Δεύτερο Τεύχος - Η Βόλτα

«Γιατί δεν πας στην πορεία του Πολυτεχνείου;» Υπάρχει μια υποψία παιδικής αφέλειας σ’ αυτή την ερώτηση που μοιάζει να υπονομεύει την σκοπιμότητα της. Γιατί δηλαδή η ερώτηση να μην είναι: «γιατί να πας στην πορεία του Πολυτεχνείου;» Η μήπως ο κυνισμός που υποβόσκει σ’ αυτή την διατύπωση είναι χειρότερος από την ύποπτη αθωότητα της προηγούμενης;
Το Πολυτεχνείο, όπως έχει επισημανθεί πολλές φορές, είναι ένας από τους μεγαλύτερους συλλογικούς μύθους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ένας μύθος που συμπυκνώνει μέσα σε μια ετερογενή ενότητα τόσες πολλές και διαφορετικής προέλευσης αφηγήσεις, που λειτουργούν -με τρόπο παράξενο- ενισχυτικά σε αυτή την ενότητα, παρά αποδυναμωτικά. Επομένως μιλάμε για ενότητα αφηγήσεων· ετερογενή μεν, ενότητα δε.
Για τους μεν το Πολυτεχνείο είναι ο αγώνας των φοιτητών για την δημοκρατία. Για τους δε η κορυφαία εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού στην επτάχρονη δικτατορία. Για τους μεν οι φοιτητές αγωνίστηκαν για ψωμί, παιδεία, ελευθερία, και αυτά τα αιτήματα παραμένουν και σήμερα επίκαιρα. Για τους δε ο λαός πάλεψε για εθνική ανεξαρτησία (από τις ΗΠΑ, βέβαια…), και για λαϊκή κυριαρχία, αιτήματα που παραμένουν με την σειρά τους επίκαιρα και σήμερα. Για τους μεν το Πολυτεχνείο ήταν «η αιμοσταγής χούντα» που αιματοκύλισε τους φοιτητές. Για τους δε το Πολυτεχνείο ήταν η λαϊκή εξέγερση που «πνίγηκε στο αίμα».
Και για τους μεν και για τους δε, το Πολυτεχνείο και η επέτειος του πρέπει να γιορτάζονται σαν επίσημη γιορτή του ελληνικού κράτους, γιορτή μνήμης για τους μεν, γιορτή αγώνα για τους δε. Και οι μεν και οι δε, θα συμφωνούσαν για την σημαντικότητα αυτής της επετείου.
Ποιοι είναι τώρα οι μεν και ποιοι είναι οι δε; Μην περιμένετε ονόματα. Κρατείστε μόνο στο μυαλό σας ότι είναι όλοι αυτοί που συμμετέχουν επίσημα σε μια συλλογική πλαστογράφηση, που έχει και την σφραγίδα της σχολικής ιστορίας, την επίσημη δηλαδή έγκριση του ελληνικού κράτους.
Υπάρχουν τώρα μερικά γεγονότα που έπρεπε να απαλειφθούν για να αποκτήσει κάποια εγκυρότητα αυτή η πλαστογράφηση. Για παράδειγμα ένα τέτοιο είναι ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν εξέγερση κανενός «ελληνικού λαού» το τριήμερο, όπως κανένας «ελληνικός λαός» δεν αντιστάθηκε στην πραγματικότητα στην χούντα (όπως δεν αντιστέκεται σήμερα κανένας «ελληνικός λαός» στην δημοκρατία). Αυτοί που συμμετείχαν στο τριήμερο ήταν κάποια κοινωνικά κομμάτια, κυρίως φοιτητές, μαθητές και νέοι εργάτες, όπως και το παλιό πολιτικό κομμάτι των Ιουλιανών. Αν και εξαιρετικά φιλελεύθερη η ελληνική χούντα σε σχέση για παράδειγμα με τις αντίστοιχες της λατινικής αμερικής (το να συγκρίνεις την χούντα του Παπαδόπουλου με την χούντα του Πινοσέτ στο πεδίο της καταστολής, είναι σαν να συγκρίνεις το Γκουαντανάμο με τα κελιά των κρατούμενων της 17Ν), εκείνο το βράδυ «υπερέβαλε» (ως όφειλε…): φράγματα πυρός, ελεύθεροι σκοπευτές, τανκς, αύρες, τμήματα του στρατού, πρέπει να άφησαν πίσω τους κοντά στους 4000 νεκρούς. Η επίσημη ιστορία που έχει ένα νεκρολόγιο με 60 ονόματα και οι γελοιότητες του Πασαλάρη (που μιλάει για ελάχιστους νεκρούς), δεν αλλάζουν μια βασική αλήθεια: αυτή που λέει για παράδειγμα ότι το ΚΚΕ απέτρεπε επίμονα τα μέλη του (και ξέρουμε όλοι ότι έχει την δυνατότητα για κάτι τέτοιο) να μην δηλώσουν τους νεκρούς τους, μια που το καθεστώς βρισκόταν ήδη σε διαδικασία φιλελευθεροποίησης και η νομιμοποίηση του Κόμματος ήταν ήδη φανερή στον ορίζοντα, οπότε τέτοιου είδους εντάσεις (όπως ο καταλογισμός των νεκρών), δεν ήταν συμβατές με την στρατηγική του. Ένα άλλο γεγονός είναι ότι στην εξέγερση εκφράστηκαν από διαφορετικά κομμάτια των ανθρώπων που συμμετείχαν, εντελώς ανομοιογενή αιτήματα, που υπερασπίστηκαν και από εντελώς διαφορετικές πολιτικές συμπεριφορές: όταν η μικρή Μαρία έπαιζε με τα μικρόφωνα της συντονιστικής και εξέφραζε όλο το βάθος της ρηχής πολιτικής κουλτούρας της («αδέρφια μας στρατιώτες», κ.α.), κάποιοι ετοιμάζανε μολότωφ στην αυλή του ιδρύματος. Και όταν ο ευαίσθητος Παπαχρήστου (που έχει το ανυπέρβλητο θράσος να επιμένει στην πρωτοπορία της πλαστογράφησης με το φίλο του τον Λαλιώτη και να το παίζει παράλληλα και επαναστάτης) τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο, κάποιοι είχαν πανό στα κάγκελα που έγραφαν «Κάτω το κράτος», ή «Ζήτω η παρτούζα». Όπως και όταν κόσμος καθότανε και έτρωγε ξύλο, ή περίμενε το Λαλιώτη να διαπραγματεύεται με την αριστερά την παράδοση του ιδρύματος στους μπάτσους, κάποιοι πολιορκούσαν υπηρεσίες και υπουργεία, ή μπλόκαραν όλο το βράδυ την Αλεξάνδρας με οδοφράγματα από αυτοκίνητα, εμποδίζοντας τα τανκς να κατεβούν από αυτή την πλευρά.
Φυσικά αυτή η πλαστογράφηση χρειαζόταν περισσότερη επεξεργασία για να αποκτήσει ακόμα εγκυρότερο συμβολικό περιεχόμενο. Σκεφτείτε για παράδειγμα αυτό το αηδιαστικό κατασκεύασμα, αυτό τον κακοφτιαγμένο πολτό που έχει το θράσος να αυτοσυστήνεται ως «γενιά του Πολυτεχνείου»: όλοι όσοι είναι σήμερα κοντά στα 50 (αποκατεστημένοι, αφεντικά ή προϊστάμενοι γενικά), ήταν στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ. Έχουμε ακούσει τόσες δεκάδες φορές την φράση «εγώ είμαι της γενιάς του Πολυτεχνείου» και τόσες συζητήσεις καφενείου για κείνη την ημέρα που τους περισσεύει το ψέμα και η ενοχή, που μόνο για την αλήθεια και την αυθεντικότητα δύο αφηγήσεων μπορούμε να μιλήσουμε. Η πρώτη, της μάνας ενός φίλου που μας είπε ότι πήγε στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ, έφαγε ένα σουβλάκι και μετά έφυγε. Η δεύτερη ενός τύπου που πήγε από περιέργεια προς την Πατησίων αργά τα ξημερώματα της βραδιάς της εισβολής και βλέποντας από μακριά τόσους μπάτσους, το έβαλε γρήγορα στα πόδια.
Το Πολυτεχνείο έχει λειτουργήσει στην Ελλάδα -κυρίως στην προ του εκσυγχρονισμού εποχή- όπως η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ: όποιος είχε στο βιογραφικό του εκείνη την βραδιά εξασφάλισε για πάντα το πολιτικό του μέλλον. Από την άλλη, ακόμα και σήμερα συνεχίζει να λειτουργεί με τρόπο αντίστοιχο σε ένα άλλο πεδίο: πολλά νέα παιδιά βαφτίζονται πολιτικά κάθε επέτειο, μια βάφτιση όμως που σαν τέτοια κουβαλάει όλα τα μειονεκτήματα της χριστιανικής: οι ανάδοχοι είναι πολλοί και τα περιθώρια επιλογής λίγα.
Και τα παιδιά που σκοτώθηκαν για μας στο Πολυτεχνείο; Σχολικό ερώτημα, βγαλμένο κατευθείαν μέσα από εκθέσεις ιδεών τύπου «σκέφτομαι και γράφω». Και η απάντηση όμως που πρέπει να δοθεί σ’ αυτό το μέρος του κόσμου που κατεβαίνει κάθε χρόνο για να «τιμήσει τους νεκρούς» με μια βόλτα στην Πανεπιστημίου και στην Βασιλίσσης Σοφίας (και δεν ανήκει βέβαια στην άλλη όχθη), πρέπει να δοθεί με τρόπο μαθητικό (δηλαδή απλό): τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, όπως και όλους τους χιλιάδες νεκρούς που έχουν φύγει (και εξακολουθούν να φεύγουν ακόμα) σε πολύ πιο αντιηρωικούς αγώνες, αγώνες καθημερινούς στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στην δουλειά, στο σπίτι, στην κρεβατοκάμαρα, στην γειτονιά, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του πλανήτη, τους φτύνεις κατάμουτρα αν τους τιμάς μια μέρα κάθε χρόνο, με μια βόλτα κάτω από τον φθινοπωρινό αθηναϊκό ουρανό. Όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόπαστες (που λέει και ένας γνωστός μας).
Αυτή η πικρή γεύση στο στόμα τελειώνοντας αυτό το κείμενο, λέτε να είναι η γεύση της κοινοτοπίας;

1 comment:

Anonymous said...

www.arelis.gr
περιεχει το ερωτονομικον
που απαγορευθηκε στην ελλαδα λογω του ακραιου του σεξουαλικου
περιεχομενου