Τευχος Πρώτο - Ο Λήσταρχος Γιαγκούλας Και Η Κυρία Ρίτσα Του 3ου

Η εγκληματικότητα, η παρανομία και τα υποκείμενα τους, έχουν ασκήσει κατά καιρούς και ασκούν ακόμα μία περίεργη επιρροή πάνω στους υπόλοιπους ανθρώπους, λίγο μαγική και πολύ μυθική… Επιρροή η οποία σε έναν μεγάλο βαθμό περνάει και στα πολιτικά υποκείμενα. Ο εγκληματίας, ο ληστής, ο παράνομος είναι ήδη μία μυθική φιγούρα πολύ πριν αναλυθεί σαν κοινωνικό φαινόμενο. Οι μύθοι δεν χρειάζονται αποδείξεις ούτε επιχειρήματα, χρειάζονται αποδοχή. Μία αντιφατική σχέση αλήθεια, όπου το ζητούμενο έχει ήδη αποδειχτεί πριν καν ζητηθεί…
Δεν σκοπεύουμε να μιλήσουμε γενικώς για το έγκλημα... Έτσι και αλλιώς υπάρχει μία πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσα στα εγκλήματα που είναι «ελκυστικά» και σε αυτά που είναι απωθητικά… Είναι προφανές ότι εγκλήματα και εγκληματίες που στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας είχαν και έχουν σαφώς μεγαλύτερη δημοτικότητα από ότι οι στυγνοί και αποκρουστικοί δολοφόνοι που σκοτώνουν και βιάζουν παιδάκια. Και αναφορικά πάντα με τα πολιτικά υποκείμενα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η διαφορά, αν σκεφθεί κανείς πόσο εύκολα, οι ίδιοι που διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους για μερικούς δολοφόνους, είναι οι καλύτεροι και οι πρώτοι υπερασπιστές μερικών από τις μεγαλύτερες σφαγές στην ιστορία. Βέβαια, άλλο να σε σφάζουν στο όνομα του Σατανά και άλλο στο όνομα του σοσιαλισμού.
Είναι προφανής σε γενικές γραμμές η συμπάθεια που εκδηλώνεται απέναντι σε κλέφτες και ληστές από ένα μέρος της κοινωνίας, οπότε δεν θα είμαστε και πολύ αναλυτικοί σε αυτό. Μόνο μία σημείωση: η συμπάθεια αυτή αφορά σχεδόν πάντα όσους κλέβουν πλούσιους ή οργανισμούς που έχουν περίσσευμα (τράπεζες, ταχυδρομεία κλπ). Δεν παρα είναι εκλεκτική αυτή η συμπάθεια; Είναι και καλά κάνει. Γιατί αυτή η συμπάθεια δεν είναι παρά μία έκφραση εχθρότητας απέναντι στους εκμεταλλευτές.
Η συμπάθεια των πολιτικών υποκειμένων αλλά και ενός μέρους της κοινωνίας είναι προς αυτό που έχει ονομαστεί (εντελώς και ύποπτα λανθασμένα) κοινωνική ληστεία. Το τι είναι κοινωνική ληστεία δεν είμαστε σε θέση να το πούμε, διότι αναγκαστικά μιλώντας για κοινωνικούς ληστές, πρέπει να μιλήσεις και για τους ληστές που δεν είναι «κοινωνικοί». Όλες οι ληστείες, όλες οι κλοπές, όλες οι δολοφονίες και όλα τα εγκλήματα είναι εξίσου κοινωνικά, εφόσον προέρχονται μέσα από την κοινωνία και όχι από εξωγήινους. Οι πιο καθυστερημένοι μαρξιστές και αναρχικοί κάνουν έναν γελοίο διαχωρισμό μιλώντας για κοινωνικό και αντικοινωνικό. Ένας διαχωρισμός ψευδής από την κορφή μέχρι τα νύχια. Και οι δύο αυτές τάσεις βλέπουν στον όρο κοινωνία, την διευρυμένη καλοσύνη του ανθρώπου ή κάτι παρόμοια νεφελώδες. Κοινωνία όμως δεν μπορεί να είναι κάτι που αποκλείει ότι δεν μας αρέσει. Κοινωνία είναι το σύνολο των σχέσεων που συνάπτουν κοινωνικές ομάδες και άνθρωποι. Όποιες από αυτές τις σχέσεις δεν αρέσουν σε κάποιον είναι λάθος να τις ονοματίζει σαν αντικοινωνικές. Οι εξεγέρσεις, τα κυκλώματα των παιδεραστών, το κράτος, τα μμε, ο πόλεμος και τα εργατικά συμβούλια είναι όλα στον ίδιο βαθμό «κοινωνικά». Διαφορετικά, μη αποδεχόμενοι αυτό το προφανές (και άρα ξεφεύγοντας από τον ψευδή διαχωρισμό κοινωνικό-αντικοινωνικό) να αρχίσουμε να λέμε κοινωνία εμάς και τους 12 φίλους μας που είμαστε όλοι μας πολύ καλοί άνθρωποι. Δεν υπάρχει λοιπόν αντικοινωνικό, δεν υπάρχει καν αντικοινωνικότητα. Επομένως, το να ονομάζεις μία ληστεία κοινωνική είναι σαν να λες ότι μία άλλη ληστεία δεν είναι κοινωνική. Και αν δεν είναι κοινωνική είναι αντικοινωνική, άρα στρέφεται εναντίον της κοινωνίας. Αυτό είναι μεγάλη λούμπα. Γιατί η κλοπή των χρημάτων μίας τράπεζας πχ. σημαίνει ότι στρέφεται ενάντια στην κοινωνία, στην πραγματικότητα όμως στρέφεται ενάντια στον τάδε ή δείνα τραπεζίτη. Τα λεφτά δεν είναι της κοινωνίας είναι της τράπεζας. Το να υπονοείς σαν αντικοινωνικό κάτι τέτοιο είναι σαν να εννοείς ότι τα λεφτά της τράπεζας οφείλει να τα υπερασπιστεί η κοινωνία, γιατί ενάντια σε αυτήν στρέφεται η κλοπή του τάδε τραπεζίτη. Πόσο βαθιά ακόμα να πέσουμε στην λούμπα της κυρίαρχης ιδεολογίας;
Απλά και τελειώνοντας αυτό το θέμα, δεν υπάρχει κάτι που να είναι αντικοινωνικό, διότι ταυτόχρονα είναι και κοινωνικό. Κάτι κοινωνικό για μία κοινωνική κατηγορία είναι αντικοινωνικό για κάποια άλλη, αφού η κοινωνία διασχίζεται από συγκρουόμενα συμφέροντα και επιθυμίες και από πλήθος ανταγωνιστικών σχέσεων και δεν είναι κάτι ενιαίο. Για αυτόν άλλωστε τον λόγο έννοιες όπως καλό και κακό (που συνοδεύουν το κοινωνικό και το αντικοινωνικό), είναι σκέτοι μύθοι που λειτουργούν ως συσκοτίσεις των υπαρκτών ανταγωνιστικών σχέσεων.
Καταλαβαίνει κανείς όχι μόνο το μάταιο αλλά και το αδιέξοδο αυτής της θεώρησης εξετάζοντας μερικά παραδείγματα πχ. της Μαφίας. Κανένας από όσο ξέρουμε δεν την έχει χαρακτηρίσει ποτέ «κοινωνική», και όμως αν δεν είναι κοινωνικό κάτι που πατά πάνω σε μία κοινωνική οργάνωση, την οικογένεια, αν δεν είναι κοινωνικό κάτι που είναι άμεσα συνδεδεμένο με ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, αν δεν είναι κοινωνικό κάτι που διαπερνά θεσμούς τότε τι είναι κοινωνικό; Από την άλλη ποτέ δεν ακούσαμε για κοινωνικούς δολοφόνους, ή κοινωνικούς βιαστές. Δεν είναι κοινωνικό φαινόμενο ο φόνος ή ο βιασμός; Μην τρελαθούμε κιόλας…
Αν με τον όρο κοινωνία λοιπόν δεν εννοούμε τους φίλους μας αλλά το σύνολο των ανθρώπων θα πρέπει να σταματήσουμε ανάμεσα στα άλλα να αναπαράγουμε και άκριτα μύθους περί καλοσύνης. Η ανθρώπινη κοινωνία βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό ήδη, γιατί απλούστατα είναι πριν από όλα ανθρώπινη, και εμπεριέχει την ίδια στιγμή και τα δύο.
Από την άλλη κατά έναν περίεργο τρόπο όσοι μιλάνε για κοινωνική ληστεία, αγνοούν την πραγματική κοινωνική διάσταση της ληστείας, αγνοούν το ποια είναι η λειτουργία της μέσα στην κοινωνία: ηθικά, πολιτισμικά, οικονομικά και θεσμικά. Ο ληστής διαμορφώνει μία ηθική, σαν το αντίθετο της νομιμότητας και σαν λόγος να είναι αντίθετος. Είτε «εξαναγκασμένος από την μοίρα», είτε αποφασισμένος να κλέβει τους πλούσιους ή και τους φτωχούς (αυτό αλήθεια γιατί είναι «κακό»;), έχει μία ηθική στάση η οποία βρίσκεται σε μία διαλεκτική με την κυρίαρχη ηθική και όπου ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα την επηρεάζει. Σαν συνέπεια του παραπάνω και πάλι ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα διαμορφώνει μία πολιτισμικότητα απέναντι στην κυρίαρχη. Οικονομικά πάλι υπό τους όρους που θέσαμε παραπάνω συντελεί στην αναδιανομή του πλούτου ή/και στην κυκλοφορία του κεφαλαίου. Τέλος θεσμικά, πάντα υπό τους γνωστούς όρους, συντελεί στην διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου και δομών όπου η τάξη των ιδιοκτητών δημιουργεί προκειμένου να τους αντιμετωπίσει. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι τις περισσότερες φορές οι ληστές (και αυτό κυρίως σε προκαπιταλιστικές, ημιφεουδαρχικές και ήδη σε πορεία καπιταλιστικής ανάπτυξης κοινωνίες) είναι ένα συγκροτημένο κομμάτι τοπικών κοινοτήτων, όπου μέσω της ληστείας αντιστέκονταν εν μέρει απέναντι στην επίθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Από την άλλη οι συμμορίες στηρίζουν τις κοινότητες των οποίων είναι μέρος. Και αυτό συνέβη σε όλα τα παραδείγματα που η βιβλιογραφία αναφέρει σαν κοινωνική ληστεία αλλά ίσως και στην μαφία να προσθέσουμε εμείς (που πριν πάει στην Νέα Υόρκη ήταν στην Κάτω Ιταλία).
Αλλά όλα αυτά ανήκουν μάλλον στο παρελθόν.
Κλείνοντας το ζήτημα της κλοπής εδώ θα εντοπίσουμε ένα τελευταίο φαινόμενο πραγματικής κοινωνικής ληστείας1 , μιλάμε για εκείνους τους ληστές που έχουν την καλύτερη οργάνωση από κάθε εγκληματική συμμορία, και οι οποίοι έχουν καταφέρει να ληστέψουν αμύθητο πλούτο. Οι κοινωνικοί ληστές για τους οποίους μιλάμε δεν είναι άλλοι από τα κάθε είδους αφεντικά, που εδώ και κάτι αιώνες κλέβουν συστηματικά και αν μη τι άλλο αποτελεσματικά την υπεραξία των εργαζομένων. Είπε κανείς τίποτα;
Καταρχήν να κάνουμε μία μικρή παρεκτροπή. Και να μιλήσουμε για το shoplifting, την μόνη σήμερα πραγματικά κοινωνική πρακτική κλοπής.
Είπαμε κοινωνική πρακτική και εξηγούμαστε. Την θεωρούμε κοινωνική σαν πρακτική για το μόνο λόγο ότι αυτή ασκείται τόσο μαζικά και από τόσο ευρεία κοινωνικά στρώματα που εκπλήσσει μία πρώτη επαφή με το ζήτημα. Δεν έχουμε διαβάσει ούτε μία κοινωνιολογική μελέτη για το ζήτημα, (και ούτε έχουμε καμία όρεξη για κάτι τέτοιο), αλλά και γενικώς παραμένει ένα «περιέργως» σκοτεινό ζήτημα.
Καταρχήν θα μεταφέρουμε την εμπειρία που έχουμε από έναν τέτοιο χώρο. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό: από μία σεβάσμια γιαγιά με το μπαστουνάκι που κάτι βάζει μέσα στο παλτό της μέχρι την μητρική φροντίδα που βάζει πράγματα στο καροτσάκι του παιδιού ή που του τα δίνει να τα κρατάει, από τον πιτσιρικά που θα βουτήξει κάνα γλύκισμα μέχρι τον γιάπη που παρκάρει απέξω το τζιπάκι του για φάει κάνα ουισκάκι (αχ αυτά τα χρέη στις τράπεζες), και από την νεαρά δέσποινα με την υψηλή μπότα που της τέλειωσε η κρέμα για τα μαλλιά μέχρι τον νεαρό με τα σκουλαρίκια που έχει και δυο τρεις λόγους…
Ένα πρώτο ερώτημα που δημιουργήθηκε στο κεφάλι μας είναι το εξής: Ποιος ο λόγος που όλοι αυτοί θα μπουν σε μία τέτοια διαδικασία; Και εντάξει ο πιτσιρικάς και ο τύπος με τα σκουλαρίκια στα αρχίδια τους αν τους πιάσουνε, θα τους κάνουν λίγο κήρυγμα και ‘ντάξει. Η μάνα; Η γιαγιά; Ο γιάπης; Γιατί να διακινδυνέψουν μία μικρή διαπόμπευση; Η μέχρι τώρα εικόνα που είχαμε για το shoplifting ήταν ότι είναι μία υπόθεση γενικώς «περιθωριακών» ατόμων που έχουν και μία άποψη και ίσως και κάνα λόγο.
Από την άλλη υπάρχει και το άλλο που επιβεβαιώνει το πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική. Η πολεοδομία των εμπορευμάτων εντός του χώρου του καταστήματος. Δεν χρειάζεται καμία απολύτως γνώση –marketing να πούμε;- για να καταλάβει κανείς ότι τα super markets είναι μία μικρογραφία της πολεοδομίας. Μεγάλοι ευθείς διάδρομοι ανοιχτοί από παντού2 , οι οποίοι οδηγούν στα ψυγεία και στις βιτρίνες. Η ομοιότητα είναι τρομερή. Στις πόλεις οι μεγάλες λεωφόροι οδηγούν είτε σε βιτρίνες είτε σε ψυγεία. Μίλησε κανείς για εμπόρευμα; Έτσι λοιπόν, ο κλέφτης θα πρέπει να φαίνεται από παντού, έτσι ώστε να καταστέλλεται από παντού. Φανταστείτε ένα super market με διαρρύθμιση σαν αυτή ενός ιστορικού κέντρου μίας πόλης. Χαώδες, δαιδαλώδες, απαιτητικό. Από την άλλη τα εμπορεύματα είναι τοποθετημένα σχεδόν πάντα με βάση την ευκολία κλοπής τους. Έτσι τα χαρτιά υγείας θα είναι στην πιο κρυφή γωνία του μαγαζιού, ενώ τα ανταλλακτικά ξυραφάκια θα είναι απέναντι από τα ταμεία. Βέβαια κανένας δεν εμποδίζει κάποιον να πάρει τα ξυραφάκια και να τα πάει στα κωλόχαρτα, και από κει στην τσέπη του… Δεν είναι λοιπόν πολύ ενδιαφέρουσα η αρχιτεκτονική της καταστολής;
Το 1965 λαμβάνει χώρα η εξέγερση του Watts στην πόλη του Los Angeles, η οποία σημαδεύεται από εκτεταμένες λεηλασίες καταστημάτων. Λίγο αργότερα οι καταστασιακοί με την οξυδέρκεια που τους διέκρινε έγραφαν: «Οι Μαύροι του Los Angeles παίρνουν κατά λέξη την προπαγάνδα του σύγχρονου καπιταλισμού, την διαφήμιση της αφθονίας…[…]. Θέλουν ευθύς αμέσως όλα όσα τους δείχνουν και είναι διαθέσιμα με αφηρημένο τρόπο, επειδή θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν.» Οι καταστασιακοί είδαν στην εξέγερση αυτή μία κριτική του εμπορεύματος. Ωστόσο διαπράττουν ένα σφάλμα3 . Θεωρούν την εξέγερση αυτή κριτική στο εμπόρευμα επειδή ανάμεσα στους εξεγερμένους και στα εμπορεύματα δεν μεσολάβησε το φετίχ της σύγχρονης κοινωνίας το χρήμα. Αυτό είναι σωστό μόνο μέχρι ενός σημείου. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα βλέπαμε και στο shoplifting μία υπόγεια φωτιά να καίει. Χιλιάδες εμπορεύματα κάθε μέρα στις κοινωνίες της δύσης ξεφεύγουν από την κανονική τους ροή, παρακάμπτουν την διαμεσολάβηση του χρήματος και καταλήγουν στους χρήστες τους. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε ένα ερώτημα: εμπόρευμα είναι μόνο ότι διαμεσολαβείται από το χρήμα; Ή υπάρχουν και εμπορεύματα τα οποία δεν διαμεσολαβούνται από τα χρήμα; Με απλά λόγια: τι είναι εμπόρευμα σήμερα;
Όχι δεν σκοπεύουμε να λύσουμε μέσα σε μία παράγραφο ένα τόσο θεμελιακό ζήτημα, ωστόσο δεν μπορούμε και να μην θέσουμε μία σειρά υποψιών. Το εμπόρευμα, το σύγχρονο εμπόρευμα, για να εξηγούμαστε, εκτός του να απαιτεί χρήμα προκειμένου να κυκλοφορήσει, έρχεται να απαιτήσει και κάτι άλλο επιπλέον. Ένα νόημα, ένα περιεχόμενο, το οποίο θα του το αναγνωρίσει ο αγοραστής και κάτω από αυτό το πρίσμα και μόνο θα γίνει η χρήση του. Εμπόρευμα δεν σημαίνει χρήματα, σημαίνει πρώτα και κύρια εμπορευματική σχέση. Και η εμπορευματική σχέση ουδεμία απολύτως ανάγκη έχει το χρήμα. Ωστόσο ας μην υπερβάλλουμε και εμείς, μέσα στο πλήθος των εμπορευματικών σχέσεων που διαμεσολαβούνται από το χρήμα, συνυπάρχουν και κάποιες οι οποίες δεν διαμεσολαβούνται από αυτό. Παρ’ oλ’ αυτά αυτές οι μη διαμεσολαβημένες από το χρήμα εμπορευματικές σχέσεις δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς τις διαμεσολαβημένες από το χρήμα.
Υπάρχει όμως και ένα αντίστροφο ερώτημα: υπάρχουν σχέσεις σήμερα που διαμεσολαβούνται από το χρήμα και δεν είναι εμπορευματικές; Φυσικά και υπάρχουν. Όποια σχέση διαμεσολαβείται από το χρήμα, δεν μπορεί να είναι εμπορευματική σχέση, επειδή μόνο και μόνο διαμεσολαβείται από αυτό. Δηλ. μία σχέση δεν είναι εμπορευματική επειδή μεσολαβεί το χρήμα, μία σχέση είναι ήδη πριν το χρήμα εμπορευματική, εφόσον οι άνθρωποι την αντιλαμβάνονται σαν ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών, και το χρήμα έρχεται απλά να επισφραγίσει και να «επισημοποιήσει» αυτή την σχέση. Από την άλλη μέσα στην γενικευμένη χρηματική ανταλλαγή δεν υπάρχει εκ των πραγμάτων ούτε μία κοινωνική σχέση στην οποία να μην έχει παίξει το χρήμα κάποιο μικρό ή μεγάλο ρόλο διαμεσολάβησης. Αυτό όμως δεν κάνει τις σχέσεις εμπορευματικές από μόνες τους. Δύο φίλοι που βγαίνουν να πιουν ένα ποτό και ο ένας κερνάει τον άλλο, δεν έχουν μια εμπορευματική σχέση επειδή πλήρωσαν τα ποτά.
Με αυτή την λογική το shoplifting ούτε κριτική της οικονομίας είναι ούτε κρύβει καμία αντικειμενική εξεγερτική συνθήκη από μόνο του. Εξάλλου, κατά μία έννοια είναι μία χαρά ενταγμένο σε μία εμπορευματική οικονομία. Οι shoplifters τις περισσότερες φορές δεν διαφέρουν σε τίποτα από ευτυχισμένους καταναλωτές, και ακόμα περισσότερες φορές καταναλώνουν εμπορεύματα ακριβώς όπως θα τα κατανάλωναν αν μεσολαβούσε το χρήμα, το οποίο κατά μία αφηρημένη έννοια (σαν ένα ποσό που διέφυγε…) διαμεσολαβεί και εκεί.
Από την άλλη αν παρατηρήσει κανείς τις κοινωνικές φιγούρες του shoplifting4 , και προσπαθήσει να κάνει μία αναγωγή στα κίνητρα με βάση άλλες ευρείες κοινωνικές συμπεριφορές θα βρεθεί απέναντι σε ένα μηδενικό. Ο τελειωμένος γιάπης τι εξεγερτικό μπορεί να κρύβει, βουτώντας το ουίσκι; Ή η λυσσασμένη μικροαστή; Ας μην τρελαινόμαστε λοιπόν… Αυτή η κουβέντα πάει βέβαια πολύ πιο μακριά. Πάει μέχρι το φετιχισμό της παρανομίας, ο οποίος βλέπει σε παράνομες συμπεριφορές εξεγερτικά στοιχεία, απλά και μόνο επειδή είναι παράνομες. Νομίζουμε ότι έχουμε ήδη δώσει μία απάντηση σε αυτό. Οι πράξεις είναι επαναστατικές όταν το περιεχόμενο και η μορφή είναι εξίσου επαναστατικά. Δεν μπορείς να ονομάζεις κάθε ληστεία τράπεζας απαλλοτρίωση, την στιγμή που το υποκείμενο έχει μόνο κατά νου το προσωπικό του βόλεμα (το απόλυτο μικροαστικό όνειρο), και ούτε να διακρίνεις στο shoplifting μία οποιαδήποτε αντικειμενικότητα μαζικής απαλλοτρίωσης…
Η απάντηση στο εμπόρευμα, δηλ. το ξεπέρασμα του δεν είναι καμία ατομική λύση, ούτε μπορεί να είναι οποιαδήποτε εγκληματική συμπεριφορά που κάνει μία άλλη χρήση του εμπορεύματος, πέραν της νόμιμης. Σε αυτό το σημείο δεν μπορούν παρά να έρθουν στον νου μας στιγμές από το παρελθόν της ταξικής σύγκρουσης. Οι μαζικές απαλλοτριώσεις πλούτου, οι λεηλασίες των εξεγερμένων, είναι δυστυχώς πίσω μας. Αν θα τις ξανασυναντήσουμε είναι στο χέρι μας.


1. Επιτρέψτε μας για μία τελευταία φορά την χρήση αυτής της σύμβασης.
2. Με τρόμο θυμόμαστε το πώς αποφάσισαν οι πολεοδόμοι να ανοίξουν μεγάλες λεωφόρους… έπρεπε να παραταχθεί το πυροβολικό απέναντι στους εξεγερμένους. Ήδη λίγο μετά την Κομμούνα.
3. Το οποίο είναι πιο πολύ σήμερα σφάλμα.
4. Υπερβάλλουμε λίγο, δεν έχουμε κάνει καμία επιστημονική έρευνα. Μιλάμε πάντα με βάση την εμπειρία μας.

No comments: