Τεύχος Έκτο - Which side are you on?
Come all you good workers/Good news to you I’ll tell
Of how the good old union/Has come in here to dwell
Μέσα από τις σελίδες αυτού του περιοδικού έχουμε ισχυριστεί επανειλημμένα ότι προσπαθούμε η ανάλυση μας να είναι «ανταγωνιστική», εδώ όμως και δύο περίπου χρόνια μόνο νύξεις έχουμε κάνει
γύρω από αυτό το θέμα. Και αυτό για εμάς είναι λογικό, η προσπάθεια κατανόησης του κόσμου δεν είναι μία διαδικασία συλλογής δεδομένων, δεν έχουμε στην άκρη του μυαλού μας με άλλα λόγια, μία έτοιμη μεθοδολογία η οποία περιμένει την πραγματικότητα για να την εφαρμόσουμε, αντιθέτως η διαδικασία κατανόησης αυτού του κόσμου βαδίζει δίπλα-δίπλα με τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε. Με αυτή την έννοια, η μεθοδολογία κρίνει την ανάλυση και η ίδια η ανάλυση κρίνει την μεθοδολογία, ενώ και τα δύο μαζί κρίνονται από την πραγματικότητα. Ό,τι θα ακολουθήσει στις επόμενες σελίδες δεν έχει για εμάς κάποια ισχύ ακαδημαϊκού τύπου και ούτε σκοπεύουμε να μπούμε σε μία διαδικασία διατύπωσης αρχών πάνω στο θέμα. Το τι είναι στην τελική ανταγωνιστικό, επαναστατικό και άλλα παρόμοια ο τελευταίος που θα το κρίνει θα είναι το υποκείμενο που το ισχυρίζεται. Εμείς από την πλευρά μας θέλουμε εδώ να διατυπώσουμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο.
«Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων», έγραφαν προ αμνημονεύτων ετών οι σύντροφοι Μαρξ και Ένγκελς. Πίσω από αυτή την γενικότητα στέκεται για εμάς αυτό που ονομάζουμε ανταγωνιστική ανάλυση. Κάνοντας μία καταρχήν σύνοψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή συνίσταται σε τέσσερα βασικά σημεία. Πρώτο σημείο: η ιστορική κίνηση, μιλώντας ειδικά για την καπιταλιστική περίοδο, είναι προϊόν των ανταγωνισμών μεταξύ των πάνω και των κάτω, των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων, των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων. Δεύτερο σημείο: οι ανταγωνισμοί, που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν αυτόν τον κόσμο, δεν είναι πάντα σαφείς και ξεκάθαροι και ούτε έχουν πάντα ένα σαφές πολιτικό-επαναστατικό περιεχόμενο. Τρίτο σημείο: η ανταγωνιστική ανάλυση χρησιμεύει για εμάς αυτή την στιγμή στο να κατανοήσουμε το καπιταλιστικό σύστημα. Τέταρτο, η ανταγωνιστική ανάλυση είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση και συνέπεια μίας πολιτικής θέσης. Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι σε αυτό το κείμενο, μιλάμε και αναφερόμαστε σε πολιτικά υποκείμενα (και στην μεθοδολογία τους), σε υποκείμενα δηλ. τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επιδιώκουν ήδη αυτό που σε γενικές γραμμές λέγεται επανάσταση. Κατά μία έννοια κάνουμε έναν τεχνητό διαχωρισμό του κοινωνικού από το πολιτικό, για να μιλήσουμε πιο ξεκάθαρα για το πώς σκεφτόμαστε εμείς σαν πολιτικά υποκείμενα.
My daddy was a miner/He’s now in the air and sun
He’ll be with you fellow workers/Until the battle’s won
Ζούμε σε μία κοινωνία όπου ένα μικρότερο τμήμα της εκμεταλλεύεται ένα μεγαλύτερο, και όπου επίσης ένα μικρότερο τμήμα της κυριαρχεί σ’ ένα μεγαλύτερο. Αυτές είναι οι δύο καταρχήν αντιφάσεις και αντιθέσεις της κοινωνίας. Γιατί αντιφάσεις και αντιθέσεις; Ποια αντικειμενικότητα ορίζει αυτό το πράγμα; (Αυτό το λέμε διότι από την στιγμή κατά την οποία γίνεται λόγος για αντιφάσεις και αντιθέσεις αυτό απόκτά αυτομάτως μία αντικειμενική υπόσταση). Σε παλιότερες εποχές ο λόγος των επαναστατικών υποκειμένων αντιλαμβανόταν αυτά τα δύο πράγματα σαν φυσικά φαινόμενα: ο άνθρωπος είναι από την φύση προορισμένος να λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, άρα ό,τι τον κάνει να λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο τον καταπιέζει και άρα ο άνθρωπος θέλει να εξεγερθεί ενάντια σε αυτή την συνθήκη καταπίεσης, μία άποψη φυσικά δέσμια της εποχής της οποίας γεννήθηκε, αυτής της φυσιοκρατίας και του θετικισμού. Το πόσο ξεπερασμένη πια είναι αυτή σαν αντίληψη φαίνεται από το ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε, ότι περισσότερο είναι πια «φύση» της ανθρώπινης κοινωνίας η εκμετάλλευση και η καταπίεση παρά τα αντίθετα: τα τελευταία 2000 χρόνια στην Ευρώπη αυτή ήταν η «φύση» των ανθρώπινων κοινωνιών.
Ωστόσο, το ερώτημα ξανάρχεται και παραμένει: τι είναι αυτό που έκανε, κάνει και θα κάνει τους ανθρώπους να εξεγείρονται και να αντιδρούν στις συνθήκες ζωής τους; Μία στοιχειωδώς σοβαρή ματιά στην ιστορία καταρρίπτει οποιονδήποτε αντικειμενισμό: ποτέ η πρόσθεση ίδιων ακριβώς αντικειμενικών συνθηκών δεν έδωσε το ίδιο άθροισμα κάτω από την παύλα της κοινωνικής κίνησης. Άρα, δεν υπάρχει τίποτα κοινό σε όλους όσους μέσα στην ιστορία εξεγέρθηκαν; Οι «αντικειμενικές συνθήκες» για εμάς δεν είναι αρκετές. Η συνθήκη της φτώχειας δεν γεννούσε πάντα επαναστάσεις και η συνθήκη των σχετικά καλύτερων συνθηκών διαβίωσης πάλι δεν γεννούσε πάντα επαναστάσεις. Δεν υπάρχει προφανώς ούτε μία αντικειμενική συνθήκη που να συνδέει όλες τις εξεγέρσεις και επαναστάσεις μεταξύ τους, προκειμένου να μας δώσει έναν βασικό αντικειμενικό κανόνα της αιτίας για την οποία οι άνθρωποι εξεγείρονται και αντιδρούν. Ούτε μία; Τότε; Ποιο είναι εκείνο το νήμα το οποίο συνδέει όλους εκείνους που επαναστάτησαν στο παρελθόν με όσους θα επαναστατήσουν στο μέλλον;
Οι ερωτήσεις είναι πολιτικές θέσεις, η αναζήτηση επομένως μίας σύνδεσης όλων των επαναστάσεων και των αντιστάσεων, με άλλα λόγια η αναζήτηση μίας τόσο κεντρικής αντικειμενικότητας σημαίνει ότι επιθυμεί κάποιος να βρει έναν ιστορικό νόμο, μία μηχανιστική λειτουργία1. Θα μπορούσαμε σε αυτό το σημείο να προχωρήσουμε τον συλλογισμό και να πούμε τα εξής: από την στιγμή κατά την οποία δεν υπάρχει ένα σύνολο αντικειμενικών συνθηκών, παρά μόνο το γεγονός ότι οι άνθρωποι μέσα στην ιστορία αντιδρούσαν, αγωνίζονταν, εξεγείρονταν και επαναστατούσαν ενάντια στις συνθήκες της ζωής τους, αυτό και μόνο το γεγονός καθίσταται αυτόματα αντικειμενικότητα. Και εδώ φτάνουμε στο λαμπρό σημείο να μετατρέπουμε την ανθρώπινη υποκειμενικότητα σε αντικειμενικότητα. Αν η λογική είχε δύο πόδια θα τα είχε στραμπουλίξει και τα δύο. Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Για να ξαναρωτήσουμε εδώ πέρα το εξής: ποια είναι η χρησιμότητα της μίας ή των πολλών αντικειμενικότήτων στην επαναστατική θεωρία; Προφανώς και δεν είναι του παρόντος μία τέτοια ανάλυση, ωστόσο σε γενικές γραμμές ο αντικειμενισμός έρχεται να προσδώσει καθολική ισχύ και δύναμη συνοχής σε μία άποψη. Το μεγάλο ζητούμενο εδώ πέρα είναι κατά πόσο έχει ήδη ισχύ και συνοχή η κάθε άποψη στο κοινωνικό πεδίο. Ο αντικειμενισμός για παράδειγμα του Μαρξ είχε μία συγκεκριμένη πολιτική χρησιμότητα (να προσδώσει κύρος και επιστημονική ισχύ στους εργατικούς αγώνες, και κυρίως στο πρόταγμα της κομμουνιστικής κοινωνίας), η οποία όταν έχασε την ισχύ του στο κοινωνικό πεδίο μεταβλήθηκε σε ιδεολογία. Αυτή την ιδεολογία προσπαθούν να συντηρήσουν έναν αιώνα τώρα οι μαρξιστές ιδεολόγοι. Η πολιτική θεωρία του Μαρξ, μπορεί από την μία να επεδίωκε να είναι επιστημονική, αλλά από την άλλη δεν ήταν επιστημονική φαντασία, δεν ήταν δηλ. μία κάποια θεωρία γραμμένη σε έναν γυάλινο πύργο, άλλωστε και ο ίδιος ο Μαρξ έχει δηλώσει ρητά ότι στόχος του ήταν να βοηθήσει τους εργατικούς και ταξικούς αγώνες με επιχειρήματα. Άλλωστε οι εργατικοί και ταξικοί αγώνες, κατά τη διάρκεια της ιστορίας του καπιταλισμού υπήρχαν πριν και μετά από τον Μαρξ.
Ποιο είναι τελικά όμως το ζητούμενο απέναντι σε αντικειμενίστικες, καθολικές και τελικά ολοκληρωτικές πολιτικές θεωρίες (λενινισμοί, μαοϊσμοί, σταλινισμοί και άλλα αστεία ονόματα); Στο ξεπέρασμα των αντικειμενικοτήτων και των υποκειμενικοτήτων. Ξεπέρασμα που μόνο το υλικό επαναστατικό κίνημα ξεπερνά, ακριβώς επειδή δεν τις χρειάζεται, ακριβώς επειδή είναι από μόνο του μία αντικειμενικότητα. Δυστυχώς ζούμε σε μία εποχή που μόνο η ηχώ αυτού του πράγματος παραμένει, αλλά έχουμε την πολύ σοβαρή υποψία ότι η ύπαρξη και μόνο αυτού του πράγματος, αυτής της συνθήκης θα θέσει τα πράγματα και τα ζητήματα σε μία άλλη βάση.
Με όλα τα παραπάνω φυσικά και δεν πετάμε στα σκουπίδια τις αντικειμενικές συνθήκες, τις τρεις τέσσερις εκείνες γραμμές δηλ. που διατρέχουν εγκάρσια τις κοινωνικές ομάδες, και οι οποίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμβάλλουν ή αποτελούν ένα παράγοντα για την ανάπτυξη μίας κοινότητας επιθυμιών, συμφερόντων και αγώνα. Η σημαντικότητα τους πιστεύουμε στο ότι έγκειται στο να μας προσδώσουν μία καταρχήν ποσοτική και γεωγραφική εικόνα του τι συμβαίνει σε αυτό τον κόσμο. Οι αντικειμενικότητες είναι μάλλον φωτογραφίες μίας κατάστασης, μίας συνθήκης, ενός αγώνα. Βασικό στοιχείο, αλλά όχι το μοναδικό.
Με απλά λόγια οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε την ιεράρχηση αντικειμενικού-υποκειμενικού. Αν η πραγματικότητα αποτελείται από μία διαλεκτική σχέση αυτών των δύο, οφείλουμε να τις αντιλαμβανόμαστε σε αυτό το επίπεδο, σαν ισότιμα συστατικά της πραγματικότητας.2
Μέχρι εδώ όμως έχουμε ένα κενό: το κενό των αντιφάσεων και των αντιθέσεων. Ας το εξηγήσουμε λιγάκι. Η εκμετάλλευση δεν έχει από μόνη της καμία αντίφαση όσο η σχέση αυτή έχει από την μία ένα υποκείμενο (αυτόν που εκμεταλλεύεται) και ένα αντικείμενο (αυτόν που υφίσταται την εκμετάλλευση), την αντίφαση την αποκτά στο βαθμό που σε αυτή την σχέση υποκειμένου αντικειμένου το αντικείμενο συνειδητοποιεί ότι είναι αντικείμενο και επιθυμεί να γίνει υποκείμενο. Η αντίφαση του καπιταλισμού δεν είναι προϊόν του καπιταλισμού, είναι προϊόν της επιθυμίας των αντικείμένων του να γίνουν υποκείμενα, τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του καπιταλισμού δεν τις γεννά ο καπιταλισμός, τις γεννούν εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν την ανατροπή του. Με αυτή την έννοια, εμείς βλέπουμε σαφέστατα την σημερινή καπιταλιστική μορφή σαν αποτέλεσμα μίας πάλης μεταξύ των υποκειμένων και μεταξύ των αντικειμένων που επιθυμούν γίνουν υποκείμενα. Για εμάς ένα τεράστιο πλήθος πραγμάτων, το μεγαλύτερο και αυτό που δίνει τελικά σε αυτό τον κόσμο την συνολική του σημερινή εικόνα, είναι αποτέλεσμα της από τα κάτω κίνησης.
Πολύ κρίσιμη καμπή στην ανάπτυξη της σκέψης μας σε αυτό το επίπεδο αποτέλεσε η δουλειά που κάναμε για το κράτος πρόνοιας και τον εθελοντισμό στα τεύχη 2 και 3. Ήταν για εμάς η πρώτη φορά που καταφέραμε να υλοποιήσουμε κάποια στοιχεία που είχαμε στο μυαλό μας σε ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο. Το πέρασμα από μία πολιτική θέση που λέει σχηματικά και αφηρημένα «όλα είναι άμεσο προϊόν του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού» σε μία πολιτική ανάλυση, η οποία προσπαθεί με στοιχεία να το αποδείξει δεν είναι εύκολη δουλειά και σίγουρα όχι πάντα πετυχημένη. Εδώ δεν λέμε ότι ανακαλύψαμε την Αμερική. Λέμε ότι το να λες ότι κάνεις κάτι, δεν είναι απαραίτητο ότι σημαίνει ότι κάνεις και αυτό που λες.
Ένα ζήτημα το οποίο μας μπήκε πολύ ρητά αναφορικά με το συγκεκριμένο κείμενο, ήταν το πώς τελικά εμείς σαν ανταγωνιστικά υποκείμενα βλέπουμε και αναλύουμε την ιστορία. Προφανώς έχουμε πετάξει ήδη από πάνω μας εδώ και αρκετά χρόνια τα ζεστά σκεπάσματα περί αντικειμενισμού της ιστορίας ή την φιλολογία για την ενότητά της. Συχνά και σε πολλά σημεία βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το απλό φαινομενικά μεθοδολογικό πρόβλημα: πως θα δούμε το τάδε ζήτημα, ήταν το κράτος πρόνοιας παραχώρηση των αφεντικών ή ήταν κατάκτηση των εργαζομένων; Η απάντηση που δώσαμε σε αυτό ήταν καταρχήν πολιτική, γιατί ας μην γελιόμαστε και οι απαντήσεις που δίνουν τα αφεντικά στην ιστορία και αυτές πολιτικές είναι. Προς τι λοιπόν εμείς να τηρήσουμε έναν οποιονδήποτε ακαδημαϊσμό; Αποφασίσαμε λοιπόν, στον βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν αγώνες, και κατά τον βαθμό κατά τον οποίο αυτοί οι αγώνες κέρδιζαν αυτό που κέρδιζαν να το βλέπουμε ρητά και ξεκάθαρα σαν κατάκτηση των αγώνων αυτών. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα, ότι το κράτος πρόνοιας ήταν κατάκτηση των εκμεταλλευομένων και όχι προσπάθεια των αφεντικών να ασκήσουν έλεγχο πάνω στην εργατική τάξη, όπως για παράδειγμα φαντασιώνεται μία ορισμένη αριστερή-αντιεξουσιαστική σκέψη.
Βλέπουμε λοιπόν αυτόν τον κόσμο από κάτω, δηλώνοντας ρητά ότι αν αυτό τον κόσμο τον φτιάχνουν οι εκμεταλλευόμενοι, η ιστορία του δεν μπορεί παρά να είναι η ιστορία των εκμεταλλευόμενων. Και αυτό είναι μία πολιτική θέση, όπως πολιτική θέση είναι η αντίληψη των αφεντικών και των διανοουμένων για την ιστορία.
They say in Harlan County/There are no neutrals there
You’ll either be a union man/Or a thug for J. H. Claire
Ωστόσο, αν υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο στέκεται για εμάς στο μέσο και στο κεντρικότερο σημείο της ανάλυσης μας αυτό δεν είναι άλλο από το ζήτημα του πολέμου, όχι φυσικά σαν ένα ζήτημα έτσι γενικά και αόριστα αλλά σαν ένα ζήτημα διαρκούς επικαιρότητας, διότι αν υπάρχει ένας πόλεμος αυτός δεν είναι άλλος από αυτόν «των χορτάτων εναντίον των πεινασμένων» όπως λέγανε και κάποιοι παλιοί σύντροφοι.
Πριν όμως απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να κάνουμε μία παρένθεση. Δεν πιστεύουμε (γιατί πίστη είναι και μάλιστα λίγο πολύ θεολογική) σε καθολικές πανανθρώπινες αξίες όπως η δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ακόμα χειρότερα ότι υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια που πρέπει να αποκαλυφθεί. Στην τελική αυτό είναι και το βασικό μας πρόβλημα με τον αντικειμενισμό που διατρέχει ένα πλήθος απόψεων: από την αστική αντίληψη της δικαιοσύνης μέχρι τον μαρξιστικό σκοπό της ιστορίας. Είναι κατά βάση υποκειμενικές θέσεις (θέσεις κοινωνικών υποκειμένων) οι οποίες όμως δεν εμφανίζονται σαν τέτοιες αλλά εμφανίζονται σαν κάτι που υπήρχε και ίσχυε σχεδόν από τα πάντα. Δηλαδή, επιδιώκουν την αντικειμενικότητα που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να έχουν, να την αποκτήσουν με την ενσωμάτωση τους σαν ιδέες αντικειμενικής, παγκόσμιας, «πανανθρώπινης» ισχύος. Ένα γεγονός, μία πραγματικότητα δεν έχει ποτέ μία πλευρά ή έναν τρόπο ανάγνωσης, αντιθέτως έχει πάντα πολλές περισσότερες από μία. Με τι τρόπο, θα αποφασίσει να μιλήσει και να αντιληφθεί ο καθένας το θέμα του πολέμου π.χ. φανερώνει και το πώς αντιλαμβάνεται την θέση του σε σχέση με το ίδιο το γεγονός, ή ακόμα και το ποια θα ήθελε να είναι η θέση του. Όταν για παράδειγμα το ΚΚΕ καλούσε τους εργαζόμενους στα ‘40 να πολεμήσουν για την δικτατορία του Μεταξά, και όχι να επαναστατήσουν ενάντια σε έναν πόλεμο ο οποίος γινόταν εις βάρος των εκμεταλλευομένων και των δύο χωρών, φανερώνει ποια επιθυμεί να είναι η θέση του. Το ΚΚΕ και όλα τα λενινιστικά σταλινικά κόμματα και κομματίδια επιθυμούσαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να επιβάλλουν νέες αντικειμενικότητες (την εξουσία τους, το έθνος τους, την πατρίδα τους κλπ.) -και εδώ είναι το τραγικό- στο όνομα ακριβώς εκείνων των υποκειμενικότητων που θέλησαν να καταστρέψουν τις αντικειμενικότητες.
Στο ζήτημα του πολέμου το κάθε υποκείμενο επιλέγει πώς θα μιλήσει για αυτό, και αυτή η επιλογή του είναι πολιτική. Πολιτικότατη. Ο πόλεμος στο Ιράκ δεν έγινε για έναν και μοναδικό λόγο, για παράδειγμα, αλλά ακόμα και για έναν και μοναδικό λόγο να έχει γίνει (τα πετρέλαια, η στρατηγική σημασία ελέγχου της περιοχής, η αντιπάθεια του Μπους για το Σαντάμ που πήγε να σκοτώσει τον μπαμπά του), εμάς σαν εκμεταλλευόμενους και καταπιεσμένους τι μας αφορά; Τι μας αφορά στον βαθμό που όπως αυτόν, αλλά όπως και κάθε πόλεμο τον πληρώνουν οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεζόμενοι; Τι πρέπει να αναδείξουμε σε αυτόν όπως και σε κάθε πόλεμο, που θα πρέπει να ρίξουμε τις δυνάμεις μας, ποια άποψη, ποια αντίληψη θα πρέπει να ενισχύσουμε; Την αντίληψη των αφεντικών, να δούμε δηλαδή την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια των αφεντικών (γιατί έκαναν τον πόλεμο, τι χρησιμεύει για αυτά κλπ) ή να δούμε την πραγματικότητα από την πραγματική κοινωνική μας θέση: αυτή των εκμεταλλευομένων; Εννοείται προφανώς σε αυτό που λέγεται κατανόηση αυτού του κόσμου, κομμάτι είναι και το τι κάνουν ή θέλουν να κάνουν τα αφεντικά επομένως δεν πετάμε στα σκουπίδια το τι γενικώς ή ειδικώς κάνουνε. Αλλά το πρόβλημα που μπαίνει, δεν μπαίνει σε αυτή καθαυτή την ανάλυση, το πρόβλημα μπαίνει όταν καλείται κανείς να εκφέρει πολιτική άποψη και πολιτική θέση, όταν κάποιος καλείται να τοποθετηθεί σαν πολιτικό υποκείμενο πάνω στο ζήτημα. Εδώ η ανάλυση έχει την σημασία της βάσης μίας πολιτικής άποψης. Η σημασία δηλ. μιας ανάλυσης όταν συνοδεύεται από μία πολιτική άποψη (αλλιώς είναι κοινωνιολογία ή χόμπυ) συναρτάται με την πολιτική άποψη, όπως και πολιτική άποψη συναρτάται με την ανάλυση, φυσικά. Όταν λοιπόν για εμάς κάποιος βάζει το ζήτημα του πολέμου στην βάση του τι κάνουν τα αφεντικά σε αυτό τον κόσμο, πέραν του ότι κατά την γνώμη μας δεν λέει το πολύ σημαντικότερο για εμάς τι στο διάολο επιτέλους κάνουν οι εκμεταλλευόμενοι, αργά η γρήγορα θα βρεθεί να καταλήξει με ποιο αφεντικό θα πρέπει να πάει (ποιο είναι το λιγότερο κακό από τα δύο που πολεμάνε). Άλλωστε δεν θα έχει πάρει καν χαμπάρι αν προσπαθούν και τι προσπαθούν να κάνουν οι εκμεταλλευόμενοι. Αυτό το πράγμα κάνει μία συγκεκριμένη αλλά και συντριπτική πλειοψηφία της αριστεράς από τον Πρώτο Παγκόσμιο και ύστερα: με την Γαλλία ενάντια στην Καϊζερική Γερμανία, με την Καϊζερική Γερμανία ενάντια στον αντιδραστικό Τσάρο, με την ΕΣΣΔ και τις ΕΠΑ ενάντια στην Χιτλερική Γερμανία, με την ΕΣΣΔ ενάντια στους ιμπεριαλιστές, ή με την ΛΔΚ ενάντια στους σοσιαλιμπεριαλιστές, με τον Σαντάμ ενάντια στον Μπους, με τον Μιλόσεβιτς ενάντια σε όλους, με τον Οσάμα ενάντια στον Τζωρτζ, με την ιρακινή αντίσταση ενάντια στον ιμπεριαλισμό και έχουμε ακόμα ζωή μπροστά μας. Να είναι καλά οι προλετάριοι που δεν λένε να εκλείψουν από τον πλανήτη. Λίγοι είναι εκείνοι μέσα στην ιστορία που προσπάθησαν να δουν τα πράγματα αλλιώς: όλοι οι πολέμοι είναι πολέμοι καταρχήν εναντίον των εκμεταλλευομένων, το μόνο που μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο είναι ο από κοινού αγώνας των εκμεταλλευομένων και των δύο πλευρών. Σε αυτό το σημείο μπορεί κανείς να πει τι βάση μπορεί να έχει μία τέτοια αντίληψη στην κοινωνική πραγματικότητα. Κατά πόσο δηλ. μία τέτοια αντίληψη μπορεί να πάει μπροστά τα πράγματα, αλλά και κατά πόσο ανταποκρίνεται αυτή στην πραγματικότητα. Το κατά πόσο μπορεί να πάει μπροστά τα πράγματα ο καθένας έχει την ευκολία να το κρίνει μόνος του, από την άποψη του θα φανεί άλλωστε και το τι είναι: εθνικιστής ή διεθνιστής. Το κατά πόσο τώρα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είναι κάπως πιο μεγάλη κουβέντα που κάποια στιγμή θα την κάνουμε. Ωστόσο, έχουμε μία πολύ σοβαρή υποψία, οι εκμεταλλευόμενοι δεν έχουν πάντα και την πιο τρελή όρεξη να σκοτώνονται για τα αφεντικά τους, τα εκατομμύρια λιποτακτών σε όλους τους πολέμους, οι εξεγέρσεις των στρατιωτών και οι ανταρσίες τους ή ακόμα και η συμφιλίωση τους στα πεδία των μαχών είναι πράγματα που διατρέχουν όλους τους πολέμους. Θα σταματήσουμε εδώ γιατί σκοπεύουμε να γίνουμε πιο αναλυτικοί στο μέλλον.
Κάνοντας εδώ μία σύνοψη θα λέγαμε από την μία ότι προσπαθούμε να κάνουμε ανταγωνιστική ανάλυση από την μία γιατί αποδεχόμαστε σαν θέση ότι «όλη η ιστορία είναι προϊόν συγκρούσεων» και από την άλλη επειδή η κοινωνική μας θέση είναι αυτή που είναι.
Oh workers can you stand it?/Oh tell me how you can
Will you be a lousy scab/Or will you be a man?
Εδώ θα πρέπει να σταθούμε λίγο και να εξετάσουμε το ζήτημα που λέγεται αγώνες. Ζήτημα καθόλου εύκολο και καθόλου απλό για να καθορίσουμε μία σειρά αξιωμάτων μέσα από τους φακούς των οποίων θα δούμε αυτό το ζήτημα. Ωστόσο θα αποπειραθούμε να βάλουμε κάποια ελάχιστα ζητήματα.
Ένα πρώτο ζήτημα είναι ότι μιλάμε για τους αγώνες που γίνονται, καταρχήν με τον πιο απλό τρόπο, δηλαδή πληροφοριακά. Συντελούμε δηλ. και εμείς με τις μικρές μας δυνάμεις σε αυτό που ονομάζεται κυκλοφορία των αγώνων. Όμως δεν νομίζουμε ότι κάτι τέτοιο είναι και αρκετό, οφείλουμε να κρίνουμε ταυτόχρονα αυτούς τους αγώνες, να δούμε και να ανοίξουμε και εμείς ζητήματα σε σχέση με αυτούς. Τέλος, και στον βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει (διότι εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει πάντα), προσπαθούμε να συνδέσουμε τους αγώνες αυτούς στο επίπεδο της πραγματικότητας μεταξύ τους3.
Θα ακολουθήσουμε και εδώ για να δούμε καλύτερα τι εννοούμε με ένα παράδειγμα. Αυτό της Κίνας. Το πρωταρχικό μας ενδιαφέρον για το τι γίνεται στην Κίνα (και αυτό φαίνεται στο σχετικό κείμενο που γράφτηκε στο πρώτο τεύχος), δεν είχε να κάνει με το τι γίνεται στα χαμηλά κοινωνικά επίπεδα, κυρίως εξαιτίας μίας πρακτικής αδυναμίας να βρούμε στοιχεία για αυτά. Από την άλλη, το βασικό πρόβλημα που ενέσκηψε στην προσπάθεια μας να αποκτήσουμε μία εικόνα για εκείνο το μέρος του κόσμου, είχε να κάνει με το ζήτημα που λεγόταν κινέζικη γραφειοκρατία σήμερα. Τι είναι η κινέζικη γραφειοκρατία σήμερα, τι μορφή έχει το κινέζικο κράτος, που βασίζεται κοινωνικά κλπ. Ζητήματα ενδιαφέροντα προφανώς… αλλά… Ένα ερώτημα λοιπόν, που διαμορφώθηκε πάνω από αυτά ήταν το εξής: τι ενδιαφέρει εμάς σαν εκμεταλλευόμενους, σήμερα στα 2006, εδώ στην Ελλάδα αυτό το ζήτημα; Το τι θα βάλει κανείς πρώτο είναι αυτό που έχει σημασία, μιλάς σαν εκμεταλλευόμενος, μιλάς σαν ιστορικός, ή μιλάς σαν πατριώτης που διαπιστώνει ότι τα κινέζικα μαγαζάκια πνίγουν το εγχώριο μικρεμπόριο; Τι ορίζει, τι επιλέγει ο καθένας να τον ορίσει; Η κοινωνική του θέση; Η ψευδοεπιστημονική ταυτότητα του που τον τοποθετεί εκτός ιστορίας; Ο πατριωτισμός του; Είναι προφανές ότι εμείς επιλέξαμε να μιλήσουμε πρώτα και κύρια σαν εκμεταλλευόμενοι, και να προσπαθήσουμε να μάθουμε καταρχήν τι κάνουν οι εκμεταλλευόμενοι στην Κίνα.
Πρώτα να ενημερώσουμε στο επίπεδο της κυκλοφορίας των αγώνων για το τι συμβαίνει εκεί πέρα, στην συνέχεια να κρίνουμε και να εξετάσουμε την σημασία, το περιεχόμενο και την μορφή αυτών των αγώνων και τέλος να δούμε σε ποιο επίπεδο και αν μπορεί να υπάρχει ενότητα των αγώνων αυτών στην Κίνα4. Αυτό είναι που προσπαθήσαμε να κάνουμε στο δεύτερο σχετικό κείμενο ένα χρόνο μετά. Αυτή την κατεύθυνση πήρε η έρευνα μας, και εδώ δεν έμπαιναν καθόλου ζητήματα του είδους υπάρχουν ή δεν υπάρχουν στοιχεία (είχαμε πια με λίγο παραπάνω ψάξιμο την δυνατότητα να επιλέξουμε ποιο ζήτημα και με ποιο τρόπο θα το πιάσουμε), και για κάτι τέτοιο δεν ευθύνεται αποκλειστικά το διαδίκτυο όπως πιθανά κάποιος να πει5.
Ένα δεύτερο έχει να κάνει με αυτό που ονομάζεται έρευνα, και η αλήθεια είναι ότι μέχρι τώρα δεν έχουμε καταπιαστεί με αυτό το ζήτημα ιδιαίτερα. Το βασικό, όμως για εμάς σε σχέση με αυτό το ζήτημα είναι να δίνεται ο λόγος στα (κατά βάσην ατομικά) υποκείμενα. Και προφανώς αυτό δεν θα γίνει, και δεν μπορεί να γίνει με την λογική του δημοσιογράφου ή του κοινωνιολόγου που αφήνει κάποιους να μιλήσουν… Η έρευνα για εμάς θα πρέπει να είναι μία διαδικασία άμεσης εμπλοκής μας σε αυτό που γίνεται, και ταυτόχρονα εμπλοκής και των ίδιων των συμμετεχόντων.
Σε τι μπορεί να χρησιμεύει κάτι τέτοιο; Μία τέτοια διαδικασία; Είπαμε παραπάνω ότι η αντίφαση του καπιταλισμού δεν είναι αντίφαση αυτού καθαυτού του καπιταλισμού, αλλά αντίφαση των αντικειμένων που προσπαθούν να γίνουν υποκείμενα. Και είναι αντίφαση γιατί οντολογικά οι εκμεταλλευόμενοι βρίσκονται υπό την επίδραση δύο δυνάμεων, της δύναμης εκείνης η οποία θέλει να τους διατηρήσει και να τους αντικειμενοποιεί συνεχώς, και της επιθυμίας και άρα δύναμης των ίδιων να γίνουν υποκείμενα, να δράσουν τα ίδια για τους εαυτούς τους. Η αντίφαση έγκειται στο ότι ο εκμεταλλευόμενος βρίσκεται συνεχώς στο μέσο της σύγκρουσης των αντικειμενικών συνθηκών με τις υποκειμενικές επιθυμίες. Όπως είναι προφανές, αυτό δεν είναι μία ευχάριστη κατάσταση για κανέναν ούτε για τους «αστούς» ούτε για τους «προλετάριους», εξού και οι προσπάθειες και των δύο «πλευρών» που επιθυμούν να λύσουν αυτή την σύγκρουση, οι μεν πρώτοι επιδιώκουν να ταυτίσουν τις υποκειμενικές επιθυμίες των εκμεταλλευομένων με την αντικειμενική συνθήκη της ίδιας της εκμετάλλευσης (πράγμα όχι τόσο αντιφατικό όσο φαίνεται), οι μεν δεύτεροι προσπαθούν να συλλογικοποιήσουν τις υποκειμενικές επιθυμίες προς μία νέα συνθήκη αντικειμενικότητας6. Με αυτή την έννοια οι εκμεταλλευόμενοι, είναι οι ίδιοι το πεδίο της μάχης περισσότερο από όσο το πεδίο της μάχης είναι το ύψος των μισθών. Η ταύτιση της υποκειμενικής επιθυμίας με την αντικειμενικότητα της εκμετάλλευσης, είναι προφανώς μία τεράστια και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, ωστόσο δεν είναι ντετερμινιστική με καμία έννοια, υπάρχουν στιγμές που αυτή η ταύτιση προχωρά τόσο πολύ που πια η σύγκρουση εντός της να είναι τόσο έντονη που να λύνεται μόνο βίαια και υπάρχουν και στιγμές κατά τις οποίες φαίνεται σαν το πιο και το μόνο λογικό πράγμα του κόσμου. Αυτή την ταύτιση όμως δεν μπορούμε να την αφήσουμε ούτε να λυθεί από μόνη της ούτε να ελπίσουμε ότι κάποτε θα λυθεί από μόνη της και προφανώς ούτε να επικαλούμαστε το μαγικό ξόρκι του ντετερμινισμού μπας και ο καπιταλισμός αποφασίσει να καταρρεύσει μόνος του.
Μέσα από την έρευνα, οφείλουμε να αναδείξουμε μία σειρά πραγμάτων. Σαν πρώτο και πιο σημαντικό κατά την γνώμη μας είναι τις ίδιες τις στάσεις και αντιστάσεις των ατομικών υποκειμένων στην καθημερινότητα τους, και κυρίως εκείνα τα στοιχεία τα οποία αυτές έχουν και τα οποία μπορούν, κατά μία έννοια, να οδηγήσουν στην συλλογικοποίηση τους. Σαν ένα δεύτερο σημείο, που θα πρέπει να αναδειχθεί, είναι η κατανόηση και η συνειδητοποίηση εξίσου από τα υποκείμενα όσο και από εμάς των αντικειμενικών συνθηκών μέσα στις οποίες αυτά κινούνται. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η έρευνα είναι ένα εργαλείο, ένα πολιτικό εργαλείο, και με αυτή την έννοια δεν μπορεί κατά εμάς να καλλιεργείται διαχωρισμός ανάμεσα στο αντικείμενο της έρευνας και σε αυτούς που την διεξάγουν.
Don’t scab for the bosses/Don’t listen to their lies
Poor folks ain’t got a chance/Unless they organize
Which side are you on boys?/Which side are you on?
Και εδώ είναι που ερχόμαστε στο σχεδόν πιο σημαντικό ζήτημα αυτού του κειμένου. Το οποίο στην τελική δεν είναι και πολύ διαφορετικό από αυτό που θα λέγαμε ποια είναι η στρατηγική μίας πολιτικής άποψης και μίας πολιτικής δράσης (υπερβάλλουμε λίγο, για εμάς «είναι» σημαίνει μάλλον αναγκαιότητα παρά πραγματικότητα). Με άλλα λόγια που θα πρέπει να στοχεύει μία πολιτική ανάλυση, θέση και δράση;
Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε εδώ είναι ότι οι αγώνες όταν δεν είναι σαφέστατα πολιτικοί (δηλ. επαναστατικοί) δεν είναι ούτε σαφείς ούτε πολύ περισσότερο επαναστατικοί. Ένας εργατικός αγώνας δεν μπορεί κατά καμία έννοια να είναι επαναστατικός από μόνος του για παράδειγμα, αντιθέτως μπορεί εμπεριέχει αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία, πράγματα που ωθούν προς τα μπροστά και πράγματα που κρατάνε πίσω7. Δεν υπάρχουν πουθενά «καθαρά» υποκείμενα, αντικείμενα, κινήματα, εργατικοί αγώνες κλπ, τα οποία θα πρέπει να ψάξουμε να τα βρούμε για να βρούμε επιτέλους την τάξη, το επαναστατικό υποκείμενο, τον αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του ιμπεριαλισμού. Κάποτε μπορεί να υπήρχαν, ή μάλλον να νομίζαμε ότι ήταν πιο καθαρά, αλλά σήμερα δεν υπάρχουν. Όσοι ψάχνουν τέτοια πράγματα, τέτοιες ιδεολογικές αγνότητες, καταλήγουν αργά ή γρήγορα στην μόνη αγνότητα που μπορεί να υπάρχει σε αυτό τον κόσμο: σε έναν διανοητικό αυνανισμό με αντικείμενο λατρείας τον (και εδώ είναι το κωμικοτραγικό) ίδιο τους τον πολιτικό εαυτό. Με απλά λόγια: όποιος ψάχνει την «καθαρότητα» θα καταλήξει να την βρίσκει μόνο στον εαυτό του, τόσα χρόνια η εμπειρία των ΚΚ τι άλλο μπορεί να δείχνει;
Η ανταγωνιστική ανάλυση και η πολιτική δράση για εμάς θα πρέπει να έχουν έναν ρητό και σαφή στόχο: την ενίσχυση (με επιχειρήματα, με γεγονότα, με στοιχεία, με πράξεις, με δομές, με θεσμούς, με σχέσεις) των επαναστατικών στοιχείων που μπορεί να ενυπάρχουν σε κάθε ανταγωνισμό. Αυτή η πολύ μικρή πρόταση σημαίνει πολλά περισσότερα πράγματα από όσα πιθανόν κανείς φαντάζεται, που δεν είναι ακριβώς του παρόντος να τα πιάσουμε. Σημαίνει πρώτα και κύρια άρνηση και ξεπέρασμα των διαχωρισμών, που είτε ενυπάρχουν είτε αναδύονται μέσα σε τέτοιες διαδικασίες. Σημαίνει επίσης μία σοβαρή προσπάθεια να ξεπεραστούν στην πράξη τα περισσότερα μοντέλα οργάνωσης του παρελθόντος. Σημαίνει την επανεμφάνιση στο ιστορικό προσκήνιο της ζωντανής επαναστατικής θεωρίας, δουλειά που μόνο οι εκμεταλλευόμενοι μπορούν να κάνουν με επιτυχία για το τέλος της εκμετάλλευσης τους. Σημαίνει την καταρχήν απόπειρα δημιουργίας μιας σειράς καινούριων αντικειμενικοτήτων όχι στην βάση της κυριαρχίας της μίας ή της άλλης αλλά στην βάση του ανεβάσματος της διαλεκτικής τους σύγκρουσης σε ένα νέο επίπεδο.
Εδώ φυσικά ανοίγουν πολλά και τεράστια ζητήματα…
Το Which side are you on? είναι ένα αρκετά γνωστό αμερικάνικο folk τραγούδι. Το 1931 οι ανθρακωρύχοι στην Επαρχία Χάρλαν στο Κεντάκι, κατέβηκαν σε απεργία. Οπλισμένες συμμορίες μπράβων κυκλοφορούσαν στην εξοχή τρομοκρατώντας τις κοινότητες των ανθρακωρύχων, αναζητώντας τους ηγέτες του συνδικάτου για να τους δείρουν, να τους φυλακίσουν ή και να τους σκοτώσουν. Αλλά οι ανθρακωρύχοι αντιστάθηκαν, οπλίστηκαν και αυτοί και πυροβολισμοί έπεσαν και από τις δύο πλευρές. Μέσα σε αυτό το κλίμα, όπου από την μια οι πληρωμένοι μπράβοι των ιδιοκτητών των ανθρακωρυχείων και από την άλλη οι ανεξάρτητοι και ατίθασοι ανθρακωρύχοι πολεμούσαν κυριολεκτικά, η Florence Reece έγραψε αυτό το τραγούδι.
1. Εδώ δεν λέμε ότι οι εξεγέρσεις κλπ. μέσα στην ιστορία δεν συνδέονται μεταξύ τους (σαν μνήμη, σαν παράδοση, σαν ιστορία αγώνων, σαν κουλτούρα), μιλάμε για την αναζήτηση της σύνδεσης αυτής προκειμένου να εξαχθούν «ιστορικοί νόμοι».
2. Εδώ φυσικά υπάρχει και το ζήτημα της δράσης και της πράξης, δηλ. σε ποιο επίπεδο αναπτύσσεται και διαμορφώνεται η δράση, για να μην μείνει κενό τώρα, το εξηγούμε άλλωστε παρακάτω, η πράξη είναι υποκειμενική πάντα και το ζητούμενο της δεν μπορεί να είναι να επιβάλλει αντικειμενικότητες αλλά να τις ξεπεράσει διαμορφώνοντας συνεχώς αυτό τον κόσμο σε μία ενότητα.
3. Όλα τα παραπάνω δεν είναι και δεν μπορεί να έργο μιας μικρής ομάδας (της οποιασδήποτε μικρής ομάδας) που εκδίδει αυτό ή κάποιο άλλο έντυπο. Ωστόσο, η δουλειά μιας μικρής ομάδας είναι μέρος αυτού του έργου…
4. Προφανώς για σύνδεση με εδώ αγώνες ούτε καν σαν αστείο δεν μπορεί να ειπωθεί.
5.Την ίδια δουλειά άλλωστε, σε γενικές γραμμές με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια κατεύθυνση έκανε και το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», σε μία εποχή που το διαδίκτυο δεν ήταν παρά επιστημονική φαντασία.
6. Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα, φυσικά και οι εκμεταλλευόμενοι δεν κάνουν μόνο ή πάντα αυτό (να συλλογικοποιούν δηλ. τις επιθυμίες τους ενάντια στις επιθυμίες των αφεντικών). Πολλές φορές ταυτίζουν τις επιθυμίες τους με αυτές των αφεντικών, ελπίζοντας σε κάποιες ατομικές λύσεις. Και να προσθέσουμε ότι εδώ κανονικά πρέπει να ανοίξει μία μεγάλη κουβέντα, αλλά γενικά μιλάμε για τάσεις και ροπές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι επιθυμίες των μεν και των δε πολλές φορές απέχουν πολύ από το τι γίνεται στην πράξη.
7. Ωστόσο, ας μην ξεχνιόμαστε κάλλιστα μπορούν να υπάρχουν αγώνες οι οποίοι να μην έχουν καν αντιφάσεις ή τα θετικά τους επαναστατικά τους στοιχεία να είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Ας πούμε τι θετικό μπορεί να κρύβει ένας γραφειοκρατικός αγώνας της ΓΣΕΕ;
Labels: Τεύχος 6
Τεύχος Έκτο - Για ένα Μάρτη και Μισό Απρίλη
Οι αγώνες των τελευταίων μηνών στη Γαλλία ενάντια στο νομοσχέδιο για το CPE ξεχάστηκαν, ή έγινε προσπάθεια να ξεχαστούν, ταυτόχρονα με την απόσυρση του επίμαχου νομοσχεδίου από την κυβέρνηση Βιλπέν. Θα ήταν εύκολο –και σε γενικές γραμμές σχεδόν έχει ήδη γίνει– να συρθούν οι κινητοποιήσεις αυτές μέσα σε ένα πλαίσιο έτοιμων ερμηνειών από όπου θα μπορούσαν να εξαχθούν ακόμα πιο έτοιμα συμπεράσματα. Εύκολο επίσης θα ήταν να αποδοθεί στους αγώνες ενάντια στο CPE ο ευκολοφόρετος χαρακτηρισμός της «ρεφορμιστικής διεκδίκησης», ώστε να μην αξίζουν την οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά ή προσοχή. Τα πράγματα όμως, τουλάχιστον για εμάς, δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται και σίγουρα δείχνουν πολύ λιγότερο δεδομένα και αυτονόητα από όσο μοιάζουν ώστε να αρκούν κάποιες γενικόλογες αναφορές για να τα εξηγήσουν –πόσο μάλλον όταν αφορούν γεγονότα που συμβαίνουν σε ένα αρκετά διαφορετικό πλαίσιο. Γιατί μπορεί ο γαλλικός Μάρτης, προς μεγάλη απογοήτευση των φερέφωνων της κυριαρχίας, να μην ήταν ο τόσο πολυδιαφημισμένος «νέος Μάης», σηματοδοτεί όμως, με την τροπή που πήρε, την επιστροφή των εκμεταλλευόμενων στο κοινωνικό πεδίο, αλλάζοντας, έστω και προσωρινά, το συσχετισμό των δυνάμεων σε μια χρονική περίοδο όπου τα αφεντικά (θέλουν να) παίζουν εν ου παικτοίς στο πολιτικό πεδίο.
Προφανώς και ο καπιταλισμός στη Γαλλία δεν περίμενε το νόμο Βιλπέν για το CPE, κατευθείαν υπαγορευμένο από τα αφεντικά του στο Medef [το ανάλογο του ΣΕΒ], ώστε να ωθήσει την αγορά εργασίας στην περαιτέρω «ευελικτοποίησή» της και να βάλει, τρόπον τινά, στις «ράγες» της οικονομικής παγκοσμιοποίησης τη γαλλική οικονομία. Τα αφεντικά δεν επέλεξαν τυχαία τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αμέσως μετά τα γεγονότα του Νοεμβρίου, για να περάσουν ένα τέτοιο νομοσχέδιο που εντείνει από την πλευρά τους τον ταξικό και κοινωνικό πόλεμο και βαθαίνει όχι μόνο τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά και τους ήδη υπάρχοντες διαχωρισμούς μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων, μιας και ο νόμος για το CPE εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο νόμου περί των «ίσων ευκαιριών» που επιβλήθηκε στους εργαζομένους, με την αγαστή συμφωνία όλων των συνδικάτων, και το οποίο στην ουσία επιτρέπει, και νόμιμα πλέον, στους εργοδότες να εκμεταλλεύονται (απασχολώντας εννοείται…) ανήλικους από 14 χρονών μέσω μιας «δοκιμαστικής περιόδου εκμάθησης». Η νομιμοποίηση της εργασίας των ανηλίκων, την οποία εισηγείται το περίφημο άρθρο 8 του νόμου, βάζει στο στόχαστρο όλους τους νέους εκείνους των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων που πετάει στα αζήτητα το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα, επιδοτώντας την εγκατάσταση των επιχειρήσεων στις βιομηχανικές ζώνες των προαστίων. Με τον τρόπο αυτό, τα αφεντικά μεταθέτουν στην αγορά εργασίας ό,τι δεν καταφέρνει να κάνει το εκπαιδευτικό σύστημα: τον έλεγχο και την αναμόρφωση του πληθυσμού εκείνου που βρίσκεται μεταξύ της διαρκούς ανεργίας και της ανασφάλειας («αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής» ονομάστηκε αυτό). Στο πλαίσιο αυτό, ο νόμος για το CPE αναγνώριζε ουσιαστικά το δικαίωμα στους εργοδότες να απολύουν, όποτε αυτοί ήθελαν και χωρίς προσχηματικές δικαιολογίες, τους νέους εργαζόμενους κάτω των 26 ετών μετά από μια περίοδο δοκιμαστικής τους χρήσης με μειωμένες αποδοχές.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, ούτε οι αγώνες ενάντια σε αυτό που έχει ονομαστεί ως «precarite» ξεκίνησαν τον Μάρτη του 2006. Και με αυτό δεν εννοούμε απλώς τον Νοέμβρη των προαστίων, αλλά τους αγώνες ενάντια στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο που έχουν μια ιστορία στη Γαλλία που πηγαίνει τουλάχιστον είκοσι χρόνια πίσω. Oι κινητοποιήσεις ενάντια στο CPE θα πρέπει λοιπόν να γίνουν κατανοητές ως μια στιγμή του αγώνα, μια στιγμή υψηλής έντασης, μέσα σε μια σειρά από επιμέρους αγώνες σε διαφορετικά πεδία, όπως ενδεικτικά εκείνων των ανέργων του 1998, των εργαζομένων στην ταχεία εστίαση το 2001, των sans-papiers του 2003, των προσωρινών εργαζομένων στον τομέα της διασκέδασης του 2004 για να μην πάμε πίσω στις άγριες απεργίες του 1995 που προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης Μπαλαντύρ. Μπορεί ο αγώνας αυτός να τερματίστηκε με την προσωρινή υποχώρηση της κυβέρνησης, αλλά είναι η πρώτη φορά μέσα στην τελευταία δεκαετία που εκδηλώνεται, τόσο κατηγορηματικά όσο και μαζικά, μια τόσο έντονη δυσαρέσκεια απέναντι σε μια από τις πτυχές του νεοφιλελεύθερου σχεδίου που να κάνει φανερή τη διαρκή και ασυμβίβαστη σύγκρουση συμφερόντων που υπάρχει μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων. Υπό την έννοια αυτή, η υποχώρηση αυτή των αφεντικών μπορεί να θεωρηθεί αφενός μεν –και σε ένα συμβολικό επίπεδο– ως μια νίκη της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο που ως τέτοια, και δεδομένης της ιστορικής συγκυρίας, αποκτά ένα σημαντικό νόημα που ξεπερνά τα όρια της γαλλικής επικράτειας, αφετέρου δε ως μια εκδήλωση της κρίσης του καθεστώτος των νέων μορφών απασχόλησης και των επιβαλλόμενων ρυθμίσεων που τους αντιστοιχούν (θα επανέλθουμε). Ιδιαίτερα μάλιστα σημαντικό από τη στιγμή που η κύρια αντίδραση απέναντι στο νόμο αυτό προήλθε από τα υποκείμενα εκείνα που αφορούσε πιο άμεσα: την εργαζόμενη (και μελλοντικά εργαζόμενη) νεολαία.
Οι πρώτοι λοιπόν, που ξεσηκώθηκαν απέναντι στο νόμο της κυβέρνησης ήταν οι νέοι, νέοι των μεσαίων και των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων από το κέντρο, τα προάστια και την επαρχία, μιας και είναι από τις κατηγορίες εκείνες του πληθυσμού που πλήττεται περισσότερο από την ανεργία και την ανασφάλεια της αγοράς εργασίας. Μόνο στο 3ο τρίμηνο του 2005 πάνω από μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι δούλευαν ως προσωρινοί σε μικροδουλειές, εκ των οποίων πάνω από το 70% ήταν νέοι κάτω των 25 ετών με συμβόλαιο περιορισμένου χρόνου και με μισθούς πολύ κατώτερους του βασικού. Μόνο το 2004 τουλάχιστον οι μισοί από εκείνους-ες που εγγράφονταν σε σχολές ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης κάθε χρόνο, αναγκάζονταν να εργαστούν προκειμένου να μπορέσουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Υπό ένα καθεστώς ανεργίας των νέων μικρότερων των 25 ετών που, επίσημα τουλάχιστον, αγγίζει το 23,3% και η οποία μόνο τον τελευταίο χρόνο αυξήθηκε κατά 2,5%, η εργοδοσία, μετά από μια δοκιμαστική περίοδο, εξωθεί στην απόλυση γύρω στους μισούς νεοπροσληφθέντες εργαζομένους νεαρής ηλικίας.
Η απουσία οποιασδήποτε αληθινής προοπτικής και διεξόδου που έχει επιβάλλει ο καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια σε ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού φαίνεται πως γίνεται όλο και πιο πολύ συνειδητή από όλο και περισσότερους και μάλιστα από πολύ νωρίς. Όχι δηλαδή μόνο από φοιτητές, αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους μαθητές, που κατέβηκαν στους δρόμους είτε ως νέοι, είτε ως μελλοντικοί εργαζόμενοι. Η Μπλαντίν, μαθήτρια λυκείου στο λύκειο Βολταίρος της Ορλεάνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μπορεί το Συμβόλαιο Πρώτης Πρόσληψης να μην είναι για τώρα, όμως εγώ ανησυχώ. […] Το βρίσκω απαράδεκτο να μπορούν να μας απολύουν έτσι, χωρίς αιτία, από τη μια μέρα στην άλλη», ενώ όπως διαβάζουμε σε μια προκήρυξη του «Μετώπου κατά του CPE»: «Έχουμε καταλάβει καλά από τις ίδιες τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής μας, χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε θεωρία, πως δε θα υπάρξει καμία καλυτέρευση». Η νέα γενιά που ξεσηκώθηκε κατά του CPE κατέβηκε στο δρόμο όχι μόνο με πολύ λιγότερες ψευδαισθήσεις για το παρόν σε σχέση με παλαιότερες, αλλά και με πολύ λιγότερες προσδοκίες για το μέλλον. Ο Αντουάν φοιτητής της σχολής Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο Marc Bloch του Στρασβούργου λέει χαρακτηριστικά: «Αυτή τη στιγμή ακούμε να λένε πως οι τέχνες δεν είναι ένας κλάδος «αποδοτικός»… Είναι συνέχεια αυτά τα προβλήματα αποδοτικότητας που μας διαφθείρουν τη ζωή. […] Μας συγκρίνουν συχνά με τον Μάη του ’68, αλλά το’68 υπήρχε εργασία στην έξοδο. Είμαστε μια γενιά χωρίς ψευδαισθήσεις. Εμένα όμως θα μου άρεσε να μπορώ να ονειρευτώ λίγο». Αυτή η γενικευμένη δυσαρέσκεια και η βαθιά απογοήτευση, η οποία προφανώς και δεν εξηγεί την αντίδραση ούτε και την κατεύθυνση του αγώνα, ήταν που λειτούργησε –σε αρχικό τουλάχιστον επίπεδο– ενωτικά μεταξύ εκείνων που ξεκίνησαν τις κινητοποιήσεις. Και στη βάση αυτή έγινε συνειδητή –ανεξάρτητα από το βαθμό επιτυχίας της– η ανάγκη για το ξεπέρασμα των επιβαλλόμενων από τον καπιταλισμό διαχωρισμών και διαιρέσεων, ώστε να μπορέσουν να συγκροτηθούν οι πρώτες νησίδες αντίστασης: «[…], Το ότι αγωνιζόμαστε πρώτα και κύρια κατά του CPE», αναφέρει η Καρολίν φοιτήτρια στο υπό κατάληψη Πανεπιστήμιο του Aix, «είναι επειδή έχουμε και την ανάγκη να βρεθούμε και την ανάγκη να συνασπιστούμε γύρω από κάτι που μας απασχολεί όλους, έστω κι αν όλοι ξέρουμε πως η precarite υπάρχει ήδη παντού με ή χωρίς τα CPE-CNE» (οι υπογραμμίσεις δικές μας). Οι διαδικασίες αυτές μέσα από τις οποίες μπόρεσαν να ξεπηδήσουν οι πρώτες αντιστάσεις κατά του νομοσχεδίου έλαβαν χώρα πρώτα και κύρια στα πανεπιστήμια και τα σχολεία.
Οι μαθητές και φοιτητές ήταν αυτοί που καταλαμβάνοντας τις σχολές τους, τουλάχιστον ένα μήνα προτού οι κινητοποιήσεις κλιμακωθούν, ξεκίνησαν εκστρατείες αντι-πληροφόρησης για το CPE με σκοπό αρχικά την κινητοποίηση των ίδιων των φοιτητών. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι φοιτητές ανέλαβαν δράση ενάντια στο CPE ακολουθώντας είτε τη γραμμή των συνδικάτων τους, είτε όμως και αναλαμβάνοντας οι ίδιοι πρωτοβουλίες, όπως στην Ανζέρ όπου από το Φεβρουάριο ήδη οι φοιτητές του πανεπιστημίου Μπέλ-Μπεήγ δημιουργούν μια συλλογικότητα δράσης, η οποία ενώνει συνδικαλιστές από την UNEF, τη SUD, τη JC, τη LCR, κτλ. Αν και είναι αλήθεια πως οι κινήσεις αυτές των φοιτητών αρχικά περιορίστηκαν μέσα στα πλαίσια των σχολών τους, παρόλα αυτά αργότερα έδωσαν ώθηση και στη δημιουργία, σε τοπικό επίπεδο, κάποιων ανεξάρτητων επιτροπών βάσης «anti-CPE» από τους ίδιους τους πολίτες. Οι περισσότερες από τις επιτροπές αυτές δημιουργήθηκαν σε επαρχιακές πόλεις, αφού στην επαρχία η ανεργία και η ανασφάλεια είναι κατά πολύ υψηλότερες από το καπιταλιστικό κέντρο, και λειτούργησαν σε κάποιες περιπτώσεις αυτόνομα από το συνδικαλιστικό εναγκαλισμό, ως σημεία συντονισμού των κινητοποιήσεων από τους ίδιους τους πολίτες. Ένα τέτοιο παράδειγμα ανεξάρτητης πρωτοβουλίας των πολιτών υπήρξε στη Λοριάν όπου στην τοπική επιτροπή βάσης που συστήθηκε πάρθηκαν αποφάσεις όχι μόνο για την κατεύθυνση των κινητοποιήσεων, αλλά και για τη μορφή τους (όπως τη διοργάνωση χάπενινγκς και συναυλιών). Η εμπειρία αυτή από τέτοιου είδους επιτροπές μεταβιβάστηκε αρκετά γρήγορα σε πολλές επαρχιακές πόλεις, ανεξάρτητα από το ρόλο που αυτές τελικά κατάφεραν να διαδραματίσουν στην εξέλιξη του αγώνα.
Στις Γενικές Συνελεύσεις που οργανώθηκαν στα υπό κατάληψη πανεπιστήμια η ανταπόκριση των φοιτητών υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη ήδη από την αρχή. Στις συνελεύσεις αυτές τέθηκαν υπό συζήτηση όλες οι διατάξεις του επίμαχου νόμου, ενώ παράλληλα τέθηκε και το ζήτημα της απεύθυνσης προς τους ίδιους τους ανασφαλείς εργαζομένους (precaires) με σκοπό τη συσπείρωση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων για την κλιμάκωση του αγώνα. Έτσι ενδεικτικά, οι φοιτητές στο πανεπιστήμιο Jussieu του Παρισιού και αργότερα στη Σορβόννη οργάνωσαν εκδηλώσεις-συζητήσεις από κοινού με εργαζόμενους του τριτογενούς τομέα, ενώ στη Ρεν η διαδήλωση των 10.000 ανθρώπων της 14ης Μαρτίου έχει προορισμό το εργοστάσιο Gomma με σκοπό να δηλώσει την υποστήριξή της προς τους πρόσφατα απολυμένους εργάτες της επιχείρησης. Το πλήθος διαδηλωτών που κατέβηκε στο δρόμο είχε ως στόχο την παράλυση της κυκλοφορίας (αποκλεισμός κύριων οδικών αρτηριών και μπλοκάρισμα σιδηροδρομικών γραμμών) και τον αποκλεισμό των κατά τόπους κρατικών παραρτημάτων (Νομαρχίες, Δικαστικά Μέγαρα). Για παράδειγμα, στη Βαλάνς γύρω στα 500 ατόμα από την πορεία των 18.000 ανθρώπων που κατευθύνθηκε προς το δημαρχείο το καταλαμβάνει χωρίς την αντίδραση των τοπικών αρχών. Επίσης, κατά την περίοδο των μεγαλύτερων διαδηλώσεων κάηκαν τα κατά τόπους ANPE [ανάλογα του ΟΑΕΔ] που βρίσκονταν στο επίκεντρο της δυσαρέσκειας και μαζί με αυτά ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής.
Από την άλλη πλευρά, το σύνολο των συνδικάτων κατέβηκε στο δρόμο –από τις λίγες φορές είναι αλήθεια με τόση ομοφωνία– όχι μόνο για λόγους μικροπολιτικής, εν όψη πάντα και των εκλογών του 2007, αλλά και για να παίξει το γνωστό ρόλο διαμεσολάβησης συμφερόντων και καθοδήγησης του αγώνα που τους έχει ανατεθεί από την κυριαρχία. Πιο συγκεκριμένα, τα συνδικάτα προσπάθησαν να περιορίσουν την αντίδραση στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης κατευθύνοντας τις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Από τη στιγμή βέβαια που οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αναζήτησαν σημεία στήριξης του αγώνα τους στα ίδια τα συνδικάτα, εκείνα έδωσαν τη γραμμή: «Βιλπέν παραιτήσου», «όχι στο CPE, αλλά ναι στη διατήρηση του CDI [Συμβόλαιο Αορίστου Χρόνου]». Η CGT για παράδειγμα, που αποτελεί ένα από τα πιο δυναμικά υποτίθεται συνδικάτα που ελέγχεται από το ΚΚΓ, όταν έγινε λόγος να μην περιοριστεί η διαμαρτυρία μόνο στο CPE, αλλά να συμπεριλάβει το σύνολο του νομο-πλαισίου για την «ισότητα των ευκαιριών», βρήκε την ευκαιρία να κάνει λόγο για την αναγκαιότητα «ενότητας του αγώνα» και τη συνέχιση της διεκδίκησης της σταθερής σύμβασης εργασίας. Η στάση των ίδιων των φοιτητικών παρατάξεων από την άλλη δεν υπήρξε και πολύ διαφορετική: διάσπαση των αιτημάτων με διεξαγωγή στις Γενικές Συνελεύσεις ξεχωριστής ψηφοφορίας για το CPE και ξεχωριστής για τη διατύπωση διαφορετικών διεκδικήσεων εκτός CPE.
Πέρα όμως από αυτά, τα συνδικάτα, εκεί όπου ένιωθαν να χάνουν τον έλεγχο της κατάστασης, επιχειρούσαν και τον χρονικό περιορισμό της σύγκρουσης ώστε όλα σύντομα να επιστρέψουν στην ημερήσια διάταξη. Όχι μόνο ασκούσαν πιέσεις προς τους φοιτητές για τερματισμό των καταλήψεων και επιστροφή στα μαθήματα, όπως μετά από τη μεγάλη πορεία της 18ου Μαρτίου όπου με δεδομένη την ανυποχώρητη στάση των αφεντικών έμπαινε επιτακτικά το ζήτημα του προσανατολισμού και της κατεύθυνσης από κει και πέρα του αγώνα, αλλά και εμπόδιζαν, όπου χρειάζονταν, η γενίκευση της διαμαρτυρίας να λάβει ριζοσπαστικότερα χαρακτηριστικά. Στη Ρεν για παράδειγμα, μέλη της UNEF εμπόδισαν ένα τμήμα της πορείας να κατευθυνθεί προς το κατειλημμένο δημαρχείο προκειμένου να συμπαρασταθεί στους καταληψίες και να διαδώσει τα αιτήματά τους, παρόλο που η ενέργεια αυτή είχε υπερψηφιστεί στη Γενική Συνέλευση της προηγούμενης μέρας.
Εκεί, ωστόσο, όπου η αγωνιστικότητα των διαδηλωτών ανέβαινε και οι αγώνες είχαν αποκτήσει σημαντικά ερείσματα σε αυτόνομες κινήσεις (όπως π.χ. καταλήψεις) τμήματα των διαδηλωτών ήρθαν, έστω και για λίγο, σε αντιπαράθεση με τους ίδιους τους συνδικαλιστικούς φορείς αναφορικά τόσο με το ποια θα πρέπει να είναι τα αιτήματα του αγώνα, όσο και με τον τρόπο με τον οποίο αυτά θα πρέπει να διεκδικηθούν. H αντιπαράθεση αυτή δεν περιορίστηκε απλά και μόνο στο επίπεδο των συνθημάτων κατά τη διάρκεια των πορειών που οργανώθηκαν όπως το χαρακτηριστικό για παράδειγμα σύνθημα «απόσυρση, απόσυρση της CGT» ως ευθεία απάντηση στο «απόσυρση, απόσυρση του CPE» που φώναζαν τα μέλη της CGT ή και το «Όχι στο CPE για περισσότερο CDI». Αντίθετα, η αντιπαράθεση αυτή εκδηλώνονταν πιο έντονα σε περιπτώσεις όπου οι διαδικασίες εκείνες του αγώνα δεν επέτρεπαν στα συνδικάτα να παίξουν το ρόλο τους. Σε εκείνες δηλαδή τις περιπτώσεις όπου υπήρξαν σπέρματα αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών με την ψήφιση στις Γενικές Συνελεύσεις προσωρινών και άμεσα ανακλητών εκπροσώπων. Οι καταλήψεις δηλαδή εκείνες όπου ήταν ανοιχτές στον κόσμο και μπορούσαν να εκφρασθούν οι διαφορετικές απόψεις και όπου οι τάσεις του κινήματος έγιναν σημεία όπου τέθηκε ανοιχτά το ζήτημα της «precarite» ως μιας γενικότερης κατάστασης που πλήττει τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων στις βιομηχανικές χώρες. Στη Σορβόννη για παράδειγμα οι καταληψίες που θέτουν το ζήτημα της «precarisation» της ίδιας της κοινωνίας, της ευρύτερης διαδικασίας δηλαδή ανασφαλιστικοποίησης των ίδιων των συνθηκών ύπαρξης, προσπαθούν να τη συνδέσουν με την παράλληλη διαδικασία εγκληματικοποίησης ειδικών ομάδων του πληθυσμού (γεγονότα του Νοέμβρη). Ζητήματα σαν αυτά για την ανάγκη ανοίγματος της συζήτησης θέτονται ωστόσο εν μέρει και από επί μέρους μόνο τάσεις του κινήματος κατά του CPE. Αν και στο σύνολό τους όσοι και όσες κατέβηκαν στο δρόμο ήταν σύμφωνοι με την απόρριψη του ίδιου του νομοσχεδίου, παρόλα αυτά δεν κατάφεραν να προτείνουν κάποια διαφορετική προοπτική υπό την οποία να μπορούν συναντηθούν οι επιμέρους τάσεις του κινήματος. Δε φάνηκε δηλαδή, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν οι προϋποθέσεις, να εμφανίζονται σε μαζικό επίπεδο εκείνα τα χαρακτηριστικά, όπως συνέβη στις απεργίες του 1995, που να επιτρέπουν την ριζική αμφισβήτηση της μορφής κόμμα-συνδικάτο και που θα επέτρεπαν να αναπτυχθούν οι αυτόνομες εκείνες τάσεις που θα έθεταν τις βάσεις για τη διεύρυνση των κινητοποιήσεων. Από τη στιγμή που η αντίδραση αυτή συγκροτήθηκε τελικά αρνητικά στη βάση περισσότερο μιας αντίθεσης παρά ενός κοινού προτάγματος που να ενώνει τις επιμέρους διαφωνίες –εκφραζόμενη κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέσα από την αποδοκιμασία μιας κατάστασης, καθώς και την απαισιοδοξία για το μέλλον– επόμενο ήταν να μην της επιτρέψει να διοχετευτεί σε άλλες οδούς και να πάρει άλλες μορφές.
Η αδυνατότητα διατύπωσης κοινών συμφερόντων προς διεκδίκηση που να υπερβαίνουν τα κορπορατιστικά-συντεχνιακά συμφέροντα καθώς και επίκλησης ενός «κοινού τόπου» συνάντησης, μιας κοινής κουλτούρας, αποτελεί στην πραγματικότητα τη συνέπεια της πλήρους αναδιάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων και των μορφών αλληλεγγύης που σε μεγάλο βαθμό έχει επιβάλλει ο καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια μετασχηματίζοντας τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξης στις ανεπτυγμένες χώρες. Χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, του γεγονότος αυτού ήταν πως την ίδια ώρα που οι δημόσιοι υπάλληλοι του γαλλικού κράτους απεργούσαν με σκοπό να υπερασπιστούν τη θέση και τα προνόμιά τους στο γραφειοκρατικό σύστημα, εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα τους θεωρούσαν τους κύριους υπαίτιους της ανισοκατανομής των εισοδημάτων τους. Στην αδυναμία αυτή οφείλεται και η ολοκληρωτική αποτυχία μετατροπής των κοινωνικών αιτημάτων που διατυπώθηκαν κατά τις κινητοποιήσεις του Μαρτίου και του Απριλίου σε πολιτικά μέσα από τη διεύρυνση του αγώνα. Ένα πρώτο προσωρινό συμπέρασμα από το γεγονός αυτό είναι πως η συνειδητοποίηση της υφιστάμενης εκμετάλλευσης και καταπίεσης από μόνη της –όσο και αν θεωρείται ικανή και αναγκαία συνθήκη– όχι μόνο δεν καταφέρνει να αποτελέσει συστατικό στοιχείο για την πολιτική συγκρότηση ενός κινήματος, αλλά φαίνεται να βαθαίνει ακόμα περισσότερο τους επιμέρους διαχωρισμούς και τις διαιρέσεις. Αυτό όμως δεν οφείλεται τόσο ή μόνο στο ότι δε γίνεται ευρύτερα συνειδητή η ρίζα των διαχωρισμών αυτών στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, όσο και στο ότι απουσιάζει ένα άλλο ανταγωνιστικό πρόταγμα που να μπορεί να απαντήσει στο πολύ απλό ερώτημα του τι να κάνουμε και προς τα πού να πάμε. Και από τη στιγμή που το πλήθος που κατέβηκε στο δρόμο δεν έθεσε ως κύριο στόχο του πριν από όλα το ξεπέρασμα των διαχωρισμών αυτών οδηγήθηκε αναγκαστικά στο να τους αναπαράγει. Η αδυναμία έτσι ξεπεράσματος αντιλήψεων και πρακτικών του παρελθόντος ήταν από τις συνιστώσες εκείνες που βαραίνουν ιδιαίτερα στον απολογισμό των κινητοποιήσεων, όσο τουλάχιστον βαραίνουν και οι μορφές των νεκρών στις συνειδήσεις των ζωντανών.
Ίχνη του βάρους αυτού, αυτή τη φορά με τη στοιχειωμένη μορφή του φαντάσματος του Μάη του ’68, είδαμε στα κεφάλια κάποιων τάσεων των πολιτικών υποκειμένων του χώρου της αμφισβήτησης στην κατάληψη της EHESS. Οι πιο πολιτικοποιημένες αυτές τάσεις του κινήματος αντί να καταλάβουν τον πραγματικό χαρακτήρα της διαμαρτυρίας, αντί να προσπαθήσουν να αναλύσουν τη σημερινή κατάσταση και να επινοήσουν τρόπους επικοινωνίας με τα κοινωνικά υποκείμενα του αγώνα, αντί να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας νέας γλώσσας που να καταλαβαίνει τα σημερινά προβλήματα, προσπάθησαν να νεκραναστήσουν το παρελθόν και να το επιβάλλουν στο παρόν. Αφού κατέφτασαν στο χώρο της EHESS έχοντας ήδη λάβει τις αποφάσεις τους και κρίνοντας ως «αντι-αγωνιστική» την αναγκαιότητα πραγματοποίησης μιας δημοκρατικής Γενικής Συνέλευσης με εναλλαγή του λόγου από τους συμμετέχοντες, κατόπιν εκδίωξαν απειλώντας όσους και όσες δε συμφωνούσαν –ή πιο σωστά δεν είχαν τον ανάλογο συσχετισμό δύναμης για να επιβάλουν την άποψή τους– με το χαρακτήρα που θα πρέπει να πάρει η κατάληψη. Και όλα αυτά με την πρόφαση να αποτελέσει η EHESS το σημείο σύγκλισης όλων των τάσεων του αγώνα, μετά και την εκδίωξη από τις δυνάμεις καταστολής των εξεγερμένων φοιτητών από τη Σορβόννη. Γεγονότα, σαν αυτά που εκφράστηκαν από τις πιο πολιτικοποιημένες τάσεις του χώρου της αμφισβήτησης δε φανερώνουν τίποτε άλλο πέρα από την πλήρη έκπτωση ενός πολιτικού-ιδεολογικού λόγου που έχει αυτονομηθεί από τα κοινωνικά του ριζώματα και που είναι εντελώς ανίκανος να απαντήσει στα καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων. Για το λόγο αυτό και είναι αναγκασμένος συνεχώς να αναπαράγει λενινιστικές πρακτικές πρωτοπορίας προκειμένου να επιβιώσει και να δικαιολογήσει την ύπαρξή του.
Στην πραγματικότητα όμως, οι κινητοποιήσεις αυτές των εργαζομένων αναδεικνύουν σε όλη της την έκταση τη βαθιά κρίση της ίδιας της εργασίας και ειδικότερα των νέων μορφών απασχόλησης που αποτέλεσαν τον προμαχώνα της καπιταλιστικής αντεπίθεσης μετά την κατάρρευση των φορντικών ρυθμίσεων στις βιομηχανικές χώρες. Οι νέες αυτές μορφές απασχόλησης με κύρια χαρακτηριστικά την ελαστικότητα, την προσωρινότητα και την ανασφάλεια, οικοδομήθηκαν στη βάση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου πάνω στο διαχωρισμό μεταξύ εργασιακών δικαιωμάτων και απασχόλησης, όπως και του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου και της ίδιας της εργασίας που παράγει τον πλούτο αυτό. Στη βάση αυτή οι αγώνες ενάντια στο CPE θέτουν ξανά το ζήτημα της εκμετάλλευσης και των κοινωνικών ανισοτήτων σε μια όμως διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που το είχε θέσει παλαιοτέρα η εργατική τάξη. Ως γνωστόν, τα αφεντικά απέναντι στην κριτική της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης που έθετε το εργατικό κίνημα στις βιομηχανικές χώρες της δύσης απάντησαν με την μεταφορά της παραγωγής και των κεφαλαίων τους σε χώρες με φθηνό εργατικό κόστος και χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά έκαναν την κινητικότητα των κεφαλαίων τους το κύριο όπλο υπονόμευσης των εργασιακών διεκδικήσεων που στηρίζονταν στην κριτική της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Οι εκμεταλλευόμενοι όμως που κατέβηκαν στο δρόμο ανοίγοντας το ζήτημα της precarite, δήλωναν την αντίθεσή τους όχι απλά και μόνο στην εκμετάλλευση από την ίδια την πώληση της εργατικής τους δύναμης, αλλά πολύ περισσότερο την αντίθεσή τους στην εκμετάλλευση της ίδιας τους της διαθεσιμότητας να είναι εκμεταλλεύσιμοι. Την εκμετάλλευση δηλαδή στην οποία υπόκειται κατά πρώτο λόγο ο ανασφαλής εργαζόμενος να βρίσκεται διαρκώς στη διάθεση του εργοδότη, σωματικά και πνευματικά, χωρίς αυτός ο τελευταίος να είναι υποχρεωμένος να ανταμείβει παρά τις περιόδους εκείνες για τις οποίες θεωρεί(ται) πως «πραγματικά» εργάζεται για την επιχείρηση. Πρόκειται στην ουσία για το βασικότερο σημείο του νόμου για το CPE, ο οποίος βασίζονταν στη διάκριση μεταξύ «πραγματικού» χρόνου εργασίας και χρόνου δοκιμαστικής χρήσης του εργαζόμενου από το αφεντικό του με μειωμένες αποδοχές. Το καθεστώς δηλαδή του «εργαζόμενου kleenex», όπως τον ονόμασαν οι διαδηλωτές που κατέβηκαν στο δρόμο, που είναι το ίδιο αναλώσιμος όπως και τα χαρτομάντιλα της ομώνυμης εταιρίας και που αποτελεί την καρικατούρα του προσαρμόσιμου, διαθέσιμου και υποτακτικού εκείνου εργαζόμενου στην κάθε απαίτηση των αφεντικών του προκειμένου να μπορέσει να κατακτήσει μια θέση στην αγορά εργασίας που να του εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την επιβίωση. Διαθεσιμότητα του να πρέπει να δείχνεσαι συνεχώς εκμεταλλεύσιμος απέναντι στην απειλή να μείνεις μη-εκμεταλλεύσιμος και άρα άνεργος, διαθεσιμότητα του να γνωρίζεις να είσαι συνεργάσιμος και προσαρμόσιμος απέναντι στην απειλή του να μείνεις εκτός του δικτύου επαγγελματικών επαφών και άρα στην ίδια επισφαλή θέση στην ιεραρχία, διαθεσιμότητα για συνεχή επιμόρφωση και εξειδίκευση ώστε να ανταποκρίνεσαι στο πνεύμα για καινοτομία και αλλαγή που επιτάσσει το νέο μάνατζμεντ, διαθεσιμότητα της ίδιας σου της ύπαρξης, του να μπορείς δηλαδή να πουλάς στην αγορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σου με τη μορφή προσόντων/ικανοτήτων, ώστε να γίνεις εκμεταλλεύσιμος και άρα να δειχτείς ικανός για εκμετάλλευση, διαθεσιμότητα εν ολίγοις του να είσαι εκμεταλλεύσιμος που στην ουσία μετατοπίζει εξ’ ολοκλήρου το βάρος της ευθύνης της ανεργίας και της ανασφάλειας (και ό,τι αυτά συνεπάγονται) που έχει επιβληθεί από τον καπιταλισμό στους ίδιους τους εργαζομένους.
Τοποθετώντας την κριτική στη βάση αυτή λοιπόν, οι αγώνες για το CPE φέρνουν στην επιφάνεια τη βαθιά κρίση νομιμοποίησης του ιδεολογήματος της «ισότητας των ευκαιριών», πάνω στο οποίο έχει θεμελιωθεί το νεοφιλελεύθερο σχέδιο και στο οποίο έχουν πατήσει ουσιαστικά διάφοροι πρόσφατοι νόμοι. Το ιδεολόγημα αυτό, που παρουσιάστηκε και με τη μορφή νομο-πλαισίου, παρουσιάζοντας σα δίκαια και αναμφισβήτητα τα αποτελέσματα των ανταγωνισμών της αγοράς εργασίας, νομιμοποιούσε το διαχωρισμό των εργασιακών δικαιωμάτων από την ίδια την απασχόληση με σκοπό να «τονώσει» την επιχειρηματικότητα του γαλλικού κεφαλαίου. Απέναντι σε αυτά το κίνημα των ανέργων έθετε ως βασικό ζήτημα διεκδίκησης την κατάργηση των επιμέρους οικονομικών ανισοτήτων στη βάση της επαγγελματικής εξειδίκευσης και απαιτούσε την ύπαρξη ενός σταθερού εισοδήματος που να μη συνδέεται με το ίδιο το επάγγελμα (σύνθημα: «εργασία ασυνεχής, μισθός συνεχής»). Έστω κι αν δε γενικεύτηκαν, αιτήματα σαν αυτά αποτελούν τα πρώτα ίσως δείγματα αντιστάσεων απέναντι στη νεοφιλελεύθερη απαίτηση εξάρτησης όλο και περισσότερο σφαιρών της ίδιας της ζωής από την αγορά εργασίας. Αν και ως τέτοια η απαίτηση αυτή αποτελεί πριν από όλα βασικό παράγοντα του ίδιου του καπιταλισμού, ωστόσο οι κινητοποιήσεις ανέδειξαν μια πρώτη άρνηση του μοντέλου αυτού. Και μπορεί οι αγώνες αυτοί να μην μπόρεσαν να αμφισβητήσουν το μοντέλο αυτό στο σύνολό του, θα πρέπει μάλλον όμως να γίνουν κατανοητοί σαν τα πρώτα δείγματα απάντησης απέναντι στα νέα δεδομένα που έχει θέσει ο καπιταλισμός στις χώρες τις δύσης.
Οι πρόσφατοι αγώνες στη Γαλλία έδωσαν το πολιτικό βάπτισμα σε μια νέα γενιά αγωνιστών και μάλιστα μέσα από τις ίδιες τις διαδικασίες του αγώνα, καθιστώντας ευρέα συνειδητό πως η πραγματικότητα της ανασφάλειας και της ανεργίας είναι προς το όφελος των ίδιων των αφεντικών. Ανέδειξαν όμως ταυτόχρονα και μια πραγματικότητα που συνήθως την ξεχνάμε ή κάνουμε πως την ξεχνάμε. Κατά πρώτον, πως στην παρούσα στιγμή της καπιταλιστικής πραγματικότητας η κατάκτηση, και άρα η συνειδητοποίηση, ακόμα και ελάχιστων πραγμάτων, όπως η απόσυρση ενός νόμου, απαιτεί πολύ σκληρούς αγώνες. Κατά δεύτερο, πως το πολιτικό σχέδιο της απελευθέρωσης, μετά και την έκπτωση των επαναστατικών πολιτικών προταγμάτων, θα πρέπει, αν τουλάχιστον δε θέλουμε να παραμένει ένα κενό γράμμα, να επινοηθεί εκ νέου από το σημείο μηδέν και να ξεδιπλωθεί από αυτό το σημείο προς το μέλλον. Ο γαλλικός Μάρτης επ’ αυτού αποδεικνύει πως βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή αυτού που μένει να γίνει. Εκείνο ωστόσο που μένει ως παρακαταθήκη σε εμάς από τους αγώνες αυτούς, από τους περασμένους, αλλά και τους επόμενους είναι πρώτα και κύρια η διάθεσή μας να κατανοήσουμε το νόημά τους, καθώς και η διαθεσιμότητα μας να τεθούμε στην υπηρεσία του απελευθερωτικού σχεδίου. Προς την κατεύθυνση αυτή η προσεκτική ανάγνωση των νέων αγώνων, φανερών ή αόρατων, που ξεσπάνε σε διάφορα κοινωνικά πεδία στις διάφορες γωνιές αυτού του πλανήτη αποτελεί για εμάς ζήτημα άμεσης πολιτικής προτεραιότητας.
Σημείωση: Τα στοιχεία για τη συγγραφή του άρθρου προέρχονται από αρκετά ετερόκλητες πηγές. Δεδομένα για την ανεργία και την ανασφάλεια (precarite) στη Γαλλία βρέθηκαν στο Tableaux de l’economie francaise, του INSEE για το 2005-2006, όπως επίσης και τη Le Monde (1/06/05). Αποσπάσματα από το λόγο των μαθητών και των φοιτητών καθώς και οι πληροφορίες που δίνουν για την οργάνωση των καταλήψεών τους προέρχονται από την ιστοσελίδα www.cequilfautdetruire.org και τη Liberation (20/03/06). Τα στοιχεία για τις κινητοποιήσεις και τους αγώνες στο μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής επικράτειας πάρθηκαν κυρίως από το ειδικό τεύχος αφιέρωμα πάνω στο Anti-CPE κίνημα της επιθεώρησης No Pasaran τχ. 48 Απρίλιος 2006, καθώς και τα τοπικά Indymedia. Τέλος, οι φωτογραφίες ποθ συνοδεύουν το κείμενο είναι από την κατάληψη της EHESS.
Labels: Τεύχος 6
Τεύχος Έκτο - Ενδιαφέρον περιστατικό Ζαγκλιβέρι
Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή: μετά από παρέλευση της πενταετούς εργασίας δύο εργαζόμενων (γιατρών) σε ένα κέντρο υγείας στο νομό Θεσσαλονίκης (Ζαγκλιβέρι) και σε μια τυπική διαδικασία (λέγεται «κρίση», αξιολόγηση δηλαδή των προσόντων τους και των αποτελεσμάτων της εργασίας τους) ανανέωσης της σύμβασης εργασίας τους, από την ειδική επιτροπή του υπουργείου υγείας που ασχολείται με αυτά τα πράγματα, οι εργαζόμενοι απολύονται με το σκεπτικό ότι εκκρεμεί σε βάρος τους ένορκη διοικητική εξέταση, επειδή προχώρησαν στην συγκρότηση «συνδικαλιστικού οργάνου χωρίς επίσημη κάλυψη, κλπ». Με αυτά τα στοιχεία κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί το εξής απλό: μια συνηθισμένη περίπτωση απόλυσης «συνδικαλιστών». Δεν θα του έμενε μετά από αυτό τίποτα άλλο παρά να κατατάξει την περίπτωση στο αντίστοιχο ραφάκι του αρχείου του «συνδικαλιστικού κινήματος».
Όμως επειδή δεν μιλάμε για ιδιωτικό αλλά για δημόσιο τομέα εργασίας (στον οποίο καλώς ή κακώς έχουν κατακτηθεί κάποια πράγματα) και, κυρίως, επειδή η συγκεκριμένη περίπτωση διαφέρει ριζικά από ό,τι έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε σαν «εργοδοτική αυθαιρεσία» (ή καλύτερα σαν «τσαμπουκάς του αφεντικού»), θα προσπαθήσουμε να την εκθέσουμε με συνοπτικό τρόπο, με την πεποίθηση ότι θα επανέλθουμε σύντομα πιο αναλυτικά.
Τα κέντρα υγείας είναι υγειονομικές μονάδες της επαρχίας, παιδιά της χρυσής εποχής του κράτους πρόνοιας, με κεντρικό ρόλο την παροχή πρωτοβάθμιας περίθαλψης και πρόληψης στον πληθυσμό της περιοχής ευθύνης τους, αυτός τουλάχιστον υποτίθεται ότι υπήρξε ο σκοπός δημιουργίας τους. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα κέντρα υγείας στελεχώνονταν μέχρι πριν λίγα χρόνια από αγροτικούς γιατρούς (απόφοιτους δηλαδή της ιατρικής, ανειδίκευτους, με θητεία 15 μηνών), και από ειδικευμένους γιατρούς (οι περισσότεροι πρώην αγροτικοί, που είχαν «ξεμείνει» σε αυτή την θέση) και μόνιμο υγειονομικό και διοικητικό προσωπικό με σχεδόν αποκλειστικό τους ρόλο, στην καλύτερη περίπτωση το «φιλτράρισμα» όσων ασθενών δεν χρειάζονται παραπομπή και περίθαλψη στο νοσοκομείο και την παροχή πρώτων βοηθειών, και στην χειρότερη το άλλοθι του κράτους ότι σε κάποιο μέλλον θα καλύψει τις υγειονομικές ανάγκες της περιφέρειας, αφού είτε έχουν τραγικές ελλείψεις σε προσωπικό (νοσηλευτικό, κλπ), είτε σε τεχνολογικό εξοπλισμό.
Όπως όλοι οι εργασιακοί χώροι έτσι και οι μονάδες υγείας είναι οργανωμένες στην βάση ιεραρχικών δομών: μιας δομής υγειονομικής και μιας δομής διοικητικής. Οι δομές αυτές υποτίθεται ότι από την φύση τους βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους (επειδή για παράδειγμα η ιατρική γραφειοκρατία προσπαθεί προκειμένου να καλύψει υγειονομικές ανάγκες να ανεβάσει το κόστος λειτουργίας την μονάδας υγείας, πράγμα που δεν θέλει η διοικητική γραφειοκρατία), στην πραγματικότητα όμως οι συγκρούσεις λύνονται αμοιβαία σε ανώτερο επίπεδο υπέρ και των δύο κορυφών της ιεραρχίας. Ειδικά στα κέντρα υγείας, κεντρικό ρόλο παίζει η ιατρική ιεραρχία, με τον γιατρό διευθυντή του κέντρου υγείας, και από κει και κάτω υπάρχουν οι άλλοι γιατροί ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας και το βαθμό τους, το νοσηλευτικό προσωπικό, και μετά όλο το παραϊατρικό προσωπικό που ξεκινάει από τραυματιοφορείς και οδηγούς ασθενοφόρων και φτάνει μέχρι καθαρίστριες και κλητήρες. Εννοείται, πως οι γιατροί άσχετα από τις συγκρουσιακές σχέσεις που μπορεί να έχουν μέσα στην ιεραρχία τους, και που η πείρα λέει ότι συνήθως λύνονται με «αμοιβαία κατανόηση» και «εξυπηρετήσεις» (π.χ. ο διευθυντής δεν θα έρχεται στις εφημερίες του κέντρου υγείας, και οι γιατροί που θα τον αντικαθιστούν μπορούν να λείπουν κάποιες μέρες με άγραφη άδεια), πάει να πει με επικύψεις από τους κατώτερους προς τους ανώτερους και με ρουσφέτια από τους ανώτερους προς τους κατώτερους, εκτός της κλίκας τους είναι συνήθως υποκείμενα του πιο άγριου διαχωρισμού και συγκρούσεων με όλο το υπόλοιπο προσωπικό. Εννοείται ότι τα (μικρο)συμφέροντα των εργαζόμενων διαφορετικής ιεραρχικής κλίμακας συγκρούονται (π.χ. ένας γιατρός αν θέλει μπορεί να μοιραστεί την εργασία που είναι να γίνει με κάποια νοσηλεύτρια, συνήθως όμως της φορτώνει όλη την δουλειά, με το πρόσχημα -που ισχύει νομότυπα- ότι «δεν είναι αρμοδιότητα του να κάνει τέτοια πράγματα», π.χ. μια ένεση σε ένα ασθενή). Εννοείται επίσης ότι σοβαρή συνδικαλιστική δράση (δηλαδή έντιμες κόντρες με τα αφεντικά) σε τέτοιες συνθήκες είναι ανέκδοτο. Είπαμε: τα «αιτήματα» απευθύνονται στον διευθυντή και αυτός φροντίζει για «το καλό των παιδιών του», κάνοντας κουμάντο στο χωράφι του. Όσον αφορά τους ασθενείς: συνήθως χρήση υπηρεσιών υγείας στα κέντρα υγείας κάνουν ανήμποροι γέροι και γριές, μικρά παιδιά, μετανάστες και αγρότες και εργαζόμενοι της περιοχής. Τις περισσότερες φορές -εννοείται- αυτοί που δεν έχουν δυνατότητα ιδιωτικής περίθαλψης. Και εν πάσει περιπτώσει: ποιος τους γαμάει τους ασθενείς, ειδικά άμα δεν έχουν λεφτά;
Αυτή είναι λοιπόν -χοντρικά και συνοπτικά- η κατάσταση στα κέντρα υγείας, μια κατάσταση για την οποία έχουμε προσωπική πείρα μιας και έχουμε δουλέψει σε αυτούς τους χώρους.
Ε, λοιπόν εκεί στο Ζαγκλιβέρι, πριν τρία περίπου χρόνια κάποιοι αποφάσισαν ότι δεν γουστάρουν αυτή την κατάσταση στο κέντρο υγείας που δουλεύουν. Έτσι, μια πρωτοβουλία εργαζομένων κάλεσε μια ανοιχτή συνάντηση στο κέντρο υγείας για να συζητήσει τα προβλήματα του κέντρου υγείας και των εργαζομένων, μέσα από την οποία συγκροτήθηκε η «Σύσκεψη εργαζομένων στο κέντρο υγείας Ζαγκλιβερίου και στα περιφεριακά ιατρεία», στην οποία συμμετείχαν οι μισοί περίπου εργαζόμενοι του κέντρου υγείας: γιατροί, μαίες, νοσηλεύτριες και οδηγοί ασθενοφόρου .
Η σύσκεψη αυτή άρχιζε να βάζει ζητήματα που αφορούσαν την λειτουργία του κέντρου υγείας (π.χ. το ζήτημα κάλυψης την νοσηλευτικής υπηρεσίας σε εθελοντική βάση -με τα αντιστοιχα ωφέλη- από ένα τσιράκι του διευθυντή, επί 24 ώρες το 24ωρο, κάθε μέρα για όλο το χρόνο, χωρίς άδειες ή ρεπό, προκειμένου να μειωθεί ο προϋπολογισμός του κόστους της μονάδας), ζητήματα που αφορούν την υλικοτεχνική υποδομή του κέντρου υγείας (π.χ. το ζήτημα της έλλειψης βασικού ιατρικού εξοπλισμού), ζητήματα που αφορούν τον τρόπο διαχείρισης των προβλημάτων των εργαζομένων και την ίδια την στάση της ιεραρχίας απέναντι τους (π.χ. αδικαιολόγητο κόψιμο αδειών των εργαζομένων από το διευθυντή), και last but no least ζητήματα που αφορούν την ίδια την ιατρική περίθαλψη των κατοίκων της περιοχής, των εκμεταλλευόμενων δηλαδή ντόπιων και μεταναστών (η σύσκεψη κάλεσε σε ανοιχτές συνελεύσεις, με αφίσες στα ελληνικά και στα αλβανικά, τους κατοίκους της περιοχής, προκειμένου να συζητηθούν αυτά τα προβλήματα).
Αντιγράφουμε από κείμενο της «Συνάντησης του υπογείου» (όπως ονομαζόταν αρχικά η σύσκεψη):
«Ο κύριος λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε αυτή η συνάντηση είναι η διάθεση μας να αλλάξουν κάποια πράγματα στο χώρο δουλειάς. Επιτέλους θεωρούμε ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να αποκτήσουν λόγο ικανό να παρεμβαίνει στα ζητήματα που τους αφορούν και οι σχέσεις με την όποια διοίκηση να αποκτήσουν ουσιαστικό χαρακτήρα υπερβαίνοντας τις προσωπικές σχέσεις (είτε αντιπαλότητας, είτε υποτέλειας).
Στόχος μας είναι να συζητάμε και να βρίσκουμε λύσεις σε προβλήματα που αφορούν τις μεταξύ μας σχέσεις, την υλικοτεχνική υποδομή, την επάρκεια του προσωπικού (είτε μόνιμου, είτε επισκεπτών), αλλά και άλλα που στην συνέχεια θα προκύψουν. Στόχος μας είναι να παίρνουμε πρωτοβουλίες για ποιοτικότερη και αποτελεσματικότερη παροχή πρωτοβάθμιας περίθαλψης.»
Είναι φανερό ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μιλάμε για την κλασική «δημιουργία συνδικαλιστικού οργάνου». Είναι φανερό ότι εδώ μιλάμε για ρήξη. Και μάλιστα όχι για μία ρήξη, αλλά για πολλές ρήξεις. Ρήξη με τους υπαρκτούς και τεχνικούς διαχωρισμούς που βάζουν οι ιεραρχίες, προκειμένου να διαιωνίζουν την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και την ίδια την ύπαρξη τους. Ρήξη με τις παραδοσιακές απόψεις -τις αριστερές συμπεριλαμβανομένων- που θέλουν συντεχνίες γιατρών, συντεχνίες νοσηλευτών, συντεχνίες άλλων κλάδων επαγγελμάτων της υγείας, να παλεύει η καθεμία ξεχωριστά για μισθούς και άλλα προβλήματα του κλάδου, χωρίς να συναντιούνται πουθενά. Ρήξη εντός της ίδιας της συντεχνίας: αυτοί που διατάζουν δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα με αυτούς που εκτελούν, ανεξάρτητα αν βιώνουν και οι ίδιοι την μισθωτή σχέση. Ρήξη στην παραδοσιακή σχέση γιατρού (και γενικότερα υγειονομικού προσωπικού) και ασθενών: οι ίδιοι οι ασθενείς (και οι υποψήφιοι ασθενείς) οφείλουν σε συνεργασία με το προσωπικό της μονάδας υγείας να συμμετέχουν στην λύση των προβλημάτων που αφορούν την υγεία και την αρρώστια τους.
Εδώ μιλάμε για ανταγωνισμό και για ανταγωνιστικά υποκείμενα, που πρώτα πάνε κόντρα στα αφεντικά τους και κατόπιν στα αφεντικά των αφεντικών τους. Εδώ μιλάμε για έμπρακτη αμφισβήτηση: της ιεραρχίας του κρατικού θεσμού· της πολιτικής του κράτους να διαλύσει τα όποια απομεινάρια δημόσιας υγείας και να τα δώσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο· των «προσωπικών» σχέσεων που αναπτύσσει η ιατρική εξουσία με την φαρμακευτική βιομηχανία· της λογικής που γεννάει «ρουσφέτια» και «φακελάκια». Εδώ μιλάμε για ανταγωνιστικές διαδικασίες, όχι για « αριστερό συνδικαλισμό», ούτε για τσάμπα «εξτρεμισμούς».
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η «σύσκεψη» των εργαζομένων πέτυχε αρκετά πράγματα: πέτυχε να βάλει τα δύο πόδια του διευθυντή και των τσιρακιών του σε ένα παπούτσι· πέτυχε να κινητοποιήσει μια κοινωνία να ασχοληθεί με τα ζητήματα που την αφορούν στον τομέα της υγείας, να διεκδικήσει και να κερδίσει την βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής και γενικά των υπηρεσιών περίθαλψης της· πέτυχε να μυήσει ανθρώπους σε διαδικασίες αμεσοδημοκρατικές, σε διαδικασίες δηλαδή (πραγματικά) πολιτικές· πέτυχε να σπάσει συντεχνιακές και ατομικίστικες λογικές όπως και λογικές διαχωρισμού και να δημιουργήσει δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων και μεταξύ εργαζόμενων και κατοίκων της περιοχής. Και όπως εξήγησαν οι δύο εργαζόμενοι σε ενημέρωση στο Αυτόνομο Στέκι στην Αθήνα (γράφουμε από μνήμης): «Στην σύσκεψη σκεφτόμαστε μελλοντικά να βάλουμε και άλλα ζητήματα όπως αυτό της ισότητας των μισθών, τι είναι υγεία, τι υγεία θέλουμε και κατά πόσο σημαίνει καλύτερη υγεία το υψηλότερο επίπεδο ιατρικής τεχνολογίας».
Είναι φανερό ότι όσα συμφέροντα θίγονταν από αυτή την διαδικασία θα κινητοποιούνταν ενάντια της: ο διευθυντής και η υπόλοιπη ιατρική ιεραρχία, τα τσιράκια του, που ήταν οι αποδέκτες των προνομίων του (εξαιτίας των οποίων γινόταν επικίνδυνη για την δημόσια υγεία η λειτουργία του κέντρου υγείας, π.χ. γιατροί που εφημερεύανε από το σπίτι και δεν εμφανιζόταν ποτέ φορτώνοντας τα καθήκοντα τους σε γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, ή παραπέποντας τους ασθενείς απευθείας στο νοσοκομείο της περιοχής), και ακόμα παραπέρα η διοίκηση του νοσοκομείου στο οποίο υπάγεται το κέντρο υγείας και η οποία βρέθηκε να αυξάνει τον προϋπολογισμό του και άρα το κόστος λειτουργίας του, και βέβαια οι ίδιοι οι θεσμοί του κράτους που θίγονταν από αυτήν την κατάσταση (και τα αντίστοιχα τμήματα του κεφαλαίου φυσικά).
Έτσι οι απειλές γίνανε χειροδικίες, συκοφαντήσεις, εξυβρίσεις, παράνομες μαγνητοφωνήσεις, άσκηση ΕΔΕ (ένορκης διοικητικής εξέτασης) από επιθεωρήτρια υγείας του υπουργείου και τελικά μη ανανέωση της σύμβασης των δύο εργαζόμενων της σύσκεψης (που ισοδυναμεί με απόλυση τους). Μια απόλυση βέβαια που στόχο έχει να τσακίσει κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης του κρατικού θεσμού υγεία και αυτοοργάνωσης των εργατών σε αυτόν τον θεσμό. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Ωστόσο οι φορείς της εξουσίας λογάριασαν ξανά χωρίς τον ξενοδόχο. Κινητοποιήσεις της σύσκεψης και των κατοίκων της περιοχής από την πρώτη μέρα της απόλυσης έχουν ήδη αναγκάσει το υπουργείο υγείας σε αναδίπλωση: επειδή στην κρίση των δυο εργαζόμενων «έγιναν λάθη», το ζήτημα της κρίσης τους παραπέμπεται ξανά στην επιτροπή. Καλά… Μέχρι την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει ακόμα λήξει το ζήτημα ενώ οι κινητοποιήσεις των κατοίκων και των εργαζομένων στο κέντρο υγείας συνεχίζονται.
Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν δεν θέλησαν να χρησιμοποιήσουν ούτε την διαμεσολάβηση, ούτε θέλησαν να διεκδικήσουν το δίκιο τους προβάλλοντας το προσωπικό τους πρόβλημα (αφού γνωρίζουν πολύ καλά ότι η υπόθεση αυτή ξεπερνάει κατά πολύ τους ίδιους τους εαυτούς τους), και φυσικά δεν έκαναν χρήση της πολιτικής τους ταυτότητας (είναι γνωστοί αγωνιστές του «χώρου» στην Θεσσαλονίκη, τα τελευταία δεκαπέντε-είκοσι χρόνια). Θα είναι χαζό να το πούμε, αλλά θα το πούμε: η υπόθεση της σύσκεψης και των δύο εργαζομένων είναι υπόθεση του κοινωνικού ανταγωνισμού και των ανταγωνιστικών υποκειμένων. Είναι υπόθεση δική μας.
ΥΓ. Να αναφέρουμε για την ιστορία ότι το 1977 με πρωτοβουλία ενός γιατρού, μέλους της ομάδας του Στίνα μετά την κατοχή, και μερικών εργαζομένων, το παθολογοανατομικό εργαστήριο του νοσοκομείου «Άγιος Σάββας» στην Αθήνα, αναδιοργανώθηκε πλήρως και άρχισε να λειτουργεί σε αμεσοδημοκρατική βάση σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, εκτελεστικό, εργασιακό, κλπ). Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα το κράτος απέλυσε όλο το προσωπικό του συγκεκριμένου τμήματος, τσακίζοντας το πρώτο πείραμα αυτοοργάνωσης στο χώρο της υγείας στην Ελλάδα. Όσο έχουμε υπόψην μας, από τότε δεν έχει απολυθεί κανένας συνδικαλιστής της αριστεράς, ή άλλος εργαζόμενος στο χώρο της υγείας στην Ελλάδα, μέχρι το περιστατικό στο Ζαγκλιβέρι. Την απάντηση στο γιατί την είχε δώσει πριν καμιά σαρανταριά χρόνια ο σύντροφος Κορνήλιος: «όλες οι παραδοσιακές μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης έχουν γίνει πια απαραίτητοι τροχοί στην λειτουργία του συστήματος».
Labels: Τεύχος 6
Τεύχος Έκτο - Μερικές δυσκολοχώνευτες αλήθειες
Το παρακάτω κείμενο είναι αναδημοσίευση μίας προκήρυξης που μοιράστηκε στο Ηράκλειο από την ομάδα του Τραίνου στην οποία ανήκαμε τότε. Η εποχή είναι Απρίλης του 2002, περίοδος έξαρσης (για μια ακόμη φορά) του «παλαιστινιακού». Τότε είχαμε βρεθεί περικυκλωμένοι από την φιλανθρωπική αριστερά («ένα ευρώ για τα παιδιά της παλαιστίνης»… αν είναι δυνατόν!!!) και την ηλιθιότητα του αναρχικού χώρου. Μάλιστα, αναρχικοί έφτασαν στο σημείο να σκίζουν τις προκηρύξεις που τους δίναμε… Και αυτά να είναι τα λιγότερα από όσα αντιμετωπίσαμε μοιράζοντας αυτή την προκήρυξη.
Το αναδημοσιεύουμε για δύο λόγους. Πρώτον διότι παραμένει επίκαιρο, παρόλη την μικρή χωροχρονική διαφορά, και δεύτερον διότι για εμάς αποτελεί την απαρχή του ξεκαθαρίσματος μας με τριτοκοσμικές, φιλοφονταμενταλιστικές και αντιμπεριαλιστικές απόψεις.
Τις τελευταίες εβδομάδες η δυτική κοινωνία ανακάλυψε ξανά την μέση Ανατολή. Έτσι συμβαίνει συνήθως. Πρέπει οι οθόνες των τηλεοράσεων να πλημμυρίσουν από θάνατο, για να αντιληφθεί ο μέσος υπήκοος ότι κάτι συμβαίνει. Όμως τίποτα καινοφανές δεν υπάρχει σε αυτή την γωνιά του κόσμου. Απλώς ο ισραηλινός στρατός που εδώ και 53 χρόνια σκοτώνει παλαιστινίους στο όνομα της ασφάλειας του κράτους του, διεξάγει τους τελευταίους μήνες μια πιο εκτεταμένη επιχείρηση, φιλοδοξώντας να εκβιάσει μια τελική λύση του μεσανατολικού προβλήματος. Για να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει στην μέση Ανατολή, πρέπει να έχουμε υπόψη μας μερικά σημαντικά πράγματα.
Στην παλαιστίνη διεξάγεται ένας ταξικός πόλεμος, που παρά τις ποιοτικές του διαφορές δεν διαφέρει στην ουσία του με ότι συμβαίνει σε άλλες γωνιές του κόσμου. Έτσι, από την μια είναι το ισραηλινό κεφάλαιο και από την άλλη, μια μαζική παλαιστινιακή εργασία που στελεχώνει την καπιταλιστική μηχανή του ισραηλινού κράτους και μια ισραηλινή εργατική δύναμη που είτε αποτελεί εφεδρεία στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ, είτε βασικό παράγοντα στήριξης του κόστους αυτών των επιχειρήσεων. Τα βασικά χαρακτηριστικά του ταξικού αυτού πολέμου συνίστανται σήμερα στα εξής: το πρώτο είναι η βαρβαρότητα του χαρακτήρα του και το δεύτερο η συγκάλυψη της ταξικής του φύσης πίσω από εθνικοθρησκευτικούς προσδιορισμούς.
Ο ταξικός αυτός πόλεμος δεν περιορίζεται στις επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού αλλά επεκτείνεται σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας των παλαιστινίων καταπιεσμένων: στο χαμηλό κόστος της εργατικής τους δύναμης· στις πολεοδομικές επεμβάσεις μέσα και γύρω από τα «αυτόνομα» παλαιστινιακά εδάφη, με κατασκευές δρόμων και τειχών που αποκλείουν τις παλαιστινιακές κοινότητες και ενοποιούν τις αντίστοιχες ισραηλινές· στους καθημερινούς ελέγχους που υφίστανται οι παλαιστίνιοι εργαζόμενοι στο ισραηλινό κράτος (ακόμα και τα παιδιά που πάνε στο σχολείο), στα φυλάκια που βρίσκονται στις ζώνες μετάβασης από τα «αυτόνομα» παλαιστινιακά εδάφη στα εδάφη του Ισραήλ· στην φτώχεια και στην αθλιότητα της ζωής στους καταυλισμούς των παλαιστινίων προσφύγων.
Στα σαφή ταξικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, που είχε αποκτήσει ο αγώνας των παλαιστινίων, κυρίως κατά την δεκαετία του ’70, και τα οποία χαρακτηριστικά δεν μπορούσαν παρά να είναι προϊόν των κοινωνικών συνθηκών εντός των οποίων διεξαγόταν αυτός ο πόλεμος, οι κυρίαρχες τάξεις και από τις δυο πλευρές έπαιξαν ένα ακόμα χαρτί, ακριβώς για να εμποδίσουν την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση και επέκταση αυτού του αγώνα. Το χαρτί του έθνους και της θρησκείας.
Οι διαχωρισμοί εβραίοι-άραβες/μουσουλμάνοι, εισήχθησαν και καλλιεργήθηκαν συστηματικά από τις άρχουσες τάξεις και των δύο πλευρών. Βέβαια, υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφορές. Ο σιωνισμός -ο εβραϊκός εθνικισμός- κατόρθωσε εκ του μηδενός να δημιουργήσει ένα κράτος «ιστορικά δικαιωμένο» από την μνήμη του ολοκαυτώματος. Η ιδεολογική χρήση αυτής της μνήμης κατάφερε να δημιουργήσει μια συνθήκη ανοχής για τα εγκλήματα του ισραηλινού κράτους.
Από την άλλη η παλαιστινιακή άρχουσα τάξη, είτε παίζοντας το χαρτί του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (Αλ Φατάχ), είτε της θρησκευτικής διαφοράς (Τζιχάντ, Χαμάς), κατάφερε να αποπροσανατολίσει το παλαιστινιακό κίνημα από τις ταξικές του αναφορές με στόχο την δημιουργία ενός κράτους, εντός του οποίου θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί ένα τμήμα της παλαιστινιακής εργατικής δύναμης.
Στην σημερινή συγκυρία, όπως διαμορφώθηκε μετά την 11/9, οι επιθέσεις αυτοκτονίας των παλαιστίνιων έδωσαν το πρόσχημα στο ισραηλινό κράτος να εντείνει τον ταξικό πόλεμο στο όνομα της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας. Και αποτελεί πρόσχημα, επειδή η πραγματική αιτία των στρατιωτικών επιχειρήσεων είναι η ύφεση της ισραηλινής οικονομίας ως συνέπεια τόσο της παγκόσμιας κρίσης του ΄97, όσο και της δεύτερης ιντιφάντα. Από την άλλη, οι επιθέσεις αυτοκτονίας δεν συνιστούν κατά κανένα τρόπο τρομοκρατία, επειδή οι πράξεις αντίστασης δεν μπορούν να συνιστούν τρομοκρατία· τρομοκρατία μπορούν να ασκήσουν μόνο κρατικοί μηχανισμοί ή οργανωμένες εξουσίες. Ωστόσο, η συνθήκη αυτή δεν τοποθετεί στο απυρόβλητο τέτοιες ενέργειες. Δυστυχώς, τίποτα απελευθερωτικό δεν αποπνέει μια τέτοια στάση, εφόσον οι άνθρωποι που την υιοθετούν λειτουργούν με βάση την αρχή της συλλογικής ευθύνης (των ισραηλινών), στο όνομα του Αλλάχ ή/και της ίδρυσης ενός παλαιστινιακού κράτους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, διαφαίνεται και το που μπορεί να φτάσει η λογική των εθνικοθρησκευτικών διαφορών που γίνονται αποδεκτές και από τις δύο πλευρές.
Το πρόταγμα για ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος πίσω από το οποίο συντάσσονται η παλαιστινιακή άρχουσα τάξη, ο Μπους, ο αραβικός εθνικισμός, το ελληνικό κράτος και η ελληνική αριστερά και ακροαριστερά (έστω και αν διαφωνούν μεταξύ τους στα ενδεχόμενα γεωγραφικά του όρια), στόχο έχει να θάψει κάθε κοινωνικό απελευθερωτικό όραμα των καταπιεσμένων παλαιστίνιων και ισραηλινών και να διαιωνίσει το καθεστώς που έχει επιβληθεί στην περιοχή.
Και η δική μας θέση;
Να καταδείξουμε την αθλιότητα όσων υπερασπίζονται ένα παλαιστινιακό κράτος.
Να επιτεθούμε πρώτα και κύρια στο δικό μας κράτος και στα δικά μας αφεντικά.
Με τους παλαιστίνιους εξεγερμένους, με τους εβραίους καταπιεσμένους που κατεβαίνουν στους δρόμους των ισραηλινών πόλεων κόντρα στα ιδεολογήματα της ισραηλινής κοινωνίας, για μια απελευθερωμένη παλαιστίνη από στρατούς, αφεντικά, κράτη, μέσα σ’ ένα καθολικά απελευθερωμένο κόσμο. Η μόνη λύση που δεν θα έχει σαν αποτέλεσμα νέους ποταμούς αίματος, εκμετάλλευσης, βίας και αλλοτρίωσης.
ΚΑΝΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
ΚΑΝΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΓΗ
Labels: Τεύχος 6
Τεύχος Έκτο - Υποσημειώσεις στο κεφάλαιο της σοφίας
Φαίνονται μεγάλοι γιατί είμαστε σκυφτοί
Καιρός να σηκωθούμε να σκύψουνε αυτοί.
(σύνθημα που ακουγόταν από ορισμένα φοιτητικά μπλοκ στις πορείες)
Η εκπαιδευτική διαδικασία, σαν μέθοδος και σαν σκοπός, βρίσκεται για διάφορους λόγους στο μάτι του κυκλώνα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης παγκόσμια τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στην Ελλάδα, ειδικότερα η κρατική πολιτική στον συγκεκριμένο τομέα, αν λάβουμε σοβαρά υπόψη την γνώμη των ειδικών (που σιγά να μην την λάβουμε), πάσχει από τα σύνδρομα «απουσία μακροπρόθεσμου οράματος» και «το ανέφικτο των μεταρρυθμίσεων». «Η εκπαιδευτική κρίση και η ανάγκη αντιμετώπισης της», οι προτάσεις μερικών «ειδικών» (επιτροπή σοφών) με βάση τις οποίες φτιάχτηκε ένα προσχέδιο νόμου, που «διέρρευσε» στο δημόσιο χώρο πριν κατατεθεί και η μετά από χρόνια δυναμική απάντηση των φοιτητών σε όλα αυτά, ήταν οι πρώτες ύλες αυτού που σχεδόν καθημερινά ζήσαμε για ένα δίμηνο, από τον περασμένο Μάιο.
Είναι ανάγκη μια έστω συνοπτική ανάγνωση του ζητήματος της εκπαίδευσης και της κατανόησης της «κρίσης» της μέσα σε μια ιστορική προοπτική, προκειμένου να γίνει δυνατή η κατανόηση της κατάστασης που διαμορφώνεται σήμερα τόσο για τα αφεντικά, όσο και για μας.
Η ανώτερη εκπαίδευση στον καπιταλισμό καλείται να επιτελέσει -γενικά μιλώντας- δύο λειτουργίες. Αφενός μια λειτουργία τεχνική/παραγωγική και αφετέρου μια λειτουργία ιδεολογική/αναπαραγωγική. Η πρώτη συνίσταται στην δημιουργία ενός εξειδικευμένου σε ανώτερο επίπεδο εργατικού δυναμικού ικανού να στελεχώσει την καπιταλιστική μηχανή σε κάθε τμήμα της στις υψηλές ή έστω στις μεσαίες θέσεις της ιεραρχίας του καταμερισμού εργασίας. Η δεύτερη συνίσταται στην μεταβίβαση σ’ αυτό τον πληθυσμό ενός συνόλου αντιλήψεων και ιδεών, ενός τρόπου θέασης του κόσμου δηλαδή, στα πλαίσια του οποίου κεντρική θέση θα κατέχει η αρχή της εκλογίκευσης και της δικαίωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Κρίση της καπιταλιστικής εκπαίδευσης σημαίνει χοντρικά αδυναμία επιτυχούς επιτέλεσης των παραπάνω λειτουργιών.
Υπό αυτή την οπτική η κρίση της καπιταλιστικής εκπαίδευσης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Επίσης η αιτιολογία του, από μια ανταγωνιστική σκοπιά, δεν πρέπει να αναζητείται σε «τεχνικές» δυσλειτουργίες του συστήματος. Είναι φαινόμενο κοινωνικό-ιστορικό, φαινόμενο προσδιορισμένο δηλαδή από τον κοινωνικό ανταγωνισμό και έχει μια ιστορία τουλάχιστον σαράντα χρόνων.
Ήταν μέσα στην δεκαετία του ‘60 όταν για πρώτη φορά σε μια ιστορική προοπτική αμφισβητήθηκε, τόσο έντονα και σε τόσο μεγάλο βάθος, η καπιταλιστική εκπαίδευση συνολικά και το πανεπιστήμιο ειδικότερα, από τους ίδιους τους φοιτητές με τρόπο ριζικό και σφοδρό. Οι επαναστάτες φοιτητές του Μπέρκλεϋ και των άλλων πανεπιστημίων των ΗΠΑ, της Σορβόννης και της Πράγας, του Βελιγραδίου και της Ιστανμπούλ, του Τόκιο και της πόλης του Μεξικό, για να κάνουμε μια ενδεικτική αναφορά σε μια πολιτική γεωγραφία που έτεινε να επεκταθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ιδιωτικού και του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, θέσανε ενώπιον της κυριαρχίας ένα απλό ζήτημα. Το ζήτημα της γνώσης και του τρόπου παραγωγής της, το ζήτημα της δήθεν «αντικειμενικότητας» του χαρακτήρα της, και το ζήτημα του «ορθολογικά» προσδιορισμένου σκοπού της. Με πιο απλούς όρους: θέσανε το ζήτημα της καπιταλιστικής γνώσης σαν γνώσης που στοχεύει στον εξορθολογισμό του καπιταλισμού. Στοχεύοντας έτσι στην καρδιά της ιδεολογικής λειτουργίας του Πανεπιστημίου.
Και αυτά τα πράγματα που λέμε δεν τα θέσανε σε κανένα διεθνές επιστημονικό συνέδριο (αν και έγινε και αυτό), ούτε σε καμία ανώδυνη συζήτηση υψηλής φιλοσοφίας. Τα θέσανε στα αμφιθέατρα και στους δρόμους, τα θέσανε σε συνελεύσεις και στα οδοφράγματα, τα θέσανε σε συλλογικά εγχειρήματα αυτομόρφωσης και σε άλλους ανταγωνιστικούς θεσμούς που δημιουργήσανε, τα θέσανε στα εργοστάσια και στις γειτονιές των εκμεταλλευόμενων. Για παράδειγμα το σύνθημα «Το πιο φωτεινό πανεπιστήμιο, είναι αυτό που καίγεται», μπορεί να ακούγεται «ακραίο» (ή έστω «γραφικό») στους καιρούς που ζούμε, αλλά δεν το επινόησαν χούλιγκαν ούτε αναρχικοί. Το επινόησαν υποκείμενα του κοινωνικού ανταγωνισμού, που είχαν διεισδύσει σε βαθύτερα στρώματα την κατανόηση τους για αυτόν τον κόσμο.
Αυτή η κατανόηση τους ωθούσε να θέσουν παράλληλα μια διαυγή συνείδηση: ότι κρίση της καπιταλιστικής εκπαίδευσης, κρίση του πανεπιστημίου, κρίση της ίδιας της γνώσης, αποτελούν κλαδιά ενός δένδρου που οι ρίζες του φτάνουν στην καρδιά της καπιταλιστικής σχέσης: στην ίδια την ύπαρξη του κεφαλαίου και στην ίδια την ύπαρξη της κυριαρχίας.
Αυτή η συνείδηση υπήρξε μια κατάκτηση του κοινωνικού ανταγωνισμού που δεν χωρούσε συμβιβασμούς. Η ανατροπή της καπιταλιστικής εκπαίδευσης και δημιουργία ενός νέου θεσμού ριζικά διαφορετικού δεν μπορεί παρά να πηγαίνει χέρι με χέρι με την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και την δημιουργία μιας άλλης κοινωνικής θέσμισης.
Μια κατάκτηση που αφορούσε ακριβώς τα συλλογικά υποκείμενα που θέτανε το ζήτημα σε αυτή την βάση. Επειδή παράλληλα με αυτά αναπτυσσόταν μια τάση μεταρρύθμισης του αστικού πανεπιστήμιου, μια τάση που εκφραζόταν από την παραδοσιακή αριστερά και έκανε σημαία της συνθήματα όπως «δημόσια και δωρεάν παιδεία», «μείωση των ταξικών φραγμών στην εκπαιδευτική διαδικασία», «συνδιαχείριση» των πανεπιστημίων από φοιτητές και καθηγητές, κλπ.
Με δεδομένο -όπως είναι ευρύτερα γνωστό- ότι η καπιταλιστική κοινωνία άντεξε στην επίθεση της έμπρακτης αμφισβήτησης της, και το ίδιο το πανεπιστήμιο διατηρήθηκε ως καπιταλιστικός θεσμός. Το κορμί του όμως έμεινε βαθιά χαραγμένο από τα σημάδια που του προκάλεσε η φοιτητική ανταρσία, έστω και αν πολλά από αυτά γίνανε για μια περίοδο ο απαραίτητος όρος για να συνεχίσει να επιτελεί το ρόλο με τον οποίο επιφορτίστηκε.
Η δημιουργία κάποιων «ελεύθερων πανεπιστημίων» με την εφαρμογή ριζοσπαστικών προγραμμάτων σπουδών και με αυτοδιαχειριστική λειτουργία ήταν το σημαντικότερο αποτέλεσμα των αγώνων των ριζοσπαστών φοιτητών μέσα στις σχολές. Η συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης των πανεπιστημίων («συνδιαχείριση») και ο περιορισμός της καθηγητικής εξουσίας, η παροχή δωρεάν συγγραμμάτων και η μερική χορήγηση στέγης και σίτισης, το δικαίωμα πρόσβασης στην ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης και μελών των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων, ήταν μερικά από τα δευτερεύοντα αποτελέσματα αυτών των αγώνων, όπως εκφράστηκαν μέσα από την «δικαίωση» των αιτημάτων της αριστεράς1.
Όπως όμως είναι –επίσης- ευρύτερα γνωστό, στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν μονίμως κεκτημένα, αλλά μόνο προσωρινά προκεχωρημένα φυλάκια, που ανά πάσα στιγμή, εφόσον οι εμπόλεμοι το επιτρέψουν, μπορούν να χαθούν. Η ήττα τόσων των φοιτητικών υποκειμένων όσο και του ευρύτερου κοινωνικού ανταγωνιστικού κινήματος, και η αφομοίωση του, αφενός άλλαξε το χαρακτήρα αυτών των κατακτήσεων, και αφετέρου έδωσε την ευκαιρία στα αφεντικά να αντεπιτεθούν, να πάρουν πίσω δηλαδή ό,τι είχαν δώσει, όχι μόνο στο πανεπιστήμιο αλλά και στην κοινωνία, πράγμα που άλλαξε για μια φορά τα δεδομένα και δημιούργησε καινούργιες συνθήκες. Η απόπειρα αντεπίθεσης των αφεντικών στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, η απόπειρα επίθεσης δηλαδή στις κατακτήσεις των προηγούμενων δεκαετιών, έλαβε την κωδική ονομασία «κρίση της ανώτατης εκπαίδευσης». Από τις αρχές τα δεκαετίας του ‘80 παγκόσμια, αλλά και στην Ελλάδα ήδη από τις αρχές της μεταπολίτευσης, γινόμαστε μάρτυρες μιας νομοσχεδιολογίας, με την οποία εκδηλώνεται η αντεπίθεση αυτή, μια νομοσχεδιολογία που (υποτίθεται ότι) έχει στόχο κάθε φορά την υπέρβαση αυτής της «κρίσης».
Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα που απαιτεί διευκρίνιση. Και τα αφεντικά μιλάνε για «κρίση» και εμείς, τα ανταγωνιστικά υποκείμενα μιλάμε για κρίση. Εννοούμε όμως τα ίδια πράγματα; Προφανώς όχι. Μιλώντας για κρίση εμείς εννοούμε την επιθετική κίνηση των φοιτητών ενάντια στον κρατικό θεσμό πανεπιστήμιο ως παραγωγικό και ιδεολογικό προμαχώνα της κυριαρχίας. Χρησιμοποιώντας το επιχείρημα της «κρίσης» τα αφεντικά δηλώνουν την επιθετική τους κίνηση ενάντια στις κατακτήσεις του φοιτητικού κινήματος των προηγούμενων δεκαετιών. Πιο απλά: κρίση από την ανταγωνιστική σκοπιά σημαίνει έμπρακτη κριτική, «κρίση» από την πλευρά της κυριαρχίας σημαίνει τεχνική δυσλειτουργία στην παραγωγή κέρδους και στην μείωση του κόστους. Σε πρακτικό επίπεδο οι δύο αυτές καταστάσεις μπορεί να συνυπάρχουν, μπορεί και όχι, ανάλογα με την εκάστοτε κοινωνικό-ιστορική συνθήκη.
Η κυρίαρχη ιδεολογία έχει προσδιορίσει σε ένα βαθμό τις συντεταγμένες της σημερινής «κρίσης». Γι’ αυτήν το πανεπιστήμιο -και δη το μαζικό πανεπιστήμιο- ως κρατικός θεσμός είναι ξεπερασμένος, όσον αφορά την οικονομική του συνιστώσα, αφού ανήκει σε προηγούμενες μορφές κρατικής θέσμισης. Για το νεοφιλελεύθερο κράτος το μαζικό πανεπιστήμιο κοστίζει πολύ περισσότερο από ό,τι προσφέρει. Απουσία διδάκτρων, δωρεάν συγγράμματα, σίτιση και στέγαση (έστω και στο μικρό βαθμό που προσφέρονται), δεν ήταν ποτέ αντίδωρα καλών προθέσεων, ήταν πάντα κατακτήσεις και ενδείξεις ενός συσχετισμού δυνάμεων που είχε αντιστραφεί. Το νεοφιλελεύθερο κράτος, σαν μια σχέση που εκφράζει ένα αντίθετο συσχετισμό δύναμης, που εκφράζει την υπεροχή των αφεντικών στην πάλη τους με τους εκμεταλλευόμενους τείνει να ξαναπάρει πίσω ότι έχει κερδηθεί. Το αν δεν το έχει καταφέρει ακόμα στο πανεπιστήμιο, όπως το έχει καταφέρει για παράδειγμα στην παραγωγή, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι παρά τον μεταρρυθμιστικό κατά κύριο λόγο χαρακτήρα του σημερινού φοιτητικού κινήματος, το ίδιο έχει καταφέρει να διατηρήσει κάποια κεκτημένα του παρελθόντος. Αυτή άλλωστε είναι η πραγματικότητα που οξύνει περαιτέρω την «κρίση» -ειδικά στην Ελλάδα.
Ωστόσο, η σημερινή κρίση λαμβάνει μια πιο σύνθετη μορφή. Ένα από τα συνθετικά της στοιχεία είναι η ριζική αμφισβήτηση από το νέο πληροφοριακό παράδειγμα της κεντρικότητας του πανεπιστημίου σαν θεσμού παραγωγής/διάδοσης της γνώσης. Το διαδίκτυο, παρόλο που δεν έχει ακόμα ξεδιπλώσει όλες τις δυνατότητες του στον μετασχηματισμό και αυτής της σχέσης, έχει ήδη βάλει τέτοιου τύπου ζητήματα. Θα αναφέρουμε μόνο ένα σχετικό παράδειγμα. Στις ΗΠΑ και γενικότερα στις χώρες της Δύσης (αλλά και στην Ελλάδα σιγά-σιγά), όλο και περισσότεροι ασθενείς πάνε στο γιατρό για να ζητήσουν συμβουλή για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζουν, όχι ως πρόβατα επί σφαγήν όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα, αλλά έχοντας ήδη μια άποψη γι’ αυτό το πρόβλημα, σερφάροντας από πριν στις αντίστοιχες ιστοσελίδες που αφορούν την κατάσταση τους στο διαδίκτυο. Έτσι όμως, η ασυμμετρία της σχέσης γιατρού-ασθενούς, που σε ένα βαθμό οφείλεται στην μονοπώληση της γνώσης της υγείας από τον γιατρό (μια γνώση με κατ’ αποκλειστικότητα πανεπιστημιακή καταγωγή), κλονίζεται. Αντικρίζουμε δηλαδή την ανάδυση μιας συγκρουσιακής σχέσης κατοχής και διαχείρισης της πληροφορίας, στην οποία το πανεπιστήμιο χάνει συνεχώς πόντους από το διαδίκτυο.
Οι σημερινές ανάγκες του κεφαλαίου όμως έχουν αλλάξει τις προτεραιότητες της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Εντάξει, η γνώση που παρέχει το πανεπιστήμιο είναι γνώση καπιταλιστική. Δεν παύει όμως ταυτόχρονα να είναι και γνώση που δεν είναι μέχρι τέλους αξιοποιήσιμη, δεν παύει να είναι γνώση πιο πολύ επιστημονική/θεωρητική παρά τεχνική/πρακτική. Το γεγονός ότι υπάρχει ένας διαρκής κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων και των πανεπιστημιακών τμημάτων, όπως και το ότι το πτυχίο σήμερα είναι περισσότερο προαπαιτούμενο για την συνέχιση σε ένα μεταπτυχιακό τμήμα (πράγμα που ισχύει και τυπικά μετά από τις συμφωνίες της Μπολώνια), παρά πιστοποίηση σπουδών, αποδεικνύει αυτό ακριβώς το πράγμα. Όταν ο πρόεδρος του ΣΕΒ Βορείου Ελλάδας δηλώνει πριν λίγο καιρό, ότι «οι έλληνες απόφοιτοι πανεπιστημίου είναι τενεκέδες» (και δεν φοβάται μην του σπάσει κάποιος απόφοιτος το κεφάλι με ένα τενεκέ), το ίδιο πράγμα λέει με άλλα λόγια, αφού δεν μπορεί να πιστέψει κανείς ότι είναι τενεκέδες αυτοί οι άνθρωποι. Ανεπαρκώς εξειδικευμένοι στην τελευταία τεχνογνωσία μπορεί, τενεκέδες όχι.
Στην πραγματικότητα το ιδανικό για το κεφάλαιο θα ήταν να μπορούσε να επιβάλλει μέχρι τέλους στο πανεπιστήμιο μια λογική τογιοτισμού. Κάθε επιχείρηση να έχει υπό την αρμοδιότητα της ένα πανεπιστημιακό τμήμα, ή μια έδρα, που θα ασχολούνταν μόνο με τα ερευνητικά ενδιαφέροντα της (και που τα έξοδα της θα παρεχόταν βέβαια από τον κρατικό κορβανά, ή καλύτερα από τους ίδιους τους χρήστες). Αυτό το τμήμα θα επιφορτιζόταν με το να της προσφέρει just in time στελέχη, δηλαδή στελέχη επαρκώς καταρτισμένα στον αντίστοιχο τομέα, την ώρα που τα χρειάζεται, για όσο χρόνο τα χρειάζεται, με δυνατότητες αυξημένης ευελιξίας και σε αφθονία. Σε αφθονία για να σέρνει συνεχώς από πίσω τους το μπαμπούλα της ανεργίας με αντίτιμο την πειθάρχηση τους, και για να μπορεί να τους αλλάζει σαν τα πουκάμισα όταν χρειάζεται κάτι «καλύτερο», ή να τους φτύνει σαν τα κουκούτσια σε περιόδους «αναδουλειάς». Αυτήν την τάση μπορούμε να την δούμε ακόμα και σήμερα στο γεγονός ότι οι περισσότερες πανεπιστημιακές σχολές -και δη οι σχολές αιχμής της τεχνολογίας και της έρευνας- έχουν μετατραπεί σε παραρτήματα επιχειρήσεων. Με «χρηματοδότηση» συγκεκριμένων εδρών και ερευνητικών προγραμμάτων, με υποτροφίες σε συγκεκριμένους τομείς, κλπ. Όμως όπως και να χει, και όσον αφορά την κατάρτιση των υποψήφιων εργαζομένων, αυτό το πράγμα το επιτυγχάνει ευκολότερα σήμερα η δια βίου εκπαίδευση παρά το πανεπιστήμιο.
Η «κρίση» του πανεπιστημίου, συγκεκριμένα της παραγωγικής/τεχνικής λειτουργίας του, παίρνει την πιο οξεία της μορφή στην αδυναμία επιτέλεσης του αναδιανεμητικού ρόλου, του ρόλου του ως μηχανισμού καταμερισμού εργασίας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια που έχει αναδυθεί παγκόσμια το φαινόμενο της ανεργίας, όπως και το προηγούμενο και αυτή σαν αποτέλεσμα της ήττας του ανταγωνιστικού κινήματος διεθνώς και των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων που επέβαλλαν τα αφεντικά στην εργασία, τα πράγματα έχουν αλλάξει και σε αυτό τον τομέα. Το χουμε ξαναγράψει χωρίς να πιστεύουμε ότι έχουμε ανακαλύψει την Αμερική. Το μαζικό πανεπιστήμιο, το πανεπιστήμιο δηλαδή του κράτους-πρόνοιας, παράγει μαζική ανεργία. Το μαγικό χαρτάκι που δίνουν οι σχολές ως ανταπόδοση μερικών χαμένων χρόνων ενασχόλησης με το αντικείμενο τους στην πράξη δεν αξίζει πιο πολύ από ένα κωλόχαρτο. Η αποσύνδεση πτυχίου και παραγωγικής διαδικασίας είναι το πιστοποιητικό θανάτου του μαζικού πανεπιστημίου. Η συντριπτική πλειοψηφία των αποφοίτων του πανεπιστημίου σήμερα είτε δουλεύει σε υποτιμημένες δουλειές του τριτογενή τομέα άσχετες με το αντικείμενο σπουδών τους, είτε δουλεύει σε υποτιμημένες θέσεις μερικής απασχόλησης, ή με το βασικό μισθό στο αντικείμενο των σπουδών τους, είτε βρίσκεται σε κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών επειδή το «ένα πτυχίο δεν φτάνει», είτε είναι άνεργοι.
Ειδικά αυτή η όψη της «κρίσης» είναι και η πιο δραματική για την κοινωνική συνείδηση και η πιο δύσκολη να χωνευτεί στην Ελλάδα. Όταν γενιές ανθρώπων έχουν μεγαλώσει και φτάσει στα 18 τους χρόνια, ακούγοντας από την ώρα που γεννήθηκαν, κάθε μέρα σε κάθε γιορτή και σε κάθε «οικονομική αποτυχία» της οικογένειας, σαν ευχή και σαν κατάρα ταυτόχρονα, «μάθε παιδί μου γράμματα», ή «σπούδασε για να μην γίνεις σαν και μας», ένα φαινόμενο που εκφράζει την πεμπτουσία του μικροαστικού οράματος της κοινωνικής ανόδου, και ενσαρκώθηκε τόσο στην αριστερή όσο και στην δεξιά εθνική ιδεολογία, είναι δύσκολο να περιμένεις την συναίνεση στην καταστροφή του. Ακόμα και σήμερα που οι ψευδαισθήσεις για «κοινωνική καταξίωση» μέσω της κατοχής ενός πτυχίου, είναι πολύ λιγότερες από ότι παλιότερα. Ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που ψήφισαν και στήριξαν καταλήψεις, ακόμα και ενάντια στο Γιωργάκη, υπερασπίστηκαν την δυνατότητα της συντήρησης αυτής της ψευδαίσθησης.
Η αστική σκέψη αναγνώριζε ανέκαθεν το πανεπιστήμιο ως «το θεματοφύλακα των αστικών αξιών» (εκτός από αυτήν της αξιοκρατίας, και της κοινωνικής καταξίωσης μέσω της διανοητικής επαγγελματικής θέσης που αναφέραμε ήδη): την ελευθερία στην κυκλοφορία των ιδεών, την διαρκή και αταλάντευτη προσπάθεια για την αναζήτηση της αλήθειας, την ευγενή άμιλλα και της συνεργασία μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας. Το γεγονός ότι όλα αυτά ακούγονται τουλάχιστον αστεία σε όποιον έχει έστω και στοιχειώδη επαφή με τον θεσμό, είναι η εκ νέου απόδειξη της ιδεολογικής του κρίσης. Για παράδειγμα κάθε βδομάδα δημοσιεύονται στον τύπο (με τελευταίο παράδειγμα την κρίση στο πανεπιστήμιο Κρήτης και τον «τυχαίο» θάνατο του καθηγητή Αλεξανδρόπουλου), καταγγελίες μεταξύ εδρών για ατασθαλίες και αθέμιτο ανταγωνισμό, πράγματα που αποτυπώνουν σε ένα βαθμό την σφαγή που λαμβάνει χώρα υπόγεια για το μοίρασμα της οικονομικής πίτας των χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων. Άντε τώρα να πείσεις τον «καλόπιστο» φοιτητή, ότι εσύ ο καθηγητής, ο πρύτανης, ο υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος, η προσωποποίηση του θεσμού, έχεις να προτείνεις οποιαδήποτε άλλη αξία εκτός από τον κυνισμό ενός ανθρωποφάγου ανταγωνισμού.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα αναντίρρητο γεγονός. Τα πρότυπα τελευταία κοπής που κατασκεύασε η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία δεν είχαν ανάγκη τον πανεπιστημιακό θεσμό για την κατασκευή τους, που εξάλλου παρουσιάζει μια παραδοσιακή «δύναμη αδράνειας» στην προσαρμογή του στις νέα συνθήκες. Αντίθετα παράχθηκαν από life-style περιοδικά, την τηλεόραση και γενικά από τον σκληρό πυρήνα των ιδιωτικών ΜΜΕ.
Έχοντας στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας όλα αυτά (ή και στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού, αλλά πάντως μέσα στο κεφάλι, ούτε από πάνω, ούτε από κάτω), μπορούμε να διακρίνουμε τον ορίζοντα της σημερινής εκδοχής της «κρίσης», όπως προσπάθησαν να τον σκιαγραφήσουν οι «σοφοί».
Δύο είναι κεντρικά σημεία των προτάσεων της επιτροπής: το ένα η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος που θα επιτρέψει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και το άλλο η περαιτέρω εντατικοποίηση των σπουδών (με ορισμό ανώτερου χρόνου φοίτησης, ανώτερου ορίου εξεταστικών ανά μάθημα, κλπ). Κάποιες επιπλέον προτάσεις κινούνται στις γραμμές της πρώτης πρότασης και αφορούν την εισαγωγή managers στα πανεπιστήμια, την επιβολή διδάκτρων κλπ. Υπάρχει επίσης και το ζήτημα του ασύλου αλλά με αυτό δεν θα ασχοληθούμε καθόλου, έχουν άλλωστε ειπωθεί τόσα πολλά σχετικά.
Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στόχο έχει αφενός την μείωση του κόστους της ανώτατης εκπαίδευσης για το κράτος και αφετέρου την βελτίωση της λειτουργικότητας της για το κεφάλαιο. Είπαμε ότι στην λογική του κεφαλαίου είναι να έχει κάθε επιχείρηση ένα παράρτημα όπου θα εκπαιδεύεται το προσωπικό της και θα επιδίδεται στην έρευνα. Αν αυτή η διαδικασία εκπαίδευσης δεν βαραίνει και την ίδια την επιχείρηση, αυτό θα ήταν το ιδανικότερο. Από την άλλη, το ιδιωτικό πανεπιστήμιο θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος διαμεσολαβητής των επιδιώξεων κάποιων στρωμάτων του κεφαλαίου, κυρίως σε τομείς που η κρατική νομοθεσία βάζει ορισμένους φραγμούς για την έρευνα και την τεχνική εφαρμογή της. Ο πειρασμός για παράδειγμα της βιοτεχνολογίας είναι πολύ μεγάλος για τα πιο «προοδευτικά» στρώματα του κεφαλαίου.
Στον ίδιο στόχο στοχεύουν τόσο η εισαγωγή managers στην διαχείριση των οικονομικών των πανεπιστημίων, όσο και τα πολλαπλά συγγράμματα, η επιβολή διδάκτρων, κλπ. Η διαχείριση των οικονομικών είναι απαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας κάθε σωστής επιχείρησης. Ο στόχος είναι προφανής: μείωση του κοινωνικού μισθού (των υπολειμμάτων του κράτους πρόνοιας) και μετακύλιση του κόστους της εκπαίδευσης στους «χρήστες».
Σε αυτό το πλαίσιο σκέψης, η περαιτέρω εντατικοποίηση των σπουδών που επιχειρείται φαντάζει άνευ αντικειμένου: τι ενοχλεί το κράτος ο «αιώνιος» φοιτητής που δεν δικαιούται ούτε επιπλέον συγγράμματα, ούτε δωρεάν σίτιση, στέγαση ή μεταφορά. Και όμως αντικείμενο στόχευσης υπάρχει. Είναι το προ-παραγωγικό υποκείμενο φοιτητής που πρέπει να προετοιμαστεί ιδεολογικά καταρχήν στην πειθαρχία των νέων συνθηκών εργασίας που θα μπει μετά την «φοιτητική ζωή», δηλαδή στην εντατικοποιημένη, ευέλικτη, ανασφάλιστη, κινητική εργασία. Είτε αυτή η εργασία αφορά το αντικείμενο των σπουδών του, είτε όχι.
Είναι επίσης η άνοδος του κάθε πανεπιστημιακού τμήματος στην κλίμακα αξιολόγησης που καταρτίζεται από την γραφειοκρατία της ευρωπαϊκής ένωσης προκειμένου να υποδειχτούν οι πιο αξιόλογες ευκαιρίες για επενδυτικές δραστηριότητες στο κεφάλαιο. Εννοείται ότι όσο πιο αυστηρά είναι τα προγράμματα σπουδών και όσο πιο πειθαρχημένα τα φοιτητικά υποκείμενα, τόσο πιο υψηλή είναι η αξιολόγηση, στην σχετική κλίμακα.
Η ιστορία της αντίστασης των φοιτητών στα σχέδια του κράτους και του κεφαλαίου στην ελλάδα, ειδικά στην εικοσαετία 1979-1998, είναι ένα από τα πολλά πράγματα που μένει να γίνουν αντικείμενο έρευνας της ανταγωνιστικής επεξεργασίας. Γεγονός είναι ότι για πάνω από είκοσι χρόνια τα μαζικό φοιτητικό κίνημα, λαμβάνοντας άλλοτε περισσότερο ριζοσπαστικό χαρακτήρα (όπως π.χ. το 1979 και την κυριαρχία της αναρχοαυτονομίας στις καταλήψεις των πανεπιστημίων) και άλλοτε λιγότερο, κατάφερε να μπλοκάρει για σχεδόν τριάντα χρόνια την νεοφιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική επίθεση στον θεσμό, μια επίθεση που εκφραζόταν πάντα με προσχήματα τους «αιώνιους φοιτητές», το «χαμηλό επίπεδο σπουδών», την «γενική χαλάρωση» μέσα στα πανεπιστήμια, την μειωμένη «ανταγωνιστικότητα» των αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων σε σχέση με τους αντίστοιχους του εξωτερικού, τον «φασισμό του ενός συγγράμματος», κλπ. Κατάφερε να την μπλοκάρει σε σχέση με αντίστοιχα παραδείγματα που έχουν να επιδείξουν άλλα κράτη-πρόνοιας. Οι φοιτητικές καταλήψεις του 1979 ενάντια στο νόμο Βαρβιτσιώτη, το 1992 ενάντια στο νόμο Κοντογιαννόπουλου, το 1998 ενάντια στο νόμο Αρσένη, είναι στιγμές αυτής της αντίστασης. Η διαφορά της σημερινής κινητοποίησης από όλες τις προηγούμενες είναι η συγκυρία που εκδηλώνεται αυτή η επίθεση και κάποια ειδικά χαρακτηριστικά της. Για παράδειγμα ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε υπάρξει συναίνεση μεταξύ της δεξιάς και της πασοκικής διαχείρισης του κράτους στο θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, παρά την επιμέρους διαφωνία τους σε μια σειρά άλλων ζητημάτων.
Στα θετικά των φοιτητικών κινητοποιήσεων είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά αφορούν μια πρόταση μιας επιτροπής και όχι ένα ήδη έτοιμο σχέδιο νόμου. Αυτό αν μη τι άλλο δείχνει μια γόνιμη καχυποψία και μια γνώση του πολιτικού παιχνιδιού, σημεία μιας καταρχήν πολιτικής ωριμότητας. Στα θετικά επίσης είναι το γεγονός ότι οι κινητοποιήσεις αυτές συνέπεσαν με την εξεταστική του Ιουνίου και δεν κάμφθηκαν από το φόβο της απώλειας αυτής της εξεταστικής (Ένα από τα καλύτερα συνθήματα των διαδηλώσεων ήταν: «Στο διάολο να πάει η εξεταστική, εμείς μιλάμε για ολόκληρη ζωή»). Αυτό παρά το γεγονός ότι το επιχείρημα της «χαμένης εξεταστικής» το έπαιξαν εξίσου καλά η φοιτητική παράταξη της κυβέρνησης και οι σταλινικοί του Περισσού (στην αρχή της διαμαρτυρίας και ενάντια στα πλαίσια για κατάληψη). Όσον αφορά τους τελευταίους καμία έκπληξη. Και στον Μάη του 1968, όταν νομίζανε ότι ακόμα παίζεται η κατάσταση και μπορούν να την καταστείλουν, το ίδιο λέγανε: «οι ανεύθυνοι αριστεριστές που δεν τους νοιάζει αν χάσουν την εξεταστική οι φοιτητές».
Ίσως το πιο σημαντικό από όλα που δεν ξέρουμε πόσοι το κρατάνε στο κεφάλι τους: οι τελευταίες σειρές φοιτητών προέρχονται ουσιαστικά από τις πιο πειθαρχημένες γενιές μαθητών της μεταπολίτευσης. Τους μαθητές δηλαδή που είχαν ήδη ηττηθεί από το νόμο 2525 του Αρσένη, που κατάφερε να μπλοκάρει σχεδόν κάθε μαθητική διαμαρτυρία τα τελευταία επτά χρόνια. Λέμε δηλαδή ότι αυτοί που ξεσηκώθηκαν υπήρξαν στην κυριολεξία τα πειραματόζωα της εντατικοποίησης στην εκπαίδευση σήμερα και στην εργασία αύριο. Οι άνθρωποι που διδάχτηκαν περίπου ως μοναδική προοπτική να διαβάζουν από το πρώτο εξάμηνο σπουδών, αλλάζοντας σχεδόν την παραδοσιακή κοινωνική αναπαράσταση του φοιτητή, που υπήρχε μέχρι πριν δέκα με δεκαπέντε χρόνια, και που ουσιαστικά δεν είχαν καμία εμπειρία καμιάς φοιτητικής κινητοποίησης. Ε, αυτοί οι άνθρωποι ήτανε που γράψανε κάτι που μοιάζει χλιαρό, αλλά κατά την άποψη μας δεν είναι: «Δεν έμαθαν να μας σέβονται, θα μάθουν να μας φοβούνται».
Η ανταγωνιστική ανάλυση δεν έχει σκοπό να αναζητήσει ανύπαρκτες αντιφάσεις σε ένα αγώνα, ούτε να στήσει ιδεολογικά δικαστήρια, του τύπου «οι φοιτητές είναι ρεφορμιστές, φλώροι, κλπ». Η ανταγωνιστική ανάλυση έχει σκοπό καταρχήν να κατανοήσει· και από κει και πέρα να ερμηνεύσει και να αναδείξει. Να αναδείξει τις προοπτικές της κινητοποίησης και τα όρια της. Να αναδείξει τις δυνατότητες υπέρβασης ή μη αυτών των ορίων.
Γι’ αυτό το λόγο οφείλει να βάζει στο κέντρο του προβληματισμού της την μορφή και το περιεχόμενο της κάθε κινητοποίησης, όπως επίσης και την ύπαρξη ή όχι διαλεκτικής σχέσης μεταξύ αυτών των δύο.
Όσον αφορά την μορφή των κινητοποιήσεων, και δη της συγκεκριμένης, αυτό που πρέπει να εξετάζεται είναι η δημιουργία θεσμών αγώνα από τους συμμετέχοντες: η δημιουργία δηλαδή κοινοτήτων συζήτησης, ανταλλαγής απόψεων, ζύμωσης, συλλογικής λήψης αποφάσεων που αφορούν τόσο τον τρόπο οργάνωσης της διαμαρτυρίας, όσο και το περιεχόμενο της. το πόσο αυτού του είδους οι θεσμοί εκφράζουν την συλλογική βούληση των συμμετεχόντων, διασφαλίζουν την συλλογική αυτονομία του κινήματος, και προωθούν την πρωτοβουλία των αγωνιζόμενων είναι κατά την γνώμη μας μία από τις δύο λυδίες λίθους μιας κινητοποίησης. Η λυδία λίθος για την ποιότητα της, για την δυνατότητα της να καταργεί τους διαχωρισμούς μεταξύ αυτών που αποφασίζουν και αυτών που εκτελούν, για την ικανότητα της να χαράζει προοπτικές πέρα από τα στενά όρια που βάζει η σημερινή συνθήκη.
Η άλλη λυδία λίθος που δεν καθορίζεται αναγκαστικά από την προηγούμενη, αλλά όπως και να το κάνουμε σχετίζεται διαλεκτικά μαζί της, είναι το περιεχόμενο της κινητοποίησης, όπως εκδηλώνεται στο δημόσιο χώρο μέσα από την δράση και των λόγο των αγωνιζόμενων, αλλά και μέσα από τις άρρητες μορφές έκφρασης που υποβόσκουν στις συμπεριφορές και στις στάσεις του και αναζητούν διαρκώς τρόπους έκφρασης.
Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες δημιούργησαν ανοιχτά συντονιστικά κατάληψης στις σχολές τους, που σε γενικές γραμμές, λειτούργησαν με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο. Όπου ο συσχετισμός μέσα στις σχολές ήταν υπέρ των «ανένταχτων» φοιτητών και κατά των οργανωμένων φοιτητικών παραρτημάτων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, όπου δηλαδή απουσίαζαν οι συνδικαλιστικοί ιμάντες μεταβίβασης της κεντρικής γραμμής, οι διαδικασίες αυτές κατάφεραν να λειτουργούν με περισσότερο αμεσοδημοκρατικό τρόπο και παράλληλα να βάζουν γενικότερα ζητήματα επεξεργασίας και συζήτησης που ξέφευγαν από την μιζέρια της υπεράσπισης της κρατικά εγγυημένης εκπαίδευσης.
Για παράδειγμα φοιτητές τριών σχολών του πολυτεχνείου της Αθήνας ανέδειξαν σαν κεντρικό ζήτημα το μεταναστευτικό (αλληλεγγύη σε μετανάστες, φοιτητές και μη) σε κατάληψη ραδιοφωνικού σταθμού για την δημοσιοποίηση του εκπαιδευτικού ζητήματος. Όπως είναι γεγονός ότι η κατάληψη του ΤΕΙ Αθήνας προσπάθησε πραγματικά να είναι ανοιχτή (όπως πρέπει να είναι μια κατάληψη) πράγμα που αποτυπώνεται και στις προκηρύξεις2 που μοίραζε, όπως και το ότι η συνθηματολογία διαφόρων μπλοκ (π.χ, Πάντειος) ήταν πιο ριζοσπαστική σε περιεχόμενο από άλλες. Εξάλλου υπήρχαν σύλλογοι που κατέβαιναν με συλλογικές αποφάσεις σύγκρουσης (π.χ. ηλεκτρολόγοι–μηχανικοί στην Αθήνα, και αντίστοιχες περιπτώσεις στην Θεσσαλονίκη) ή με τον απαραίτητο (και επιθετικό) εξοπλισμό απάντησης, σε περίπτωση «πεσίματος» από τους μπάτσους (π.χ. ΕΜΜΕ Αθήνας).
Ωστόσο οι φοιτητές-τριες δεν κατάφεραν να επιβάλλουν συνολικά αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες στην κινητοποίηση τους, αφού άφησαν το γενικό συντονιστικό των καταλήψεων να γίνει σφηκοφωλιά των εκκολαπτόμενων στελεχών του ΝΑΡ κατά κύριο λόγο, του ΚΚΕ, του ΣΥν και δευτερευόντως των άλλων γκρουπούσκουλων της άκρας αριστεράς. Αναπόφευκτα οι συνελεύσεις του συντονιστικού γίνανε ρινγκ καταγραφής του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των ΕΑΑΚ (των πιο σκληρά κομματικοποιημένων κομματιών τους) και της ΠΚΣ.
Η στάση των ΕΑΑΚ να καταγραφούν ως ο «υποκινητής» των καταλήψεων (αντίληψη που ενισχύθηκε με την δεδομένη στάση της ΠΚΣ και της ΠΑΣΠ και την πάγια αδυναμία του ΣΥΝ στις ανώτερες σχολές), η πολύχρονη πείρα της γραφειοκρατίας τους στην «καθοδήγηση» φοιτητικών αγώνων και στην διαστρέβλωση εννοιών και περιεχομένων (π.χ. κουνάνε διαρκώς την σημαία της άμεσης δημοκρατίας, ενώ η οργάνωση και η πρακτική τους παραπέμπει κατευθείαν στα λενινιστικά μοντέλα), η δεδομένη ανικανότητα του α/α χώρου να καταθέσει ένα λόγο και μια πράξη αυτονομίας παρά την αρκετά σημαντική (ποσοτικά) παρουσία των διαφορετικών τάσεων του μέσα στις σχολές και η εμμονή κάποιων κομματιών3 του να παίζουν στο δρόμο με μολότωφ το γραφειοκρατικό παιχνίδι που παίζει η αριστερά στα αμφιθέατρα, επέτρεψαν στο ΝΑΡ και στις διασπάσεις του, να επιβάλλουν την παρουσία τους.
Ωστόσο, με δεδομένο ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση με παλιότερα, όπως και με δεδομένη την καχυποψία που αναπτύχθηκε απέναντι σε αυτό το φαινόμενο από μεγάλη μερίδα κόσμου που συμμετείχε και στήριξε τις κινητοποιήσεις, εκτιμούμε ότι η ικανότητα των χειραγωγών (των αμφιθεάτρων, ή του δρόμου) θα είναι σαφώς πιο περιορισμένη στο μέλλον. Αυτό εξάλλου θα είναι και το μέτρο της πολιτικής ωριμότητας του κινήματος: η περιθωριοποίηση και το ξεπέρασμα των γραφειοκρατών και της διαμεσολαβητικής τους λογικής.
Το γεγονός ότι η κινητοποίηση δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον ορίζοντα της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας4, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ιδεολογική κυριάρχηση της αριστεράς (κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής) στο περιεχόμενο της διαμαρτυρίας. Μια αριστερά απόλυτα προσαρμοσμένη στο πολιτικό παιχνίδι του καπιταλιστικού κόσμου και άρα ανίκανη -και χωρίς την θέληση- να ερμηνεύσει την σημερινή πραγματικότητα και να προτείνει οποιοδήποτε σχέδιο για την αλλαγή αυτού του κόσμου, πέρα από την υπεράσπιση «του δημόσιου και δωρεάν»5 χαρακτήρα της κρατικής εκπαίδευσης. Αυτός άλλωστε είναι ο πραγματικός της ρόλος: ο εξανθρωπισμός του συστήματος, στόχος που πιστεύει ότι μπορεί να περάσει μέσα από την ισχυροποίηση της. Γι’ αυτό το λόγο παίζει το παιχνίδι της αστικής νομιμότητας διατηρώντας την ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρει να πάρει με το μέρος της και τις «συντηρητικές» συνειδήσεις. Ωστόσο, η διανοητική της τυφλότητα δεν της επιτρέπει να αντιληφθεί ότι το ίδιο ακριβώς υπερασπίζεται και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα αριστερότερα της κυβέρνησης (ακόμα και ο Γιωργάκης6 δεν μιλάει για ιδιωτικά, αλλά για μη-κρατικά πανεπιστήμια). Οπότε όλος αυτός ο κόσμος που χαϊδεύει η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, όταν έρθει η ώρα να ρίξει το κουκί του θα προτιμήσει τα πιο καλά μαγαζάκια που λένε το ίδιο (π.χ. το συνασπισμό των κινημάτων…) και όχι την ίδια.
Εν πάσει περιπτώσει, δεν είναι το ζήτημα μας η αριστερά, παρά μόνο στο βαθμό που οι συνθήκες του σήμερα επιτρέπουν την οριακή επιβίωση της. Το ζήτημα μας είναι ακριβώς γιατί αυτή η αριστερά που δεν έχει να προτείνει τίποτα πέρα από τα τετριμμένα, που ούτε ρεφορμιστικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σήμερα, επιβιώνει ακόμα. Και η απάντηση σχετίζεται ακριβώς με τα όρια αυτής της κινητοποίησης.
Πράγματι, αν μέναμε στα παραπάνω θα λέγαμε την μισή αλήθεια. Οι άνθρωποι, οι φοιτητές στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι πρόβατα να καθοδηγούνται από μειοψηφίες, αριστερές ή δεξιές, όσο και αν η παραδοσιακή αριστεροαναρχική αντίληψη τους αντιμετωπίζει έτσι. Οι φοιτητές-τριες κινητοποιήθηκαν από συμφέροντα και επιθυμίες… Αν λοιπόν ήθελαν θα αναζητούσαν κάτι περισσότερο από «δημόσια-δωρεάν παιδεία», ή «διασφάλιση του πτυχίου» και «δουλειά». Αν οι φοιτητές-τριες ήθελαν, οι αριστεροί γραφειοκρατίσκοι των αμφιθεάτρων καθώς και οι αναρχικοί εργολάβοι της εξέγερσης, δεν θα είχαν κανένα ρόλο στην κινητοποίηση τους. Με άλλα λόγια, η έλλειψη πολιτικής πείρας εξηγεί κάποια πράγματα, αλλά αφήνει ανερμήνευτα κάποια άλλα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών δεν πήγε πουθενά αλλού, δεν αμφισβήτησε δηλαδή συνολικά το ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής γνώσης, όπως και το ίδιο το σύστημα του καταμερισμού εργασίας, όπως το έκαναν παλιότερες γενιές, επειδή δεν επιθυμούσε να αμφισβητήσει αυτό το πράγμα.
Όπως και να χει το πράγμα αυτό είναι ένα από τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της φοιτητικής διαμαρτυρίας. Τα υπόλοιπα, η επιλογή δηλαδή μιας ολικής σύγκρουσης με την αστυνομία (έστω των πιο προωθημένων κομματιών των φοιτητών), πραγματικής και όχι για τα βραδινά δελτία ειδήσεων, η επιλογή να βγει ο αγώνας από τα πανεπιστήμια και να ανοιχτεί ευρύτερα, όλα αυτά δηλαδή που δεν έγιναν, είναι δυστυχώς συνέπειες του προηγούμενου και όχι αιτίες του.
Πάντως, η φοιτητική διαμαρτυρία δεν μοιάζει να βρίσκεται στο τέλος της παρά την λήξη των καταλήψεων στο τέλος του περασμένου Ιούνη. Με αυτήν την έννοια το στοίχημα δημιουργίας μιας νέας κοινότητας συμφερόντων και επιθυμιών των φοιτητών με τους άλλους εκμεταλλευόμενους, που θα συντρίβει στην πράξη κάθε συντεχνιακό περιεχόμενο αμφισβήτησης και κάθε γραφειοκρατική μορφή οργάνωσης του αγώνα, στοίχημα που θα πρέπει να περάσει αναγκαστικά πάνω από το πτώμα κάθε διαμεσολάβησης, παραμένει ανοιχτό. Αυτό ας γίνει συνείδηση σε όλους αυτούς τους φοιτητές που επιθυμούν περισσότερα πράγματα από την απόσυρση ενός νομοσχεδίου και μέχρι τώρα σέρνονταν πίσω από την ουρά της αριστεράς, ή σπαταλούσαν χρόνο μόνο για την καλύτερη οργάνωση της σύγκρουσης με τους μπάτσους.
Το πρίσμα μέσα από το οποίο αναλύεις ένα φαινόμενο σχετίζεται αναμφισβήτητα και με την θέση που επιλέγεις να πάρεις απέναντι σε αυτό το φαινόμενο. Με αυτή την έννοια, η ανταγωνιστική ανάλυση δεν είναι το μαγικό φίλτρο που κάνει το μισοάδειο ποτήρι να φαίνεται μισογεμάτο, αλλά είναι σίγουρα η επιλογή διαθεσιμότητας να δεσμευτεί κάποιος σε απελευθερωτικά προτάγματα. Το φοιτητικό κίνημα δεν το παρακολουθήσαμε από την τηλεόραση, ούτε βγάλαμε τα συμπεράσματα που καταθέσαμε μελετώντας τα ευαγγέλια περασμένων ιδεολογιών. Κατεβήκαμε στους δρόμους, πήγαμε στις κατειλημμένες σχολές, φάγαμε τα δακρυγόνα και την βία των μπάτσων στις πορείες, και ανταποδώσαμε ένα (πολύ μικρό έως ελάχιστο, είναι η αλήθεια) μέρος της βίας που υποστήκαμε όταν χρειάστηκε, μιλήσαμε με κάποιους φοιτητές (συνδικαλιστές, ή όχι), σταθήκαμε αλληλέγγυοι στον αγώνα τους. Όλα αυτά δεν τα κάναμε από την άποψη ότι συμμετέχουμε σε μια επαναστατική διαδικασία, ούτε από την άποψη ότι οφείλουμε να «εκτρέψουμε» τις φοιτητικές πορείες, σε κάτι που έμοιαζε να μην το θέλουν οι ίδιοι οι φοιτητές. Το κάναμε αφενός από την άποψη της αλληλεγγύης σε ένα κίνημα που μπορεί να μπλοκάρει μια πτυχή του νεοφιλελεύθερου σχεδίου, πράγμα που θα δώσει άλλο αέρα σε μας και στην υπόθεση της δικής μας αντίστασης στους χώρους εργασίας μας (και όχι μόνο). Και το σημαντικότερο από όλα, το κάναμε επειδή θέλαμε να κατανοήσουμε περισσότερο τις βαθύτερες επιθυμίες και ανάγκες αυτών των υποκειμένων, γιατί ένα παράξενο πείσμα δεν μας άφηνε να πιστέψουμε ότι όλοι αυτοί (που επιμένουν να κατεβαίνουν στο δρόμο χωρίς καμιά εμπειρία αγώνα, μέσα σε συνθήκες υποσαχάριας Αφρικής, έχοντας καταπιεί όλων των ειδών τις χημείες τύπου cs και έχοντας μετρήσει κάμποση βία στα κορμιά τους) αγωνίζονται μόνο για δημόσια δωρεάν παιδεία.
Μια υπόθεση εργασίας που κάνουμε για παράδειγμα -και που απαιτεί εμπειρική επιβεβαίωση- είναι ότι ένα μέρος των φοιτητών-τριών έπραξαν έτσι πιο πολύ επειδή δεν γουστάρουν άλλο να είναι οι μαλάκες της υπόθεσης: ξέροντας ότι δεν θα χουν ποτέ το μέλλον που πιθανόν φαντάστηκαν, δεν είναι πρόθυμοι να πληρώσουν γραμμάτια ακριβότερα από αυτά που τους αναλογούν, στο παρόν. Πιο απλά: «Δεν φτάνει που μας ετοιμάζεται για αναλώσιμο υλικο, θέλετε να λιώσουμε από τώρα;». Αν αυτή η υπόθεση εργασίας είναι σωστή, δημιουργείται ήδη ένα γόνιμο έδαφος για την καταστροφή ψευδαισθήσεων κοινωνικής ανόδου και για την δημιουργία μίας νέας συνείδησης που θα κατανοεί σε βάθος ότι η σημερινή τάση του κεφαλαίου να μετατρέπει την συντριπτική πλειοψηφία των αποφοίτων των ανώτερων σχολών σε υποτιμημένους εργάτες (αυτό που, χωρίς να είχε την πλήρη μορφή που έχει σήμερα, ονομάστηκε σε μια παλιότερη περίοδο «αντικειμενική προλεταριοποίηση της διανοητικής εργασίας») έχει ελάχιστες πιθανότητες να αναστραφεί, και άρα οι ατομικές λύσεις διεξόδου από αυτή την κατάσταση είναι περιορισμένες, για περιορισμένους και σίγουρα επώδυνες (δηλαδή απαιτούν αντίτιμο άπειρων εργατοωρών, πολλές επικύψεις, και ανεξάντλητες υποχωρήσεις και υπομονή ενώπιον προϊσταμένων και αφεντικών). Οπότε ο άλλος δρόμος που μένει στους φοιτητές-τριες είναι η συλλογική συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας και η δράση που υπαγορεύει αυτή η συνειδητοποίηση: η συγκρότηση τους δηλαδή σαν συνειδητή και έμπρακτη κοινότητα συμφερόντων μαζί με τους άλλους εκμεταλλευόμενους σε σχέση ανταγωνιστική με την κυριαρχία (αυτό που ονομαζόταν παλιά «υποκειμενική προλεταριοποίηση»). Όπως και να χει το πράγμα, αυτή είναι μια υπόθεση εργασίας που μένει να διαψευστεί, ή να επιβεβαιωθεί.
Αυτό που έχει τώρα σημασία είναι οι ίδιοι οι ριζοσπάστες φοιτητές να μιλήσουν για τον αγώνα τους, για τις επιθυμίες και για τις ανάγκες τους και για την δημιουργία αυτών των σχέσεων που θα τις αφήσουν να αναπτυχθούν μέσα στο κοινωνικό πεδίο. Να αναπτυχθούν με τον τρόπο που θα ευνοεί το ξεπέρασμα των σημερινών κοινωνικών σχέσεων.
1. Για να ξεκαθαρίσουμε κάτι: οι κατακτήσεις αυτές δεν ήταν κατακτήσεις των ριζοσπαστών φοιτητών, ή της αριστεράς· ήταν κατακτήσεις του συλλογικού υποκειμένου(φοιτητών κυρίως, αλλά όχι μόνο) των αγώνων αυτής της περιόδου.
2. Π.χ, στα ΤΕΙ Αθήνας. Αντιγράφουμε από προκήρυξη του συντονιστικού κατάληψης που μοιράστηκε στην πορεία της 8ης Ιουνίου: «Ο αγώνας που αυτή την στιγμή διεξάγεται δεν μπορεί να περιοριστεί στην διασφάλιση κεκτημένων παλιότερων αγώνων. Δεν σκοπεύουμε να επαναφέρουμε την προηγούμενη κατάσταση της παιδείας, αλλά στοχεύουμε σε μια πιο ευρεία αλλαγή της που δεν μπορεί παρά να απαιτεί ριζικές αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις. Αλλαγές που δεν μπορούν να καταγραφούν σαν μια αποκρυσταλλωμένη πρόταση αφού οι τάσεις που συμμετέχουν σε ένα κίνημα είναι διάφορες και μερικές φορές αντιθετικές όσον αφορά τους τελικούς στόχους της κάθε μιας. Ωστόσο στην βάση της οριζόντιας οργάνωσης και του αδιαμεσολάβητου αγώνα, μπορούν αν συνεργαστούν όλες οι δυνάμεις που μάχονται για μια ολοκληρωτική ή μερική κοινωνική αλλαγή. Φυσικά από την συνεργασία αυτή αποκλείονται όλες οι γραφειοκρατικές και συμβιβασμένες οργανώσεις είτε αυτές είναι ξεκάθαρα ταγμένες στην πλευρά του καθεστώτος, είτε πλασάρουν ένα αγωνιστικό πρόσωπο».
3. Η θέα των καμένων τραπεζών και των διαλυμένων sex shops είναι τουλάχιστον γοητευτική σαν μια καθαρή έκφραση του μίσους που χρωστάμε σε κράτος και αφεντικά. Ρωτάμε όμως: σε μια Συγγρού που δεν υπάρχει ούτε ρουθούνι μπάτσου σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων και με δεδομένο το ότι είχε προηγηθεί μια πορεία που είχε επιτεθεί στην αστυνομία μια βδομάδα πριν και είχε κατασταλεί άγρια, ποιο διάολο εξυπηρετούσαν τα μπάχαλα σε τράπεζες, αυτοκίνητα και μαγαζιά; Ποιο διάολο με την έννοια ότι έδωσαν μια διπλή ευκαιρία στο κράτος και στην αριστερά του: αφενός «να τι γίνεται όταν η αστυνομία αφήνει τους ταραχοποιούς και δεν επεμβαίνει» και αφετέρου μια καλή ευκαιρία διαχωρισμού των «ειδικών της βίας», από τους «ειρηνικούς» φοιτητές (το πρώτο περισσότερο από το δεύτερο). Εν πάσει περιπτώσει εκτός από ανάληψη της «εργολαβίας της βίας» δεν συνιστούν παράλληλα και μια επίδειξη γραφικότητας (εκ μέρους ενός κομματιού της αναρχίας/αυτονομίας); Είχαν καμία σχέση αυτά τα μπάχαλα, όπως και τα αντίστοιχα στο χώρο του πολυτεχνείου μια βδομάδα μετά, με αυτά της πορείας της 8ης Ιουνίου, ή με την (περιορισμένη έστω) σύγκρουση στα προπύλαια και στην νομική της 27ης Ιουνίου που οι ίδιοι οι φοιτητές -δηλαδή τα ίδια τα υποκείμενα του κινήματος ανεξάρτητα από την πολιτική τους ταυτότητα- ήταν το κύριο υποκείμενο της σύγκρουσης;
Εν πάσει περιπτώσει, υπάρχει βία ανταγωνιστική/συλλογική και βία γραφειοκρατική/χειραγωγική ή όχι; Κάθε απάντηση ευπρόσδεκτη.
4. Δύο από τα βασικά συνθήματα της διαμαρτυρίας ήταν: Μέχρι τις Βρυξέλες, να ακουστεί καλά/ δεν θέλουμε ειδίκευση, θέλουμε δουλειά και Θέλουμε δουλειά και όχι ανεργία/ την κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία.
5. Σε μια δημόσια συζήτηση πριν καμιά δεκαριά χρόνια είχαμε πει ότι το σύνθημα δημόσια δωρεάν παιδεία εμπεριέχει τρία ψέματα. Πρώτον, η παιδεία δεν είναι δημόσια αφού δεν αποφασίζει γι’ αυτήν ο δήμος (δηλ. «ο λαός», για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους της αριστεράς)· δεύτερο δεν είναι δωρεάν επειδή χρειάζεσαι μια περιουσία (για να μπεις σε και να) βγάλεις μια σχολή· και τρίτον δεν είναι παιδεία, δηλ. πολύπλευρη μόρφωση/διάνοιξη ορίζοντων κλπ, αλλά εκπαίδευση δηλαδή κρατικά θεσμισμένη κατάρτιση). Σε τελευταία ανάλυση αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας της «ταξικότητας» της: η ιδεολογική/διαχωριστική της φύση και λειτουργία και όχι η παρεμπόδιση των χαμηλών οικονομικών στρωμάτων να κάνουν τους γόνους τους μικροαστούς..
6. Όποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει αυτά που είπε ο Γιωργάκης στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για την παιδεία στην Βουλή, θα συνειδητοποιήσει πόσο έχει κατατροπωθεί η αριστερά από την αστική ιδεολογία και πόσο ξεπερασμένη είναι σήμερα.
Mία μεγάλη υποσημείωση
Σε αυτό το κείμενο δεν συμφωνούν όλα τα μέρη της διαδικασίας σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι σε θέση να το υπερασπιστούν δημόσια. Ως εκ τούτου, και έχοντας κάποιες διαφωνίες είμαστε υποχρεωμένοι τουλάχιστον να τις περιγράψουμε.
Σε γενικές γραμμές υπάρχουν πολύ σοβαρές θεωρητικές ενστάσεις πάνω στην ανάλυση που γίνεται για τον ρόλο του πανεπιστημίου, σήμερα. Όπως έχει πει προ αμνημονεύτων χρόνων ο Πιλαλί: «Τα πανεπιστήμια παράγουν ειδικότητες και όχι προσωπικότητες». Στο παραπάνω κείμενο υπάρχουν δύο λειτουργίες που αναγνωρίζονται στον θεσμό πανεπιστήμιο: ιδεολογική και παραγωγική. Ωστόσο για εμάς, σφάλλει το κείμενο όταν εστιάζει κατά βάσην στην ιδεολογική λειτουργία του πανεπιστημίου, που ειδικά σήμερα είναι πολύ λιγότερη σε ισχύ, σε σχέση με το life style και τα ΜΜΕ. Ως εκ τούτου και από την στιγμή που παίρνεις λάθος τραίνο «όλοι οι σταθμοί θα είναι οι λάθος σταθμοί». Γιατί από εκεί και κάτω το κείμενο κατά την γνώμη μας φαίνεται να στοχεύει διαρκώς λάθος. Ας πούμε τι σχέση έχει η ιδεολογική λειτουργία του πανεπιστημίου με την πανσπερμία σχολών σε κάθε κωμόπολη; Αυτό για εμάς έχει να κάνει περισσότερο με τον πολιτικό, αναδιανεμητικό ρόλο του πανεπιστημίου παρά με οποιονδήποτε ιδεολογικό. Συνολικά, πάντως το κείμενο φαίνεται να εντοπίζει το πρόβλημα στην ιδεολογική σφαίρα πολύ περισσότερο από ότι χρειάζεται, (και συχνά βέβαια ακόμα και σ’ αυτό το κάνει λάθος –ποιος σχετίζει στα 2006 την κοινωνική πρόοδο με το πτυχίο;).
Μία δεύτερη διαφωνία έχει να κάνει με την γενική κατεύθυνση του κειμένου και τα ζητήματα που επιλέγει να θίξει. Για παράδειγμα θεωρούμε πιο σημαντικό να ειπωθούν πράγματα για την παραγωγική και πολιτική σημασία του πανεπιστημίου στην Ελλάδα, και να σταθούμε παραπάνω σε αυτό προκειμένου να δούμε τις υλικές συνθήκες που παράγει. Η αλήθεια είναι ότι αντιφάσκωντας το κείμενο με τον εαυτό του προσπαθεί να κάνει αυτό, αλλά το κάνει με λάθος τρόπο.
Μία τρίτη διαφωνία που είναι για εμάς πολύ σημαντική είναι το ότι αντιλαμβάνεται τους φοιτητές σαν κάτι που αποτελεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μία κοινωνική ενότητα. Δεν υπάρχουν κοινωνικές και οικονομικές διαφορές, ας πούμε, στα πανεπιστήμια; Για εμάς το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντάται σε σχέση με την συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα είναι το κατά πόσο υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα εντός της. Είναι ίδιος ο φοιτητής της ιατρικής ή της νομικής που θα κληρονομήσει την δουλειά του μπαμπά του με έναν άλλο που ο μπαμπάς του δεν έχει ιατρείο ή δικηγορικό γραφείο; Και σε άλλο επίπεδο: είναι ίδιοι οι φοιτητές (κοινωνικά και ας μας επιτραπεί να πούμε και ταξικά) του τμήματος επιστήμης υπολογιστών, με τους φοιτητές ιχθυοκαλλιέργειας;
Μία τελευταία διαφωνία και κλείνουμε εδώ έχει να κάνει με το επίπεδο στο οποίο ασκείται η κριτική στο φοιτητικό κίνημα κάτι το οποίο δεν είναι μόνο αδυναμία των συντρόφων του περιοδικού. Δυστυχώς, όποτε οι φοιτητές και η νεολαία κάνει κάτι σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο η σύγκριση είναι αναπόφευκτη: «η χρυσή δεκαετία του ‘60». Ωστόσο, η ανάλυση των συντρόφων δεν διακατέχεται ακριβώς από αυτό αν και κάνει ένα δύο στραβοπατήματα, το βασικό πράγμα που αγνοεί είναι ότι το ’68 το φοιτητικό κίνημα ήταν ένα επί μέρους κομμάτι μίας γενικότερης επαναστατικής κίνησης που εκτεινόταν σχεδόν σε όλους τους τομείς της καπιταλιστικής κοινωνίας, από την τέχνη μέχρι την σεξουαλικότητα, και από την ιατρική μέχρι την εργασία της νοικοκυράς… Σήμερα, εν τη απουσία ενός τέτοιου πράγματος πως και γιατί κρίνουμε τις φοιτητικές κινητοποιήσεις;
Labels: Τεύχος 6