Τεύχος Πέμπτο - Νοτιοανατολικό Πέρασμα
O ρόλος που ιστορικά έχει διαδραματίσει το ισλάμ στη διαμόρφωση των κοινωνιών της Μέσης Ανατολής, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, και ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου, από όλο και περισσότερους δημοσιογράφους και πολιτικούς αναλυτές προκειμένου να βρεθεί μια πειστική απάντηση απέναντι στο φαινόμενο της «τρομοκρατίας». Σε επίπεδο κυρίαρχης ιδεολογίας είναι κοινά διαδεδομένη η αντίληψη πως οι αιτίες των συνεχόμενων επιθέσεων σε Μαδρίτη, Μπαλί, Μπεσλάν, Κασμίρ, Βαγδάτη, Λονδίνο, Σαρμ ελ Σέιχ και αλλού στον πλανήτη έχουν ένα κοινό παρανομαστή: αυτό που λέγεται «ισλαμικός φονταμενταλισμός».
Στο προηγούμενο τεύχος εξετάσαμε τη θέση αυτή και την κρίναμε από ανταγωνιστική σκοπιά. Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα ζήτημα, στο οποίο μονάχα ακροθιγώς αναφερθήκαμε, και το οποίο τίθεται από την πρώτη στιγμή που ασχολείται κανείς με το ζήτημα του ισλάμ. Το γεγονός ότι κάθε απόπειρα, όπως είχαμε γράψει, να κατανοηθεί και να ασκηθεί κριτική απέναντι στο ισλάμ προσκρούει στην κατηγορία του «οριενταλισμού». Η θέση λοιπόν, των υποστηρικτών του «οριενταλισμού», ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ διανοουμένων, έχει κατά καιρούς αποτελέσει όχι μόνο τον κριτικό αντίλογο, στη δημόσια συζήτηση, της θέσης περί «ισλαμικού φονταμενταλισμού» και «σύγκρουσης των πολιτισμών», αλλά και κάθε προσπάθειας ανάλυσης του ρόλου που το ισλάμ έχει παίξει στη διαμόρφωση κοινωνικών αντιλήψεων στη Μέση Ανατολή, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της θέσης των γυναικών μέσα στην κοινωνία.
Προτού ξεκινήσουμε λοιπόν, να σημειώσουμε πως η εξέταση της θέσης περί «οριενταλισμού» προφανώς και δε γίνεται από τη σκοπιά του να παρουσιαστούν και κάποιες άλλες όψεις του ισλάμ και της ανατολής ή με σκοπό να αποκαταστήσουμε, σα δήθεν σωστοί και αμερόληπτοι κριτές, την «αληθινή» τους «ουσία», ούτε όμως, και πολύ περισσότερο, από τη σκοπιά του να οριστεί τι αποτελεί και τι δεν αποτελεί «Ισλάμ» ή «Ανατολή», ώστε να χαράξουμε νέα σύνορα μεταξύ ενός υποτιθέμενου «Εμείς» και ενός εξίσου υποτιθέμενου «Αυτοί». Αντίθετα, απώτερος σκοπός μας, συνεχίζοντας έτσι και τη μεθοδολογία που ακολουθήσαμε και στην προηγούμενη ανάλυσή μας, δεν είναι άλλος από το να κρίνουμε από ανταγωνιστική οπτική τις υπόρρητες παραδοχές της ίδιας της θέσης περί «οριενταλισμού», ώστε να γίνει κατανοητή η πολιτική της σημασία και οι πρακτικές της συνέπειες.
Κύριος εκφραστής, ως γνωστόν, της θέσης περί «οριενταλισμού» (στο εξής χωρίς εισαγωγικά) υπήρξε ο παλαιστίνιος καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας Ε. Σαΐντ. Κατά τον Σαΐντ λοιπόν, οριενταλισμός είναι ο δυτικός εξουσιαστικός λόγος γύρω από την ανατολή. Ο οριενταλισμός, όπως ορίζεται στο ομώνυμο έργο του, συγκροτεί μια ολόκληρη κοσμοθεωρία, ένα σύνολο κοινά αποδεκτών παραδοχών, στερεοτύπων, και πάνω από όλα λόγων, μέσα από τους οποίους περνά η αντίληψή που έχουν οι «δυτικοί» για την ανατολή. Αυτό μάλιστα το σύνολο λόγων, όπως αναφέρει, αποτελεί: «τελικά, ένα σύστημα που μπορεί να παραμείνει αναλλοίωτο ως διδακτικά μεταβιβαζόμενη σοφία (σε ακαδημίες, βιβλία, συνέδρια, πανεπιστήμια, ινστιτούτα εξωτερικών υποθέσεων) από την εποχή του Ερνέστ Ρενάν στα τέλη της δεκαετίας του 1840 μέχρι σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να είναι κάτι πιο ισχυρό από μιαν απλή συλλογή ψεμάτων. Ο Οριενταλισμός λοιπόν δεν είναι μια απλή αεροφαντασία σχετικά με την Ανατολή, αλλά ένα δημιουργημένο σώμα θεωρίας και πρακτικής στο οποίο, για πολλές γενιές, έχουν γίνει σοβαρές υλικές επενδύσεις. Αυτή η συνεχής επένδυση έκανε τον Οριενταλισμό, ως σύστημα γνώσης σχετικά με την Ανατολή, ένα αποδεκτό πλέγμα μέσω του οποίου διηθείται η Ανατολή για τη δυτική συνείδηση, και ταυτόχρονα πολλαπλασίασε –στην πραγματικότητα έκανε για πρώτη φορά παραγωγικές– τις προτάσεις που από τον Οριενταλισμό διαχέονται διαποτίζοντας την ευρύτερη κουλτούρα»i.
Από τις πρώτες λοιπόν γραμμές καθίσταται σαφές πως ο Σαΐντ επιχειρεί να αποφύγει τα αδιέξοδα μιας μηχανιστικής θεώρησης του οριενταλισμού που θα τον εμφάνιζε ως ιδεολογικό εργαλείο καθυπόταξης στα χέρια κάποιων κυρίαρχων. Έτσι, θεωρεί πως ο οριενταλισμός αποτελεί ένα σύνολο, ένα πλέγμα πιο σωστά, εξουσιαστικών λόγων που ως τέτοιο είναι πανταχού παρόν μέσα στην κουλτούρα. Το κύριο βάρος δηλαδή της ανάλυσής του πηγαίνει στο πολιτισμικό στοιχείο, στη δυτική δηλαδή κουλτούρα, η οποία θεωρεί πως αποτελεί και τον κρίσιμο παράγοντα προκειμένου να κατανοήσουμε την εξουσιαστική φύση της σχέσης μεταξύ ανατολής και δύσης. Όπως αναφέρει: «[η] ιδέα μου είναι ότι τα ευρωπαϊκά και εν συνεχεία τα αμερικανικά συμφέροντα ήταν πολιτικά με την προφανή ιστορική έννοια του όρου που έδωσα εδώ, αλλά ήταν η κουλτούρα εκείνη που γέννησε αυτά τα συμφέροντα, που έδρασε εκ παραλλήλου με τις ωμές πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές αιτίες […]» (Ορ. 23). Με βάση λοιπόν τις προκαταρκτικές αυτές θέσεις υποβάλλει το δυτικό λόγο, από την αρχαιότητα έως και τις μέρες μας, σε μια γενεαλογική κριτικήii.
Με τον τρόπο αυτό, ο Σαΐντ κατασκευάζει, μέσα από μια συρραφή κειμένων της κυριαρχίας που συγκροτούν ένα ενιαίο corpus, ένα γραμμικό μέσα στην ιστορία λόγο που του επιτρέπει έπειτα να τον προεκτείνει αυτούσιο στο παρελθόν. Η μέθοδος αυτή του επιτρέπει να παρουσιάζει τον οριενταλιστικό-εξουσιαστικό λόγο ως «αναλλοίωτο» και στατικό, αφού όχι μόνο δεν παρουσιάζει αλλαγές μέσα στο χρόνο, αλλά και δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει. Στην πραγματικότητα, ο Σαΐντ αποδίδει στον οριενταλισμό τις μεταφυσικές εκείνες διαστάσεις μιας καθαρής ουσίας, η οποία εκδιπλώνεται μέσα στην ιστορία και η οποία μάλιστα θεωρεί πως μπορεί να μεταβιβαστεί πέρα και έξω από κοινωνικές ή πολιτισμικές επιδράσεις. Ο λόγος δε αυτός δεν είναι μόνο υπεριστορικός, αλλά βρίσκεται έξω και πέρα από τα πραγματικά υποκείμενα που τον εκφέρουν. Πολύ περισσότερο μάλιστα, το τσουβάλιασμα ενός αριθμού κειμένων που συγκροτούν τον οριενταλιστικό λόγο δημιουργεί μια ψευδή «δυτική» ενότητα απέναντι στην ανατολή, η οποία όπως αναφέρει συγκροτεί και τη «δυτική συνείδηση» γύρω απ’ αυτήν. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας ταυτίζει πλήρως το κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο παραγωγής των λόγων που εξετάζει με τους ίδιους αυτούς λόγους και αυτό γιατί δεν τον απασχολεί καθόλου όχι μόνο πώς παράγονται οι λόγοι αυτοί, αλλά και από ποια θέση εκφέρονται.
Ασφαλώς, η θέση αυτή έχει να κάνει με τις μεθοδολογικές επιλογές του ίδιου του Σαΐντ, που παραπέμπουν κατευθείαν στο εν λόγω έργο του Φουκώ. Το κρίσιμο ωστόσο σημείο είναι πως έστω και αν προσπαθεί να σταθεί κριτικά απέναντι στον οριενταλιστικό λόγο, στην πραγματικότητα του αποδίδει μια τέτοια διάσταση και μια τέτοια ισχύ που τελικά δεν επιτρέπει να γίνουν κατανοητές οι πραγματικές αιτίες της εξουσιαστικής αυτής φύσης: το ζήτημα δηλαδή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, που έστω κι αν και δεν αγνοείται στο έργο του, ωστόσο το αντιμετωπίζει ως ένα από τα παρεπόμενα της οριενταλιστικής κουλτούρας.
Στο σημείο αυτό είναι που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις συνέπειες του καθοριστικού σε τελική ανάλυση ρόλου που αποδίδει όπως είδαμε στην κουλτούρα. Γιατί θεωρώντας πως είναι η κουλτούρα εκείνη που γεννά τα συμφέροντα, τότε αναγκαστικά η πραγματικότητα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης ανάγεται σε κάποια στερεότυπα και αναπαραστάσεις για τους «άλλους». Η θέση αυτή παρουσιάζει έτσι τα αποτελέσματα μιας συγκεκριμένης πρακτικής, δηλαδή της αποικιοκρατίας, ως γενεσιουργό αιτία της πρακτικής αυτής. Από τη στιγμή που ο οριενταλισμός του είναι «πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο ένα σύστημα παράθεσης έργων και συγγραφέων» (Ορ. 36) και από τη στιγμή που η όλη ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας περιορίζεται στην κριτική ορισμένων κειμένων της κυριαρχίας, δεν υπάρχει θέση για τον τρόπο με τον οποίο αυτή η εξουσία ασκείται και εφαρμόζεται συγκεκριμένα και απτά. Επομένως, η πολιτική και οικονομική ρίζα του ζητήματος της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού θάβονται κάτω από μια σειρά λόγων γύρω από την ανατολή.
Προτού όμως ο συγγραφέας ρίξει το βάρος του στο πολιτισμικό στοιχείο και προεκτείνει, τρόπον τινά, τον εξουσιαστικό λόγο του οριενταλισμού στην ευρύτερη κουλτούρα κάθε (δυτικής εν.) κοινωνίας, ο λόγος αυτός έχει παρουσιαστεί σε ολόκληρο το έργο του σα να υπάρχει καθεαυτός και a priori. Και αυτό γιατί σε κανένα σημείο του Οριενταλισμού του δεν υπάρχει κάποιο διακύβευμα που να δημιουργεί ρωγμές στον εξουσιαστικό λόγο. Στην ουσία, ο γραμμικός, ενιαίος και αδιάρρηκτος οριενταλιστικός λόγος επιτρέπει στο συγγραφέα να τραβά μια μονοκοντυλιά σε όλες τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις για την κυριάρχηση του νοήματος (συγκρούσεις δηλαδή στο επίπεδο των ιδεών) που τέθηκαν από τα ίδια τα υποκείμενα όχι μόνο των δυτικών κοινωνιών, αλλά και, το κυριότερο, το ρόλο και την ιστορία των αντιαποικιακών κινημάτων. Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα της αποικιοκρατίας ή του ιμπεριαλισμού από τη σκοπιά των εκμεταλλευόμενων θεωρείται το λιγότερο άσχετη με το θέμα, εφόσον τα κείμενα τα οποία εξετάζει τα αντιμετωπίζει γενικά και αόριστα ως δείγματα της «ευρωπαϊκής ιδέας για την Ανατολή» (Ορ. 28). Ο λιγότερο σεβάσμιος λόγος των υποτελών θεωρείται όχι μόνο ανίκανος να αντιπαρατεθεί στον αστικό, αλλά και εντελώς ανάξιος αναφοράς. Άλλωστε, ο οριενταλισμός, όπως μας πληροφορεί, διαποτίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το «λαϊκό νου» (Ορ., 135, θα επανέλθουμε), οπότε ποιος ο λόγος να ασχοληθεί με αυτόν;
Αν ρίξει πάντως κανείς μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο έχει δομήσει το θεμελιώδες αυτό έργο του, θα κατανοήσει πως ο συγγραφέας βάζει το σύνολο των εξουσιαστικών αυτών λόγων να παίρνουν έναν πολλαπλασιαστικό ρόλο μέσα στην ιστορία. Εν ολίγοις δηλαδή, η κυριαρχία του οριενταλιστικού λόγου αυξάνεται βαθμιαία και κλιμακώνεται πηγαίνοντας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, διαποτίζοντας το σύνολο των «δυτικών» αντιλήψεων και συμπεριφορών.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, ο οριενταλισμός δεν κατανοείται με όρους σύγκρουσης, παρά μόνον με όρους εμμένειας, ως υποβόσκουσας πραγματικότητας σε κάθε λόγο και συμπεριφορά. Όλως παραδόξως, δηλαδή ενώ ο λόγος-εξουσία υπάρχει, δεν υπάρχει καμιά διαμάχη η σύγκρουση γύρω από αυτόν. Ο όρος-χυλός του οριενταλιστικού λόγου-εξουσίας που με τόση ευκολία μπορεί να χρησιμοποιεί ο Σαΐντ είναι που του επιτρέπει να ταυτίζει ζητήματα παραγωγής και χρήσης ιδεολογίας με ζητήματα στερεοτύπων και αναπαραστάσεων. Για να το θέσουμε αλλιώς, ζητήματα ιδεολογίας ή κοινωνικών τάξεων δεν υπάρχουν καν για το συγγραφέα αφού κατά κανένα τρόπο δεν τίθενται στο έργο του. Η ανυπαρξία έτσι οποιασδήποτε διάκρισης μεταξύ της παραγωγής και χρήσης της κυρίαρχης ιδεολογίας από τη μια και στερεοτύπων και κλισέ από την άλλη, καθώς και η απουσία οποιασδήποτε ταξικοκοινωνικής αναφοράς που να αφορά την παραγωγή του κυρίαρχου λόγου, τον οδηγούν στο να κατασκευάζει ένα πλήρως μηχανιστικό μοντέλο στο οποίο τα πάντα παρουσιάζονται σα να κολυμπάνε μέσα στο χιμαιρικό χυλό του οριενταλιστικού λόγου.
Στο σημείο αυτό είναι δυνατό νομίζουμε να γίνει κατανοητό το γιατί, όπως γράφαμε στο προηγούμενο τεύχος, ο οριενταλισμός χρησιμοποιείται εκβιαστικά στην άρθρωση κάθε κριτικής απέναντι στο ισλάμ. Ο εκβιασμός αυτός είναι το αποτέλεσμα της πολύ συγκεκριμένης θεώρησης του εξουσιαστικού λόγου του οριενταλισμού από τον Σαΐντ ως μιας πανταχού παρούσας οντότητας. Αν δηλαδή κάθε λόγος για το ισλάμ είναι a priori δυτικοκεντρικός και οριενταλιτικός, αν κάθε μορφή σχέσης είναι εξουσιαστική ή τέλος πάντων εντός του πλέγματος του οριενταλιστικού λόγου, τότε και κάθε απελευθερωτικός-αντιεξουσιαστικός λόγος που προσπαθεί να μείνει έξω από τις μανιχαϊστικές λογικές που επιτάσσουν την υποτέλεια και τη δουλοπρέπεια σε κάθε μορφής ιδεολογία είναι και αυτός με τη σειρά του εξουσία και οδηγεί αναπόφευκτα στην αναπαραγωγή αυτής της εξουσίας. Προφανώς, η πρόθεση του Σαΐντ δεν είναι αυτή, άλλωστε ούτε ο ίδιος υποστήριξε ποτέ κάτι τέτοιο ρητά, ωστόσο αυτές είναι οι πρακτικές συνέπειες της ίδιας της επιχειρηματολογίας του οριενταλισμού. Η θέση περίπου αυτή άλλωστε, έχει υποστηριχτεί ουκ ολίγες φορές από προοδευτικούς διανοούμενους και φεμινίστριες που προσπαθούν να εκφράσουν μια «κατανοητική» στάση απέναντι στο ισλάμ. Ο Σαΐντ δεν είναι άμοιρος ευθυνών απέναντι σε αυτό. Όσο ζούσε υποστήριξε ρητά και προώθησε ενεργά την κατανοητική θέση απέναντι στη διαφορετικότητα της ανατολίτικης κουλτούρας.
Ειδικότερα, λίγα χρόνια αργότερα όταν θα γράψει το Καλύπτοντας το Ισλάμ και θα προσπαθήσει να θέσει σε εφαρμογή τα θεωρητικά εργαλεία που έχει παρουσιάσει στον Οριενταλισμό δοκιμάζοντάς τα πάνω στο δημοσιογραφικό λόγο θα υποστηρίξει, ασκώντας κριτική στο γνωστό οριενταλιστή B. Lewis, την «ποικιλομορφία της μουσουλμανικής ζωής» απέναντι στην «αντι-ανθρώπινη σχολαστικότητα με την οποία ο ίδιος ο Lewis αποφασίζει ποιοι είναι, τι αισθάνονται και τι επιθυμούν οι μουσουλμάνοι» (Κ.τ.Ι., 40). Η κριτική αποδόμηση εδώ των αναπαραστάσεων σχετικά με αυτό το κάτι που το λένε «Ανατολή», μεταθέτει διαρκώς αυτό το κάτι σε κάτι «άλλο», το οποίο ποτέ δεν ορίζεται, αλλά πάντοτε υπονοείται. Έτσι, ο Σαΐντ μιλά συνεχώς γύρω από αυτό το κάτι, για το τι είπαν και λένε οι άλλοι για αυτό το κάτι, αλλά δεν παίρνει θέση απέναντι σε αυτό το κάτι. Το γιατί είναι προφανές: αν έμπαινε στον κόπο ο Σαΐντ να ορίσει το τι είναι και τι δεν είναι αυτό το κάτι για το οποίο μας μιλά τότε θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως οριενταλιστής. Αναγκαστικά επομένως, εξαντλείται στο να μας βεβαιώνει γενικά και αόριστα για το ότι η ανατολή είναι κάτι «άλλο», κάτι το οποίο δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε γιατί βρίσκεται εκτός της εμβέλειας της δυτικής σκέψης, από το να πάρει συγκεκριμένη θέση σε σχέση με τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που θέτουν όλοι όσοι αγωνίζονται στις χώρες αυτές εναντίον κάθε μορφής καταπίεσης και χειραγώγησης. Γιατί, αν επιτέλους αποφασίσουμε να αφήσουμε στην άκρη τις υπεκφυγές, περιλαμβάνεται η γυναικεία καταπίεση σε αυτήν την τόσο εξωτική «ποικιλομορφία της μουσουλμανικής ζωής» που υπερασπίζεται ή μήπως αποτελεί μέρος της πολιτισμικής διαφορετικότητας την οποία οφείλουμε να σεβαστούμε; Περιλαμβάνεται ο εθνοφυλετικός στιγματισμός και οι διακρίσεις στη βάση του θρησκευτικού πιστεύω ή μήπως και αυτά αποτελούν στοιχεία του πλουραλισμού της μουσουλμανικής ζωής; Αυτά δεν είναι ερωτήματα στα οποία μπορεί να απαντήσει κανείς παραμένοντας αναδιπλωμένος μέσα στην ασάφεια των σχημάτων του. Και όλα αυτά παρά τη συγκεκριμένη πολιτική υποτίθεται στράτευση του συγγραφέα, στην οποία και θα επανέλθουμε.
Πιο εύκολο αντίθετα είναι για τον καθηγητή Σαΐντ να προσπαθήσει να πείσει πως με την κριτική του εξαρθρώνει από το «υποσυνείδητο του ανθρώπου της Δύσης» (Κ.τ.Ι., 11) τα στερεότυπα εκείνα που εμποδίζουν την πολιτισμική ανταλλαγή μεταξύ των ανθρώπων. Το στερεότυπο εδώ (ο «άνθρωπος της Δύσης») λειτουργεί σαν ακόμα ένας αποδιοπομπαίος τράγος τον οποίο κατασκευάζει ο συγγραφέας προκειμένου να του επιτεθεί. Ο Σαΐντ αναπαράγει, στην πραγματικότητα, εκείνο που σε ρητό επίπεδο διατείνεται πως θέλει να καταρρίψει: την ύπαρξη μιας στερεοτυπικής δυτικής και μιας ανατολικής κουλτούρας. Το παράδοξο που δημιουργείται είναι πως μένοντας πιστός κανείς στη γραμμή επιχειρηματολογίας που έχει χαράξει στον Οριενταλισμό, θα ήταν εύκολο να τον κατηγορήσει κανείς ως οριενταλιστή από την ανάποδη («δυτικιστή»;) από τη στιγμή που αποδέχεται την ύπαρξη ενός «δυτικού ανθρώπου» που παρουσιάζεται αντιστικτικά προς τον «ανατολίτη». Πολύ περισσότερο μάλιστα που ο ανθρωπότυπος του δυτικού αποκτά και ένα συγκεκριμένο βάθος: το υποσυνείδητο!
Τα αποτελέσματα των παραδοχών του λοιπόν μπορούν να γίνουν κατανοητά: η εγκατάλειψη οποιασδήποτε ταξικής αναφοράς οδηγεί τα επιχειρήματά του προς μια ψυχολογίζουσα τροπή. Όπως είδαμε και πριν, έννοιες όπως το «δυτικό υποσυνείδητο» ή ο «λαϊκός νους» χρησιμοποιούνται εκτενώς στα έργα του προκειμένου να καταστήσει περισσότερο πειστικό το γιατί τα στερεότυπα διαποτίζουν όλη την κουλτούρα και καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Πρόκειται άλλωστε για πολύ διαδεδομένες έννοιες μεταξύ της αριστερής κριτικής, οι οποίες περνάνε στο έργο του Σαΐντ μέσω κυρίως του Αλτουσέρ (Ορ.28). Εκείνο που έχει σημασία είναι πως η όλη εξαντλητική κριτική στην οποία υποβάλλει τις αναπαραστάσεις δεν αποκαλύπτουν τίποτε άλλο πέρα από την ύπαρξη ακόμα ενός στερεοτύπου: εκείνου του cultural idiot. Το «μέσο» δηλαδή άνθρωπο που σα σφουγγάρι έχει εσωτερικεύσει άκριτα και παθητικά τα πανίσχυρα πολιτισμικά προϊόντα, που σε κάθε του δράση και συμπεριφορά παρακινείται από τα συναισθήματα και τα πάθη του και που άρα μιλιέται από τους ήδη υπάρχοντες λόγους-εξουσίας, που καθορίζεται πλήρως από το κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον του και που άρα είναι το απλό άθροισμα των κοινωνικών του αναφορών. Είναι γνωστή η μαρξικολενινιστική καταγωγή της θέσης αυτής: ο ρόλος του κριτικού έρχεται την κατάλληλη στιγμή και διαφωτιστικά για να αφυπνίσει συνειδήσεις και να δείξει τον ιστορικό δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί… Δεν υπαινισσόμαστε εδώ κάτι σχετικά με τον ίδιο το Σαΐντ. Πάντοτε είναι χρήσιμο όμως, να γίνονται κατανοητές οι πολιτικές καταβολές των εννοιών που χρησιμοποιούνται.
Για να επανέλθουμε πάντως, ο Σαΐντ θα συνειδητοποιήσει αργότερα κάποια από τα αδιέξοδα των προηγούμενων θέσεών του και έτσι στο Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός θα προσπαθήσει να εκλεπτύνει τα εργαλεία του. Ήδη από τον τίτλο καταλαβαίνει κανείς πως το κέντρο βάρους δε βρίσκεται πλέον αφηρημένα στις δυτικές ιδέες και λόγους περί ανατολής, αλλά αντίθετα πως προσπαθεί να γειώσει τους λόγους αυτούς κοινωνικο-ιστορικά και να τους εντάξει στην εκάστοτε κουλτούρα. Και αυτό δεν είναι το μόνο. Ήδη από την αρχή του βιβλίου του θα παραδεχτεί πως «[σ]τον Οριενταλισμό δεν έθιξα το θέμα της αντίδρασης στην κυριαρχία της Δύσης, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με το μεγάλο αντιαποικιακό κίνημα σε ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο» (Κ.κ.Ι., 9). Ο Σαΐντ θα ανακαλύψει, σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον, τις κοινωνίες των αυτοχθόνων και τα αντιαποικιακά κινήματα και, ως εκ τούτου, θα επιχειρήσει να λάβει υπόψη του ό,τι στον Οριενταλισμό είχε αποκλείσει. Η απόσταση που παίρνει μάλιστα από το αρχικό του έργο θα τον οδηγήσουν να προειδοποιήσει τον αναγνώστη πως το Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός δεν αποτελεί «απλώς μια αυτοτελή συνέχεια του Οριενταλισμού, αλλά μια απόπειρα για κάτι διαφορετικό» (Κ.κ.Ι., 10). Τα πράγματα όμως δεν είναι όσο απλά φαίνονται.
Παρόλο που διατυπώνει ρητά τις αποστάσεις του απέναντι στη μεθοδολογία που ακολούθησε στον Οριενταλισμό, παρόλο που θα αφήσει στην άκρη τον Φουκώ, προσεγγίζοντας περισσότερο τον Williams, παρόλο που θα προσπαθήσει να εξετάσει προσεκτικότερα τη σχέση μεταξύ του κοινωνικο-ιστορικού πλαισίου και των υπό εξέταση κειμένων, παρόλο που θα καταγράψει τις διαφορές του οριενταλιστικού λόγου μεταξύ της γαλλικής και της βρετανικής αποικιοκρατίας, παρόλο που θα εξετάσει τον αντι-αποικιακό λόγο των αυτοχθόνων, παρόλα αυτά οι βασικές παραδοχές της επιχειρηματολογίας του παραμένουν στην ουσία οι ίδιες. Για παράδειγμα αν και γνωρίζει πολύ καλά πως οι έννοιες «της τρομοκρατίας και του φονταμενταλισμού» ήταν εκείνες που «πήγασαν αποκλειστικά από τα ενδιαφέροντα και τα διανοητικά εργαστήρια μητροπολιτικών κέντρων όπως η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο» (Κ.κ.Ι., 348), ωστόσο επιμένει να τις θεωρεί μέρος, γενικά και ασαφώς, των δυτικών αναπαραστάσεων για την ανατολή. Ούτε όμως και σε κανένα σημείο θα αμφισβητήσει την προτεραιότητα του ρόλου της κουλτούρας και την παντοδυναμία της εσωτερίκευσης των στερεοτύπων (Κ.κ.Ι., 361).
Υπάρχει μια πληθώρα σημείων, σε όλο του το βιβλίο, που δείχνουν ότι ο συγγραφέας έμεινε αμετακίνητος από την ουσία των αρχικών του θέσεων. Από το να εξετάσουμε τα σημεία αυτά ένα προς ένα όμως, περισσότερο αναγκαίο είναι να επικεντρωθούμε τώρα στις πολιτικές συνέπειες του έργου του. Να σημειώσουμε προηγουμένως πως στο βιβλίο του δείχνει να παραπονιέται για τις πολιτικές συνέπειες θέσεων τις οποίες ο ίδιος πρωτύτερα είχε εισάγει. Για παράδειγμα θα κατηγορήσει το Φουκώ ότι η μεθοδολογία του «παρεκκλίνει της πολιτικής» (Κ.κ.Ι., 315) και πως αυτός «δείχνει ουσιαστικά να απεικονίζει μια ακαταμάχητη αποικιστική δύναμη που παραδόξως ενισχύει το κύρος τόσο του μοναχικού μεμονωμένου μελετητή όσο και του συστήματος που τον περιλαμβάνει» (Κ.κ.Ι., 314, και για την αποδόμηση, 215). Μήπως η κατηγορία αυτή δε θυμίζει κάτι από το συγγραφέα του Οριενταλισμού;
Σε αυτές τις θεωρητικές παραδοχές λοιπόν, ο Σαΐντ θα στηρίξει την πολιτική του θέση περί ενός ανεκτικού πολυπολιτισμού απέναντι τόσο στον εθνικισμό όσο και τον αυτοχθονισμό: «οπωσδήποτε ο αυτοχθονισμός δεν είναι η μόνη εναλλακτική λύση. Υπάρχει η δυνατότητα ενός πιο γενναιόδωρου και πλουραλιστικού οράματος του κόσμου» (Κ.κ.Ι., 266). «Το ότι πολλοί εθνικιστές μερικές φορές είναι είτε πιο καταπιεστικοί είτε αυτοκριτικοί πνευματικά από άλλους είναι σαφές, αλλά η δική μου θέση είναι ότι, στην καλύτερη εκδοχή της, η εθνικιστική αντίσταση στον ιμπεριαλισμό πάντοτε έβλεπε κριτικά τον εαυτό της» και αναφερόμενος στο παράδειγμα του Σ.Λ.Ρ. Τζέημς αναφέρει: «υπέρμαχος για πολλά χρόνια του μαύρου εθνικισμού, πάντοτε μετρίαζε την υπεράσπισή του [εν. του εθνικισμού] με αποκηρύξεις και υπενθυμίσεις ότι όπως ακριβώς δεν αρκούσαν οι διακηρύξεις της εθνικής ιδιαιτερότητας, δεν αρκούσε η αλληλεγγύη χωρίς κριτική (Κ.κ.Ι., 254-255). Ξέρουμε καλά πως ένας τέτοιου είδους ανθρωπισμός δεν απέχει και πολύ από το να λειτουργεί απολογητικά απέναντι στα κεκτημένα του ιμπεριαλισμού, ενώ από την άλλη η θέση του περί ανεκτικού πολυπολιτισμού που υποτίθεται πως προάγει τις συναντήσεις μεταξύ των πολιτισμών δεν κάνει τίποτα άλλο από το να νομιμοποιεί και να διαιωνίζει όλες τις διαιρέσεις και τους διαχωρισμούς που η ίδια αυτή διαδικασία ιστορικά έχει προκαλέσει. Γιατί είναι γνωστό πως ο εθνικισμός που κοιτάζεται με κριτικό βλέμμα στον καθρέφτη δεν μπορεί παρά να γίνει κοσμοπολίτικος…
Οι αφετηριακές παραδοχές της θεωρητικής κατασκευής του Σαΐντ δεν είναι επομένως καθόλου άσχετες με την πολιτική του τοποθέτηση. Το αντίθετο. Αρκεί να δει κανείς με πόση γελοιότητα οι προϋποθέσεις αυτές βραχυκυκλώνουν το σύνολο της αντίληψης που έχει για την πραγματικότητα. Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε αμέσως μετά το θάνατό του, το 2003, θα καταφέρει να πει πως ακόμα και ο ίδιος ο πόλεμος του Ιράκ δε θα είχε ξεσπάσει αν δεν υπήρχαν κάποια «κακά» οριενταλιστικά στερεότυπα εναντίον των «άλλων». Αντιγράφουμε: «χωρίς αυτήν την εντύπωση που επιμελώς συντηρείται ότι δηλαδή αυτές οι απομακρυσμένες φυλές δεν είναι όπως «εμείς» και δεν αποδέχονται τις «δικές μας» αξίες, κλισέ τα οποία αποτελούν και την ουσία του οριενταλιστικού δόγματος, ο πόλεμος [εν. του Ιράκ] δε θα μπορούσε να έχει ξεσπάσει» («Ουμ.»). Να λοιπόν πώς τα κλισέ και οι αναπαραστάσεις καθιστούν αόρατα τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και την εκμεταλλευτική καπιταλιστική συνθήκη.
Με τις παραδοχές λοιπόν αυτές να οδηγούν σε τέτοια σύγχυση τον υψιπετή μας θεωρητικό καταλαβαίνετε γιατί δε χρειάζεται να εξετάσουμε περαιτέρω την «ουμανιστική» του πολιτική στράτευση. Γιατί οι ηθικολογίες ευαίσθητων ουμανιστών και ανεκτικών κοσμοπολιτών (βλ. και την αρθρογραφία του για το παλαιστινιακό στο Ζ magazine) δεν έκαναν ποτέ τίποτε άλλο στην ιστορία πέρα από το να αποκρύπτουν, νομιμοποιώντας, τον κοινωνικό και ταξικό πόλεμο (εμφανιζόμενο με θρησκευτικό μανδύα ή χωρίς) εναντίον των εκμεταλλευομένων που με τόση σφοδρότητα διεξάγεται σε πολλά σημεία αυτού του πλανήτη και δη στη Μέση Ανατολή.
No comments:
Post a Comment