Τεύχος Πρώτο - Γε(λι)ωγραφία
Μπορεί να υπάρξει μια χωρική/γεωγραφική αναπαράσταση της κοινωνίας; Ας υποθέσουμε ότι μπορεί. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι σ’ αυτή την αναπαράσταση -λόγω της φύσης της- υπάρχουν κάποιοι που χωράνε (όλοι οι καλοί δηλαδή), που μπορούν να ενταχθούν μέσα σε αυτή και κάποιοι άλλοι που δεν χωράνε, που αποκλείονται από αυτή. Εννοείται ότι όλοι αυτοί, που αποκλείονται από αυτή την γεωγραφία της κοινωνίας, δεν θέλουν να αποκλείονται, οπότε αναπόφευκτα αρχίζουν να δημιουργούν προβλήματα στους υπόλοιπους που βρίσκονται εντός της γεωγραφίας. Τι μπορεί να γίνει σ’ αυτή την περίπτωση για να μην συνεχίζεται αυτή η κατάσταση να μένουν κάποιοι έξω από αυτή την γεωγραφία (και να συνεχίσουν να δημιουργούν προβλήματα, εννοείται…); Μια απάντηση θα ήταν «τίποτα δεν μπορεί να γίνει». Μια δεύτερη απάντηση θα ήταν «μπορούν να γίνουν τόσα, ώστε κάποιοι από αυτούς που είναι έξω από αυτή την γεωγραφία, να ξαναγίνουν μέρος της (και να πάψουν να δημιουργούν προβλήματα, εννοείται ξανά). Μοιάζει απλουστευτικός αυτός ο συλλογισμός, αλλά όσο και αν φαίνεται τέτοιος, αυτή είναι η κεντρική ιδέα της ιδεολογίας του κοινωνικού αποκλεισμού, που χρησιμοποιείται ευρύτατα σήμερα από την κυρίαρχη σκέψη και που οι διάφοροι τομείς του αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ενασχόλησης των μη-κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ).
Η ιδεολογία του κοινωνικού αποκλεισμού πρωτοεμφανίστηκε σε γραπτά κάποιων γάλλων διανοούμενων που στελέχωναν την πιο σημαντική ανθρωπιστική οργάνωση της εποχής, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το κύριο σημείο της ήταν η ένταξη στην κοινωνία των λιγότερο προνομιούχων από βιολογική/κοινωνική άποψη κατηγοριών του πληθυσμού: ανάπηροι, τρόφιμοι ψυχιατρικών ιδρυμάτων και άλλοι. Μέσα στο γενικότερο όμως κλίμα της δεκαετίας του 1960 στον δυτικό κόσμο, κλίμα αφενός διάχυσης της ευημερίας σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού μέσα από τις αναδιανεμητικές πολιτικές του κράτους- πρόνοιας (προϊόν με την σειρά του των προηγούμενων αγώνων του παγκόσμιου εργατικού κινήματος) και αφετέρου της ανάδυσης των νέων κύκλων αγώνων του ανταγωνιστικού κινήματος, η έννοια αυτή δεν κατάφερε να ευδοκιμήσει , αφού δεν είχε καμιά ιδιαίτερη χρησιμότητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το ανταγωνιστικό κίνημα αρχίζει ήδη να φθίνει, ωστόσο τα αποτελέσματα της κρίσης που προκάλεσε η δράση του στην κερδοφορία των αφεντικών, με το επιπλέον γεγονός των δύο μεγάλων πετρελαϊκών κρίσεων (αποτέλεσμα και αυτές με την σειρά τους των εργατικών αγώνων στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες), ευνοούν την -επιτακτική για τα συμφέροντά της- αντεπίθεση της κυριαρχίας. Σε πολιτικό επίπεδο η αντεπίθεση αυτή έχει σαν ορόσημο την άνοδο του Ρίγκαν στην εξουσία στις ΗΠΑ και την εξαγγελία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής από την κυβέρνηση του, παράδειγμα που ακολούθησε γρήγορα η Θάτσερ στην Αγγλία και με τον καιρό τα υπόλοιπα καθεστώτα της δύσης.
Η πολιτική αυτή επίθεσης στο κράτος πρόνοιας και αναδιάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας σε κάθε της τομέα, άρχισε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 να έχει σημαντικές κοινωνικές συνέπειες, όπως για παράδειγμα τεράστια αύξηση της ανεργίας, δημιουργία νέων κατηγοριών πληθυσμού που ζουν στα όρια της επιβίωσης, αύξηση της μικροεγκληματικότητας και άλλα.
Στην νέα αυτή κατάσταση που άρχισε να δημιουργείται, η παλιά έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού, αφού στο μεταξύ είχε διασταλεί για να ανταποκρίνεται περισσότερο στην νέα κοινωνική πραγματικότητα που ήταν υπό διαμόρφωση, άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στους ακαδημαϊκούς κύκλους, για να περιγράψει μια κατάσταση ανόδου φαινομένων όπως η τάση ενίσχυσης της μακροχρόνιας ανεργίας, η διάρρηξη των παραδοσιακών κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών, η εμφάνιση παραγκουπόλεων γύρω από τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της δύσης, η άνοδος του αναλφαβητισμού και άλλα. Από εκεί την πήρε η Ευρωπαϊκή Ένωση το 1989, που ανακάλυψε τότε το «διαρθρωτικό χαρακτήρα της φτώχειας και των άλλων φαινομένων κοινωνικής αποστέρησης, τα οποία δεν πρόκειται να εξαλειφθούν αν δεν υπάρξει ενεργός παρέμβαση». Από τότε η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζεται όλο και συχνότερα σε κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εφαρμοζόμενων κοινωνικών πολιτικών της και γίνεται κεντρική σημασία της πολιτικής ρητορικής και του δημοσιογραφικού λόγου.
Το 1993 η έννοια αυτή αποσαφηνίζεται ακόμα περισσότερο σε ανακοίνωση της επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως «η έλλειψη δυνατότητας άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων του ατόμου χωρίς βοήθεια, η κακή εικόνα των ατόμων αυτών για τον εαυτό τους και για την ικανότητα τους να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, ο κίνδυνος μονιμοποίησης των αναγκών ενίσχυσης και ο στιγματισμός των ατόμων και των συνοικιών των αστικών περιοχών που κατοικούν» και αρχίζει παράλληλα να ρέει ένας πακτωλός χρημάτων προς ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να γίνουν φανερές οι διαστάσεις του προβλήματος σε κάθε χώρα. Τότε αρχίζουν και οι επιστημονικές διαμάχες μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα για τι ακριβώς είναι αυτό το πράγμα και πόσο αποτελεί μια πολιτική κατασκευή, ή μια επιστημονική έννοια, κ.τ.λ., κ.τ.λ.
Φυσικά το πλαίσιο της συζήτησης περί αποκλεισμού είναι καθαρά αφαιρετικό, έχει την άθλια γεύση του παλιού κορπορατισμού: μέσα στην κοινωνία δεν υπάρχουν κοινωνικές κατηγορίες με αντιτιθέμενα συμφέροντα που επιθυμεί η καθεμιά την κυριαρχία της επί των άλλων, αλλά όλες οι κοινωνικές ομάδες έχουν συμφέρον από την διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας και την κοινωνική ειρήνη. Μόνο που ο φορέας του παλιού κορπορατισμού (το συνδικάτο), λόγω της βαθιάς κρίσης εκπροσώπησης από την οποία διέρχεται, αδυνατεί να ξαναπαίξει τον παλιό του ρόλο, γι’ αυτό σήμερα τον αναλαμβάνουν άλλοι (οι ΜΚΟ, για παράδειγμα).
Τι μας ενδιαφέρουν τότε εμάς όλα αυτά και σπαταλάμε τόσο μελάνι και χαρτί γι’ αυτές τις βλακείες; Λοιπόν αυτά μας ενδιαφέρουν και πολύ μάλιστα. Μας ενδιαφέρουν όχι μόνο υποκειμενικά -εμάς εδώ στο Κιβώτιο- αλλά και αντικειμενικά ως ανταγωνιστικό κίνημα.
Μας ενδιαφέρουν επειδή κάθε χρόνο μερικά εκατομμύρια ευρώ πάνε για προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό. Μας ενδιαφέρουν επειδή η ίδια η ιδεολογία του κοινωνικού αποκλεισμού αποτελεί την ραχοκοκαλιά της ιδεολογίας των ΜΚΟ, που σαν τέτοιες απασχολούν ένα σεβαστό ποσοστό του εργατικού δυναμικού και έχουν κύκλο εργασιών που φτάνει το 5% του ΑΕΠ.
Μας ενδιαφέρουν επειδή την ιδεολογία του κοινωνικού αποκλεισμού την έχει καταπιεί αμάσητη σύσσωμη η αριστερά στην Ελλάδα, είτε συμμετέχει στις πρωτοβουλίες του φόρουμ, είτε στελεχώνει τις ανθρωπιστικές και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, είτε όχι. Αλλά την έχει καταπιεί και μεγάλο μέρος της αντιεξουσίας και της αναρχίας, έστω και όταν κάνει την αυστηρότερη κριτική στις μη κυβερνητικές οργανώσεις, την στιγμή για παράδειγμα που δανείζεται από το λεξιλόγιο της κυριαρχίας έννοιες όπως «αποκλεισμένες ομάδες», ή «νέα φτώχεια» και αναπαράγει έτσι τον κυρίαρχο λόγο, έστω και με την μεταλλαγμένη μορφή του αντιεξουσιαστικού υβριδίου του.
Είπαμε πριν ότι οι ιδεολογίες δεν στέκονται από μόνες τους, χωρίς δηλαδή τουλάχιστον μια υλική βάση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η βάση καθορίζει απόλυτα την ιδεολογία, αφού σε κάθε ιδεολογία υπάρχει τουλάχιστον ένα στοιχείο ανορθολογισμού· όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε κάποια ιδεολογία θα πρέπει να έχουμε βάλει καλά στο μυαλό μας την οργανική σχέση που συνδέει τις δύο αυτές παραμέτρους (υλική βάση-ανορθολογισμός), αν επιθυμούμε να αντιμετωπίσουμε σφαιρικά μία συνθήκη.
Η ιδεολογία του κοινωνικού αποκλεισμού αποκτά νόημα όντως, όταν η οικονομική κρίση αρχίσει να δείχνει επικίνδυνα σημεία για το σύστημα και ταινίες όπως «Το μίσος», όσο έχουν να πουν κάτι σε μας, άλλο τόσο έχουν να πουν κάτι και στους διευθυντές των ζωών μας.
Ωστόσο, δύσκολα μπορούμε να πειστούμε ότι η ιδεολογία αυτή επιστρατεύτηκε από την κυριαρχία σαν προληπτικό μέτρο για την εν δυνάμει απειλή της, όπως πάνω-κάτω τονίζει μια μερίδα της αριστερής διανόησης. Τίποτα προς το παρόν δεν αποδεικνύει -και φοβόμαστε ότι τα πράγματα ήταν πάντα έτσι- ότι αυτό που λέμε περιθώριο θα δείξει την παραμικρή τάση συλλογικής διεκδίκησης δικαιωμάτων (για να μην πούμε τίποτα άλλο).
Το μεγάλο ερώτημα τώρα που βάζει αυτή η διανόηση στον εαυτό της είναι «πως κάτω από ένα ενιαίο όρο μπορείς να εντάξεις τόσο διαφορετικά φαινόμενα», όπως αυτά του ρατσισμού, της μονογονεϊκής οικογένειας, της ανεργίας, της έλλειψης στέγης, των μειονοτήτων (π.χ. τσιγγάνοι), του γεωγραφικού αποκλεισμού (πχ. οι κάτοικοι μιας απομακρυσμένης γεωγραφικά περιοχής θεωρούνται κοινωνικά αποκλεισμένοι), της σχολικής «αποτυχίας», που καθένα από αυτά έχει διαφορετική αιτία (που ούτε για πλάκα δεν μπορεί να πει κάποιος ότι για όλα αυτά φταίει το καπιταλιστικό σύστημα, χωρίς αυτή η διατύπωση να εμπεριέχει εγγενώς το σπέρμα της αφαίρεσης).
Το ερώτημα είναι σωστό κατά κάποιο τρόπο. Όμως ο κυρίαρχος λόγος, μέσα στις σύννεφα της ιδεολογίας του, είναι πολλές φορές πιο κοντά στην πραγματικότητα (όπως την αντιλαμβάνεται αυτός τουλάχιστον) από ότι η αριστερά, που δεν φημίζεται και πολύ για τον πλούτο της φαντασίας της.
Λέει για παράδειγμα ο τροτσκιστής καθηγητής πανεπιστημίου Παναγιώτης Νούτσος, αφού πρώτα τονίσει (σωστά) το γεγονός ότι σαν έννοια ο κοινωνικός αποκλεισμός συσκοτίζει τις ταξικές διαφοροποιήσεις και γι ‘αυτό αποτελεί μια έκφανση κοινωνιολογικού λαϊκισμού: «Στο βάθος και στο πλάτος του οικείου προβληματισμού εγγράφεται τελικά η μισθωτή εργασία και οι αποκλεισμοί της: τα υποκείμενα της νέας περιθωριοποίησης, το πλέγμα των αιτίων, οι μορφές παραβατικότητας, οι μηχανισμοί νομιμοποίησης και άμυνας, στο βαθμό τελικά που ο κοινωνικός αποκλεισμός υπάγεται στην εννοιολογική κατηγορία των κοινωνικών ανισοτήτων».
Παρά τις αγαθές προθέσεις του κυρίου καθηγητή, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι (ή μάλλον είναι εν μέρει έτσι). Κι αυτό επειδή ένας ορισμός οφείλει να περικλείει το σύνολο των φαινομένων που εντάσσονται μέσα στο νοηματικό πεδίο της έννοιας που προσδιορίζει. Το ότι η μεγάλη άνοδος της ανεργίας -αντίθετα από ότι υποστηρίζεται- είναι επιζήμια για το σύστημα και μόνο από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού γίνεται άχρηστο προς εκμετάλλευση, αποτελεί για μας αναμφισβήτητο γεγονός (γι’ αυτό και πολλά προγράμματα «καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού» είναι προγράμματα εργασιακής κατάρτισης). Πράγμα που αποδεικνύεται άλλωστε από τις προσπάθειες του συστήματος να διαχειριστεί την ανεργία, κάτι που δεν καταφέρνει ωστόσο. Από κει και πέρα όμως στην οπτική του καθηγητή δεν χωράνε κάποια φαινόμενα που ο κυρίαρχος λόγος ονομάζει φαινόμενα αποκλεισμού: για παράδειγμα ο μετανάστης που γίνεται θύμα ρατσισμού, ή ο κάτοικος ενός χωριού της Πίνδου που ασχολείται με την κτηνοτροφία, αλλά δεν έχει «πρόσβαση στα αγαθά του πολιτισμού».
Αντίθετα από την αριστερή διανόηση, ο κυρίαρχος λόγος είναι ακριβής: «Μιλώντας για αποκλεισμό υποδηλώνουμε περιορισμούς στην πρόσβαση, ηθελημένους ή όχι. Πολίτες μπορεί να αποτυγχάνουν να κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους είτε από δική τους ανικανότητα, ή από λανθασμένη επιλογή…»(Πρώτη ετήσια έκδοση του Παρατηρητηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, 1991).
Αυτό λοιπόν είναι το ζήτημα. Ο αποκλεισμός από την ελεύθερη, ασφαλή, εύκολη και νόμιμη πρόσβαση στο εμπόρευμα. Κοινωνικά αποκλεισμένος και άρα υποψήφιος να δεχθεί βοήθεια από ένα «πρόγραμμα καταπολέμησης της κατάστασης του κοινωνικού αποκλεισμού» είναι αυτός που για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορεί να έχει ίση -με όλους τους άλλους- πρόσβαση στην κατανάλωση (και στην παραγωγή).
Ο ανάπηρος πάνω στο καροτσάκι για παράδειγμα, σε μια πόλη όπως η Αθήνα, ή όπως οι περισσότερες ελληνικές πόλεις που είναι απαγορευτικές ακόμα και για τους πεζούς, πως θα μπορέσει να ικανοποιήσει το δικαίωμα του στην κατανάλωση εμπορευμάτων, διασκέδασης, πολιτισμού, η ότι άλλο, αφού αν δεν τον κάνουν ένα μάτσο κόκαλα οι ιππότες της ασφάλτου, θα τον στείλουν στο νοσοκομείο με κατάγματα οι νταήδες των πεζοδρομίων, αν δεν τα έχουν ήδη κλείσει (τα πεζοδρόμια) με τα μηχανάκια τους. Δεν είναι τώρα απαραίτητη μια καμπάνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αυτή την ευάλωτη κοινωνική ομάδα και τα δικαιώματα της, μια καμπάνια ευαισθητοποίησης, ας πούμε, των ελλήνων ιπποτών και νταήδων;
Το ίδιο ισχύει λίγο-πολύ για όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού που εντάσσει ο κυρίαρχος λόγος κάτω από αυτήν την ομπρέλα και δεν έχει νόημα να το αποδείξουμε για την καθεμία από αυτές.
Τα θεμέλια της πολιτικής αντίληψης του κοινωνικού αποκλεισμού είναι σαθρά. Με μία έννοια αποκλεισμένοι είμαστε όλοι μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία: Ακόμα και τα υψηλά κοινωνικά στρώματα στην πόλη του Λος Άντζελες που χτίζουν συνοικίες φρούρια, περιφραγμένες με συρματοπλέγματα και με ιδιωτικούς στρατούς στα περίχωρα τους, είναι αποκλεισμένοι από την πραγματική ζωή, όντας μέσα στην καθημερινότητα ενός φόβου παρανοϊκού και μιας ανασφάλειας ασφυκτικής (καλά δεν κλαίμε κιόλας για την περίπτωση τους, μέσα στην αλλοτρίωση που τους δέρνει ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν…)
Οι πολιτικές καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού είναι κατά πρώτο λόγο πολιτικές αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης του συστήματος και κατά δεύτερο λόγο πολιτικές αντιμετώπισης της κοινωνικής κρίσης που το ίδιο το σύστημα προκαλεί. Και βέβαια σαν τέτοιες πολιτικές είναι καταδικασμένες να αποτύχουν: δεν ξεπερνιέται με παυσίπονα η σήψη ενός δοντιού. Εξάλλου αυτές οι πολιτικές είναι εξ ορισμού ναρκοθετημένες: όπως πέθανε ο παλιός κορπορατισμός από την δράση των ίδιων των υποκειμένων που εκπροσωπούσε ενάντια στην αδυναμία του να είναι αξιόπιστος, έτσι θα πεθάνει και ο νέος, όταν τα υποκείμενα που εκπροσωπεί αρνηθούν συλλογικά την χειραγωγική εκπροσώπηση τους. Και όσοι σήμερα είναι οι αδερφές Μαρίες Τερέζες του νέου κορπορατισμού, θα βρεθούν αργά, ή γρήγορα στο μάτι του κυκλώνα.
No comments:
Post a Comment