Τευχος Πρώτο - Σιωπηλές Φλυαρίες, Φλύαρες Σιωπές
Τον τελευταίο καιρό ο χώρος της αμφισβήτησης ξαναπιάνει το ζήτημα της ιστορίας: της ιστορίας του κοινωνικού ανταγωνισμού, της μνήμης, της ιστοριογραφίας, της ιστορίας των ιδεών της κάθε τάσης που τοποθετήθηκε ιστορικά στα πλαίσια του. Το κείμενο που ακολουθεί προσπαθεί να συμβάλλει σ’ αυτή την συζήτηση που άλλοτε παίρνει πιο οργανωμένη μορφή και άλλοτε όχι. Τι συνιστά μνήμη, τι ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού, πως συγκροτούνται σαν τέτοιες, ποια είναι η σημασία τους. Σε ένα επόμενο κείμενο θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε πως αντιλαμβανόμαστε την ιστορία, δηλαδή μια μέθοδο για την αντίληψη της ιστορίας.
α. Οριοθέτηση πεδίου.
Η επιχείρηση «εξάρθρωση της τρομοκρατίας» που στήθηκε με τόση επιμέλεια το καλοκαίρι του 2002, περιλάμβανε πολλά περισσότερα από μερικές συλλήψεις κάποιων μελών της 17Ν, και ένα κάποιο περιορισμό της αστικής νομιμότητας. Ίσως το σημαντικότερο από αυτά να είναι μια παράλληλη επιχείρηση που στήθηκε ταυτόχρονα με το αστυνομικό-δικαστικό θέαμα, με σκοπό το ξαναγραφεί όλη η μεταπολιτευτική ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα, με τους όρους αυτή την φορά της αστυνομίας και της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Το φαινόμενο, που σαν τέτοιο το είχαμε επισημάνει σαν συλλογικότητα1 από τότε -αν και είχαμε υποτιμήσει κάπως την ένταση του- βασίστηκε σε μια χοντροκομμένη παράσταση, που όμως η ελληνική κοινωνία δεν την προσέλαβε μ’ αυτό τον τρόπο. Κάθε άλλο: ο βιασμός μιας ιστορίας που σε μεγάλο βαθμό δεν την αναγνωρίζει σαν δική της αυτή η κοινωνία νομιμοποιήθηκε σχετικά εύκολα στις συνειδήσεις. Υποστηρίζουμε ότι η ευθύνη που φέρει ο χώρος της αμφισβήτησης στο σύνολο του γι’ αυτή την κατάσταση είναι σημαντική. Όχι τόσο γιατί αιφνιδιάστηκε από ότι συνέβηκε, ούτε γιατί δεν μπόρεσε στην πλειοψηφία του να αντιληφθεί τι διακυβευόταν εκείνο το παράξενο καλοκαίρι για τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Αλλά επειδή έχει υιοθετήσει ανάμεσα στα άλλα μια πάγια πολιτική συμπεριφορά απαξίωση της μνήμης του, που τον κάνει ευάλωτο απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις.
Όμως τι είναι (ανταγωνιστική) μνήμη; Και τι είναι ιστορία (του κοινωνικού ανταγωνισμού); Ποια είναι η σχέση μεταξύ αυτών των δύο; Αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε. Για αρχή θα τολμήσουμε ένα ορισμό. Αντιλαμβανόμαστε την μνήμη σαν την συλλογική προσπάθεια αναστοχασμού της κοινά βιωμένης εμπειρίας, από τα ίδια τα υποκείμενα που ήταν κοινωνοί αυτής της εμπειρίας.
Η μνήμη σύμφωνα με αυτή την αντίληψη συνιστά διαδικασία, όχι στιγμιαίες ενέργειες, όχι φωτογραφικά στιγμιότυπα. Και μάλιστα διαδικασία αναστοχασμού, δηλαδή συζήτηση, ανάλυση, ερμηνεία, κριτική και αυτοκριτική. Η μνήμη είναι διαδικασία συλλογική. Αφορά σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, σχέσεις κατά βάση πολιτικές. Η πορεία του ατόμου μέσα στην ιστορία, η ανταγωνιστική διαδρομή του, δεν συνιστά από μόνη της μνήμη. Είναι μέρος της μνήμης, αλλά δεν είναι μνήμη. Η μνήμη(όπως και η ιστορία) του κοινωνικού ανταγωνισμού μπορεί να είναι και οι ατομικές διαδρομές των υποκειμένων, αλλά σίγουρα είναι και κάτι παραπάνω, που ξεπερνάει τα ξεχωριστά άτομα.
Ο Άγις Στίνας όταν ονόμαζε το βιβλίο του Αναμνήσεις (με υπότιτλο: «70 χρόνια κάτω από την σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης») ήξερε πολύ καλά τι έγραφε. Η μνήμη προϋποθέτει την επιθυμία των υποκειμένων να αναστοχαστούν την ιστορική τους πορεία. Να κατανοήσουν εξ αποστάσεως αυτά που έζησαν. Να τα επεξεργαστούν κριτικά. Η συνάντηση των πρώην ανταρτών πόλης από την Ιταλία και την Γερμανία στην Ζυρίχη της Ελβετίας το 20012 , ανεξάρτητα από τις ενστάσεις που μπορεί να εγείρει κάποιος, είναι μια εκδήλωση αυτού που ονομάζουμε μνήμη.
Η ιστορία και (δη η ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού), είναι η καταγραφή και η ερμηνεία των σχέσεων και των πράξεων των δρώντων υποκειμένων στο παρελθόν, και δη εκείνων των σχέσεων και πράξεων που συνέβαλαν στην αλλαγή της μορφής αυτού του κόσμου. Κατά τον Θουκυδίδη η ιστορία δεν είναι μόνο η ανάλυση των φαινομένων του παρελθόντος, η αφήγηση των όσων συνέβησαν. Είναι ουσιαστικά η ανάλυση των αλλαγών και η κατανόηση του παρόντος. Είναι φανερό ότι αντιλαμβανόμενοι έτσι την ιστορία, την διαχωρίζουμε από την μνήμη στο ότι η διαδικασία συγκρότησης της δεν είναι συλλογική διαδικασία. Λόγω αντικειμενικών και υποκειμενικών δυσκολιών. Αυτό δεν την κάνει φυσικά λιγότερο σημαντική από την μνήμη. Όπως και να χει ο ορισμός είναι αρκετά ευρύς και χωράει πολλά. Είναι λογικό αυτό.
Το ερώτημα τι χωράει μέσα σ’ αυτή την ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Η ρώσική επανάσταση χωράει ή δεν χωράει μέσα σ’ αυτή την ιστορία; Η δράση της RAF; Η εθνική αντίσταση και οι πολιτικοί κρατούμενοι των ελληνικών νησιών; Προφανώς η επαναστατική θεωρία δεν διαθέτει ένα κλασματοποιητή της ανθρώπινης ιστορίας που θα μπορούσε να διαχωρίσει αυτόματα το απελευθερωτικό από το αντιδραστικό. Έτσι, υποκειμενικά μιλώντας, θεωρούμε ότι μέρος αυτής της ιστορίας συνιστά κάθε συλλογική ή ατομική πράξη των κοινωνικών υποκειμένων που συνέβαλε ρητά στην προώθηση του σχεδίου της κοινωνικής απελευθέρωσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό επιτυχίας της, ή όχι. Και τέτοιες πράξεις είναι αυτές που προώθησαν την αυτονομία των μαζών, την αυτενέργεια τους. Αντίθετα κάθε πράξη ανεξάρτητα από τις προθέσεις της, που είχε σαν αποτέλεσμα την παθητικότητα των μαζών, την έλλειψη πρωτοβουλίας εκ μέρους τους, την χειραγώγηση τους, δεν μπορεί να χωρέσει μέσα στην ιστορία μας. Δεν μπορεί να χωρέσει όχι επειδή είναι στενάχωρη αυτή η ιστορία, αλλά επειδή αποτελεί τεράστιας σημασίας ζήτημα για μας να ξεδιαλύνουμε την σύγχυση των καιρών και να αρνηθούμε την πανουργία του λόγου.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα που θα κάνει πιο απτά αυτά που υποστηρίζουμε. Η ρώσικη επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 με βασικό σύνθημα των εργατικών και αγροτικών μαζών «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ» αποτελεί πιθανότατα το πιο σημαντικό γεγονός του εικοστού αιώνα. Η επανάσταση αυτή εγκαθίδρυσε μία δυαδική εξουσία: από την μία η κυβέρνηση του Κερένσκι και από την άλλη η εξουσία των συμβουλίων των αγροτών και των εργατών. Σαν τέτοιο γεγονός, σαν η πρώτη νικηφόρα επανάσταση στην ανθρώπινη ιστορία, έστω και αν δεν είχε επικρατήσει πλήρως, αποτελεί σίγουρα μέρος αυτού που ονομάσαμε ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού και μόνο από το γεγονός ότι αποτέλεσε σημείο αναφοράς για όλους τους αγώνες του εργατικού κινήματος για πολλές δεκαετίες αργότερα. Η άνοδος όμως των μπολσεβίκων στην εξουσία, με το πραξικόπημα των Λένιν (κυρίως) και Τρότσκι στην Πετρούπολη με σκοπό την διάλυση της εθνοσυνέλευσης των σοβιέτ, και την εγκαθίδρυση του κόμματος στην εξουσία, αποτελεί πιθανόν ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας, πολύ πριν γίνει η Κροστάνδη και πολύ πριν έρθει στο προσκήνιο ο Στάλιν. Από πού και ως που να αποτελεί μέρος της ιστορίας του κοινωνικού ανταγωνισμού (όπως την ορίσαμε), αυτό το γεγονός;
Αυτό φυσικά δεν αναιρεί την τεράστια σημασία που έχει η εκ νέου μελέτη αυτού του γεγονότος για το επαναστατικό κίνημα, σε σχέση με την απόκτηση της εμπειρίας της γραφειοκρατίας και του τεράστιου κινδύνου που αποτελεί αυτή για το κίνημα και άρα για την παρεμπόδιση αναλόγων καταστάσεων στο μέλλον.
Μία ένσταση που μπορεί να προβάλλει κάποιος σε όλα αυτά είναι η επίκληση των «καλών προθέσεων»: οι μπολσεβίκοι είχαν καλές προθέσεις και ότι έγινε δεν ήταν παρά ένα ατύχημα της ιστορίας… Το κακό με τα γεγονότα είναι ότι είναι αμείλικτα και όταν τα εξετάζουμε δεν εξετάζουμε την καλοσύνη ή την κακία των προθέσεων που υποκρύπτουν (πράγμα το οποίο είναι μάλλον δουλειά των ψυχαναλυτών) αλλά τους σκοπούς που φανερώνουν και τα αποτελέσματα που έχουν.
Το ζήτημα της υποκειμενικότητας/αντικειμενικότητας της ιστορίας (και της μνήμης) είναι πλαστό. Πρώτος το αντιμετώπισε ο Θουκυδίδης και μέσα στην ανειλικρινή του απάντηση κρύβεται περισσότερη ειλικρίνεια από τις διακηρύξεις αντικειμενικότητας πολλών γενεών ιστορικών της αυλής, ή των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. «Θα είμαι ικανοποιημένος αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο, από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και αυτών που θα συμβούν στο μέλλον…», γράφει στο κεφάλαιο 22 των Ιστοριών του. Προφανώς τα γεγονότα (όπως και η αλήθεια άλλωστε) δεν έχουν στόμα να μιλάνε, ούτε πένα για να γράφουν για να αυτοπαρουσιαστούν ακριβώς και ο Θουκυδίδης ψεύδεται. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αντικειμενική ιστορία και με αυτή την έννοια η μνήμη δεν συνιστά την υποκειμενική αντίληψη της ιστορίας μας. Κάθε ιστορία είναι υποκειμενική γιατί κάθε ιστορία εμπεριέχει σαν βασικό συστατικό της στοιχείο την υποκειμενικότητα του ιστορικού. Εμπεριέχει δηλαδή το γεγονός ότι κάθε ιστορικός γεννιέται και γράφει μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο, που δεν μπορεί παρά να παίξει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του και άρα σε ότι γράφει.
Αυτή την συνθήκη δεν μπορεί να την καταργήσει ούτε η λατρεία του τεκμηρίου (συσσώρευση όσων το δυνατό περισσότερων αυθεντικών πηγών, μαρτυριών, κτλ), ούτε κάποια νέα ρεύματα της ιστοριογραφίας που αναπτύχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, όπως η προφορική ιστορία που χρησιμοποιεί σαν μέθοδο της ανθρωπολογικές τεχνικές (αφηγήσεις ζωής, βιογραφικές συνεντεύξεις). Ανεξάρτητα από προφορικές μαρτυρίες, ανεξάρτητα από το πλήθος των γραπτών στοιχείων, κάθε ιστορικός είναι αναγκασμένος να κάνει μια επιλογή: έχοντας μια συγκεκριμένη ενότητα μέσα στο μυαλό του όταν καταπιάνεται με ένα θέμα, θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων κάποια στοιχεία να τα θεωρήσει λιγότερο σημαντικά στην εργασία του και να τα παραλείψει (συνήθως αυτά που δεν επιβεβαιώνουν την υπόθεση που έχει κάνει) και κάποια άλλα πιο σημαντικά και να τα χρησιμοποιήσει. Μ’ αυτή την έννοια η επιθυμία των Analles (της γνωστής γαλλικής ιστορικής σχολής) να δημιουργήσουν «μια ιστορία ανεξάρτητη από όλες τις πεποιθήσεις, όλες τις ιδεολογίες, όλες τις πνευματικές, ή πολιτικές Εκκλησίες, δηλαδή μια ιστορία αυτόνομη», είναι χωρίς νόημα. Αυτόνομη ιστορία δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό που ίσως μπορεί να υπάρξει σε ένα βαθμό είναι ο αυτόνομος ιστορικός.
Με τα παραπάνω δεν υποστηρίζουμε σε καμία περίπτωση ότι κάθε ιστορία είναι αυθαίρετη, ή ψευδής, ούτε θα μπορούσαμε άλλωστε. Σ’ αυτή την κατηγορία υπάγονται οι ιστορίες που γράφτηκαν κατ’ εντολήν (και όχι μόνο...). Διηγήσεις των ηρωικών κατορθωμάτων των βασιλιάδων, αυτοθυσίες των αξιωματικών για το καλό του στέμματος, ή για τα μάτια της βασιλοπούλας, εκπληκτικά στρατηγικά σχέδια επί χάρτου, ή αναλύσεις επί αναλύσεων μεγαλοφυϊών πολεμικών σχεδίων και ηρωικών μαχών μέχρι πτώσεως του τελευταίου στρατιώτη (το ίδιο πολύτιμος στο πεδίο μάχης, όσο και στο σκάκι). Προφανώς όλα αυτά δεν συνιστούν ιστορία (ή συνιστούν ιστορία σε μια χυδαία στρατιωτική/ συμβαντολογική εκδοχή).
β. Η μισή αλήθεια
Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη/ Οι προγόνοι την πουλούν
Και ότι αρπάξουν δεν θα μείνει/ Γιατί ευθύς μελαγχολούν.
Μια καλή συντρόφισσα τόλμησε πρόσφατα μια σκέψη που χρειάζεται να την επεξεργαστούμε περισσότερο: «η αντίληψη ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές είναι η μισή αλήθεια». Είχε δίκιο. Στην πραγματικότητα η ίδια η κοινωνία συμμετέχει πολλές φορές στην καταγραφή της ιστορίας της, έστω και με την σιωπή της, ή τις σιωπές της, έστω και με την ανοχή της στο βιασμό της ιστορίας της.
Όταν ρώτησα πριν χρόνια μια Γαλλίδα να μου πει αν διδάσκεται ο πόλεμος της Αλγερίας στα γαλλικά σχολεία μου απάντησε ότι κάθε χώρα έχει κάποιες black spots (μαύρες κηλίδες) στην ιστορία της, εννοώντας όχι τόσο ότι η κρατική εκπαίδευση σιωπά για κάποιες ιστορικές περιόδους που αμαυρώνουν την ιστορία του έθνους, όσο ότι σ’ αυτή την διαδικασία συμμετέχει ενεργά το μεγαλύτερο τμήμα της γαλλικής κοινωνίας. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα στην Ελλάδα είναι η μικρασιατική εκστρατεία. Για την συντριπτική πλειοψηφία της σχετικής ιστοριογραφίας και της ελληνικής κοινωνίας, η προέλαση των Ελλήνων στις εκτάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ιμπεριαλιστικός πόλεμος, σφαγές αμάχων, βιασμοί γυναικών, καταστροφή του φυσικού πλούτου αυτών των περιοχών, αλλά «ταξίδι στην ιστορία για να απαντηθούν τα δίκαια της φυλής και για να πραγματοποιηθεί το παραμύθι της κόκκινης μηλιάς». Μόνο κάτι ψελίσματα της Διδώς Σωτηρίου στα «Ματωμένα χώματα» αφήνουν μια χαραμάδα στην υπόθεση ότι τα πράγματα μπορεί να μην ήταν έτσι ακριβώς. Θα πρεπε δηλαδή σ’ αυτό τον τόπο να ψάχνουμε ανάμεσα στις γραμμές της λογοτεχνίας, μήπως και ανακαλύψουμε κάποια ψήγματα αλήθειας.
Ωστόσο υπάρχουν και άλλοι δράστες αυτής της μισής αλήθειας. Και αυτοί είναι τα ίδια τα υποκείμενα του κοινωνικού ανταγωνισμού, τα υποκείμενα που υποτίθεται συμμετέχουν έμπρακτα στην καταγραφή της ίδιας της ιστορίας τους, στην διαδικασία της συγκρότησης της μνήμης τους. Είπαμε στην αρχή ότι η μνήμη συνιστά μια ενεργητική διαδικασία, μια διαδικασία ζωντανή, που είναι η ίδια βαθιά πολιτική. Υποστηρίξαμε πρόσφατα σε μια δημόσια εκδήλωση ότι ο χώρος της αμφισβήτησης στην Ελλάδα έχει μια εχθρική διάθεση απέναντι στην μνήμη του. Τονίσαμε ότι αυτή η πολιτική συμπεριφορά έχει μια ισχυρή παράδοση. Είναι μια κληρονομιά της νοοτροπίας του σταλινισμού τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν το ΚΚΕ άρχισε να υπακούει τυφλά στις εντολές της Μόσχας. Αυτό συνεπαγόταν αυτόματα μια στεγανοποίηση των δομών του και την σταδιακή του μετατροπή σ’ ένα σκληρό γραφειοκρατικό μηχανισμό, που εντός των πλαισίων του μπορούσε να επιβιώσει μόνο μια πολιτική γραμμή. Αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής ήταν η ανάγκη να εξοβελιστεί δια παντός κάθε κριτική μέσα στο κόμμα, και να καταστέλλεται βάναυσα κάθε διαφορετική άποψη.
Δεδομένου τώρα ότι το ΚΚΕ μονοπώλησε τον κοινωνικό ανταγωνισμό στην Ελλάδα μέχρι την μεταπολίτευση (ανεξάρτητα από την ισχυρή επίδραση του τροτσκισμού/αρχειομαρξισμού σε πλατιά εργατικά στρώματα το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930, που καθοδήγησαν γεγονότα όπως την εξέγερση του 1936 στην Θεσσαλονίκη ενάντια στις σταλινικές δυνάμεις, ή που κράτησαν μια ντεφαιτιστική στάση μέσα στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως η ομάδα του Στίνα) δεν είναι παράξενο ότι κατάφερε να κληρονομήσει σε όλο τον χώρο της αμφισβήτησης πολλές από τις δικές του πολιτικές συμπεριφορές. Δεν είναι παράξενο μια που φορείς αυτής της κουλτούρας ήταν τα ίδια τα άτομα που σπάζοντας τους δεσμούς του με τον σταλινισμό, συνέβαλαν στην συγκρότηση των πρώτων αριστερίστικων οργανώσεων. Αλλά στο μεταπολιτευτικό περιβάλλον που διαμορφωνόταν, πιθανόν τα πολιτικά χαρακτηριστικά να μην χρειαζόταν καν την φυσική παρουσία για να συντηρηθούν· αρκούσε η ισχύς της παράδοσης. Θα λέγαμε -και είναι βαριά κουβέντα αυτό- ότι ο σταλινισμός κληρονόμησε μια ολόκληρη πολιτική κουλτούρα στο επαναστατικό κίνημα, και όχι απλά κάποια πολιτικά χαρακτηριστικά. Μια όψη αυτής της κουλτούρας ήταν -και είναι- και η στάση του απέναντι στην κριτική/αυτοκριτική σε σχέση με την εφαρμοζόμενη πολιτική του.
Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κάποιος τα σημάδια αυτής της κουλτούρας. Για τον αριστερισμό δεν υπάρχει ποτέ ήττα στις μάχες που δίνει σε πρακτικό ή σε θεωρητικό επίπεδο. Κάθε πολιτική του μάχη στέφεται από την επιτυχία, την ενδυνάμωση του κινήματος, την αύξηση της αριθμητικής δύναμης κάθε σέχτας. (Ρίξτε μια ματιά στο «Πριν» τα τελευταία δέκα χρόνια. Δεν υπάρχει βδομάδα που να μην χαιρετίζεται και ένα νέο κίνημα στην Ελλάδα). Για τις οργανώσεις του ένοπλου (17Ν και ΕΛΑ) «ο αγώνας συνεχίζεται» από την πρώτη μέρα της δράσης τους μέχρι την μέρα που αυτή διακόπτεται από την σύλληψη τους. 30 χρόνια ο ίδιος αγώνας. Χωρίς κανένα επαναπροσδιορισμό στόχων, χωρίς καμία επανεκτίμηση των μέσων, χωρίς κανένα απολογισμό της δράσης. Για την αναρχία η ευθύνη ανήκει πάντα στην κρατική (ή στην κομματική) καταστολή. Κατά τα άλλα μετά από κάθε μικρή η μεγάλη μάχη αυτό που μένει είναι ηρωικές περιγραφές αυτής της μάχης και η υπενθύμιση του ραντεβού για την επομένη (πράγμα που πήρε μεγάλες διαστάσεις με την αντιπαγκοσμιοποιητική εμπειρία).
Είναι φανερό ότι κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις δεν μπορεί να συγκροτηθεί ανταγωνιστική μνήμη (παρά μόνο φλυαρίες). Γιατί (έχουμε ξαναπεί) η μνήμη δεν συγκροτείται από μια σειρά slides που προβάλλονται στον τοίχο και παρουσιάζουν ηρωικούς διαδηλωτές να συγκρούονται με τους μπάτσους. Η ανταγωνιστική μνήμη συνιστά πολιτική διαδικασία, επεξεργασία εμπειριών, κριτική εκτίμηση των πεπραγμένων, αυτοκριτική διάθεση απέναντι στην υποκειμενικότητα σου (και άρα την συλλογικότητα σου).
Γιατί όταν ένα κίνημα ανθρώπων καταγράφει την μνήμη του δεν το κάνει για να προσθέσει μερικούς τόμους σε κάποιες ιστορικές βιβλιοθήκες, αλλά γιατί η ζωντανή μνήμη πέρα από σεβασμό σε ότι έγινε, πέρα από τον σεβασμό στην ίδια σου την ύπαρξη, συνιστά δημιουργική έμπνευση για το παρόν και εργαλείο για το παρόν και το μέλλον (αποφυγή λαθών, αποκόμιση εμπειριών, κ.α.), όχι μόνο για σένα, αλλά πολύ περισσότερο γι’ αυτούς που θα έρθουν, για τα καινούργια υποκείμενα του ανταγωνισμού που θα αποφασίσουν να ξεπεράσουν δημιουργικά το παρόν τους. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό το γεγονός ότι, αυτή η συνείδηση ότι δεν αγωνιζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας, ότι το σχέδιο μας περιλαμβάνει και άλλους και όχι με πατερναλιστικούς όρους, απαντάται όλο και πιο σπάνια στο χώρο της αμφισβήτησης και μάλιστα χωρίς διάκριση συγκεκριμένων πολιτικών ταυτοτήτων. Αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής στάσης τα έχουμε ήδη αποκομίσει. Γιατί κατά την άποψη μας η τεράστια επιχείρηση (και η σχετική της επιτυχία) να γραφτεί ξανά η ιστορία του ελληνικού μεταπολιτευτικού κινήματος που στήθηκε με αφορμή την επιχείρηση «εξάρθρωση της τρομοκρατίας», ήταν απόρροια αυτής της συνθήκης. Και όχι μόνο. Επειδή η επιχείρηση αυτή δεν στηρίχθηκε μόνο στους πρώην αριστερούς και νυν πράκτορες της ασφάλειας Παπαχελά-Τέλογλου, αλλά εξίσου και στην κατάθεση πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης από το μεγάλο μέρος του αριστερισμού και από ένα σημαντικό κομμάτι της «αντιεξουσίας», όπως και στην ανεπιφύλακτη και άκριτη αλληλεγγύη που παρείχε άμεσα η αναρχία στην 17Ν. Και άρα στην περιφρόνηση της μνήμης τους. Άρα ας μην τα ρίχνουμε όλα στους μετανιωμένους. Μετανιωμένοι υπάρχουν παντού.
Θα αναρωτιόταν κάποιος: η κουλτούρα αυτή που κουβαλάμε σαν ελληνικό επαναστατικό κίνημα έχει εγγραφεί στα γονίδια μας και θα την κληρονομούμε ατόφια στις επόμενες γενιές έτσι; Εν πάσει περιπτώσει πως μπορούν να δημιουργηθούν ρήγματα σ’ αυτή την κατάσταση; Σκεφτόμαστε ότι μόνο αν ξαναπιάσουμε εμείς οι ίδιοι συλλογικά την ιστορία μας, την ιστορία των νικών και των ηττών μας, θα κάνουμε ένα βήμα προς μια άλλη κατεύθυνση: αυτήν της συγκρότησης μνήμης.
Ένα έμπρακτο παράδειγμα που έχουμε να προτείνουμε -ως πιο κοντά στην προσωπική μας πείρα- είναι οι μαθητικές καταλήψεις της δεκαετίας του 1990 και κυρίως των ετών 1990-1991. Ποια είναι η σημασία αυτών των καταλήψεων στην ριζοσπαστικοποίηση νέων πολιτικών υποκειμένων; Ποιο το νόημα τους στην ευρύτερη ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα; Έχουν ένα ρόλο σημαντικό στην ανασύνθεση του χώρου της αμφισβήτησης και μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα από αυτό εμείς σήμερα;
Τέλος πάντων αυτή είναι μια πρόταση έρευνας, μια έμπρακτη συμβολή στην συζήτηση για την υιοθέτηση μιας άλλης πολιτικής κουλτούρας, προς μια συνειδητή επανοικειοποίηση της απαλλοτριωμένης από τον κυρίαρχο λόγο ιστορικής εμπειρίας και σίγουρα όχι μια κατευθυντήρια γραμμή δράσης για άλλους.
Υ.Γ. Όλο το παραπάνω κείμενο το διατρέχει ένα υπόρρητο (αλλά θεμελιωδώς) φιλοσοφικό ζήτημα. Τα ερωτήματα που βάλαμε και προσπαθήσαμε να απαντήσουμε (επιτυχώς ή όχι δεν έχει σημασία), δεν αφορούν μόνο την ελληνική περίπτωση, άσχετα αν τα πράγματα παίρνουν μία συγκεκριμένη τροπή σ’ αυτό τον τόπο, λόγω κάποιων ιδιομορφιών που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία. Τα ερωτήματα που θέσαμε επίσης, είναι ερωτήματα που τίθενται σε ένα συγκεκριμένο χρόνο και είναι προσδιορισμένα ανεξίτηλα από αυτό το χρονικό πλαίσιο. Όντας τέτοια από την φύση τους, αναγνωρίζουμε την τόλμη των ορισμών που δώσαμε και την επιρροή τους από μία στοιχειώδη ενασχόληση με την ιταλική περίπτωση. Ξέρουμε επίσης ότι σε κάποιες άλλες χρονικές στιγμές πιθανόν να ακούγονταν αστείο το να μπουν καν τέτοια ζητήματα.
Φανταστείτε για παράδειγμα τους γερμανούς σπαρτακιστές, ή τους έλληνες επαναστάτες των δεκαετιών του ‘20 και του ’30 που ζούσαν μέσα στην φωτιά της επανάστασης (κάποια διαστήματα και σε κάποια μέρη), όχι σαν ουτοπία ή σαν πρόταγμα ισχνών μειοψηφιών, αλλά σαν καθημερινή πραγματικότητα χιλιάδων ανθρώπων, να κάθονται και να ασχολούνται με την καταγραφή της ιστορίας, ή της μνήμης τους! Εδώ ταιριάζει κάτι που είπε ένας τύπος που αναφέραμε πιο πάνω: “Καλύτερα να κάνεις την επανάσταση, παρά να γράφεις για την επανάσταση”.
Ή φανταστείτε τους ισπανούς αναρχικούς μετά την επικράτηση του Φράνκο και το τερατώδες κύμα καταστολής και συντριβής τους που ακολούθησε, να συγκροτούν ομάδες για να επεξεργαστούν την κοινά βιωμένη εμπειρία τους (ή εμείς να τους ζητάμε ευθύνες γιατί δεν έπραξαν έτσι).
1. Υποτίθεται ότι το φαινόμενο αυτό το είχε συλλάβει και ο αριστερισμός. Στην πραγματικότητα ο αριστερισμός διαμαρτυρόταν για την «συκοφάντηση του αντιδικτατορικού αγώνα», με την έννοια όμως ότι «δεν ήταν τρομοκράτες αυτοί που έκαναν αντίσταση στην χούντα, αλλά αγωνιστές της δημοκρατίας». Ο αριστερισμός θα πρέπει να καταλάβει ότι δεν είναι ανάγκη να δώσει άλλα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης στην αστική δημοκρατία· αυτά που έχει δώσει της φτάνουν.
2. “Μιλώντας για το ένοπλο”, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα.
No comments:
Post a Comment