Τεύχος Τρίτο - Editoreality Crisis 3
Πονάνε τα μαχαιρώματα με κουζινομάχαιρο ή με σουγιά; Στο σώμα ή στα άκρα; Στα σκοτεινά κάποιου στενού, σε μια πλατεία, ή έξω από μία κατάληψη στέγης; Τα μαχαιρώματα πονάνε έστω κι αν δεν είσαι εσύ αυτός που «τα τρως».
Πονάνε αν μη τι άλλο μόνο και με την σκέψη ότι θα μπορούσες να είσαι στην θέση αυτών που «τα έχουν φάει».
Από το «μεγάλο ελληνικό καλοκαίρι» και μέχρι σήμερα έχει εμφανιστεί μία λίγο πολύ καινούρια κατάσταση σε κάποιες ελληνικές πόλεις και κυρίως στην Αθήνα όσον αφορά την ένταση της. Οι συνεχείς «επιτυχίες» και «αποτυχίες» (στημένες μία προς μία) του ελληνικού αθλητισμού, δημιούργησαν εκείνο το κοινωνικό κλίμα που επέτρεψε στις κατσαρίδες να βγουν από την φωλιά τους: φασίστες και παρακρατικοί (πότε αυτά τα δύο ήταν διαχωρισμένα στην πρόσφατη ιστορία του ελληνικού κράτους;) αύξησαν τις επιθέσεις τους εναντίον μεταναστών αλλά και αγωνιστών του ευρύτερου χώρου της αμφισβήτησης. Και μιλάμε για μεγαλύτερη ένταση αυτής της κατάστασης γνωρίζοντας ότι πιθανόν αυθαιρετούμε. Οι σχέσεις μας (πολιτικές και κοινωνικές) μας επιτρέπουν να έχουμε μια σχετικά καλή εικόνα των τεκταινομένων στο «χώρο», αλλά μια πολύ, μα πολύ περιορισμένη εικόνα για ότι συμβαίνει στις γειτονιές των μεταναστών ή στους χώρους εργασίας τους. Είναι πιθανόν δηλαδή, η ένταση εκεί να μην μειώθηκε ποτέ.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου μπήκε σε μία διαδικασία «απάντησης» αυτών των χτυπημάτων. Μία τέτοια κίνηση ήταν η επίθεση στο Αστυνομικό Τμήμα του Αγ. Παντελεήμονα (στην οποία αν θα πρέπει να προσάψουμε κάτι -έστω και ετεροχρονισμένα- είναι το γεγονός της πλήρους αγνόησης των ίδιων των θυμάτων, του χαρακτήρα της σαν «το παίρνουμε λίγο εργολαβία», της λογικής του θα «καθαρίσουμε εμείς», ζητήματα δηλαδή καθαρά πολιτικά που επιδέχονται μόνο πολιτική κριτική και αυτοκριτική, και τίποτε άλλο… Και αυτά τα λέμε έχοντας υπόψιν μας ότι οι ίδιοι οι Αφγανοί μετανάστες και έτρεξαν και δημοσιοποίησαν το γεγονός πρώτοι από όλους ). Από εκεί και ύστερα και με την έντεχνη σύνδεση από το κράτος και τους θεσμούς του (με πρώτη την Ελευθεροτυπία, όπως πάντα) δύο άσχετων μεταξύ τους γεγονότων, δηλαδή της επίθεσης σε ένα αστυνομικό τμήμα από 200 ανθρώπους και της δολοφονίας ενός ειδικού φρουρού κάποιου διπλωμάτη, αρχίζει μία σειρά φημών και υποθέσεων, ανάλογες του επιπέδου των κατσαρίδων, και η υπόθεση αρχίζει ήδη να βρωμάει (και μπορεί οι ίδιες οι κατσαρίδες να μην βρωμάνε αλλά σίγουρα βρωμάνε αφόρητα οι χώροι στους οποίους κινούνται). Ταυτόχρονα, μέσα στην άνοιξη οι επιθέσεις παρακρατικών και φασιστών, αλλά και οι απαντήσεις με ανάλογους τρόπους σε αυτές τις επιθέσεις, θα ενταθούν. Η λογική των «απαντήσεων» με αυτή την έννοια, έμοιαζε μέχρι τότε να είναι και η μόνη λογική.
Μέσα σε μία τέτοια συνθήκη όμως, το σύνολο -σχεδόν- του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου επέλεξε να κάνει ότι πιο υγιές περνούσε από το χέρι του: την αντιφασιστική πορεία της 19/5. Γιατί υγιές; Γιατί υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσεις την κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω· ο ένας είναι να «απαντάς» στις κατσαρίδες και στους ασφαλίτες σε υγρά και σκοτεινά μέρη και ο άλλος είναι να βγαίνεις στον φυσικό σου χώρο, δείχνοντας την κοινωνική σου δυναμική, αναπτύσσοντας σχέσεις αλληλεγγύης και συντροφικότητας, εκδηλώνοντας την καθ’ όλα δίκαιη οργή σου, στέλνοντας το μήνυμα της αποφασιστικότητας σου ενάντια σε κάθε φασιστικό και παρακρατικό παράσιτο και ενάντια σε κάθε κοινωνική συμπεριφορά που το μιμείται με άλλους τρόπους, κάτω από το φως της πόλης που ζεις και κινείσαι καθημερινά. Και για να το πούμε κι αλλιώς, ο ένας τρόπος είναι συνωμοτικός και ο άλλος είναι δημόσιος. Το τι σημαίνει ο ένας και το τι σημαίνει ο άλλος, ας το εξετάσουν κοιτώντας λίγο την ιστορία όσοι υιοθετούν πολιτικές ταυτότητες δύο αιώνων.
Το ζήτημα για μας είναι απλό: και οι φασίστες και οι πολιτικοί τους αντίπαλοι μπορούν να κατεβάζουν μάπες, και οι φασίστες και οι πολιτικοί τους αντίπαλοι μπορούν να καίνε γραφεία, και οι φασίστες και οι πολιτικοί τους αντίπαλοι μπορούν να στέλνουν στα νοσοκομεία. Όμως μόνο ο α/α χώρος (όταν συνειδητοποιεί ότι κάθε γκέτο έχει μια έξοδο κινδύνου) μπορεί να κατεβάσει στον δρόμο 2.000 ανθρώπους. Αυτή είναι η πολιτική και κοινωνική δύναμη του και αυτή την δύναμη και μόνο οφείλει καταρχάς να συνειδητοποιήσει και κατά δεύτερον να χρησιμοποιεί, αν επιθυμεί να απαντάει όπως πρέπει στις κατσαρίδες. Γιατί, όπως θα έπρεπε να γνωρίζουμε πολύ καλά ως πολιτικά υποκείμενα, ούτε οι φασίστες είναι το βασικό μας πρόβλημα, ούτε ο φασισμός είναι αποκλειστικά δικό μας πρόβλημα, έστω και αν μαζί με τους μετανάστες στην συγκεκριμένη συγκυρία σηκώνουμε στις πλάτες μας ένα σημαντικό μέρους του βάρους του.
Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι η λογική της πρωτοπορίας, η λογική του «εγώ καθαρίζω για πάρτη των άλλων», η λογική δηλ. του λενινισμού, το μόνο που κατάφερε να γεννήσει ιστορικά ήταν εγκλήματα ενάντια στο ίδιο το ανταγωνιστικό κίνημα, δηλ. ηγέτες και ηγετίσκους, δικτατορίες, πολιτικά και προσωπικά αδιέξοδα, ή στην «καλύτερη» περίπτωση αντιτρομοκρατικούς νόμους και μετανιωμένους. Γι’ αυτό τον λόγο, αν θέλουμε να εντείνουμε την κοινωνικό ανταγωνισμό, τόσο στους χώρους της εργασίας μας, όσο και στις γειτονιές μας, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε για άλλη μια φορά: δεν θα το κάνουμε απαντώντας στις κατσαρίδες, θα το κάνουμε μιλώντας στους ανθρώπους.
5 Ιουνίου 2005
No comments:
Post a Comment