Τεύχος Πέμπτο - Ο Κήπος
Δύο νεαροί γάλλοι αφρικανικής καταγωγής νεκροί από ηλεκτροπληξία, προσπαθώντας να αποφύγουν το κυνήγι των μπάτσων. Είκοσι νύχτες στις φλόγες κάποια προάστια του Παρισιού και άλλων γαλλικών πόλεων: μια μικρή εκδίκηση από όσους θα μπορούσαν δυνητικά, να βρίσκονταν στην θέση των νεκρών. Μερικές χιλιάδες αυτοκίνητα, κάποια σχολεία, λεωφορεία, δημόσιες υπηρεσίες, παρανάλωμα του πυρός. Ένας ακροδεξιός υπουργός δημόσιας τάξης -με φιλοδοξίες για το αξίωμα της προεδρίας της γαλλικής δημοκρατίας- που αποφάνθηκε εξαρχής: αποβράσματα. Η πίεση της «κοινής γνώμης», δηλαδή των μηχανισμών του καθεστώτος, «να σταματήσει το κακό στα προάστια», για να μην επεκταθεί και αλλού. Ένας γκωλικός νόμος «περί απαγόρευσης της κυκλοφορίας», που ανασύρθηκε από την εποχή του πολέμου της Αλγερίας και των μαζικών διαμαρτυριών ενάντια σ’ αυτόν. Η παρέμβαση της γαλλικής αριστεράς, ακροαριστεράς (και κάποιων αναρχικών): ναι στην ομαλότητα στα προάστια, αλλά όχι και έτσι… Η κρατική καταστολή, ωμή όπως της πρέπει. Πάνω από 3000 συλλήψεις, πολλές φυλακίσεις, κάποιες απελάσεις στους «χωρίς χαρτιά». Μετά: επίδειξη της «κοινωνικής» πλευράς του γαλλικού κράτους με υποσχέσεις προγραμμάτων πρόνοιας για τα προάστια. Η επιστροφή στην ομαλότητα τόσο «αιφνιδιαστικά», όσο «αιφνιδιαστικά» ξεκίνησαν όλα.
Σε ποιους προκάλεσε έκπληξη η εξέγερση στα γαλλικά προάστια; Φαινομενικά σε κανένα. Αν διαβάσουμε τις «εμβριθείς» αναλύσεις δημοσιογράφων, πολιτικών και διανοούμενων, στην Ελλάδα λιγότερες, στη Γαλλία περισσότερες, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό που έγινε ήταν κάτι αναμενόμενο. Περίεργα πράγματα. Λες και όλοι αυτοί, υπερασπιστές της μιας ή της άλλης εκδοχής αυτού του κόσμου (νεοφιλελεύθερης, ανοιχτά φασιστικής, σοσιαλδημοκρατικής, κ.α.), δεν ανησύχησαν καθόλου από τα μηνύματα της εξέγερσης. Αυτό πάει να πει: είτε δεν τα έλαβαν σωστά, είτε αυτά τα μηνύματα δεν ήταν φορείς ανησυχίας για την θέση τους. Θα δούμε.
Αναλύοντας την διαδικασία μετάβασης από την μορφή κράτος πρόνοιας στην μορφή νεοφιλελεύθερο κράτος σε προηγούμενο τεύχος του εντύπου, γράφαμε: «Είναι φανερό ότι η νέα κοινωνική συνθήκη που αρχίζει να διαμορφώνεται στις χώρες που υλοποιείται το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, χαρακτηρίζεται από μια πόλωση των κοινωνικών αντιθέσεων: συγκέντρωση του πλούτου σε ακόμα λιγότερα χέρια, ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων στις μητροπόλεις της δύσης, μαζική ανεργία σε ποσοστά που σε άλλες περιόδους θα ήταν απαγορευτικά για την λειτουργία του συστήματος, περιθωριοποίηση ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων…» (Το Κιβώτιο τχ 3, Χίλιες και μία μέρες και νύχτες κοινωνικών και ταξικών ανταγωνισμών ΙΙ).
Παραθέτουμε μια εκδοχή αυτής της κατάστασης στα γαλλικά προάστια: στο προάστιο Clichy-Sous-Bois, στο οποίο ξεκίνησε η εξέγερση, η ανεργία πλήττει το 23% του πληθυσμού και το 50% των νέων. Το προάστιο του Νεϊγί διαθέτει μόνο το 2,5% των διαθέσιμων κτιρίων του δήμου του για κοινωνικά προγράμματα δημόσιας στέγασης, όταν ο νόμος προβλέπει τουλάχιστον το 20%. Στις ευαίσθητες ζώνες (στις οποίες είναι ενταγμένες τα πιο οικονομικά αδύνατα προάστια) κάτω από το όρια της φτώχειας βρίσκεται ένα ποσοστό κυμαινόμενο από 10%-26,5% των κατοίκων τους.
Γράφαμε παρακάτω στο ίδιο κείμενο: «Στις καταστάσεις αυτές… έγινε γρήγορα αντιληπτή η σημασία του τρίτου τομέα της κοινωνίας, ως απαραίτητο συστατικό της νεοφιλελεύθερης μορφής κράτος». Και σε μια υποσημείωση: «Υπάρχει ακόμα μια διαδικασία που μπαίνει σε εφαρμογή παράλληλα με αυτή της ανάπτυξης του τρίτου τομέα... αυτή είναι η ποινικοποίηση των ασθενέστερων οικονομικά και κοινωνικά στρωμάτων».
Στην συνέχεια προσπαθήσαμε να αναλύσουμε με ποιο τρόπο ο εθελοντισμός επιστρατεύεται για να υποκαταστήσει –ανάμεσα σε όλα τα άλλα- λειτουργίες του κρατικοπρονοιακού μοντέλου, χρησιμοποιώντας την δωρεάν εργασία των μεσαίων στρωμάτων και μειώνοντας έτσι το κόστος για το νεοφιλελεύθερο κράτος. Αντίθετα δεν μιλήσαμε καθόλου για την διαδικασία της ποινικοποίησης των ασθενέστερων ποινικών στρωμάτων. Αξίζει η αφιέρωση μερικών γραμμών και σε αυτή.
Ο τρίτος τομέας, ο τομέας δηλαδή των εθελοντικών οργανώσεων, δεν μπορεί να καλύψει το σύνολο των στρωμάτων που πλήττονται εντός της νέας μορφής κράτος, πράγμα που είναι απαγορευτικό εξαιτίας του οικονομικού κόστους που προϋποθέτει. Ένας λόγος γι’ αυτό, είναι το γεγονός ότι μέρος της χρηματοδότησης αυτών των οργανώσεων προέρχεται ήδη από το κράτος ή από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Αν επομένως μιλούσαμε για την ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου εθελοντικής προσφοράς που θα κάλυπτε όλον τον πληθυσμό, τον οποίο περιθωριοποιεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο -κάτι που μέσες άκρες επεξεργάζεται θεωρητικά και προτείνει ο Τζέρεμι Ρίφκιν στο βιβλίο του «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της»- αυτό θα ήταν de facto επιστροφή σε μια κρατικοπρονοιακή μορφή παρέμβασης.
Επομένως ένα μέρος αυτών των στρωμάτων έπρεπε να ελεγχθεί με άλλο τρόπο, έπρεπε να εγκληματοποιηθεί, να μετατραπεί δηλαδή σε εγκληματία, μια διαδικασία καθόλου πρωτότυπη ιστορικά στον καπιταλισμό. Το ίδιο συνέβη στην πρώιμη εκβιομηχάνιση, όταν ποινικοποιήθηκε ο αλκοολισμός, η πορνεία, η επαιτεία, κ.α. παρεκκλίνουσες συμπεριφορές από το μοντέλο της καθολικής μισθωτής σχέσης σε μια περίοδο που ήταν έκδηλη η ανάγκη της καπιταλιστικής μηχανής για εργατικά χέρια. Σήμερα που η μαζική ανεργία κυριαρχεί σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, η εγκληματοποίηση στοχεύει αφενός στον κανονιστικό (δηλαδή αστυνομικοδικαστικό) έλεγχο αυτών των πληθυσμών και αφετέρου στην χειραγώγηση τους μέσω της αναζωογόνησης και της επιβολής των πιο σκληρών προτύπων ηθικής και εργασίας στον κοινωνικό βίο.1
Ας το πούμε πιο αναλυτικά. Ανάμεσα στους μετασχηματισμούς που χαρακτήρισαν την νέα μορφή κράτος, ήταν η αλλαγή στην μορφή της εργασίας, η οποία από σταθερή, ασφαλισμένη, οκτάωρη, κλπ, γίνεται ευέλικτη, ανασφάλιστη ή εν μέρει ασφαλισμένη, μερική, κινητική, κλπ. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται νέα στρώματα ανέργων ή μισοανέργων, που επιβιώνουν στα όρια της επιβίωσης και που παράλληλα οφείλουν να προσαρμοστούν σε αυτή την συνθήκη.
Έχοντας τώρα στο μυαλό μας ότι το δίκαιο είναι μια σχέση ανταγωνιστική, δηλαδή οι νόμοι και οι θεσμοί που διέπουν μια κοινωνία δεν είναι κατασκευή κάποιων σοφών δικαστών ή του δίκαιου και πανάγαθου όντος, αλλά άμεση αντανάκλαση και έκφραση του κοινωνικού ανταγωνισμού την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και με δεδομένη την ήττα του κοινωνικού ανταγωνισμού τις τελευταίες δεκαετίες, η νεοφιλελεύθερη μορφή κράτος, δεν θα μπορούσε παρά να μετασχηματίσει το δίκαιο σε μια κατεύθυνση που εκφράζει την νίκη των αφεντικών.
Η πιο χαρακτηριστική απόδειξη αυτού του μετασχηματισμού ήταν η εισαγωγή θεωριών, όπως αυτή της «μηδενικής ανοχής», που υποστηρίζουν ότι η ανοχή σε κάθε συμπεριφορά που ξεφεύγει από τις νόρμες της μικροαστικής κοσμοθεώρησης (π.χ. η επαιτεία, ο αλκοολισμός, κ.α.), είναι προοίμιο της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας. Δηλαδή ενώ στην ιστορική περίοδο που έχει προηγηθεί τέτοιες συμπεριφορές αντιμετωπίζονται σαν δυνάμει τομείς παρέμβασης της κοινωνικής πρόνοιας, σήμερα εμπίπτουν στο πεδίο της δικαιοσύνης και της δημόσιας τάξης. Φυσικά για να επικρατήσουν τέτοιες θεωρίες έπρεπε να βρουν ισχυρά κοινωνικά ερείσματα. Η διάχυση ενός γενικευμένου αισθήματος ανασφάλειας στα μεσαία στρώματα του πληθυσμού, ήταν η χρυσή επιλογή για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Συμπερασματικά: η διαδικασία ποινικοποίησης-εγκληματοποίησης κατασκευάζεται από το νεοφιλελεύθερο κράτος για να «στρώσει» τα χαμηλά (και δυνάμει ανυπότακτα) κοινωνικά στρώματα στην πειθαρχία της προσωρινής και επισφαλούς εργασίας ή ακόμα και στην κατάσταση της παρατεταμένης ανεργίας. Και όχι βέβαια επειδή το «κακό» κράτος αρέσκεται στο να καταστέλλει την «καλή»κοινωνία.
Τα αποτελέσματα αυτού του μετασχηματισμού, προβάλλονται εντυπωσιακά στην νέα σωφρονιστική δημογραφία που διαμορφώνεται: το ποσοστό φυλάκισης στην Γαλλία περνάει από τους 71 στις 100.000 κατοίκους στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στους 95 στις 100.000, 18 χρόνια μετά. Ο πληθυσμός «υπό την σκέπη της δικαιοσύνης» (πρόσωπα υπό δικαστική επιτήρηση, υπό όρους αναστολή εκτέλεσης της ποινής, υπό όρους απόλυση, κ.α.) στις αρχές του 1998 ήταν μισή φορά περισσότερο από ότι 9 χρόνια πριν και 2,5 φορές περισσότερο από το 1975. Εν τω μεταξύ, όπως σημειώνει ο Wacquant2«επαναδιαγράφεται το προφίλ του τιμωρούμενου αδικήματος», καθώς μετατοπίζεται από τα αδικήματα με άμεσο θύμα, σε δύο κυρίως αδικήματα: αυτά που αφορούν την παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών ουσιών και αυτά που αφορούν την παράνομη διαμονή στην χώρα αλλοδαπών. Γι’ αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των φυλακισμένων είναι μεταναστευτικής καταγωγής.
Ένα τελευταίο γεγονός που πρέπει να συνυπολογιστεί είναι η κοινωνική γεωγραφία των προαστίων. Τα προάστια του Παρισιού οικοδομήθηκαν κατά το μεγάλο οικονομικό μπουμ της χρυσής εποχής του κράτους πρόνοιας για να στεγάσουν την ανειδίκευτη κυρίως εργατική δύναμη που στελέχωνε τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες που βρισκόταν κοντά σε αυτά. Από τότε και ενώ η γαλλική εργατική τάξη βελτίωνε την θέση της, παράλληλα με τα κύματα της μετανάστευσης που έφταναν από τις πρώην γαλλικές αποικίες της Αφρικής, βρισκόταν να επεκτείνονται όλο και περισσότερο και να κατοικούνται κατά κύριο λόγο από αυτό τον πληθυσμό, ενώ οι παλιοί γάλλοι εργάτες μετανάστευαν σε πιο αναβαθμισμένες ζώνες. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν άρχισαν να περικόπτονται οι κοινωνικές παροχές σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, παράλληλα με την επέκταση της μαζικής ανεργίας, τα προάστια μπήκαν σε καθεστώς επιτήρησης. Μάλιστα μετά την εξέγερση του 1981 από τους νεαρούς γάλλους αραβικής καταγωγής, πολλαπλασιάστηκαν ταχύτατα οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του καθεστώτος σε αυτούς τους τομείς της πόλης. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο εκτελούνται 40.000 προσωρινές φυλακίσεις ανηλίκων -συνήθως έγχρωμων- που συλλαμβάνονται σε ελέγχους για εξακριβώσεις στοιχείων, οι περισσότεροι από τους οποίους αποφυλακίζονται αργότερα λόγω έλλειψης στοιχείων. Όπως δεν είναι τυχαίο, ότι ένα κομμάτι, μικρό αλλά υπαρκτό, αυτού του νεαρού πληθυσμού εξωθείται από το κράτος στην παραοικονομία ναρκωτικών ουσιών, για να επιβεβαιώνει την ανάγκη της αστυνόμευσης του.
Κανείς δεν είναι τόσο ηλίθιος, ώστε να μην μπορεί να καταλάβει ότι τέτοιου τύπου κοινωνικές συνθήκες γεννούν ξεσπάσματα αντίδρασης. Η πρόσφατη εξέγερση εξάλλου είναι μια στιγμή υψηλής έντασης της αντιβίας ενός μέρος των καταπιεσμένων, μια στιγμή ανάμεσα σε τόσες άλλες καθημερινής και νυχτερινής βίας εναντίον τους και αντιβίας από την πλευρά τους ενάντια στις πρακτικές της μηδενικής ανοχής που εφαρμόζει το γαλλικό κράτος. Εκείνων των καταπιεσμένων νεαρών με γαλλική υπηκοότητα, τρίτης γενιάς μεταναστών, που έχουν φάει στην μάπα την μιζέρια της παραδοσιακής οικογένειας. Έχουν φάει στην μάπα τις παρλαπίπες περί δημοκρατίας, ισότητας, αδελφότητας του ρεπουμπλικανικού σχολείου της συνοικίας τους. Έχουν φάει στην μάπα την μιζέρια της γειτονιάς τους, την ανεργία, το ρατσισμό στην αναζήτηση εργασίας. Έχουν φάει στην μάπα τις υποσχέσεις της μεταθανάτιας ζωής του ιμάμη του δήμου. Και όλα αυτά, όντας μερικά μόνο χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης του φωτός, από τις ζωντανές εκπληρώσεις των υποσχέσεων για τους άλλους.
Η εξέγερση στα παρισινά προάστια ήταν η κραυγή ενός μεγάλου μέρους του κόσμου που παρήγαγε ο μετασχηματισμός της κοινωνικής μορφής τα τελευταία τριάντα χρόνια και η εκκωφαντική και ολόλαμπρη υπενθύμιση ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να πετάει στα σκουπίδια τόσο κόσμο, και όλα να συνεχίζουν να πηγαίνουν καλά.
Ήταν η εμφάνιση στο προσκήνιο αυτού του συλλογικού υποκειμένου, που βιώνει ήδη (και γι’ αυτό την έχει συνειδητοποιήσει σε βάθος), την προοπτική του no future που του έχει επιφυλαχθεί3. Ήταν η ζωντανή, συλλογική σκηνοθεσία και εκτέλεση του μίσους, την οποία μίσησαν μέχρι θανάτου τα πλήθη του γαλλικού αστικού φιλελευθερισμού, η ίδια τάξη ανθρώπων που είχε συγκινηθεί, παρακολουθώντας τον Κασοβίτς να σκηνοθετεί την γνωστή ταινία του «Το μίσος», ασκώντας κριτική (και προειδοποιώντας) το γαλλικό νεοφιλελευθερισμό. Να θυμηθούμε πότε; Το Δεκέμβρη του 1995, την ίδια εποχή που ένα άλλο συλλογικό υποκείμενο, έκανε μετά από εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια την μαζική εμφάνιση του στο δρόμο, όταν μεγάλα κομμάτια από τον δημόσιο κυρίως τομέα των γαλλικών εργατικών στρωμάτων, προσπάθησαν να υπερασπιστούν για τελευταία φορά κάποιες κατακτήσεις του κράτους πρόνοιας. Με μια έννοια ενάντια σε όψεις του νεοφιλελευθερισμού είχαν αγωνιστεί και τα δύο αυτά υποκείμενα. Όμως η τεράστια διαφορά μεταξύ τους -ανάμεσα σε δευτερεύουσες άλλες- είναι η παντελής ανικανότητα της παραδοσιακής αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της να διαμεσολαβήσει πολιτικά τους σημερινούς εξεγερμένους των γαλλικών μητροπόλεων. Πράγμα που δυνητικά θα μπορούσε να κάνει την ύπαρξη του δεύτερου υποκειμένου, απειλητική και για την ίδια.
Ήταν το «ταξικό μίσος χωρίς τάξη», ενάντια στο κράτος και τους θεσμούς του, ενάντια στην πολιτική διαμεσολάβηση της κοινωνικής απελπισίας, ενάντια στην κοινωνική συναίνεση των αλλοτριωμένων.
Δεν είναι όλα αυτά αρκετά για να ακολουθήσει η επιχείρηση διαστρέβλωσης της εξέγερσης από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του καθεστώτος, όταν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί είχαν ήδη αναλάβει την ωμή επιστροφή στην τάξη; Μια διαστρέβλωση επικεντρωμένη σε μια κριτική πότε χολερική και απροκάλυπτα φασιστική, πότε φιλελεύθερη και ελαφρά υποκριτική, και πότε αριστερή και καταδικαστική με εκλεπτυσμένο τρόπο.
Οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες συγκρούονται με τους μπάτσους στις γειτονιές τους. Η political correct σκέψη θα κρίνει: είστε ανήθικοι, γιατί δεν πάτε στις γειτονιές των πλουσίων; Οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες δεν σηκώνουν καμιά σημαία, δεν προσκυνάνε τα βρακιά κανενός μουλά, δεν νοσταλγούν καμιά Μέκκα. Η political correct σκέψη θα νοηματοδοτήσει: εθνοφυλετική σύγκρουση. Οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες, δεν κολλάνε αφίσες, δεν μοιράζουν προκηρύξεις, δεν δημοσιεύουν μανιφέστα. Η political correct σκέψη θα αποφανθεί: εξέγερση χωρίς λαλιά, απολίτικη, άναρθρη εξέγερση. Οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες καίνε αυτοκίνητα, αδιακρίτως. Η political correct σκέψη θα τους καταδικάσει: είστε βάνδαλοι. Οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες βάζουν φωτιά στα σχολεία. Η political correct σκέψη θα αφηνιάσει: καίτε τους ναούς του ουδετερόθρησκου πνεύματος και του ρεπουμπλικανικού πολιτισμού. Οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες καίνε δημόσιες υπηρεσίες, λεωφορεία, κ.α. Η political correct σκέψη θα αποδοκιμάσει: πυρπολείτε την κρατική πρόνοια. Οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες καίνε τζαμιά. Η political correct σκέψη (της άλλης όψης του νομίσματος) θα σταθεί αμήχανη: είστε ασεβείς. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Οι εξεγερμένοι και οι εξεγερμένες των γαλλικών μητροπόλεων είναι ακόμα: πρεζάκια, πρεζέμποροι, μέλη ποικίλων συμμοριών, φανατικοί ισλαμιστές, τρομοκράτες με διασυνδέσεις με την Αλ-Κάιντα. Ε, ας το διάολο.
Ο ρηχός λόγος της δημοσιογραφίας και της ακαδημίας, ο λόγος δηλαδή των υπαλλήλων του ιδιωτικού κεφαλαίου και του κράτους, έκανε κεντρικό σημείο αναφοράς στην ερμηνευτική του μεθοδολογία, όταν αυτή είχε κάποια συστηματικότητα, και δεν ήταν απλά ένα παραλήρημα απολογητικής υπέρ του καθεστώτος, δύο σημεία της εξέγερσης: τον δήθεν απολίτικο χαρακτήρα της και την φθορά της ιδιωτικής περιουσίας και κυρίως των αυτοκινήτων.
Η εξέγερση στα γαλλικά προάστια ήταν ένα βαθιά κοινωνικό φαινόμενο, με έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Η πρόταξη του αιτήματος των εξεγερμένων, έστω και με προφορικό τρόπο, «να παραιτηθεί ο Σαρκοζί», πάει να πει στα μάτια τους «να καταστραφεί η μηδενική ανοχή στα προάστια», ότι και να σημαίνει αυτό, διαμορφώνει απευθείας την πολιτική απόχρωση της διαμαρτυρίας. Με τον ίδιο τρόπο που την διαμορφώνει και ο συλλογικός της χαρακτήρας και η αλληλεγγύη μεταξύ των εξεγερμένων, διαστάσεις που προβάλλουν την συνείδηση της κοινότητας των συμφερόντων, κόντρα στις ακαδημαϊκές αθλιότητες περί «ατομικιστικής» εξέγερσης. Αυτό που έλειπε από την εξέγερση για να αποκτήσει ολοκληρωμένο πολιτικό περιεχόμενο ήταν αφενός οι συλλογικές διαδικασίες συγκρότησης ευρύτερου πολιτικού προτάγματος και αφετέρου η διεκδίκηση του.
Ωστόσο λέτε να φταίνε πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες 15 έως 18 χρονών γι’ αυτό το πράγμα; Λέτε να φταίνε οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες για το γεγονός της απουσίας πολιτικού οράματος στην εξέγερση τους; Λέτε να φταίνε οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες για το ότι εδώ και εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια έχει καταρρεύσει το επαναστατικό φαντασιακό παγκόσμια; Για το ότι εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια όλες οι αποχρώσεις της παγκόσμιας αριστεράς έχουν αποδεχτεί πλήρως το υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο, χωρίς να έχουν την οποιαδήποτε ριζοσπαστική πρόταση για τους κολασμένους ή για τους αλλοτριωμένους αυτού του πλανήτη; Για το ότι εδώ και δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια όλες σχεδόν οι συνιστώσες του επαναστατικού χώρου, τρώνε τα κουρέλια τους μεταξύ τους, χαμένοι μέσα σε μια ναρκισσιστική αυτοαναφορικότητα, ανίκανοι να κατανοήσουν τους μετασχηματισμούς αυτού του κόσμου για να παράγουν ένα σύγχρονο επαναστατικό σχέδιο. Ίσως επειδή οι περισσότεροι από αυτούς που δηλώνουν επαναστάτες είναι είτε βολεμένοι σε αυτήν την κοινωνία και στην αγκαλιά των θέλγητρων της είτε φορτωμένοι με την ήττα του παρελθόντος και ανίκανοι να την ξεπεράσουν, αντικρίζοντας στα μάτια την νέα πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί4. Και περιμένει ή κάνει πως περιμένει, ο κάθε πληρωμένος μαλάκας με έδρα στις πολιτικές επιστήμες και με αριστερό παρελθόν, να του παρουσιάσουν το καινούργιο κεφάλαιο (για να σπάσει την μονοτονία που του προκαλεί η καθημερινή διδασκαλία του μαρξικού Κεφαλαίου στο αμφιθέατρο), αυτοί οι πιτσιρικάδες;
Σύμφυτο με αυτό είναι το ζήτημα της απουσίας γραπτού λόγου. Όταν στα μάτια και στην καθημερινή εμπειρία αυτών των ανθρώπων, ο γραπτός λόγος εκπροσωπεί το εκπαιδευτικό σύστημα και την αναδιανεμητική (και άρα διαχωριστική) λειτουργία του, όταν έχουν οι ίδιοι διαπιστώσει τον πομπώδη και υποκριτικό ρεπουμπλικανικό5 χαρακτήρα του, πώς να μην τον θεωρούν ως ένα εργαλείο του εχθρού εναντίον τους; Και γιατί να θέλουν να κάνουν χρήση αυτού του όπλου, ενάντια στους ίδιους τους εαυτούς τους;
Η καταστροφή του αυτοκινήτου, ίσως της πιο κεντρικής φαντασιακής σημασίας και του πιο σημαντικού συμβόλου κοινωνικής θέσης στο σύγχρονο καπιταλισμό («αυτοκίνητο, η απόλυτη αστική ιδιοτέλεια», έγραφε ένα μότο σε ένα καρέ, ενός παλιού κόμικ του Λέανδρου), υπήρξε η πιο ορατή έκφραση της εξέγερσης. Για τους ηλίθιους που αναρωτιούνται γιατί οι πιτσιρικάδες δεν καίνε αυτοκίνητα στα πλούσια προάστια, να διευκρινίσουμε τρία πράγματα. Πρώτον, ότι η κοινωνική σύνθεση των προαστίων, δεν είναι ομοιογενής σε όλη την έκταση τους. Δηλαδή υπάρχουν ζώνες εντός των προαστίων αρκετά πλούσιες, δίπλα σε άλλες που ζουν οι εξαθλιωμένοι. Δεύτερον, ότι η αστυνομία είχε δημιουργήσει έναν εξαιρετικά ασφυκτικό κλοιό γύρω από τα προάστια, σε σταθμούς συγκοινωνιών κτλ, που στην πράξη τα απέκλειε από το κέντρο της πόλης. Και τρίτον, ότι όπως και να χουν τα πράγματα, τα αυτοκίνητα δεν είναι απαραίτητο να συμβολίζουν κάτι για να καίγονται και να γίνονται οδοφράγματα. Αρκεί για αυτό το λόγο απλά η χρηστική αξία που μπορεί να έχουν για ένα συλλογικό υποκείμενο, που θέλει να αντιπαρατεθεί με τους μηχανισμούς καταστολής, όπως απόδειξε ο παρισινός Μάης του 1968, όπως απόδειξε το τριήμερο του Νοέμβρη του 1973 στην Αθήνα και τόσες άλλες στιγμές της ιστορίας του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Κάποιος κατώτερος υπάλληλος του ελληνικού κράτους, αριστερός διανοουμενίσκος (του Συνασπισμού της Αριστεράς, κλπ) και λέκτορας σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο6, χαρακτήρισε ως εθνοφυλετική την εξέγερση στα γαλλικά προάστια, σε ένα στομφώδες, ακαδημαϊκό και άκρως εκσυγχρονιστικής οπτικής βιβλίο του (το μόνο μέχρι τώρα στην Ελλάδα), που κυκλοφόρησε πρόσφατα, συνοψίζοντας τις συζητήσεις των ομοίων του (κυρίως) για την εξέγερση, στην Γαλλία και εδώ. Θα χρειαστεί να υπενθυμίσουμε σε αυτό τον καθηγητάκο των πολιτικών επιστημών, αλλά και σε διάφορους αστείους τύπους (για τους οποίους ισχύει το παλιό ρητό: όταν το δάκτυλο έδειχνε το φεγγάρι, οι ηλίθιοι έβλεπαν την ημισέληνο), ότι ο χαρακτήρας μιας εξέγερσης δεν κρίνεται από την εθνικότητα και το χρώμα αυτών που συμμετέχουν, αλλά από τα αιτήματα τους, τους σκοπούς τους, τους τρόπους πάλης τους, την πολιτική συμπεριφοράς τους εν γένει. Κρατάμε σαν πολύ σημαντικό γεγονός το ότι οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες φτύσανε στα μούτρα τόσο τις εθνικιστικές, όσο και τις θρησκευτικές αυταπάτες και ιδεοληψίες. Όσον αφορά το πρώτο, και αναγνωρίζοντας τον πολυεθνικό χαρακτήρα της εξέγερσης, αλλά και παρακολουθώντας αφηγήσεις των εξεγερμένων («Δεν μας ενδιαφέρει η πατρίδα των γονιών μας, δεν θέλουμε να πάμε εκεί, εμείς ζούμε εδώ»), δεν μας εκπλήσσει. Όσον αφορά το δεύτερο αποτελεί για μας δείγμα υψηλής πολιτικής ωριμότητας: οι θρησκευτικοί ηγέτες των κοινοτήτων των πιτσιρικάδων ήταν από τους πρώτους που καταδικάσανε το κίνημα, κάνοντας εκκλήσεις επιστροφής στην ομαλότητα. Γι’ αυτό το λόγο -αν και πιθανόν προκάλεσε αμηχανία σε κάποιους- η πυρπόληση του τζαμιού δεν ήταν τυχαίο γεγονός.
Θα μπορούσαμε να γράφαμε πολλά ακόμα, και αφήνουμε πολλά ζητήματα με ενδιαφέρον έξω από αυτή την ανάλυση. Το πιο σημαντικό είναι τι μπορεί να σημαίνει για το νεοφιλελεύθερο μοντέλο αυτή η εξέγερση. Ένα άλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο μπαίνει σε κρίση το εθελοντικό παράδειγμα και η δυνατότητα του να αποσοβεί τέτοιου τύπου φαινόμενα. Ένα τρίτο, πόσο τα αίτια αυτής της εξέγερσης αφορούν μόνο την Γαλλία, και όχι για παράδειγμα και την Ελλάδα. Ένα τέταρτο ζήτημα είναι πως κατασκευάστηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ η εξέγερση στα γαλλικά προάστια. Ένα πέμπτο ποια ήταν η πρόσληψη αυτής της εξέγερσης από τα πολιτικά υποκείμενα της αμφισβήτησης εδώ και ποια η στάση τους σε σχέση με αυτήν (αυτό είναι εύκολο, πέρα από κάτι γελοίους ακτιβισμούς δεν έκαναν σχεδόν τίποτα άλλο. Κρατάμε σαν σημαντική την διαδήλωση αλληλεγγύης συντρόφων στα Χανιά, με κεντρικό σύνθημα: Κάγκελα αόρατα, κάγκελα ορατά/ μέσα στην Γαλλία, πήρανε φωτιά). Όλα αυτά πιθανόν να μας απασχολήσουν αργότερα. Για τώρα δύο-τρεις ακόμα λέξεις
Η εξέγερση στα γαλλικά προάστια δεν ήταν επανάσταση, ούτε καν προοίμιο της επανάστασης, ούτε ήθελε να είναι αυτό το πράγμα. Η επανάσταση αν γίνει ποτέ, θα είναι δημιουργική και ρηξικέλευθη, σφοδρή και συντριπτική και χίλια δύο άλλα πράγματα που πιθανόν δεν μπορούμε καν να τα φανταστούμε. Ήταν όμως σίγουρα μια από τις γνησιότερες εκφράσεις ταξικού μίσους σε μια εποχή που δεν υπάρχει καν διαδικασία συγκρότησης και γίγνεσθαι από την πλευρά των εκμεταλλευομένων, δηλαδή δική τους τάξη. Και αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που καλούνται να βάλουν στους εαυτούς και συλλογικά οι εξεγερμένοι στα γαλλικά προάστια: η εξέγερση τους ή θα γίνει η μαγιά για μια πρωτογενή διαδικασία συγκρότησης τάξης ή θα παραμείνει μερικές φωτεινές νύχτες στο σκοτάδι της γενικής ήττας του κοινωνικού ανταγωνισμού, που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες. Και αυτό είναι το μεγάλο δίλημμα που καλούμαστε να βάλουμε στους εαυτούς μας εμείς, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα παρισινά προάστια: ή ξεκινάμε από την αρχή για να συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις στην δημιουργία του ίδιου πράγματος ώστε οι εξεγέρσεις του μέλλοντος να αποκτούν όλο και περισσότερο ουσιαστικό περιεχόμενο ή θα βυθιζόμαστε μέσα στην φαινομενικά φανταχτερή, αλλά τόσο μίζερη αυτοαναφορικότητα μας, πανηγυρίζοντας χαζοχαρούμενα αυτά που (υποτίθεται) είχαμε προβλέψει, και τις φλόγες που φωτίζουν τις πόλεις του φωτός.
1. Στο Οι φυλακές της μιζέριας. Ο προσανατολισμός του συλλογισμού είναι ο ίδιος.
2. Όλα τα στοιχεία οπ.παρ. Πάντως αυτά τα στοιχεία, παρέχουν την πιο ξεκάθαρη απόδειξη, ανάμεσα σε άλλες, για το γεγονός ότι το δίκαιο (όπως και κάθε θεσμός άλλωστε) της καπιταλιστικής κοινωνίας υπόκειται στην θέσμιση του κοινωνικού ανταγωνισμού.
3. Ενός συλλογικού υποκειμένου που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να το αντιληφθεί κάποιος ούτε σαν περιθώριο, ούτε σαν λούμπεν προλεταριάτο, αν βέβαια θέλει να συνεχίσει να πατάει τα πόδια του κάτω στο έδαφος.
4. Δεν είναι τυχαίο, για να αναφέρουμε μια περίπτωση, ότι ο Α. Κριβίν, ηγέτης, της LCR (Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας), της δεύτερης ισχυρότερης τροτσκιστικής οργάνωσης στην Γαλλία, και προβεβλημένος ως ηγετική μορφή του Μάη (αν και τότε αμφιβάλλουμε πολύ αν είχε καταλάβει το παραμικρό), δήλωσε ότι περιπολούσε μαζί με άλλους στην γειτονιά του, για να μην του κάψουν το σπίτι του. Αναφέρεται από τον Πανταζόπουλο στο Η Γαλλία φλέγεται;
5. Ο ρεπουμπλικανισμός είναι ο γενέθλιος μύθος του γαλλικού έθνους κράτους. Ο βασικός άξονας του ρεπουμπλικανισμού είναι το κυρίαρχο σύνθημα της γαλλικής επανάστασης του 1789: ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα.
6. Το όνομα του είναι Ανδρέας Πανταζόπουλος και το πόνημα του τιτλοφορείται Η Γαλλία φλέγεται; εκδ. Πόλις.
No comments:
Post a Comment