτός παύει να είναι επαναστάτης (δηλαδή παύει να ασχολείται με την ενεργό πολιτική, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος) και γίνεται στοχαστής. Είναι αυτή η περίοδος που έλκει περισσότερο τον κάθε μέτριο διανοουμενίσκο, δημοσιογραφίσκο, συγγραφίσκο, επιστημονίσκο, κτλ, κτλ, του επαρχιώτικού ελληνικού διανοητικού πεδίου. Ωστόσο αυτή η συζήτηση είναι μεγάλη και θα επανέλθουμε σύντομα σε αυτή.
9. Αυτή την στάση ο αναρχισμός την ονόμασε (και εξακολουθεί να την ονομάζει και σήμερα) «προπαγάνδα μέσω της δράσης».

No comments: