Τεύχος Τέταρτο - Οποιος Έχει Τη Μυγα Να Τη Φέρει Πίσω

«…Για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν, ή δεν θέλουν να διαβάζουν, οι οποίοι στον πρώτο κιόλας τόμο κατέβαλαν περισσότερη προσπάθεια να τον καταλάβουν λανθασμένα, από την προσπάθεια που ήταν απαραίτητη για να τον καταλάβουν σωστά, γι’ αυτούς τους ανθρώπους θα ήταν εντελώς άσκοπο να κοπιάσει κανείς (προκειμένου να τους εξηγήσει), έστω και ελάχιστα...»

Φρ. Ένγκελς, Συμπλήρωμα και επίλογος στο βιβλίο ΙΙΙ του Κεφαλαίου

Στο τεύχος 14 της επιθεώρησης θέσεων μάχης «Midnight Rebel» δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Εξ οικείων τα βέλη»i, ένα άρθρο «ανταπόδοσης» (έτσι αυτοσυστήνεται) στο κείμενο «Μερικά απλά ερωτήματα και απλά μερικές απαντήσεις», που είχαμε δημοσιεύσει στο προηγούμενο τεύχος του Κιβωτίου. Το άρθρο αυτό (θα ήθελε να) κάνει κριτική σε ορισμένες απόψεις που είχαμε καταθέσει σχετικά με ένα κόμικ ενός εντύπου της «Συνέλευσης ενάντια στην Ειρήνη».
Είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που εδώ και κάμποσα χρόνια, μέσα από έντυπα, σε στέκια και σε συνελεύσεις, έχουμε τονίσει και συνεχίζουμε να τονίζουμε την ανάγκη άσκησης κριτικής (και αυτοκριτικής) ως βασικής συνιστώσας αυτών των διαδικασιών. Μιας κριτικής προσδιορισμένης αυστηρά ως τεκμηριωμένης αντιπαράθεσης θέσεων και επιχειρημάτων, ως ανοίγματος οριζόντων επιλογής (αυτό σημαίνει κρίνω: τέμνω/διαχωρίζω/μοιράζω και τελικά: επιλέγω), ως δοκιμασίας και πάλης των απόψεων στο φως του δημόσιου χώρου. Άρα, μιας πράξης διαλόγου και συζήτησης, απαλλαγμένης από υστεροβουλία και δόλο. Όχι για το καλό του διαλόγου και της συζήτησης γενικά και αόριστα, αλλά για το προχώρημα προς τα μπρος της ανταγωνιστικής σκέψης και πράξης, ειδικά και συγκεκριμένα.
Είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που είχαμε γράψει κάποτε ότι «κάθε κείμενο έχει και την κριτική που του αξίζει». Διαβάζοντας το εν λόγω άρθρο μας ήρθε στο μυαλό μία σκέψη του είδους: «τι μαλακίες καθόμασταν και λέγαμε». Για ποιο λόγο; Επειδή την άποψη σου και τις πολιτικές της συνέπειες, όπως εξάλλου και τους συντρόφους σου, τους διαλέγεις ο ίδιος. Την ποιότητα της κριτικής των κειμένων σου και τους κριτές σου, ποτέ.
Το εν λόγω άρθρο δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κριτική, επειδή δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που εμείς εννοούμε ορίζοντας αυτό το πράγμα. Και δεν τα έχει επειδή τονίζει ρητά ότι δεν το ενδιαφέρει να «ανοίξει κουβέντα» με τις απόψεις μας (αλήθεια γιατί τότε σπαταλάει δύο ολόκληρες σελίδες «ανταπόδοσης»;)· επειδή τις διαστρεβλώνει ασύστολα σε όλο σχεδόν το εύρος τους εξάγοντας μετά τα a-priori συμπεράσματα που αντιστοιχούν σε αυτές τις διαστρεβλώσεις· επειδή βρίθει ειρωνιών, αξιολογικών κρίσεων και προσωπικών υπονοουμένων απέναντι σε συντρόφους μας· επειδή χρησιμοποιεί ένα λόγο, που η έπαρση του συναγωνίζεται τον συναισθηματισμό του, υφαίνοντας μαζί το πέπλο της ιδεολογίας που το καλύπτει.
Παρόλο που το άρθρο στο οποίο αναφερόμαστε, πάσχει από όλα αυτά και παραβλέποντας για την ώρα το καθήκον να ξεδιπλώσουμε την ακριβή (μικρο)πολιτική σημασία του, θα προσπαθήσουμε να συζητήσουμε κάποιες πολιτικές απόψεις που αποκαλύπτονται σε όποιον μπορέσει να διαρρήξει τους ιστούς αυτού του πέπλου. Και οφείλουμε να το κάνουμε όπως ξέρουμε εμείς: δηλαδή με τον απαραίτητο σεβασμό στην πολιτική κουλτούρα από την οποία προερχόμαστε, στις πολιτικές μας σχέσεις, όχι μόνο αυτές που ήδη έχουμε αλλά κυρίως αυτές που πρόκειται να δημιουργήσουμε, και στους αναγνώστες μας. Και με την διαυγή συνείδηση ότι εχθρός μας παραμένει πάντα ο ίδιος: το κάθε είδους αφεντικό και οι σύμμαχοι του, η κάθε εξουσιαστική συμπεριφορά και οι φορείς της. Όπως και με την υπενθύμιση ότι είμαστε πάντα ανοιχτοί σε οποιαδήποτε κριτική και διάλογο, που θα διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά που ήδη αναφέραμε.
Υπάρχει πρώτα από όλα ένα θεμελιώδες ζήτημαii που διατρέχει ρητά ή υπόρρητα το συγκεκριμένο άρθρο, είτε το επιθυμούν οι συγγραφείς του, είτε όχι. Εν πολλοίς, είναι το ίδιο ζήτημα που διατρέχει το συγκεκριμένο (και όχι μόνο) κείμενο του Κιβωτίου. Το ότι όμως ένα ζήτημα διατρέχει δύο κείμενα δεν σημαίνει ότι ξεκαθαρίζεται κιόλας. Αυτό το ζήτημα είναι το ζήτημα της τάξης, που στο Κιβώτιο, το έχουμε θίξει ακροθιγώς μόνο. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα δικό μας, ένα πρόβλημα ωστόσο που οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το έχουμε συνειδητοποιήσει και είμαστε εδώ και καιρό σε φάση διερεύνησης του. Σε κάθε περίπτωση όμως τους τελευταίους που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος ως εργατιστές, είναι αυτούς που έχουν γράψει ότι «η τάξη είναι διαδικασία συγκρότησης και γίγνεσθαι» ( Κιβώτιο νο 2, «Χίλιες και μία μέρες και νύχτες κοινωνικών και ταξικών ανταγωνισμών»). Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας. Απλά όταν κάτι τόσο κεντρικό δεν έχει απαντηθεί με κάποιο τρόπο, προκύπτουν διάφορα προβλήματα. Είτε το θέλουμε, είτε όχι κάποια από αυτά που θα συζητήσουμε παρακάτω βγαίνουν απευθείας από την μήτρα αυτού του ζητήματος.
Πριν ξεκινήσουμε ας υπενθυμίσουμε κατ’ αρχήν δύο τρία πράγματα για το κείμενο «Μερικά απλά ερωτήματα…». Καταρχήν το κείμενο ούτε στα πιο τρελλά του όνειρα δεν σκόπευε να είναι μία συνολική και τελευταία τοποθέτηση επί του ζήτηματος (επί του όποιου ζητήματος σεκιουριτάδες, αίτημα για ασφάλεια κλπ), παρά μόνο να δώσει μερικές (δηλαδή επί μέρους) απαντήσεις. Και όντως ούτε σε ένα σημείο η ανάλυση μας δεν λέει ότι αφορά όλους τους σεκιουριτάδες, και βέβαια ούτε κατά διάνοια, όπως με σκοπιμότητα λένε οι συγγραφείς της Midnight Rebel, δεν αφορά ούτε νταβατζήδες, ούτε βασανιστές… Το «Μερικά απλά ερωτήματα…» ήθελε να πει τρία πράγματα: Πρώτον τι είδους εργασία κάνουν οι σεκιουριτάδες στα σουπερμάρκετ (και μόνο εκεί) –μιας και έχουμε προσωπική εμπειρία λογω εργασίας, δεύτερον ότι θα πρέπει να αναλυθεί αυτή η εργασία (αλλά και η εργασία γενικότερα) υπό το πρίσμα μιας κοινωνικό-ιστορικής συνθήκης στην οποία αναδύεται το αίτημα για ασφάλεια, και τρίτο, ότι συνιστά πολιτικό λάθος να κρίνονται οι επαγγελματικές επιλογές (και οι όποιες άλλες επιλογές) σε ατομικό επίπεδο με ηθικούς όρους.
Προχωρούμε.
Γράφει το άρθρο (η αναδημοσίευση επί λέξει, με τους τονισμούς και το συντακτικό του πρωτότυπου): «Η αφετηρία των βασικών επιλογών καθενός και κάθε μιας δεν είναι «πολιτική», με τον τρόπο που αυτό νοείται συνήθως. Είναι ηθική (αυτό την κάνει πολιτική, μόνο που τώρα η λέξη έχει πλατύτερο νόημα). Το αν θα δουλέψει κάποιος μπάτσος, σεκιουριτάς, νταβάς, πορτιέρης, ελεγκτής, επιστάτης, μισθοφόρος, φονιάς, κλπ, κλπ, ή όχι, ΔΕΝ το αποφασίζει επειδή φύτρωσε στο «κλαράκι της καπιταλιστικής ζωής», που λέγεται δεξιά, αριστερά, αναρχία, κουκουέ. Το αν θα δουλέψει κάποιος μπάτσος, σεκιουριτάς, νταβάς, πορτιέρης, ελεγκτής, επιστάτης κλπ ή χαμάλης [ας πούμε] στην κρεαταγορά [ας πούμε], εργάτης γης ακόμα και κλέφτης [ας πούμε], το αποφασίζει επειδή οι βασικές αρχές της ζωής του/της (όπως τις έχει φτιάξει έως την στιγμή που πρόκειται να πάρει τέτοια απόφαση και οπωσδήποτε ως τα 18 του χρόνια) τον/την προσανατολίζουν εδώ, ή εκεί. Μάλιστα συμβαίνει τέτοιου είδους επιλογές (και άρα την ανάλογη ηθική στάση) να τις έχουν μόνο, ή κυρίως οι προλετάριοι και οι μικροαστοί».
Καταρχήν, αν μέχρι τα 18 κάποιος είχε διαμορφώσει ήδη τις βασικές αρχές της ζωής του, τότε το ανταγωνιστικό κίνημα, θα αποτελούνταν το πολύ από μαθητές του γυμνασίου (η οπισθοφυλακή του), ενώ η πρωτοπορία του θα ήταν τα παιδάκια του νηπιαγωγείου.
Στην ουσία τώρα. Βασική αρχή: Με όρους ηθικής αυτό τον κόσμο τον κρίνουν οι θρησκείες. Με αυτή την έννοια κάθε λέξη αυτής της παραγράφου, και κυρίως η κεντρική της ιδέα, ότι δηλαδή η εργασιακή επιλογή είναι ηθική επιλογή, είναι μεταφυσική.
Κάθε ηθική είναι μεταφυσική, ανεξάρτητα πως αντιλαμβάνεται η ίδια τον εαυτό της. Και είναι μεταφυσική επειδή ανάγει μια αυθαίρετη παράμετρο σε αξιολογικό μέτρο μιας συμπεριφοράς και μιας πράξης και με βάση αυτή ορίζει τι είναι καλό, και τι είναι κακό. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός χριστιανού που πάει μάρτυρας σε μια δίκη που εμπλέκει δύο φίλους του, που έκαναν ένα έγκλημα… Πως πρέπει να φερθεί αυτός ο χριστιανός (που ασπάζεται ως «καλή» την αρχή -ως χριστιανός- «ου ψευδομαρτυρήσεις»), κατά την ανάκριση; Οπωσδήποτε να τους καρφώσει αφού αυτό είναι «το καλό» για την ηθική του.
Η ίδια η διαδικασία του διαχωρισμού και της επιλογής μεταξύ καλού και κακού είναι εξ ορισμού μεταφυσική, γιατί δεν συνειδητοποιεί την υποκειμενική (και ιδεολογική) της βάση. Δηλαδή για τον συγκεκριμένο χριστιανό δεν μπαίνει καν ζήτημα διερώτησης για την ηθική του, αφού εξορισμού αυτή είναι «η σωστή ηθική». Αντίθετα: η πολιτική επιλογή της κοινωνικής αυτονομίας, αναγνωρίζει την υποκειμενική βάση των μέτρων που χρησιμοποιεί για να ορίσει το καλό και το κακό. Αναγνωρίζει ότι αυτή η υποκειμενική βάση είναι η επιθυμία, η βούληση. Αυτή είναι η τεράστια διαφορά της πολιτικής επιλογής της αυτονομίας από οποιαδήποτε ηθική επιλογή, δηλαδή από οποιαδήποτε μεταφυσική. Πάντως ας το τονίσουμε: η χρήση της ηθικής ως αναλυτικού εργαλείου δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο άρθρο, ούτε αποκλειστικά την Midnight Rebel: αφορά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του αναρχικού χώρου, πράγμα βέβαια που δεν είναι άσχετο με την κοινωνική καταγωγή αυτών των ανθρώπων.
Κάτι ακόμα. Η λέξη ηθική βγαίνει από την ομηρική λέξη ήθος, που θα πει κλουβί. Κάθε ηθική είναι αναγκαστικά ιδιωτική/ατομική υπόθεση, γιατί εκφράζει την επιθυμία του ατόμου να περιοριστεί στο κλουβί της ατομικής του προστασίας -δηλαδή να ορίσει ατομικά τα όρια της ελευθερίας του-, με όρους οντολογικούς. Γι’ αυτό άλλωστε κάθε ηθική βγαίνει κατευθείαν από το σεντούκι του ιδεολογικού οπλοστασίου των αφεντικών: επειδή σε τελευταία ανάλυση μια συνθήκη που ορίζεται από ένα σύνολο ατομικών κλουβιών -και από τον φόβο που τα φυλάει ως έχουν- είναι η καλύτερη εγγύηση για την διαιώνιση της ύπαρξης τους. Μέσα από αυτό το πρίσμα αν κάποιος δει χωρίς ρηχούς συναισθηματισμούς την προσωπική στάση του πιτσιρικά, «κλεφτρονιού, αρχηγού συμμορίας ανηλίκων, αλητάμπουρα» (από το ίδιο άρθρο), που παρόλο που βασανίζεται δεν καρφώνει τους συνενόχους του σε αυτό που κάνανε μαζί, θα δει την αντικειμενική σημασία της ηθικής του: είναι η ηθική της ομερτά, η ηθική του «δεν καρφώνω τους φίλους μου γιατί με συνδέουν όρκοι πίστης μαζί τους». Και όχι μόνο: κυρίως με συνδέει η κοινή ανάγκη να επιβεβαιώσω την συμμορία μου, που είναι και ο απαραίτητος όρος για να συνεχίσω να ζω, όπως ζω. Με γεια του και με χαρά του πιτσιρικά, όμως αυτή η στάση διαφέρει τόσο εκκωφαντικά από την πολιτική επιλογή της αυτονομίας (μια επιλογή δημόσια/συλλογική), όσο η ληστεία τράπεζας από δύο-τρεις ανθρώπους για την πάρτη τους, από την απαλλοτρίωση των τραπεζών, που έκανε η ομάδα Ντουρούτι στον Ισπανικό εμφύλιο,για τους σκοπούς της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Την ενασχόληση με την μεταφυσική των εργασιακών επιλογών, δηλαδή την πολυτέλεια της επαγγελματικής επιλογής πράγματι δεν την έχουν όλοι: την έχουν κυρίως αυτοί που βρίσκονται σε κάποια στιγμή της ζωής τους στην θέση είτε να αναλάβουν τον ρόλο για τον οποίο τους έχει προετοιμάσει το σύστημα, είτε να το αρνηθούν: δηλαδή οι γόνοι των αφεντικών/εξουσιαστών, και οι φοιτητές. Τονίζοντας ότι και αυτή η επιλογή είναι σήμερα όλο και λιγότερο πια δυνατή για κάποιον -για αντικειμενικούς λόγους, εφόσον το σύστημα, δείχνει όλο και λιγότερο να χρειάζεται ένα μεγάλο μέρος αυτών που προετοιμάζει για να στελεχώσουν τους μηχανισμούς του, με τους όρους που το έκανε παλιότερα-, σε κάθε περίπτωση αυτή η επιλογή είναι πολιτική, πολιτικότατη μάλιστα. Και σαν τέτοια αξίζει κάθε σεβασμό εφόσον εμπεριέχει πολιτική συνείδηση, αναγνωρίζει τα όρια της και δεν γίνεται υπό το βάρος ενοχοψυχιακών συμπλεγμάτων.
Ας πάει όμως κάποιος άγγελος της επανάστασης να μιλήσει για ηθική στα παιδιά των αγροτών των ορεινών περιοχών της Ελλάδας, ή στα παιδιά των εργατογειτονιών στο Περιστέρι, ή στα Καμίνια, που η ζωή τους -από την στιγμή που γεννιούνται- είναι σε μεγάλο βαθμό καθορισμένη να είναι στα χωράφια και στα βοσκοτόπια, ή στην οικοδομή και στα εργοστάσια αντίστοιχα, για να μη μιλήσουμε επουδενί για τις δυνατότητες επιλογών στις βραζιλιάνικες φαβέλες, ή στις παραγκουπόλεις των αραβικών μητροπόλεων. Εκεί ηθική είναι το όνομα της ανάγκης. Σημαίνει τώρα ότι αυτά τα άτομα και οι επιλογές τους είναι υπεράνω κριτικής; Σημαίνει μήπως πως η στάση μας απέναντι τους θα είναι διαφορετική όταν βρεθούμε σε απέναντι χαρακώματα; Όχι βέβαια. Σημαίνει όμως σίγουρα ότι πρέπει να προσέχουμε τι λέμε και τι κάνουμε. Σημαίνει ότι τα συνθήματα (π.χ. Ήσουνα που ήσουνα μαλάκας μια ζωή/ τώρα πήγες κι έγινες μαλάκας με στολή), μπορεί να ‘χουν το φαινομενικό «καλό» ότι «μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά» (των πιτσιρικάδων, των «άγριων» νεολαίων, κλπ), αλλά σπάνια μπορούν να περικλείσουν έστω και το ελάχιστο της πραγματικότητας αυτού του κόσμου.
Όχι μόνο στο ζήτημα των επιλογών, αλλά γενικότερα. Πριν μερικά χρόνια έγινε μια απεργία σε μια εταιρία ταχυμεταφορών, στην Θεσσαλονίκη. Η απεργία ήταν έξω από συνδικαλιστική ή άλλη κάλυψη, και σε ένα βαθμό οργανώθηκε από άτομα του ευρύτερου χώρου της αμφισβήτησης, που είχαν ένα καλό συσχετισμό εργαζομένων στην εταιρεία. Ανάμεσα στους απεργούς όμως υπήρχαν και άνθρωποι, που διάβολε, είχαν και άλλα πράγματα στα μυαλό τους, πέρα από το την επανάσταση και την πτώση του κράτους. Είχαν ας πούμε μικρά παιδιά, άρρωστη γυναίκα, κτλ. Ε την πρώτη μέρα ένας τέτοιος άνθρωπος συμμετείχε στην απεργία, την δεύτερη επίσης, την τρίτη επίσης, οι μέρες περνούσαν όμως και όπως ήταν φυσικό η απεργία (παρά την τεράστια σημασία της σαν κίνηση) έμενε απομονωμένη και ο άνθρωπος αυτός, είπε στους συναδέλφους του με λύπη ότι δεν γίνεται να συνεχίσει. Ο σύντροφος που μας διηγήθηκε αυτό το περιστατικό είχε την ευφυΐα και την σεμνότητα να αναρωτηθεί : τι μπορούσαμε να του πούμε; Ας μας πει αυτός που κρίνει με βάση την ηθική, πως θα έκρινε αυτή την στάση; Ανήθικη γιατί πούλησε την απεργία. Ηθική επειδή σκέφτηκε την οικογένεια του; Ούτε ηθική, ούτε ανήθικη; Τελικά το ζήτημα είναι αυτό; Ή το ζήτημα είναι ότι τόσες χιλιάδες εργάτες της Θεσσαλονίκης (και όχι μόνο), άφησαν μερικούς απεργούς μόνους τους, ή αρκέσθηκαν στην διαμεσολάβηση του επίσημου κράτους (Εργατικό Κέντρο, κλπ).
Όσον αφορά τώρα την κουβέντα περί ηθικής και μπάτσων ας έχουμε γενικά στο μυαλό μας ότι ο ιδεαλισμός (οι «κακοί μπάτσοι», οι «σκατόψυχοι φασίστες», κλπ) είναι δομικό χαρακτηριστικό ενός υποβόσκοντος μικροαστισμού.
Πάντως ας το ξεκαθαρίσουμε από την πλευρά μας: Τους μπάτσους δεν τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας επειδή έκαναν μια «ανήθική» επιλογή στα 18 τους χρόνια, πράγμα που άλλωστε δεν ισχύει αφού η επιλογή τους υπήρξε «ηθικότατη», με τους δικούς τους όρους πάντα. Τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας επειδή τους συναντάμε απέναντι μας κάθε φορά που κατεβαίνουμε στο δρόμο, με διάθεση να αμφισβητήσουμε αυτόν τον κόσμο. Δηλαδή τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας επειδή συγκροτούν την εμπροσθοφυλακή του νόμιμου μονοπωλίου της βίας (αν και στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μικρό μόνο κλάσμα της).
Πάμε παρακάτω, να μιλήσουμε για την εργασία και την «ηθική» της. Η εργασία είναι η βασική πηγή πλούτου στον καπιταλισμό. Δεν χρειάζεται να χει διαβάσει κάποιος την «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» του Κάρολου για να το γνωρίζει. Έχει ηθική η εργασία; Δηλαδή υπάρχει καλή εργασία και κακή εργασία; Αυτά τα μυστηριώδη ερωτήματα αντιμετωπίζουν μόνο όσοι έχουν επιλέξει να περπατάνε στο νεκρό δάσος των νοημάτων της μεταφυσικής. Όχι όμως και τα αφεντικά. Αυτά ξέρουν καλά που περπατάνε (και τι πατάνε).
Κάθε εργασία που εκτελείται στον καπιταλισμό, έχει σαν άμεσο ή έμμεσο στόχο την αναπαραγωγή του συστήματος. Είτε μέσω της άμεσης απόσπασης υπεραξίας από αυτήν. Είτε μέσω της αναπαραγωγής, της διεύθυνσης, της οργάνωσης, αυτών που παράγουν υπεραξία. Είτε μέσω της καταστολής αυτών που θα επιθυμήσουν με οποιονδήποτε τρόπο να ξεφύγουν από τις νόρμες αυτού του βασικού κανόνα. Υπάρχει μήπως εργασία μέσα στο σύστημα που μπορεί να ξεφύγει από αυτό τον κανόνα και την οποία να αμείβουν τα αφεντικά; Ας γελάσουμε. Θα σε πλήρωνε κανείς ποτέ για να απεργάζεσαι την καταστροφή του;
Τι είναι αυτό που υπάρχει και μπορεί να κάνει μια εργασιακή επιλογή, ηθική και μια άλλη ανήθική; Η μεσολάβηση της ιδεολογίαςiii. Μιας ιδεολογίας που μπορεί να λέει για παράδειγμα ότι «ο δάσκαλος είναι μπάτσος μυαλών». Ενώ ο κούριερ, για παράδειγμα, «εργάτης-δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο». Μιας ιδεολογίας γι’ αυτό πραγματικά ιδεαλιστικής, σεκταριστικής κα πολιτικά καθυστερημένης.
Ιδεαλιστικής γιατί χρησιμοποιεί ηθικούς δηλαδή μεταφυσικούς όρους για να αντιληφθεί τις ανταγωνιστικές σχέσεις, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να ερευνά, να εξετάζει και να αναλύει. Να αναλύσει για παράδειγμα το γεγονός της πιθανής συνειδητοποίησης από τον δάσκαλο του ρόλου του και της έμπρακτης προσπάθειας του να τον αρνηθεί, παραμένοντας όμως δάσκαλος. Να αισθάνεται για παράδειγμα ότι τρώει χαστούκια όταν ο κούριερ συνάδελφος του βρίζει τους αλβανούς, ή γλείφει το αφεντικό, και να τον θεωρεί προδότη της τάξης του, λες και επειδή είναι κούριερ είναι αντικειμενικά επιφορτισμένος από τον θεό της επανάστασης, να αντεπεξέλθει στην επαναστατική του αποστολή. Και εδώ είτε το θέλουμε είτε όχι μπαίνουμε στο ζήτημα για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή: δηλαδή το ζήτημα της τάξης. Αν αντιλαμβάνεσαι αντικειμενικά την τάξη, όπως δηλαδή την αντιλαμβάνονται οι κοινωνιολόγοι, π.χ. ανάλογα με το εισόδημα του κάθε υποκειμένου, ή ανάλογα με την δυνατότητα του να ικανοποιεί τις αναπαραγωγικές του ανάγκες, τότε θεωρείς ότι επαναστατικό υποκείμενο είναι οι μετανάστες και μάλιστα τα πιο χαμηλά οικονομικά τμήματα τους, ή αυτοί που ξημεροβραδιάζονται στα γήπεδα επειδή δεν έχουν καταλάβει ακόμα την ιστορική τους αποστολή. Και σε αυτ’η την περίπτωση βέβαια, αν διατηρείς κάποια ψήγματα διανοητικής εντιμότητας δεν πρέπει να κάνεις τίποτα άλλο από το να αναζητάς μάταια τιε αιτίες του ξυλοδαρμού σου από την πραγματικότητα
Σεκταριστικής επειδή αρνείται την δυνατότητα της συνείδησης. Και όντως όταν στα 18 έχεις πάρεις μία απόφαση once in a lifetime από εκεί και πέρα τι μένει; Τίποτα. Καμία επιλογή, καμία δυνατότητα αλλαγής. Τα πάντα παγώνουν την στιγμή εκείνη της απόφασης και ύστερα όλα παίρνουν τον σωστό ή τον λάθος δρόμο τους. Πρακτικά όμως τι σημαίνει αυτό; Πολιτικά ποιες είναι οι συνέπειες του; Ας μας απαντήσουν οι ίδιοι οι συγγραφείς της Midnight Rebel. Αντιγράφουμε: «Γιατί να κολακεύουμε τις αργοπορημένες συνειδήσεις αν έτσι προσβάλλουμε εκείνες που που είναι ακριβείς στα ραντεβού τους, και το πληρώνουν; Αν πρόκειται να μιλάμε σοβαρά για συνείδηση, δεν πρέπει να πετάμε στα σκυλιά το κλειδί της: την επιλογή. Αν (…) αξίζει τιμών και αναγνώρισης κάποιος που έγινε λεγεωνάριος και μετά το μετάνιωσε πόση άραγε τιμή και αναγνώριση αξίζει σε όλους εκείνους που ΔΕΝ έγιναν –αν και θα μπορούσαν; Ποια η τιμή για όσους επιλέγουν να μην γίνουν «επαγγελματίες οπλίτες». (τχ.9).
Ποια είναι -τώρα- η στάση των συγγραφέων της Midnight Rebel απέναντι σε όσους κάνοντας αυτοκριτική αρνούνται έμπρακτα τις προηγούμενες επιλογές τους; Έκανες μια ανήθικη επιλογή στα 18 σου χρόνια, είσαι κάθαρμα... Αλλιώς: καθυστερημένη συνείδηση… Τς… τς… τς… Χάσατε το ραντεβού σας…
Αν πάρουμε αυτή την θέση και την προβάλλουμε στο παρελθόν, καμία επανάσταση δεν έπρεπε να γίνει… Η συνείδηση ήρθε πάντα πολύ αργά. Άργησε το ’17 στη Ρωσία, άργησε το ’18 στην Γερμανία, άργησε το ’36 στην Ισπανία. Κάτι ύποπτο συμβαίνει εδώ για να είναι μονίμως καθυστερημένη η άτιμη και παρά την καθυστέρηση της η ιστορία να συνεχίζεται. Τελικά που είναι το ύποπτο και που υπάρχει; Μάλλον μόνο στο μυαλό των συγγραφέων της Midnight Rebel. Είναι πολιτικά απαράδεκτο να αρνηθούμε την δυνατότητα στους ανθρώπους να αλλάζουν τα μυαλά τους… Το πρόβλημα δεν είναι πότε θα έρθει η συνείδηση, το θέμα είναι αν θα έρθει κάποτε, και όταν θα έρθει να μην της κλείσουμε την πόρτα στα μούτρα, επειδή εμείς είμασταν συνεπείς. («Εμείς, εμείς/οι μόνοι συνεπείς», φώναζαν τα μπλοκ των σταλινικών του ΚΚΕμ-λ, στις διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης).
Τέλος, πολιτικά καθυστερημένης ιδεολογίας γιατί πέφτει στην λούμπα του ψυχολογισμού, δηλαδή του συναισθηματισμού, που σαν τέτοια αποτελεί πολιτική κληρονομιά των χρόνων του ’60. Όμως από αυτή την λούμπα, δεν μπορείς να αντικρίζεις με ανταγωνιστικό τρόπο αυτόν τον κόσμο, παρά μόνο (ή κυρίως) με ψυχολογικούς όρους. Αυτοί που σκέφτονται ανταγωνιστικά δεν εξετάζουν ψυχολογικά κίνητρα και προθέσεις επιλογών (τις αφήνουν πεταμένες κάτω σαν τα φθινοπωρινά φύλλα, να στρώνουν το δρόμο για την κόλαση). Εξετάζουν στάσεις, θέσεις, πράξεις και συμπεριφορές. Αυτές κρίνουν, με βάση αυτές καθορίζουν την πολιτική τους θέση και στάση απέναντι σε υποκείμενα και σε κοινωνικές σχέσεις.
Οι συναισθηματισμοί και οι ενοχές δεν είναι γι’ αυτούς που έχουν επιλέξει το δρόμο της κοινωνικής αυτονομίας. Είναι γι’ αυτούς που θέλουν να προκαλέσουν οίκτο, λύπη, ενοχή, τελικά μιλιταντισμό, και ότι αυτός συνεπάγεται. Τέλος.

No comments: